![]() |
Maria Callas 1959 |
Σε κάποια από τις πολυκατοικίες
της Αθήνας που έχω μετακομίσει κατά καιρούς, είχα συγκάτοικο τη Νανά. Περιοχή,
Ζωγράφου, κοντά στην πλατεία Γαρδένια. Πενήντα χρόνων τότε η Νανά. Μια κούκλα
με εμφάνιση αριστοκράτισσας, που μοσχοβόλαγε πάντα ακριβά αρώματα. Έμενε στο
υπόγειο, σε μια γκαρσονιέρα που έβλεπε στον ακάλυπτο. Το δωμάτιό της έμοιαζε με
καμαρίνι ντίβας. Είχε επενδύσει τους τοίχους με καθρέφτες, είχε γαλλικά αμπαζούρ
στις γωνίες με καπέλο από μεταξωτό ύφασμα, το τραπέζι ροτόντα στη γωνία ήταν
στρωμένο με βελούδινο μπορντό τραπεζομάντηλο και παντού βιβλία κλασικής
λογοτεχνίας, κυρίως αγγλικής, που λάτρευε. Άκουγε μουσική μόνο από δίσκους
βινυλίου και της άρεσε ένα γαλλικό μοναστηριακό λικέρ που το έβρισκε σε μια
κάβα της Κηφισιάς. Οι ρόμπες της ήσαν όλες μεταξωτές και τα νύχια στα πόδια και
τα χέρια πάντα περιποιημένα και βαμμένα κατακόκκινα. Περπατούσε ξυπόλητη στο
χαλί, χειμώνα καλοκαίρι. Μαγείρευε ελαφριά γεύματα για να μην επιβαρύνει τον
αέρα του σπιτιού της με βαριές οσμές κουζίνας που δύσκολα φεύγουν από ένα
υπόγειο. Συνήθως, έφτιαχνε σαλάτες με ρόκα και ρόδι, και τη συνόδευε με φιλέτο
σολομού• άλλες φορές έφτιαχνε σπαγγέτι με αρωματικό λευκό βούτυρο και παρμεζάνα.
Για πολλά χρόνια
υπήρξε αγαπημένη κάποιου πλούσιου γόνου αριστοκρατικής οικογένειας του Κολωνακίου,
όπως μου είχε διηγηθεί. Εκείνος, τη λάτρευε. Η οικογένειά του, όχι. Ήξεραν για
τη σχέση τους αλλά δεν ενέκριναν να παντρευτούν. Απείλησαν τον γόνο ότι θα τον
αποκληρώσουν εάν παντρευόταν τη Νανά και εκείνος υποχώρησε. Του έδωσαν χρήματα
να τη «σπιτώσει», όπως τον συμβούλεψαν και να «βγάζει τα μάτια του μαζί της όσο
θέλει». Αλλά η Νανά, κόρη εργάτριας από το Κερατσίνι, με πατέρα που πουλούσε
λαχεία στους δρόμους, στο κολωνακιώτικο αρχοντικό του γόνου δεν θα έμπαινε.
Αυτό, οι γονείς του το είχαν ξεκαθαρίσει. Έτσι, αγοράστηκε από την οικογένεια η
γκαρσονιέρα στο υπόγειο, επιπλώθηκε σύμφωνα με το γούστο της Νανάς και ο
πλούσιος γόνος είχε ερωμένη τη Νανά πάνω από είκοσι χρόνια. Εντωμεταξύ, αυτός παντρεύτηκε
μια πλούσια που του προξένεψαν οι δικοί του, έκανε δυο παιδιά, έχασε νωρίς τους
πλούσιους γονείς του και ανέλαβε το εργοστάσιο που κληρονόμησε από τον πατέρα
του. Αδέλφια δεν είχε.
