Powered By Blogger

Translate

18 Οκτωβρίου 2020

Σινέ Αμόρε - Διήγημα

                                     


   Σινέ Αμόρε
  Διήγημα


Το «Σινέ Αμόρε» ήταν ένα καλοκαιρινό σινεμά λίγο έξω από την Πάτρα, στον παραλιακό δρόμο προς τα Βραχναίικα. Δίπλα ακριβώς στη θάλασσα. Δεν είχε πολλά σπίτια κοντά του, αλλά είχε γίνει γνωστό σε όλη την περιοχή και, από την Άνοιξη και μετά που άνοιγε, είχε πάντα πολύ κόσμο. Οι ιδιοκτήτες του, ένα ζευγάρι παλιοί χίπις, ο Τζονάκος - από το Γιάννης - και η επί 40 χρόνια σύντροφός του Ευδοκία - Χρυσάνθη την έλεγαν, αλλά το άλλαξε από τότε που είδε την ομώνυμη ταινία του Δαμιανού - το είχαν κάνει πολύ όμορφο. Μάντρα γύρω του δεν έβλεπες. Είχαν φυτέψει κατά μήκος του τοίχου γιασεμί αναρριχώμενο, λευκό, που με τα χρόνια είχε γίνει πυκνό, είχε καλύψει ολόκληρη τη μάντρα και μοσχοβολούσε ο τόπος. Στο δάπεδο είχαν στρώσει γαρμπίλι και στον μακρύ διάδρομο βότσαλα από φυσικά πετρώματα• απέναντι από την οθόνη, εκεί όπου βρισκόταν το υπερυψωμένο καμαράκι με τη μηχανή προβολής, είχαν χτίσει έναν μεγάλο χώρο με εγκαταστάσεις κουζίνας. Τηγάνιζαν γαύρο και σαγανάκι, είχαν λευκό κρασί από το Αίγιο κι έφτιαχναν ποικιλίες που την προσέφεραν σε κεραμική πιατέλα με γαρνιτούρα ντομάτες και ελιές. Οι καρέκλες του σινεμά είχαν ανάμεσά τους τραπεζάκια καφενείου βαμμένα πορτοκαλί, πράσινα και θαλασσί. Το «Σινέ Αμόρε» ήταν το αγαπημένο στέκι των κατοίκων της Πάτρας και των Βραχναίικων.   

Αρχικά, ο Τζονάκος και η Ευδοκία, αγόρασαν το οικόπεδο για να έχουν κάπου να βάζουν το τροχόσπιτό τους• σπίτι δεν είχαν και ούτε ήθελαν να αποκτήσουν. Όσο ήσαν νέοι είχαν κάνει με το τροχόσπιτο πολλά ταξίδια, είχαν γυρίσει όλο τον κόσμο, χόρτασαν, μέθυσαν, ξενύχτησαν, κουράστηκαν, μεγάλωσαν, είχε τρεις αποβολές η Ευδοκία μέχρι που το πήραν απόφαση ότι παιδί δεν θα είχαν, και τελικά αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα στην Πάτρα, πόλη καταγωγής και των δύο, και να μένουν στο τροχόσπιτο. Γάμο δεν τους ενδιέφερε να κάνουν. Είχαν κάνει ένα αθώο τελετουργικό στα νιάτα τους σ’ ένα ταξίδι στο Περού, με μια ασημένια βελόνα• είχαν τρυπήσει το δάχτυλό τους με τη βελόνα, άφησαν να τρέξει αρκετό αίμα, ένωσαν τις ματωμένες παλάμες τους σφιχτά και ορκίστηκαν ότι θα αγαπιώνται και θα νοιάζεται ο ένας για τον άλλον για πάντα. Κι αφού δεν είχαν σκοπό να χρησιμοποιήσουν το οικόπεδο για να χτίσουν σπίτι, σκέφτηκαν ότι θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τον χώρο που ήταν αρκετά μεγάλος και μακρόστενος και να φτιάξουν ένα καλοκαιρινό σινεμά. Άρχισαν τις γραφειοκρατικές διαδικασίες, πήραν άδεια και έκαναν το «Σινέ Αμόρε».

