Powered By Blogger

Translate

25 Δεκεμβρίου 2020

Το ημερολόγιο μιας κρατούμενης - Διήγημα

 

Χειροποίητες κούκλες φτιαγμένες από κρατούμενες των φυλακών Θήβας

                                              Το ημερολόγιο μιας κρατούμενης 
                                                                             Διήγημα


Ημέρα, Παρασκευή.

Μήνας, Μάης.

Ώρα, απογευματινή.

Φέτος.

Το πρωί έφεραν στο κελί τη νέα μου συγκάτοικο. Επιθετική, άγρια, μ’ έβρισε χωρίς λόγο. Ξάπλωσε και κοίταζε το ταβάνι για ώρες. Καμιά τριανταριά χρονώ. Είχε δύσπνοια. Ανάσαινε βαριά. Δεν της μίλαγα, της έδωσα χρόνο να συνηθίσει. Όποια μπαίνει εδώ μέσα, τον πρώτο καιρό, χτυπιέται σαν αγρίμι. Βρίζει όποιον βρεθεί κοντά της. Έτσι γίνεται πάντα. Μετά καλμάρει. Σταματάει την επίθεση και ψάχνει να βρει βαφή να βάψει τα μαλλιά της. Η πιο επικίνδυνη συμπεριφορά στη φυλακή είναι να θεωρείς τη φυλακή σπίτι σου και να ψάχνεις καθρέφτη να κοιταχτείς και να αναρωτιέσαι πιο κραγιόν ταιριάζει με τα ρούχα της έγκλειστης. Το είχα πει αυτό κάποτε σε μια κρατούμενη και μου είχε απαντήσει ατάραχη:

«Κάτι μας είπες τώρα. Και στο σπίτι μου φυλακισμένη ήμουν και στη φυλακή φυλακισμένη είμαι. Η διαφορά ήταν τα χρώματα του κραγιόν που άλλαζα για να μην πλήττω». «Γιατί είσαι εδώ;» την είχα ρωτήσει. «Γιατί έφτυσα κατάμουτρα τον άντρα μου. Γι’ αυτό. Με μείωνε. Δεχόμουν λεκτική και σωματική κακοποίηση. Του άρεσε να μου λέει ότι είμαι μια κανονική πουτάνα. Ότι με πληρώνει και με έχει με τον μήνα, με τα χρόνια. Δεν δούλευα, γι’ αυτό έβγαζε γλώσσα, είχε μεγάλη περιουσία και μου είχε πει ότι δεν χρειαζόταν να λείπω κι εγώ από το σπίτι. Απ’ τα πολλά, κάποια φορά που ξεστόμισε ξανά αυτή την κουβέντα, τον πλησίασα, τον κοίταξα κατάματα και τον έφτυσα. Έγινε κατάχλωμος. Με βάρεσε. Άρχισε να με χτυπάει με δύναμη. Σήκωσα τα χέρια μου να καλυφθώ από τα χτυπήματα. Είχε αγριέψει. Φοβήθηκα. Έτρεξα να πάω σε άλλο δωμάτιο. Με κυνήγησε. Με είχε πιάσει πανικός. Έκανε σαν θηρίο. Πήγα να μπω στο μπάνιο να κλείσω την πόρτα και να την κλειδώσω, αλλά πρόλαβε κι έβαλε το πόδι του στο άνοιγμα. Μπήκε μέσα και με κοπάναγε και μ’ έβριζε πουτάνα. Πάνω στην πάλη μας γλιστράει στα πλακάκια και πέφτει με το κεφάλι πάνω στον μπιντέ. Έμεινε στον τόπο. Είδα το βλέμμα του. Έπεσε ανάσκελα. Το βλέπω ακόμα τις νύχτες. Βλέμμα μισογύνη, γεμάτο φθόνο για τις γυναίκες που δεν μπόρεσε ποτέ να τις αποδεχτεί. Η πλούσια οικογένειά του έβαλε μεγαλοδικηγόρους και κατάφεραν να πείσουν το δικαστήριο ότι είχα πρόθεση να τον σκοτώσω. Ότι, αφού τον είχα φτύσει ήταν επίθεση, όχι αυτοάμυνα.