Η Νανά, μου έλεγε τις
ώρες που με καλούσε στο υπόγειο να πιούμε τσάι, δεν την ενοχλούσε καθόλου η ζωή
που της προσέφερε ο αγαπημένος της. Όταν πέθαναν οι γονείς του, της έδωσε χρήματα
και αγόρασε ένα διαμέρισμα στους γονείς της στο Κερατσίνι, για να φύγουν από το
νοίκι. Και κάθε μήνα της έδινε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό που επαρκούσε και για
την ίδια και για τους γονείς της. Δεν την ενδιέφερε να τον παντρευτεί. «Μου αρκούσε
πάντα το υπόγειό μου, με τη μουσική μου, τα βιβλία μου, και να ξέρω ότι εκείνος
θα ‘ρθει μια – δυο φορές τη βδομάδα. Τον αγαπούσα», μου έλεγε. «Δεν θα ήθελα να
ήμουν στη θέση της γυναίκας του, γιατί εμείς οι άνθρωποι είμαστε παράξενοι. Μας
ελκύει το απαγορευμένο. Αν με είχε παντρευτεί ίσως και να είχε κάπου μια
γκαρσονιέρα, να είχε σπιτώσει κάποια ερωμένη και να πήγαινε κάθε βδομάδα να την
βλέπει φορτωμένος με δώρα. Θέλω να είμαι στη θέση της ερωμένης που παίρνει
δώρα», ήταν η θεωρία της. Και την ακολουθούσε ευλαβικά.
Όταν είχαν γνωριστεί η
Νανά ήταν είκοσι πέντε χρόνων και αυτός λίγο μεγαλύτερος. Εγώ τη γνώρισα πολλά
χρόνια αργότερα, όταν μετακόμισα στην πολυκατοικία που έμενε. Ήταν πολύ
γοητευτική. Αν δεν την ήξερες θα μπορούσες να υποθέσεις ότι ίσως να ήταν
χορεύτρια κάποτε. Κορμοστασιά στητή, λεπτή, ίσια μαλλιά μακριά που δεν τα έβαφε
και που της άρεσε να τα μαζεύει σ’ έναν πρόχειρο κότσο με μια πιάστρα από
ελεφαντόδοντο. Πολύ συχνά πήγαινε σε ορφανοτροφεία. Αγόραζε σοκολάτες, γλυκά, παιχνίδια,
ρουχαλάκια και καθόταν με τις ώρες με τα παιδιά και έπαιζε μαζί τους. Άλλες
φορές επισκεπτόταν γηροκομεία φορτωμένη με δέματα γεμάτα ζακέτες, ζεστές ρόμπες
και άγλυκα γλυκά για τους διαβητικούς.
«Τα παιδιά και οι
ηλικιωμένοι», μου έλεγε, «είναι οι μεγάλες αγάπες της ζωής μου. Νομίζω δε ότι
θα έπρεπε να είναι οι μεγάλες αγάπες όλου του κόσμου. Τα παιδιά είναι τα άτομα
στα οποία κληρονομούμε τη ζωή, πρέπει να μεριμνούμε ώστε η ζωή που τους
αφήνουμε να είναι πολύ καλύτερη από τη ζωή που παρέδωσαν σε εμάς οι γονείς μας.
Οι γέροντες από την άλλη, είναι η σοφία που κάποιες φορές χρησιμοποιείται σωστά
και κάποιες άλλες όχι. Σε κάθε περίπτωση, οι γέροντες είναι η φυσική εξέλιξη του
ανθρώπου και που ο άνθρωπος αυτή την εξέλιξη δεν αντέχει να τη βλέπει γιατί δεν
του αρέσει η φθορά της ύλης. Είναι ο αναπόφευκτος δρόμος όλων μας. Πόσο
μακρινός ή πόσο σύντομος, κανείς δεν ξέρει… Παρατημένοι στα γηροκομεία,
ξεχασμένοι σε σπίτια ολομόναχοι, φτωχοί χωρίς φάρμακα, αξύριστοι, βρώμικοι, με
σύνταξη μικρή ή άποροι, άτομα που σίγουρα δεν ανήκουν στη λεγόμενη ‟παραγωγική τάξη” γι’
αυτό και οι κυβερνήσεις δεν τους δίνουν σημασία, επειδή δεν έχουν οικονομικό
όφελος από αυτούς. Οι γέροντες είναι ο σεβασμός που πρέπει να δείχνουμε στην
ανθρώπινη οντότητα».