Η Ευδοκία είχε έναν οικογενειακό ελαιώνα στην Καλαμάτα. Παρήγαγε ελαιόλαδο, όχι πολύ, αλλά προμήθευε κάποια καταστήματα και σπίτια στην Πάτρα. Ένα εισόδημα από το λάδι κάθε χρόνο το είχε. Ο Τζονάκος είχε επιλέξει να ρευστοποιήσει την πατρική του κληρονομιά από νεαρός ακόμα, τρία διαμερίσματα στο εμπορικό κέντρο της Πάτρας. Από τα χρήματα εκείνα αγοράστηκε το τροχόσπιτο, μια μοτοσυκλέτα Yamaha κι έμεινε κι ένα ποσό στην άκρη να υπάρχει. Επιπλέον, ασχολιόταν με το ψάρεμα. Έβγαζε τσιπούρες και τις πουλούσε στην αγορά. Και παλιά που ταξίδευαν, σε όποια πόλη του εξωτερικού πήγαιναν, ανάλογα την εποχή φρόντιζε κι έβρισκε κάπου να δουλέψει, ή σε χωράφι ή σε αλιευτικό καΐκι, αν το μέρος ήταν παραθαλάσσιο. Δεν τη φοβόταν τη δουλειά, τα χέρια του «έπιαναν», έκανε πολλές χειρονακτικές εργασίες και τις έκανε καλά. Στο Σμόγκεν, πριν χρόνια, ένα σουηδικό ψαροχώρι σε μια περιοχή με τους μεγαλύτερους αστακούς της δυτικής όχθης της Σουηδίας, εργάστηκε στο ψάρεμα αστακού από τον Σεπτέμβρη που ξεκινάει κάθε χρόνο η εποχή του ψαρέματος μέχρι τον Απρίλη. Κι όταν άρχισε να λειτουργεί το θερινό σινεμά τα έσοδά τους αυξήθηκαν. Ζούσαν καλά. Άλλωστε, χρόνια τώρα, είχαν μάθει να βολεύονται μ’ ένα τροχόσπιτο κι ένα κρεβάτι, δεν ήθελαν πολλά. Για τη λειτουργία του σινεμά έχτισαν και καινούργια τουαλέτα, και δίπλα της έφτιαξαν έναν ξεχωριστό χώρο για ντους. Ο Τζονάκος πήγαινε στη θάλασσα και ψάρευε με φίλους πού είχαν καΐκι και η Ευδοκία έπλεκε εσάρπες, κασκόλ και πουλόβερ για τους μετανάστες, τους πρόσφυγες και τους άστεγους της Πάτρας.

Στο οικόπεδο περιφερόταν και ο Μερέλας τους. Ένα αδύνατο αδέσποτο σκυλί που το περιμάζεψαν από τα σκαλοπάτια της Αγίου Νικολάου. Το είχε χτυπήσει αυτοκίνητο και κούτσαινε. Το πήγαν σε κτηνίατρο, του έκαναν εμβόλια, το τάισαν. Το αγάπησαν. Το ονόμασαν Μερέλα, επειδή όταν έτρεχε με το κουτσό του ποδαράκι έκανε σαν «μερελό» - λέξη των Πατρινών που σημαίνει το τρελό γραφικό άτομο με το οποίο οι άλλοι συνήθως γελάνε μαζί του, κυρίως όταν πίνει.

Αρχές Μαρτίου, του 2020. Παλιόκαιρος. Κρύο και ψιλόβροχο στην Πάτρα. Λίγες μέρες νωρίτερα, στα τέλη του Φλεβάρη, είχε ανακοινωθεί το πρώτο κρούσμα κορωνοϊού στην Ελλάδα. Ο Τζονάκος με την Ευδοκία, όταν το άκουσαν, είχαν κοιταχτεί με απορία. Ως όρος τούς ήταν πρωτόγνωρος. Τηλεόραση είχαν, αλλά μόνο για να βλέπουν ταινίες και ντοκιμαντέρ. Ειδήσεις όχι. Από επιλογή. Είχαν επιλέξει να ενημερώνονται από το διαδίκτυο, από τον φορητό υπολογιστή τους. Και μάλιστα τώρα κοντά, τις πρώτες ημέρες του Μάρτη, είχε γίνει γνωστή και η είδηση για τον πρώτο θάνατο από κορωνοϊό.

Η Ευδοκία είχε ανάψει τη σόμπα στην κουζίνα, άκουγε Τζόπλιν κι έπλεκε. Η μεγάλη ευρύχωρη κουζίνα του σινεμά είχε γίνει το καθιστικό τους• είχαν βάλει τραπέζι, καρέκλες, ντουλάπια για τα τρόφιμα και ράφια για τα βιβλία τους. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσαν εκεί. Ο Τζονάκος ήθελε να πάει να φέρει ψητές γαρίδες με λαχανικά στην Ευδοκία, που της άρεσαν. Τις έφτιαχνε ένας φίλος στα Ψηλαλώνια, σε μαγαζί με τσίπουρα. Φόρεσε το αδιάβροχο μπουφάν του, η Ευδοκία τού χτένισε την αλογοουρά, της άρεσε πάντα να του χτενίζει τα μακριά μαλλιά του, - τα δικά της τα έκοβε αγορίστικα -, ξεσκέπασε την Yamaha από τον μουσαμά, συλλεκτικής αξίας πλέον, την τσούλησε ως την αυλόπορτα, ανέβηκε, άναψε τη μηχανή κι έφυγε. Ουρανός βαρύς, χρώμα μολύβι, το σκούρο. Ο Μερέλας, κουλουριασμένος από ώρα ανάμεσα στην Ευδοκία και τη σόμπα.