»Η αθωότητα και η ενοχή, φιλενάδα, είναι δύο έννοιες που βαδίζουν παράλληλα με την έννοια του χρήματος. Σε κάποια σημεία, όσο κι αυτό δεν εξηγείται στη γεωμετρία, οι παράλληλοι δρόμοι τους τέμνονται και συναντώνται. Αν δεις αυτή τη σκηνή της συνάντησης των τριών με εικόνες, μοιάζει με σκηνή αρχαίας τραγωδίας. Η αθωότητα, η ενοχή και το χρήμα. Η μία έννοια απέναντι στην άλλη. Τραγική σκηνή. Κορυφαία. Η σκηνή της επικράτησης. Της δύναμης. Της εξουσίας. Γίνεται πάλη. Ποτέ κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποια από τις τρεις θα επικρατήσει. Όταν αργότερα οι δρόμοι τους χωρίζονται και πάλι και ξαναγίνονται παράλληλοι, κάποια ή κάποιες από τις έννοιες είναι τραυματισμένες. Ανεπανόρθωτα.

»Στην υπόθεσή μου πάντως εκκρεμεί η έφεση, θα δούμε τι θα γίνει. Ο δικηγόρος μου έχει ελπίδες. Αλλά έτσι κι αλλιώς οι δικηγόροι θα πρέπει να είναι τα μοναδικά πλάσματα στη φύση, ίσως μαζί με τους γιατρούς, που έχουν ακόμα στο λεξιλόγιό τους λέξεις όπως ‘ελπίδα’ και ‘αισιοδοξώ’».

 

Συνέχεια σημερινής ημέρας.

Ώρα, βράδυ.

Η συγκάτοικός μου έκλαιγε πολλή ώρα. Με ενοχλούσε και τη λυπόμουν συγχρόνως. Έκανα να της πιάσω κουβέντα, τη ρώτησα αν θέλει να μιλήσουμε. «Βούλωστο, άσε με ήσυχη», φώναξε και δεν την ξαναενόχλησα. Κοιμήθηκα. Την άκουγα στον ύπνο μου να κλαίει όλη νύχτα.

 

Ημέρα, Κυριακή.

Μήνας, Μάης.

Ώρα, μεσημέρι.

Φέτος.

Πριν λίγο έφυγε από το επισκεπτήριο η αδελφή μου. Έφερε κέικ με φρούτα. Και αλλαξιές. Ήταν αφηρημένη. Μου μίλαγε και σκεφτόταν άλλα, το έβλεπα.

«Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησα. Δεν απάντησε αμέσως και ο διάλογος που ακολούθησε ήταν περίπου ο εξής:

«Τι, για μένα θα μιλάμε τώρα; Ήρθα να σε δω στη φυλακή και αντί να ρωτάω εγώ για σένα, θα ρωτάς εσύ εμένα;»

«Αφού εσύ είσαι η αφηρημένη. Λέγε, τι σκέφτεσαι. Όση ώρα είσαι εδώ το μυαλό σου είναι αλλού. Σε βλέπω».

«Τον άντρα μου».

«Το περίμενα. Να πω ότι δεν το περίμενα; Ναι αλλά, έχετε χωρίσει, πάει αυτός. Τι τον σκέφτεσαι; Τον θέλεις πίσω;»

«Χαζή είσαι; Μετά από αυτά που πέρασα; Όχι, δεν τον θέλω, αλλά…»

«Αλλά, τι».

«Να… Γιατί με εμένα δεν έκανε αυτά που έκανε με την άλλη… Αυτό με τρώει».

«Τι έκανε με την άλλη, δηλαδή;»

«Παιχνίδια… Ερωτικά… Με εμένα έκανε έρωτα τρία λεπτά στα μουγγά, και μετά κοιμόταν».

«Και με την άλλη, τι έκανε; Και πού ξέρεις εσύ τι έκανε με την άλλη;»

«Ξέρω. Τους είδα. Δεν στα έχω πει όλα για να μη σε στενοχωρήσω. Ήταν τότε με το δικαστήριό σου, δεν ήθελα να σε απασχολώ με τα δικά μου. Σου έχω κρύψει κάποια πράγματα».