Στον μεγάλο τοίχο με
τους καθρέφτες κρεμόταν ένα τεράστιο κάδρο με χρυσή κορνίζα με τη φωτογραφία
της Μαρίας Κάλλας. Την απεικόνιζε μπροστά σε έναν καθρέφτη να κρατά ένα κραγιόν
με εκείνα τα υπέροχα λεπτά μακριά δάχτυλά της. Μακιγιαρισμένα τα μάτια της με
τον δικό της τρόπο που καθιερώθηκε ως ‟το μακιγιάζ της Κάλλας”, τα μαλλιά της
πιασμένα ψηλά, λευκά σκουλαρίκια στα αφτιά της και με βλέμμα που καθιερώθηκε και
αυτό ως ‟αυτό το βαθιά
συγκλονιστικό θλιμμένο βλέμμα της Κάλλας”.
«Γιατί, αυτή η τεράστια
φωτογραφία της Κάλλας;» την είχα ρωτήσει.
«Γιατί είχε τη ζωή
που δεν έχω», μου είχε απαντήσει.
«Δηλαδή;»
«Είχε την πιο ωραία
φωνή του κόσμου, είχε δόξα, πλούτη, σπίτι στο Παρίσι, στη Βενετία και στο
Μιλάνο, ομορφιά, άντρες. Μαζί με όλα αυτά είναι γνωστό πως είχε και έναν βαθύ
εσωτερικό πόνο. Άλλες φορές λέω πως ο πόνος αυτός ίσως ήταν απόρροια της
ταύτισης με τις τραγικές ηρωίδες της όπερας που υποδυόταν, άλλες φορές ότι ο
πόνος αυτός υπήρξε καθαρά δικός της, ολόδικός της. Ήταν ένας πόνος που ονομαζόταν
‟πόνος Μαρία Κάλλας”. Έφερε
την υπογραφή της. Η Κάλλας, παρόλη τη ζωή της ντίβας που ζούσε, συγχρόνως
παρήγαγε και έναν πόνο που είχε καθαρά δικά του υλικά, συστατικά που η Κάλλας δεν
τα έβρισκε πουθενά αλλού, σε κανένα μπακάλικο του κόσμου, γι’ αυτό και όπου πήγαινε
τα υλικά αυτά τα κουβαλούσε μαζί της, στη βαλίτσα της. Ήταν το αλεύρι της και
το νερό της. Από όλα αυτά που είχε η Κάλλας, εγώ έχω μόνο τον πόνο. Ξαφνικά,
δηλαδή, ανακάλυψα ένα κοινό σημείο που έχω με την Κάλλας. Και, δυστυχώς, είναι
ο πόνος. Μακάρι να είχα τη φωνή. Τον πόνο δεν τον ζηλεύω. Τον έχω κι εγώ».
Τότε που γνώρισα τη Νανά
ο αγαπημένος της είχε πεθάνει μερικούς μήνες νωρίτερα, αναπάντεχα. Ένα οξύ
καρδιακό έμφραγμα στο γραφείο του και από το οποίο επέζησε λίγες ώρες. Της είχε
αφήσει κληρονομιά με δικηγορική πράξη ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, που αρκούσε
για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Από το υπόγειο όμως η Νανά δεν ήθελε να φύγει. Εκεί
ήταν όλες οι αναμνήσεις της, μου έλεγε. Οι γονείς της είχαν πουλήσει το σπίτι
στο Κερατσίνι που είχε αγοραστεί και αυτό από τον καλό της και είχαν
μετακομίσει στο χωριό, κοντά σε συγγενείς τους. Είχε μείνει ολομόναχη• αυτή,
και τα παιδιά του ορφανοτροφείου που επισκεπτόταν, καθώς και οι γέροντες του
γεροκομείου. Τις επισκέψεις αυτές σε αυτά τα ιδρύματα δεν τις είχε σταματήσει
ποτέ.