Περνώντας από το Εργοστάσιο του Λαδόπουλου  ο Τζονάκος γύριζε πάντα και κοίταζε. Με χαμηλή ταχύτητα. Σε πλήρη εγκατάλειψη ο χώρος, το περιβάλλον, οι άνθρωποι. Κυρίως οι άνθρωποι. Μετανάστες και πρόσφυγες, από το Αφγανιστάν, τη Συρία, το Ιράκ, την Παλαιστίνη. Κακοντυμένοι, σκυθρωποί, τρομαχτικοί κάποιοι. Τριγυρνούσαν στους εγκαταλελειμμένους χώρους του παλιού εργοστασίου σαν τον αδέσποτο Μερέλα στην Αγίου Νικολάου, για ένα κομμάτι ψωμί, για ένα ποτήρι νερό, για ένα φλιτζάνι γάλα. Ο Τζονάκος πήγαινε αρκετές φορές μέσα στο εργοστάσιο και έδινε ψάρια και φρούτα στην κοινωνική κουζίνα που είχε δημιουργηθεί από εθελοντές, και πλεκτά που έπλεκε η Ευδοκία. Λίγο πιο πέρα είδε πάλι εκείνη την κοπέλα με το μωρό στην αγκαλιά. Την είχε δει αρκετές φορές το τελευταίο διάστημα, όταν περνούσε από εκεί. Ήταν λεπτούλα, με κοριτσάκι έμοιαζε περισσότερο, κι όλο έσκυβε το κεφάλι της στο μετωπάκι του παιδιού και το φιλούσε. Απόκοσμη εικόνα. Τραγική. Μια ξεσπιτωμένη κοπέλα ποιος ξέρει από πού, ποιος ξέρει πόσο χρονώ, κι ένα μωρό που ίσως είχε γεννηθεί σε διεθνή ύδατα ή ίσως σε κάποια αποθήκη του Λαδόπουλου. Μια βουβή έκκληση για βοήθεια. Απεγνωσμένη έκκληση. Άλαλη.

Έσβησε την Yamaha και κατέβηκε. Μπήκε στο εργοστάσιο. Προχώρησε στο προαύλιο. Πλησίασε την κοπέλα με το παιδί. Εκείνη καθόταν χάμω, στα τσιμεντένια σκαλάκια ενός υπόστεγου. Παρόλο τον άσχημο καιρό ίσως είχε βγει να πάρει αέρα. Τον είδε που την πλησίασε και σηκώθηκε. Ο Τζονάκος την κοίταξε από κοντά. Ήταν μια απλή νέα κοπέλα μ’ ένα βλέμμα θλιμμένο που δεν ταίριαζε καθόλου ούτε με τα χρόνια της, αλλά ούτε και με τη χαρά της μητρότητας που κανονικά θα έπρεπε να νιώθει. Ένα μικρό κορίτσι, που φαινόταν πως είχε μεγαλώσει απότομα και με φοβισμένο βλέμμα κοίταζε γύρω να δει πού στο καλό βρισκόταν.

 «Ξέρεις αγγλικά;» τη ρωτάει ο Τζονάκος.

«Ναι», απαντάει η κοπέλα.

«Με ποιον είσαι εδώ;»

«Με τον άντρα μου».

«Από πού είστε;»

«Από τη Συρία».

«Πού είναι ο άντρας σου;»

«Μέσα».

Σκέφτεται ο Τζονάκος.

«Μπορείς να του πεις να έρθει εδώ; Θέλω να του πω».

Η κοπέλα απομακρύνεται με το παιδί στην αγκαλιά. Το βάδισμά της είναι κάπως αργό, φανερώνει αδυναμία. Πάει μέσα. Ο Τζονάκος περιμένει. Περνάνε λίγα λεπτά. Η κοπέλα ξανάρχεται. Πίσω αυτή, μπροστά ένας άντρας. Νέος. Αδύνατος και αυτός. Πλησιάζουν τον Τζονάκο. Κάτι λένε μεταξύ τους, στη γλώσσα τους.

«Είπε η γυναίκα μου ότι με θες», λέει ο άντρας στα αγγλικά.

Ο Τζονάκος, τους κοιτάει και τους δύο. Το παιδάκι στην αγκαλιά της μητέρας του μάλλον κοιμάται.

«Τι πράγματα έχετε;» τους ρωτάει μετά.

Η κοπέλα με τον άντρα κοιτάζονται με απορία.

«Τι εννοείς;» λέει ο άντρας.

«Έχετε πράγματα εδώ; Μέσα στο κτήριο;» ρωτάει ο Τζονάκος.

Επικρατεί αμηχανία. Δεν μιλάει κανείς από τους δύο. Δεν έχουν καταλάβει την ερώτηση.

«Πράματα… Αν εννοείς δικά μας πράματα… Μόνο εμείς είμαστε τα πράματα. Η γυναίκα μου, το παιδί μου κι εγώ. Δεν έχουμε άλλα πράματα…»

«Άκου», λέει ο Τζονάκος, «θα πάρεις τη γυναίκα σου και το παιδί και θα ‘ρθετε μαζί μου. Έχω χώρο να σας βάλω. Έχω σόμπα. Θα ζεσταθείτε. Θα κοιμηθείτε στο σπίτι μου. Τροχόσπιτο είναι το σπίτι μου, αλλά υπάρχει μια  κουζίνα μεγάλη. Θα χωρέσουμε. Μόνο εγώ και η γυναίκα μου είμαστε. Θα σας βάλω στην κουζίνα».

Ο νεαρός με την κοπέλα κοιτάζονται.

«Πράματα, έχετε να πάρετε μαζί σας; Ή να φύγουμε;» ξαναλέει ο Τζονάκος.

Οι ξένοι ξανακοιτάζονται απορημένοι.

«Να με περιμένετε εδώ», λέει ο Τζονάκος, χωρίς αυτή τη φορά να περιμένει απάντηση. «Πάω να φέρω έναν φίλο μου που έχει αυτοκίνητο, να σας πάρει. Σε δέκα λεπτά το πολύ, θα έχω επιστρέψει. Να μη σας χάσω, εδώ να είστε».