«Τι μου έχεις κρύψει δηλαδή; Να ανησυχώ;»

«Να μην ανησυχείς, όχι. Απλώς, είχα πάει στο σπίτι εκεινής, της ερωμένης του. Αυτό δεν σου έχω πει. Μπήκα με τα κλειδιά της παραδουλεύτρας της. Πεντακόσια ευρώ μού στοίχισε να πάρω τα κλειδιά για μισή ώρα. Τόσα την χαρτζιλίκωσα για να δεχτεί να μου τα δώσει. Ήταν πολυκατοικία. Μου έδωσε κλειδί και της εισόδου και του διαμερίσματος. Ήξερα πως ο άλλος θα ήταν μέσα, είχα ψάξει το κινητό του και είχα δει το μήνυμα με το ραντεβού. Είναι και ηλίθιοι μερικοί άντρες. Δεν σβήνουν τα μηνύματα που πρέπει να σβηστούν. Μπήκα αθόρυβα. Εκείνοι ήσαν στην κρεβατοκάμαρα. Μου είχε πει η παραδουλεύτρα πού ακριβώς ήταν η κρεβατοκάμαρα και δεν έψαξα. Περπατούσα προσεχτικά, φορούσα παπούτσια κρεπ, αθόρυβα. Πλησίασα στην πόρτα και τους άκουσα. Έβαλα με προσοχή το κεφάλι μου να δω. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Δυσκολεύομαι να σου περιγράψω τη σκηνή που αντίκρισα…»

«Λέγε».

«Το δωμάτιο ήταν στρωμένο με μοκέτα. Τα παράθυρα ήταν κλειστά και ήταν αναμμένα δυο αμπαζούρ. Εκείνος ήταν πεσμένος στο πάτωμα στα τέσσερα. Γυμνός. Η άλλη στεκόταν όρθια μπροστά μου, γυμνή κι αυτή και πετούσε στη μοκέτα χαρτονομίσματα.

»‘Θες λεφτά, μωρό μου;’ έλεγε με πάθος. ‘Θέλω να σε βλέπω να μπουσουλάς με το πρόστυχό σώμα σου και να τα μαζεύεις ένα – ένα…’ Έριχνε το ένα χαρτονόμισμα μετά το άλλο και εκείνος μπουσούλαγε και τα μάζευε. ‘Ώστε θες να σε πληρώνω για το πήδημα που κάνουμε, έ; Θα σε πληρώνω μωρό μου, αλλά θα σκύβεις γυμνός και θα μαζεύεις τα φράγκα μου από το πάτωμα. Θα ‘χεις όσα θέλεις. Αλλά μόνο με αυτόν τον τρόπο…’ Κοίταζα για λίγα λεπτά χωρίς να με πάρουν είδηση. Ήταν απορροφημένοι στο παιχνίδι τους. Όταν ο άλλος μάζεψε και το τελευταίο χαρτονόμισμα από τη μοκέτα, γονάτισε κι αυτή στο πάτωμα, τον έριξε ανάσκελα κι άρχισε να του φιλάει το πουλί. Εκείνος βογκούσε. ‘Θα σου δώσω κι άλλα γι’ αυτό το υπέροχο πουλί σου’, του έλεγε. Κάπου εκεί, έκανε αυτή να τραβήξει τα μαλλιά της πίσω και καθώς ανασήκωσε το κεφάλι με είδε. Πετάχτηκε τρομαγμένη. Έβγαλε κραυγή. Ο άλλος γύρισε προς την πόρτα να δει τι συμβαίνει και πάγωσε. ‘Τι θες εσύ εδώ…’ είπε κατάχλωμος. Πλησίασα, πήρα τα χαρτονομίσματα από το χέρι του, ένα μάτσο χαρτονομίσματα πρέπει να σου πω πως ήταν, των διακοσίων ευρώ, άνοιξα την τσάντα μου και τα έβαλα μέσα. Με κοίταζαν σαν χαμένοι. Θα πρέπει να γυάλιζε το μάτι μου γιατί έβλεπα τρόμο στα μάτια τους. Δεν αντέδρασαν. ‘Έχω να πληρώσω την τράπεζα και τα ρέστα που θα μείνουν θα τα βάλω στην άκρη για τα γεράματά μου’, είπα. Γύρισα την πλάτη κι έφυγα. Δεν κουνήθηκε κανείς από τους δυο τους, δεν άκουσα τον παραμικρό θόρυβο μέχρι που βγήκα από την πόρτα. Είχαμε συνεννοηθεί με την παραδουλεύτρα να αφήσω τα κλειδιά  σ’ ένα τραπεζάκι στο χολ. Δεν επρόκειτο να ξαναπάει σ’ αυτό το σπίτι έτσι κι αλλιώς, είχε χάσει τη δουλειά της μετά από αυτό που έκανε, το ξέραμε και οι δύο• η άλλη θα καταλάβαινε αμέσως με ποιο κλειδί μπήκα στο σπίτι της, αλλά είχα φροντίσει να τη συστήσω σε μια γειτόνισσά μου και τώρα δουλεύει σ’ αυτήν.