«Αν θα έχουν
περισσέψει χρήματα όταν πεθάνω, από αυτά που μου άφησε ο αγαπημένος μου», μου
έλεγε, «έχω κάνει διαθήκη να πάνε σε δυο παιδάκια που τα γνώρισα στο
ορφανοτροφείο, για τις σπουδές τους ή ό,τι άλλο θελήσουνε εκείνα να κάνουν. Είχα
σκεφτεί να υιοθετήσω, ξέρεις. Θα ήθελα να υιοθετήσω δύο παιδάκια, δυο αδελφάκια
που επισκεπτόμουν σ’ ένα ίδρυμα. Ο αγαπημένος μου θα μου έδινε όσα χρήματα του
ζητούσα, αλλά είχα ρωτήσει δικηγόρο και μου είχε πει ότι θα συναντούσα μεγάλες
δυσκολίες από τις κοινωνικές υπηρεσίες, γιατί δύσκολα θα ενέκριναν μια γυναίκα
φτωχή, που ζει από το εισόδημα που της δίνει ένας άντρας, να αναλάβει να μεγαλώσει
παιδιά με επίσημη πράξη υιοθεσίας. Του είχα ζητήσει να κάνουμε δικό μας παιδί
και να το γνωρίζω μονάχα κι αυτός, αλλά ήταν η δεύτερη φορά που δείλιασε μετά
την απειλή των γονιών του ότι θα τον αποκλήρωναν εάν με παντρευόταν. Υπάρχουν
άνθρωποι που είναι γενναίοι. Υπάρχουν και άλλοι που δεν είναι. Τον αγαπημένο
μου τον αγαπούσα πολύ, αλλά γενναίος δεν υπήρξε ποτέ.
»Πολλές φορές που
ερχόταν εδώ, έβαζε τα κλάματα. ‟Με τη γυναίκα μου έχουμε αποξενωθεί”, μου έλεγε. ‟Έχει εραστή και το
ξέρω. Και δεν κλαίω που η γυναίκα μου έχει εραστή, αλλά που αυτό μού είναι εντελώς
αδιάφορο. Έχουμε γίνει πέτρες, και οι δύο. Δεν μπαίνει τίποτα μέσα, ούτε ζέστη
ούτε κρύο”, έλεγε».
Ο τρόπος που γνώρισα τη
Νανά στην πολυκατοικία ήταν ο εξής: άπλωνα ρούχα στο πίσω μπαλκόνι που έβλεπε
στον ακάλυπτο και μου πέφτει κάτω μια μπλούζα. Πήγα να την πάρω και η Νανά είχε
ανοίξει την μπαλκονόπορτα να αεριστεί το σπίτι. Η κουρτίνα ήταν μισοτραβηγμένη.
Ασυναίσθητα, κοίταξα μέσα. Από όσο μπόρεσα να δω, η ματιά μου έπεσε στους
καθρέφτες στους τοίχους και συγχρόνως άκουσα ένα απαλό πιάνο. Στάθηκα. Σχεδόν
αμέσως καθρεφτίστηκε στους καθρέφτες μια γυναικεία σιλουέτα. Έκανα να φύγω. Η
μισοτραβηγμένη κουρτίνα άνοιξε καλύτερα και στην μπαλκονόπορτα βγήκε η Νανά.
Ήταν ξυπόλητη, χαμογελαστή, μ’ ένα φλιτζάνι στο χέρι και φορούσε μια σατέν
μακριά ρόμπα. Τα νύχια της βαμμένα. Ένοιωσα αμήχανα.
«Ήρθα να πάρω ένα
ρούχο που μου έπεσε από πάνω καθώς άπλωνα», της είπα.
«Πίνω γαλλικό καφέ»,
μου είπε ευγενικά. «Να σας προσφέρω ένα φλιτζάνι;»
Μπήκα στο δωμάτιο.
Κοίταξα γύρω. Σαν να βρέθηκα ξαφνικά σε δωμάτιο Γαλλίδας καλλιτέχνιδας. Είδα το
πικ απ. Η μουσική ερχόταν από το βινύλιο που έπαιζε εκείνη τη στιγμή.
«Σοπέν», μου είπε η
χαμογελαστή Νανά, που εντωμεταξύ είχε βάλει καφέ σ’ ένα φλιτζάνι και μου το
προσέφερε. «Αν και πρωί, είναι το Νυχτερινό του Σοπέν. Χαλαρώνει όλη την ημέρα
μου. Είναι διαλογισμός ο Σοπέν. Η μουσική του έχει ένα φως που ρέει μέσα μου
και με ευθυγραμμίζει στη ροή του. Με λένε Νανά. Εσάς;»
Έτσι γνώρισα τη Νανά.