Έτρεξε γρήγορα στα Ψηλαλώνια με την Yamaha, πήρε τον φίλο του από την ταβέρνα μαζί με το αυτοκίνητό του, μπροστά ο Τζονάκος στο δρόμο, πίσω ο άλλος με το αυτοκίνητο και σε λίγα λεπτά ήσαν στου Λαδόπουλου. Η κοπέλα με τον άντρα ήσαν ακόμα εκεί. Ακίνητοι. Κάτω από το υπόστεγο. Όπως τους είχε αφήσει. Βουβοί. Όταν ο Τζονάκος πλησίασε κοντά τους του λέει ο άντρας χωρίς να ερωτηθεί, «δεν έχουμε πράματα… εμείς είμαστε τα πράματα που έχουμε…» Μπήκαν στο αυτοκίνητο του φίλου, ο Τζονάκος ανέβηκε στην Yamaha και σε λίγα λεπτά έφτασαν στο «Σινέ Αμόρε». Ο φίλος του Τζονάκου άφησε τους ξένους κι έφυγε να επιστρέψει στην ταβέρνα. Τα παιδιά με τον Τζονάκο κατευθύνθηκαν στην κουζίνα. Η Ευδοκία εκείνη τη στιγμή έβαζε φαγητό στο πιατάκι του Μερέλα. Γυρνάει, κοιτάει τον Τζονάκο που μπήκε με τους ξένους, κατάλαβε. Οι ξένοι έδειχναν εξαντλημένοι. Η Ευδοκία τους προσέφερε αμέσως καρέκλες να καθίσουν. Η κοπέλα έσφιγγε στην αγκαλιά της το μωρό. Κοίταζε τον Τζονάκο και την Ευδοκία με αγωνία. Η Ευδοκία χαμογέλασε, για να την κάνει να χαλαρώσει.

 «Πώς σας λένε;», τους ρώτησε στα αγγλικά. «Εμένα, με λένε Ευδοκία και τον άντρα μου Τζονάκο».

«Αχμάντ», λέει ο άντρας. «Τη γυναίκα μου Σέλντα».

«Το έχεις ταΐσει;» λέει η Ευδοκία στη Σέλντα, για το παιδί.

«Θα το θηλάσω αργότερα», απαντάει η κοπέλα.

 

Η μεγάλη ευρύχωρη κουζίνα του «Σινέ Αμόρε» έγινε ο χώρος φιλοξενίας του Αχμάντ, της Σέλντα και του μωρού τους. Το πρώτο βράδυ τα παιδιά από τη Συρία με το μωρό κοιμήθηκαν στο τροχόσπιτο, στο διπλό κρεβάτι. Ο Τζονάκος με την Ευδοκία έστρωσαν χάμω, στην κουζίνα. Την επομένη κιόλας ημέρα ο Τζονάκος πήγε και αγόρασε ένα διπλό κρεβάτι, σκεπάσματα, ρούχα για την κοπέλα, τον άντρα της και το παιδί. Στριμώχτηκαν κάπως τα πράγματα εκεί μέσα, αλλά και πάλι ήταν όμορφα, σαν οικογενειακή κουζίνα έμοιαζε, με κρεβάτι δίπλα στο ψυγείο για τη γιαγιά που την έφεραν από το χωριό μετά τον θάνατο του παππού. Ο καιρός ήταν υγρός και έκανε κρύο. Η σόμπα ήταν συνέχεια αναμμένη. Η κουζίνα έκλεινε με μια ψηλή ξύλινη πόρτα, απομονωνόταν. Είχε παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα. Ώσπου να ξεκινήσουν τη συγκατοίκηση όλοι μαζί, να πούνε πέντε πράματα για τις ζωές τους, να γνωριστούν καλύτερα, να αποκτήσουν οικειότητα, πήγε ο μήνας 23 Μαρτίου, η μέρα που ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση η απαγόρευση της κυκλοφορίας, λόγω κορωνοϊού. Όπως – όπως προσπάθησαν να εξηγήσουν η Ευδοκία με τον Τζονάκο στα παιδιά από τη Συρία τι συνέβαινε και τι σήμαινε καραντίνα, κορωνοϊός, επιδημία. Εκείνα κοίταζαν και άκουγαν βουβά. Η πρώτη «ανάγνωση» που έκανε κανείς στο βλέμμα τους, ήταν θλίψη.

Σε όλο το διάστημα της απαγόρευσης ήσαν όλοι μαζί• Ευδοκία, Τζονάκος, Αχμάντ, Σέλντα, μωρό, Μερέλας. Στην κουζίνα. Μια ομάδα. Με ζεστασιά και αγάπη. Με χαμόγελα. Η Ευδοκία μαγείρευε μακαροτσίνι, όπως έλεγε σαν γνήσια Πατρινιά το κοφτό μακαρονάκι, με ντομάτα και χταπόδι που της έφερνε ο Τζονάκος, ή έφτιαχνε κεφτεδάκια με φρέσκο μακεδονήσι που μοσχοβολούσε – είχε δικό της, έξω, σε γλάστρα, μαζί με τ’ άλλα φιόρα της. Τα πράματα για την Ευδοκία είχαν τη δική τους τοπική ονομασία της Πάτρας και το σεβόταν αυτό. Δεν ήθελε να αλλάξει καμία από τις λέξεις που άκουγε μικρή, γύρω της: ο μαϊντανός, ήταν το μακεδονήσι της, και τα λουλούδια, τα αγαπημένα της φιόρα. Είχε κάνει χιλιάδες χιλιόμετρα από τη μια άκρη της Γης έως την άλλη με τον Τζονάκο, το τροχόσπιτο, και τη Yamaha στις καλές της εποχές, ήξερε άπταιστα τρεις ξένες γλώσσες, διάβαζε ιταλική, αγγλική και γερμανική λογοτεχνία στη γλώσσα των συγγραφέων, είχε επισκεφθεί τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, αλλά στη μνήμη των γονιών της που τους έχασε δέκα τεσσάρων χρονώ κοριτσάκι είχε επιλέξει να χρησιμοποιεί τις λέξεις της τοπικής διαλέκτου που χρησιμοποιούσαν εκείνοι. Έλεγε στον Τζονάκο:

«Τζονάκο, σύρε κλείσε το πορτόνι (την αυλόπορτα), θα βγει το μερελό σκυλί έξω και θα το χάσουμε. Η καψερή (η καημένη) η Σέλντα έρεψε (αδυνάτισε). Να πάρεις μοσχαράκι να φτιάξω κρεατόσουπα, να δυναμώσει, και να μου φέρεις και τσιμπίμπο (λευκή σταφίδα), να ζυμώσω ψωμάκια με κανέλλα για το τσάι. Ο Αχμάντ πρέπει να έχει υπέρταση. Ώρες – ώρες το πρόσωπό του είναι κατακόκκινο. Άμα λήξει η απαγόρευση να τον πάμε σε γιατρό. Θα φτιάξω αλιάδα (σκορδαλιά) μεθαύριο. Το σκόρδο κάνει καλό στην πίεση. Γαλέο έχω. Το Σάββατο, βρέχει δεν βρέχει, θα στείλω μήνυμα να βγω εγώ για ψώνια. Θέλω να πάρω από το μερκάτο (το σούπερ μάρκετ) κάνα δυο τρεις ακόμα ντεμέλες (μαξιλαροθήκες), δεν φτάνουν αυτές που έχουμε, και η μεσάλα (τραπεζομάντηλο) είναι σχισμένη, ο Μερέλας τη δαγκώνει συνέχεια• ό,τι σκουτί (πανί) δει, πάει και το δαγκώνει. Μερελό, τελείως. Έτσι, Τζονάκο; Θυμάσαι, τι σου είπα να φέρεις; Να σε δω, γιατί είσαι έτσι, σαν νυσταγμένος; Νίφτηκες; (έπλυνες το πρόσωπο;) Άντε νίψου, κι άμα νοιώθεις κουρασμένος δεν πειράζει, θα πάω εγώ. Έτσι αγαπημένο μου;».

Απρίλης μήνας, η απαγόρευση της κυκλοφορίας συνεχιζόταν. Η μέρα είχε ήλιο και το πρωί είχαν βγει να καθίσουν στο λιακωτό (μέρος της αυλής ή της ταράτσας που έχει ήλιο). Οι καρέκλες του σινεμά είχαν τραβηχτεί στο πλάι από το φθινόπωρο και ήσαν σκεπασμένες με χοντρό μουσαμά. Το ίδιο και τα τραπεζάκια καφενείου. Λίγο πιο πέρα από το οικόπεδο «ακουγόταν» η θάλασσα• ακόμα και ήσυχη να ήταν «ακουγόταν» με την οσμή του ιωδίου της και την αλμύρα της, που τα έφερνε το αεράκι στην αύρα του. Ο Μερέλας χοροπηδούσε στο οικόπεδο από τη μια άκρη ως την άλλη, δεν είχε ησυχία και, παρόλο που χοροπηδούσε αστεία, ήταν πανέμορφος• ένιωθε ότι τον αγαπούν κι αυτό τον ομόρφαινε…

Αρωματικός καφές στα χέρια τους, σπιτικά ψωμάκια με τσιμπίμπο από την Ευδοκία, το μωρό στην αγκαλιά τής Σέλντα που όλο έσκυβε και το φιλούσε τρυφερά, και τους άρεσε να μιλάνε, να γνωρίζονται, έστω κι αν αυτά που έλεγαν δεν ήσαν πάντα ευχάριστα. Λειτουργούσαν όμως θεραπευτικά, έβγαινε από μέσα τους βάρος.

«Τι έκανες στη Συρία;»

«Έχω σπουδάσει δάσκαλος».

«Τέλειωσες;»

«Ναι, έχω πτυχίο. Δούλεψα σε σχολείο».

«Η Σέλντα;»

«Είναι μικρότερή μου τρία χρόνια. Έχουμε παντρευτεί. Αλλά δεν προλάβαμε να ζήσουμε πολύ στο σπίτι μας. Βομβαρδίστηκε. Φύγαμε έπειτα. Περιπλανηθήκαμε στην Τουρκία. Το παιδί γεννήθηκε την ημέρα που εσείς έχετε Χριστούγεννα, στο εργοστάσιο που ήρθες και μας βρήκες…»

«Η Ελλάδα ήταν ο τελικός προορισμός σας;»

«Όχι, μας είπαν να περιμένουμε την κατάλληλη ευκαιρία και να πάρουμε από το λιμάνι της Πάτρας καράβι για την Ιταλία».

«Γιατί, εκεί;»

«Δεν ξέρω… Όπου και να πάμε, για μας είναι το ίδιο. Θέλουμε κάπου να ζήσουμε, να βρω μια δουλειά, να μπορώ να συντηρώ το παιδί και τη Σέλντα».