»Είδες, αδελφή μου, πού πάνε τα λεφτά που εμείς δεν έχουμε; Πετιώνται σε μοκέτες για να μπουσουλάνε οι μπούληδες γυμνοί και να τα μαζεύουν. Είδες;»

«Για να καταλάβω, η απορία σου εσένα τώρα είναι γιατί ο μπούλης δεν έκανε μαζί σου αυτά που έκανε με την άλλη; Και θα σου άρεσε, δηλαδή, να τον βλέπεις να σέρνεται γυμνός στο πάτωμα, να μαζεύει χαρτονομίσματα; Να σου πω, μην το προχωράς άλλο, άστο. Κρίμα είναι. Είμαστε δύο αδελφές όλες κι όλες. Δεν έχουμε άλλη. Η μία είναι στη φυλακή και η άλλη με αυτά που λέει κινδυνεύει να βρεθεί σε ψυχιατρείο Κρίμα είναι. Άστο. Μην το συνεχίζεις. Μία από τις δυο μας πρέπει να παραμείνει έξω από ίδρυμα».

«Γιατί είμαι για ψυχιατρείο; Μια χαρά φυσιολογικός άνθρωπος είμαι. Να μου πεις για τον άλλον, μάλιστα, να συμφωνήσω. Εκείνος δηλαδή είναι νορμάλ που ερεθίζεται μαζεύοντας γυμνός χαρτονομίσματα από το πάτωμα; Με μένα υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσε να κάνει έρωτα γιατί δεν ερεθιζόταν».

«Είναι αφροδισιακό, αδελφή μου, το χρήμα. Κάποιοι έχουν στύση κανονική μαζί του. Τι απορίες είναι αυτές που έχεις στη ηλικία σου; Εμένα το χρήμα με έστειλε στη φυλακή, ξέχασες; Ακάλυπτες επιταγές. Εμπόριο. Το μαγαζί μου με τα ρούχα δέκα χρόνια συνεπέστατο ήταν με την εφορία, μία φορά δεν μπόρεσα να καλύψω επιταγές κι ο νόμος καύλωσε. Του σηκώθηκε. Δεν είδε χρήμα και αντέδρασε σαν νταβατζής που η πουτάνα τού κρύβει χαρτονομίσματα. Με πήδησε. Με τιμώρησε. Βιασμός είναι αυτός. Έτσι το εκλαμβάνω εγώ. Για μερικές χιλιάδες ευρώ».

«Δεν βλέπω την ώρα να βγεις από δω μέσα. Τον άλλο μήνα θα έχω το ποσό για την αποφυλάκιση και θα γυρίσεις στο σπίτι. Κάνε λίγη υπομονή ακόμα».

«Κι εσύ σταμάτα να σκέφτεσαι τον μπούλη και τη μοκέτα. Είσαι τρελή, πάντως. Μπήκες σε ξένο σπίτι σαν τον κλέφτη».