Με τη μεγάλη φωτογραφία της Κάλλας στον τοίχο, με τον Σοπέν της, τα βιβλία της,
τα μετάξια της, τις κολόνιες της από σανταλόξυλο και πάνω από όλα με το αληθινό
ενδιαφέρον της για τα ορφανά παιδιά και τους γέροντες στα γηροκομεία. Μου
διηγήθηκε τη ζωή της, τον έρωτά της για τον πλούσιο, την αγάπη της για τους
γονείς της. Εκείνο το διάστημα μόλις είχε χάσει τον αγαπημένο της. Είχε όμορφα
μάτια, μεγάλα, καθαρά. Δακρυσμένα πάντα όταν μου μίλαγε για τον καλό της και
τους γονείς της.
«Δεν θέλησες να
φύγεις από το υπόγειο;», τη ρωτούσα.
«Να πάω πού;» μου απαντούσε,
επίσης με ερώτηση.
«Κάπου αλλού. Δεν
ξέρω… Έχεις χρήματα, θα μπορούσες να πας σε σπίτι με μπαλκόνι».
«Κι εδώ μπαλκόνι
έχω», μου απαντούσε. «Με τον αγαπημένο μου σε αυτό το υπόγειο έζησα κάποιες από
τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου. Δεν χρειάζεται να μετακομίζεις όταν είσαι
ερωτευμένος. Είναι αέρας ο έρωτας, σε ανανεώνει. Πού να πήγαινα, καλή μου; Δόξα
τω Θεώ, αγάπησα, αγαπήθηκα, πόνεσα. Αυτό είναι το τρίπτυχό μου. Και το ταξίδι
μου».
Συχνά με καλούσε να
φάμε μαζί. Την καλούσα κι εγώ στο σπίτι μου αλλά προτιμούσε το υπόγειό της,
έλεγε. «Εσύ, έχεις οικογένεια. Ανάμεσα σε πολλά άτομα θα νοιώθω μουσαφίρισσα.
Δεν είμαι για τέτοια, καλή μου. Προτιμώ να είμαι οικοδεσπότισσα. Το υπόγειό μου
είναι ανοιχτό. Είσαι καλοδεχούμενη όποτε θέλεις».
Έφτιαχνε ιταλικά
χόρτα που άρεσαν και στις δυο μας. Αφού τα έβραζε αλ ντέντε και τα σούρωνε, τα
σοτάριζε ελαφρά σε λίγο ελαιόλαδο αρωματισμένο με μία σκελίδα σκόρδο και τα
σερβίριζε ρίχνοντας πάνω τους ξύσμα λεμονιού. Τα συνόδευε με ψητό κοτόπουλο στη
σχάρα. Έπειτα αντί για καφέ, μου προσέφερε το αγαπημένο της γαλλικό λικέρ που
φτιάχνουν μοναχοί σε μοναστήρια και που πηγαίνει σε κάβα της Κηφισιάς για να το
βρει.
«Εσύ, αγαπάς;» με
ρωτούσε πίνοντας λικέρ.
«Όλο και κάποιον
αγαπάμε όλοι…» της απαντούσα.
«Δεν σε ακούω
ενθουσιασμένη», μου έλεγε.
Χαμογελούσα.
«Έχει φύγει ο
ενθουσιασμός, Νανά. Είμαι μια νοικοκυρά που όταν τηγανίζω πατάτες τα ρούχα μου
μετά δεν τα βγάζω όπως έκανα κάποτε• κάθομαι στον καναπέ με την ρόμπα που φορούσα
στην κουζίνα και που μυρίζει τηγανητό. Αλλά, ναι, έχω αγάπη μέσα μου για τον καλό
μου. Έρωτα δεν έχω…»
«Δεν κάνετε έρωτα;»
«Κάνουμε. Όχι συχνά,
αλλά κάνουμε. Το θέμα είναι ότι, όταν κάνω έρωτα δεν έχω φροντίσει να λούσω τα
μαλλιά μου, μυρίζουν κουζινίλα και τα δικά του μαλλιά μυρίζουν καυσαέριο από
τους δρόμους. Έχουμε παράξενες μυρωδιές πάνω μας, αντιερωτικές. Όταν τον είχα
γνωρίσει, μύριζε μια ακριβή κολόνια κι εγώ λοσιόν σώματος με μυρωδιά πούδρας. Και
δεν κοιμόμασταν αμέσως μετά τον έρωτα. Τώρα, ούτε στο μπάνιο να πλυθούμε δεν
πάμε. Καθώς με παίρνει ο ύπνος τα μαλλιά μου μυρίζουν κουζινίλα και το σώμα μου
απλυσιά από έρωτα…»
Σώπασε λίγο η Νανά.