«Έχει προβλήματα η Ιταλία, δεν σου λέω τι λένε στις ειδήσεις; Ανεργία κι εκεί, επιδημία κορωνοϊού, θάνατοι. Τα πράγματα αλλάζουν καθημερινά. Κάποτε που λογαριάζατε να πάτε στην Ιταλία η κατάσταση ήταν αλλιώς, ήταν καλύτερη. Τώρα όμως…»

Σιωπή για λίγο.

«Έχετε ζητήσει άσυλο;»

«Όχι…»

«Ζητείστε άσυλο εδώ και μείνετε μαζί μας, δεν θέλετε; Πού θα πάτε μ’ ένα μωρό και μια παγκόσμια επιδημία; Τα σύνορα είναι κλειστά. Και κανείς δεν ξέρει πότε θ’ ανοίξουν».

«Τα σύνορα ήταν πάντα κλειστά για εμάς. Με ή χωρίς επιδημία. Όποιος φεύγει από πόλεμο ή φτώχεια αυτό το ξέρει. Οι πρόσφυγες και οι οικονομικοί μετανάστες δεν είναι αρεστοί στον κόσμο. Αντανακλούν στους άλλους την εικόνα που απεύχονται για τους ίδιους και την οικογένειά τους. Έχω δει στο βλέμμα ανθρώπων που με κοίταξαν αποστροφή. Και ξέρω πως δεν ήταν για μένα. Ήταν ο φόβος για το ενδεχόμενο η δυστυχία να χτυπήσει και τη δική τους πόρτα».

Ξανά σιωπή. Τρώνε ζεστά ψωμάκια βουτηγμένα στον καφέ. Ο Μερέλας χοροπηδάει χαρούμενος. Είναι ένα κουτσό σκυλί που μπορεί και είναι χαρούμενο μ’ ένα λιακωτό, δυο ανθρώπους που το αγαπάνε κι έναν αέρα που μυρίζει θάλασσα. Αυτά, του αρκούν.

«Και τι θα κάνουμε εδώ, αν μείνουμε;»

«Ό,τι θα κάνατε και στην Ιταλία, αν πηγαίνατε. Εκεί, τι θα κάνατε;»

«Δεν θα το μάθουμε ποτέ αυτό…»

 

Ο Μάης ήταν ζεστός. Στις δέκα πέντε αυτού του μήνα άρχισε σιγά- σιγά η άρση των περιοριστικών μέτρων. Δημόσιος και ιδιωτικός τομέας έμπαιναν και πάλι στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Διαφορετική η καθημερινότητα αυτή τη φορά. Άγχος και αγωνία για την οικονομία και τη δημόσια υγεία. Ο Αχμάντ είχε πράγματι υπέρταση. «Ιδιογενής υπέρταση», η διάγνωση του γιατρού που τον εξέτασε. Του έδωσε χάπια κι έκανε εξετάσεις που έδειξαν πως παθολογικά δεν είχε τίποτα. Η Σέλντα ανησυχούσε. Η Ευδοκία την καθησύχαζε, προσπαθούσε να την πείσει ότι όλα θα πάνε καλά• το έλεγε δυνατά, για να το ακούει και η ίδια.

 Το «Σινέ Αμόρε» ετοιμαζόταν για τη θερινή περίοδο – αν τελικά άνοιγε. Ακόμα δεν ήξεραν. Ο Τζονάκος κάποιες μέρες έπαιρνε την παλιά Yamaha και πήγαινε με τον Αχμάντ βόλτες. Τον είχε δει να κλαίει κρυφά. Τον πόνεσε αυτό. Τον θεωρούσε παιδί του. Με την Ευδοκία τα είχαν αγαπήσει πολύ αυτά τα παιδιά. Το μωρό το είχαν σαν εγγόνι τους. Είπε στην Ευδοκία για το σιωπηλό κλάμα του Αχμάντ. Εκείνη βούρκωσε. Αποφάσισαν να τους κάνουν πρόταση να μείνουν μαζί τους. Θα τα κατάφερναν. Είχαν το εισόδημα από το λάδι, είχαν το σινεμά, το ψάρεμα. Μια καλή ιδέα ήταν να έβγαζαν άδεια από την πολεοδομία και να έκαναν επέκταση στην κουζίνα, να έφτιαχναν έναν ακόμα χώρο για το ζευγάρι και το μωρό – αποθήκη σινεμά, θα δηλωνόταν. Αλλά όλα αυτά, από το φθινόπωρο. Τώρα θα έπρεπε να δώσουν το βάρος της προσοχής τους στα οικονομικά, έπρεπε να δουλέψει το σινεμά.

Ιούνιος, Ιούλιος, στην Πάτρα. Τα παιδιά από τη Συρία έδειχναν ότι προσαρμόζονται. Η Σέλντα άφηνε το παιδί στο καροτσάκι, μέσα στην κουζίνα, κι ασχολιόταν με τις παραγγελίες των θεατών. Τεχνίτρα! Έπαιρνε την κεραμική πιατέλα, τη σφούγγιζε με καθαρή πετσέτα κι ας ήταν πλυμένη, τοποθετούσε στο κέντρο αχνιστό γαύρο που μόλις είχε τηγανίσει η Ευδοκία και τον γαρνίριζε με πατάτες τηγανισμένες χωριάτικες, χοντροκομμένες με τη φλούδα, πασπαλισμένες με αρωματική ρίγανη και γίδινο τυρί της Αχαΐας. Σε ξεχωριστό πιάτο έφτιαχνε ντοματοσαλάτα με λεπτές ροδέλες κρεμμυδιού, κάπαρη και πράσινες ελιές από τους ελαιώνες της Ευδοκίας. Έβαζε τα ποτήρια στο δίσκο παγωμένα από το ψυγείο για τις μπύρες και το ούζο, έστρεφε νομοτελειακά το βλέμμα κατ’ αρχάς στην Ευδοκία για να πάρει το ok ότι όλα είναι εντάξει και κατόπιν πήγαινε την παραγγελία. Φορούσε τζιν παντελόνι, σανδάλια, λεπτές χρωματιστές μακρυμάνικες μπλούζες που της αγόραζε η Ευδοκία, και τη θρησκευτική μαντήλα στα μαλλιά της τυλιγμένη γύρω από το λαιμό. Απόλυτα προσαρμοσμένη στα μέτρα για την προστασία από τον Covid 19 μέσα από την μαντήλα φορούσε με στρατιωτική πειθαρχία τη χειρουργική μάσκα. Χαμογελούσε στον κόσμο και εκείνοι διέκριναν το χαμόγελο στα μάτια της. Ανταπέδιδαν.

Ακόμα και αναγκαστικά αλλαγμένο το «Σινέ Αμόρε» για τις ανάγκες των υγειονομικών μέτρων, εξακολουθούσε να είναι το αγαπημένο παραλιακό στέκι των Πατρινών και των κατοίκων των Βραχναίικων. Πήγαιναν εκεί να δουν ταινίες τέχνης, να παραγγείλουν ποικιλία με θαλασσινά και παγωμένη μπύρα, και στα διαλείμματα να ακούσουν μουσική από το ακριβό στερεοφωνικό συγκρότημα του Τζονάκου, που είχε μια πλούσια δισκοθήκη με αυθεντικές ηχογραφήσεις rhythm and blues, soul και classic rock, πολλές με τον Τζόνι Κας και τον Μπι Μπι Κινγκ, από τα ταξίδια του στο Μέμφις της Αμερικής. Οι καρέκλες με τα τραπεζάκια σε απόσταση μεταξύ τους. Οι άνθρωποι, ποτέ. Οι άνθρωποι, ακόμα και με δυο μέτρα απόσταση ανάμεσά τους, ήταν πάντα εκείνη η μεγάλη παρέα με τα προβλήματα, με τα προσωπικά και τα επαγγελματικά αδιέξοδα, αλλά και με τα φωτεινά μάτια, τα γεμάτα αγάπη, που δεν ήθελε να φύγει ακόμα κι όταν τέλειωνε η ταινία. Πολλοί έμεναν στο σινεμά μέχρι αργά και συνέχιζαν το ούζο τους για τη χαρά της συντροφικότητας• με την οθόνη σβηστή, με τα διακοσμητικά φώτα αναμμένα πάνω στα φιόρα της Ευδοκίας, με τις κουβέντες και το γέλιο τους:

«Τζονάκο, πες στη Σύρια να μου φέρει μια μπύρα, διψάω».

«Ευδοκία, ο Σύριος έχει συγγενείς εδώ, στην Ελλάδα; Έχω αδελφή ανύπαντρη. Κάνα προξενιό με Σύριο, έχεις θα της κάνεις; Πέρυσι αρραβωνιάστηκε μ’ έναν  μούργο που της έφαγε χρήματα. Ο Σύριος, μου φαίνεται καλό παιδί. Έχετε άλλον; Πού τον βρήκατε αυτόν; Στου Λαδόπουλου; Να στείλω δηλαδή αύριο την αδελφή μου στου Λαδόπουλου με μακαρόνια;»

«Μερέλα; Άσε κάτω, μαλάκα, το πέδιλό μου!»

«Τζονάκο, βάλε Αρίθα Φράνκλιν και πότε φέρνεις Τορνατόρε, είπες;»

 

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020. Η μεγάλη αυγουστιάτικη πανσέληνος. Λαμπερή, φωτεινή. Κατάλευκη όπως οι ψυχές που δεν τις μαυρίζει η κακία και η αδιαφορία. Το «Σινέ Αμόρε» έπαιζε το 8½ του Φελίνι. Ο Τζονάκος, από τα ταξίδια που είχε κάνει σε όλο τον κόσμο, είχε αποκτήσει πολλούς φίλους, ήταν επικοινωνιακός και πρόσχαρος άνθρωπος, επικοινωνούσε μαζί τους μέσω Skype• αρκετοί από αυτούς έρχονταν για διακοπές στην Πάτρα τα καλοκαίρια ή τα Χριστούγεννα.  Όταν άνοιξε το θερινό σινεμά, ο φίλος του ο Μπρούνο στη Ρώμη, με τις γνωριμίες που είχε στην παλιά Cinecittà, τον έφερε σε επαφή με κινηματογραφικούς παράγοντες που του παραχωρούσαν ιταλικές ταινίες της επιλογής του. Φέτος με τον κορωνοϊό τού έστειλαν ταινίες με πολύ καλό ενοίκιο, με δεδομένη την κατάσταση με τα αραιωμένα καθίσματα και άρα με τα μειωμένα έσοδα. Αυτή τη βδομάδα είχε αφιέρωμα στον Φελίνι και το βράδυ της πανσελήνου παιζόταν το 8½ .  