Αναστέναξε. Μετά μου είπε:
«Γι’ αυτό την αγαπώ
την Κάλλας, πέρα από καλλιτέχνιδα. Θεωρώ πως πρέπει να ήταν ντίβα ακόμα και
στην καθημερινότητά της. Την φαντασιώνομαι μέσα στο χαλαρωτικό ζεστό νερό της
μπανιέρας της, να κλείνει τα μάτια και να σκέφτεται τον αγαπημένο της που δεν
τον έχει μαζί της. Να βγαίνει άκεφα από την μπανιέρα, να πατάει πάνω στην
ακριβή μοκέτα με τα γυμνά της πόδια, να σκουπίζεται και να τυλίγεται με τη μεταξωτή
ρόμπα της. Και να πηγαίνει στο παράθυρο. Έξω το Παρίσι να της μοιάζει πανέμορφο
αλλά η ζωή της κενή… Να νυχτώνει και να είναι ακόμα εκεί, στο παράθυρο,
περιμένοντας να χτυπήσει το τηλέφωνο. Τα χαράματα να την παίρνει ο ύπνος
κουρασμένη στη βελούδινη πολυθρόνα, με τα πόδια μαζεμένα στην αναπαυτική
μαξιλάρα και η υπηρέτρια να της ρίχνει ένα ριχτάρι πάνω της και να χαμηλώνει το
αμπαζούρ. Ναι, δεν μπορώ να φανταστώ την Κάλλας να μυρίζει τηγανητές πατάτες
όταν κάνει έρωτα… Είναι άραγε γιατί είχε την πολυτέλεια να ερωτεύεται μέσα σε
παριζιάνικα διαμερίσματα και όχι σε δυάρια με φωταγωγό, όπως εμείς; Ή μήπως
είναι γιατί εμείς, στα δυάρια με φωταγωγούς που ζούμε, συμπεριφερόμαστε σαν
υπηρέτριες χωρίς ρεπό και αργίες;»
Αργότερα έφυγα με την
οικογένειά μου από την πολυκατοικία εκείνη και μετακόμισα μακριά από τη Νανά.
Στις αρχές, κάνα χρόνο, μιλάγαμε τακτικά στο τηλέφωνο και την είχα επισκεφθεί κάνα
δυο φορές. Έπειτα τα τηλεφωνήματα έγιναν όλο και πιο αραιά, προβλήματα,
απόσταση, όλα αυτά που απομακρύνουν τους ανθρώπους από τις παρέες του.
Τέσσερα χρόνια αργότερα
βρέθηκα ένα μεσημέρι για δουλειές σε εκείνη τη γειτονιά και είπα να πάω να τη
δω χωρίς να της τηλεφωνήσω, να της κάνω έκπληξη. Ήταν θεόκλειστο το υπόγειο και
το χαρτάκι στο κουδούνι με το όνομά της έλειπε. Χτύπησα στο διαμέρισμα μιας
κυρίας στο ισόγειο, που είχαμε καλές σχέσεις, να ρωτήσω. Η Νανά είχε πεθάνει δύο
μήνες πριν, μου είπε. Τη βρήκαν μια μέρα πεσμένη στην αυλή του ακάλυπτου. Ήταν
παγωμένη. Η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή και την κουρτίνα την ανέμιζε ο αέρας.
Κάλεσαν ασθενοφόρο. Την πήγαν στο νοσοκομείο. Είχε πεθάνει αρκετές ώρες
νωρίτερα.
«Λίγες ημέρες μετά το
θάνατό της», είπε η κυρία, «ήρθε ένας δικηγόρος να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες που είχε η
Νανά με τα κοινόχρηστα. Μας είπε ότι η Νανά πέθανε από οξύ έμφραγμα χωρίς να
έχει ιστορικό με την καρδιά της. Μάθαμε επίσης ότι άφησε χρήματα σε δυο παιδιά
στο ορφανοτροφείο που πήγαινε. Τα πράματα του σπιτιού της, κρεβάτι, τραπέζι,
καρέκλες, βιβλία και άλλα, είχε πει στον δικηγόρο να δοθούν σε μια οικογένεια που
η Νανά την επισκεπτόταν τα Χριστούγεννα και τους έδινε δώρα, όπως και έγινε. Η
γκαρσονιέρα κληροδοτήθηκε βάσει νόμου στους δικούς της. Θα την πουλήσουν,
μάθαμε. Μόνο εκείνο το μεγάλο κάδρο έχει μείνει, με τη Μαρία Κάλλας. Μου είπε ο
δικηγόρος αν θέλω να το κρατήσω εγώ ή να το δώσω σε όποιον το ζητήσει. Ρώτησα
τους ένοικους στην πολυκατοικία, δεν το ήθελε κανείς. ‟Να ήταν καμιά εικόνα
με την Παναγία ή κάνα τοπίο, να το βάζαμε στο σαλόνι μας. Την Κάλλας, τι να την
κάνουμε;” είπαν οι
περισσότεροι. Έτσι, θ μείνει εδώ μέχρι να νοικιαστεί η γκαρσονιέρα και ας το
πετάξουν οι νέοι ιδιοκτήτες, άμα θέλουν».
Είπα στην κυρία ότι, θα
‘θελα να το πάρω εγώ το κάδρο, αν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο. Έδειξε πρόθυμη. Πήρε
το κλειδί της γκαρσονιέρας από τη διαχειρίστρια που της το είχαν αφήσει οι
γονείς της Νανάς και μπήκαμε στο σπίτι. Ο χώρος στο μικρό διαμέρισμα είχε ακόμα
μια ανεπαίσθητη οσμή από τη μυρωδιά της Νανάς, από εκείνα τα ακριβά σαπούνια, τα
αρωματικά κεριά και την κολόνια της από σανταλόξυλο. Το κάδρο με τη Μαρία
Κάλλας ήταν πάντα στη θέση του. Επιβλητικό, σιωπηλό, σχεδόν με ζωντανό εκείνο το
υπέροχο μακρύ χέρι της Κάλλας καθώς κρατούσε το κραγιόν. Το ξεκρέμασα και ευχαρίστησα την κυρία. Έφυγα. Το κάδρο ήταν
μεγάλο και η κορνίζα του βαριά, χρειάστηκε να πάρω ταξί για να το μεταφέρω στο
σπίτι. Το είδε ο άντρας μου κι έκανε ένα μορφασμό αποδοκιμασίας.
«Αυτής της τρελής με
τα σανδάλια και τα κόκκινα νύχια, είναι;» μου είπε. Δεν του απάντησα. «Τι το
κουβάλησες εδώ; Να ‘ταν τουλάχιστον κάνα τοπίο να το βάζαμε στο σαλόνι ή η
Παναγία να τη βάζαμε στην κρεβατοκάμαρα. Την Κάλλας, τι να την κάνουμε;»
Έβαλα το κάδρο στη
γωνία του σαλονιού, πάνω από το τραπεζάκι με τον υπολογιστή μου. Όταν μένω μόνη
στο σπίτι, κάθομαι εκεί, ανοίγω τον υπολογιστή και βάζω και ακούω τα νυχτερινά
του Μπαχ. Από τις πλέον αγαπημένες και γαλήνιες ώρες της ημέρας μου. Κι ας
μυρίζει η ρόμπα μου τηγανητές πατάτες. Ποιος το προσέχει…
![]() |
Περιοδικό (δε)κατα τεύχος 83 - Φθινόπωρο 2025 |
Δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2025 στο τεύχος Νο 83 του περιοδικού
«δε|κατα». Το θέμα ήταν ελεύθερο.
Ευχαριστώ από καρδιάς τον εκδότη του περιοδικού ποιητή και συγγραφέα Ντίνο Σιώτη, για τη δημοσίευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα απρεπή, κακόβουλα και κακόγουστα σχόλια θα διαγράφονται. Επίσης στηρίζω τη θέση ότι η ελληνική γλώσσα είναι από μόνη της πολιτισμός, καθώς είναι η γλώσσα του Οδυσσέα Ελύτη και του Ομήρου. Τα greeeklish όχι.