Η ατμόσφαιρα στο «Σινέ Αμόρε» έμοιαζε μυσταγωγική• η αλμύρα της θάλασσας στον αέρα, οι μυρωδιές από το γιασεμί, το φως της πανσελήνου, ο ήσυχος Μερέλας κουλουριασμένος δίπλα στο καροτσάκι με το μωρό, οι μαυρόασπρες σκιάσεις στα εκφραστικά πρόσωπα της Σάντρα Μίλο και της Ανούκ Αιμέ, η νύχτα, το αλκοόλ. Οι φωνές του Μαρτσέλο Μαστρογιάννι και της Κλάουντια Καρντινάλε με την τραγουδιστική ιταλική προφορά τους:

«Ήθελα να κάνω μια ταινία που θα μας βοηθούσε να θάψουμε όλα όσα έχουν πεθάνει μέσα μας!»

«Όμως η σύγχυση ήμουν εγώ ο ίδιος…»

«Γιατί δεν ξέρεις ν’ αγαπάς! Γιατί δεν ξέρεις ν’ αγαπάς!»

«Ευτυχία είναι να μπορείς να λες την αλήθεια χωρίς να πληγώνεις κανέναν».

Είχε πάει δύο και η ώρα, όταν έφυγαν οι τελευταίοι θεατές. Η ταινία ήταν μεγάλη και παίχτηκαν δύο παραστάσεις. Σβήσανε τα φώτα στο σινεμά, τη μουσική κι έφεραν τα ποτήρια και τις πιατέλες στην κουζίνα να τα πλύνουν αύριο. Απόψε κανόνισαν να πάνε στη θάλασσα• Ευδοκία, Τζονάκος, Αχμάντ, Σέλντα, το παιδί κοιμισμένο στο καροτσάκι, Μερέλας. Φόρεσαν τα μπανιερά τους (τα μαγιό), έκλεισαν το πορτόνι, πήγαν στην παραλία. Είχαν χαρά. Σαν παιδιά που κανείς δεν μπορεί να αγγίξει την βεβαιότητα που νιώθουν ότι τα μεσάνυχτα ο άγιος θα τους φέρει το δώρο που ζήτησαν. Το νερό ήταν ζεστό, θαυματουργό. Η θάλασσα λαμποκοπούσε, η πανσέληνος είχε τη δύναμη να γλυκαίνει και την πιο βαθιά πίκρα της ψυχής. Άφησαν τα σώματά τους ανάσκελα να επιπλέουν. Με τα μάτια κλειστά. Χωρίς να κολυμπούν. Ο ένας δίπλα στον άλλον. Συγγενείς τώρα πια. Το μωρό κοιμόταν από ώρα. Δίπλα του φύλακας ο Μερέλας. Πιο πέρα τα Βραχναίικα, η Πάτρα. Πιο πέρα το κλειστό εργοστάσιο της Πειραϊκής Πατραϊκής. Πιο κει το κλειστό εργοστάσιο του Λαδόπουλου και της Pirelli. Ο εγκαταλελειμμένος εμπορικός σιδηροδρομικός σταθμός του Αγίου Ανδρέα στην Μαιζώνος, με σκουριασμένες ράγες και άστεγους ανθρώπους δίπλα στις σκουριές. Το λιμάνι της Πάτρας πιο κάτω, τα φώτα της Ιταλίας κάπου απέναντι από το λιμάνι, και εκατοντάδες μάτια προσφύγων να κοιτάνε στο πέλαγο και να ονειρεύονται νταλίκες να τους πάνε στην Ανκόνα, κρυμμένους μέσα σε καρπούζια.

«Τζονάκο, Ευδοκία, λέμε με την Σέλντα να ζητήσουμε άσυλο εδώ…»

Η Ευδοκία είναι ευτυχισμένη. Έρχεται στο νου της μια κουβέντα, παραλλαγμένη, που την κάνει να χαμογελάει: «άμα θέλετε την ευτυχία, να την πάρετε στο σπίτι σας». Ανοίγει τα μάτια και κοιτάει την πανσέληνο. Το ίδιο και ο Τζονάκος. Απλώνει το χέρι του στη θάλασσα, ψάχνει, βρίσκει το δικό της, το σφίγγει. Της μιλάει:

«Ευδοκία, εάν για κάποιους αυτή η ζωή οφείλει να γίνεται καλύτερη είναι για κείνο το μωρό που κοιμάται στην παραλία και που έχει ένα ολόκληρο άγνωστο μέλλον μπροστά του, και για εκείνο το κουτσό σκυλί που οι μισοί το κλωτσάνε και οι άλλοι αδιαφορούν. Συμφωνείς;»

«Συμφωνώ, αγαπημένο μου… Τον Σεπτέμβρη, τι λες να κάνουμε;»

«Τη ζωή, καλύτερη…»

«Συμφωνώ, Τζονάκο…»

 






 

Δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2020 στο φθινοπωρινό τεύχος Νο 63 
του περιοδικού  «δε|κατα» με θέμα: 

«Ραντεβού το Σεπτέμβρη – Το τέλος ενός παράξενου καλοκαιριού».

Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού, ποιητή και συγγραφέα, Ντίνο Σιώτη, 
για τη δημοσίευση.