«Ο κλέφτης, αδελφή μου, είναι υποκειμενική έννοια. Εμένα με ληστεύουν οι τράπεζες που έχουν επιτόκιο μεγαλύτερο από τους τοκογλύφους. Μπροστά στις τράπεζες, εγώ που μπήκα κρυφά στο σπίτι μιας ανώμαλης που πετάει χαρτονομίσματα στη μοκέτα για να τα μαζέψει ένας γυμνός κακόμοιρος παντρεμένος, φαντάζω αστεία υπόθεση…»

 

 

Ημέρα, Σάββατο.

Μήνας, Ιούνιος.

Ώρα, βραδινή.

Φέτος.

Η συγκάτοικός μου κοιμάται. Είναι ήσυχη. Τα είπε και ξελάφρωσε. Σταμάτησε να βρίζει κι άρχισε να κοιτάζεται στον καθρέφτη. Κακό, βέβαια, αυτό. Διότι έκανε τη φυλακή σπίτι της. Συνήθισε το κελί. Αισθάνεται οικεία εδώ μέσα.

«Πού ‘σαι», μου είπε πριν μέρες. «Ηλικιωμένη γυναίκα και της έκαναν έξωση. Να το ξαναπώ: ηλικιωμένη γυναίκα. Δεν τη σεβάστηκαν καθόλου. Ο πατέρας της το ’40 ήταν αντάρτης, μετά βρήκε δουλειά στο Πέραμα. Η μάνα της ήταν παραδουλεύτρα. Κακουχίες πολλές η οικογένειά της, τους έχασε τους γονείς της νωρίς. Έμεινε μόνη. Αδέλφια δεν είχε. Οι συγγενείς την είχαν κάνει πέρα, για τα πολιτικά. Δεν ανακατευόντουσαν με τα Κόμματα γιατί δεν θέλανε μπλεξίματα με την αστυνομία, της είχαν πει. Μεγάλωσε μόνη της, δούλεψε μόνη της, πήγαινε στην εκκλησία μόνη της, έκανε τον σταυρό της μόνη της. Έναν αρραβώνα είχε κάνει, δεν τα βρήκαν τελικά, ο άλλος ήθελε να πάνε στο χωριό για να είναι κοντά στους γονείς του, εκείνη ήθελε να μείνει στην Κοκκινιά για να είναι κοντά στους τάφους των γονιών της. Πήγαινε κάθε Σάββατο και άναβε το καντήλι τους. Τον χαλάσανε τον αρραβώνα, χώρισαν. Δεν ξανάκανε σχέση, έμεινε ανύπαντρη. Είχε βρει δουλειά σ’ ένα μεγάλο μαγαζί με γυναικεία ρούχα, στον Πειραιά, πωλήτρια. Είχε πάει από κοπέλα εκεί κι έμεινε μέχρι που το μαγαζί έκλεισε πριν χρόνια, με την οικονομική κρίση. Τα αφεντικά την αγαπούσαν. Έφευγαν για δουλειές και την άφηναν μόνη. Είχε το εμπόρευμα στην ευθύνη της, το ταμείο, τα πάντα. Τα κουμαντάριζε σαν να ήταν αυτή το αφεντικό. Πήγαινε νωρίς το πρωί και καθάριζε ράφια, πατώματα, τζάμια. Ακούραστη, φιλότιμη. Έπλενε τα χέρια της μετά, έβαζε κρέμα για να είναι περιποιημένα όταν θα έπιανε τα ρούχα και καθόταν πίσω από τον πάγκο της, σαν στρατιώτης στο καθήκον.

»Μπαίνουμε στη δεκαετία της ύφεσης. Οικονομικά τα πράματα δυσκολεύουν. Τα αφεντικά στενοχωρημένα της κάνουν πρόταση να εργάζεται λιγότερες ώρες και να αμείβεται λιγότερο. Εκείνη δεν θέλησε να μειώσει τις ώρες εργασίας της. Εξακολουθούσε να απασχολείται οκτάωρο και αμειβόταν για έξι. Όσο πέρναγε ο καιρός η ύφεση μεγάλωνε. Μαγαζιά στον Πειραιά έκλειναν το ένα μετά το άλλο, χρεοκοπίες, αυτοκτονίες. Κάπου εκεί, το ένα αφεντικό έπαθε την καρδιά του, σταμάτησε το εμπόριο κι έμεινε στο σπίτι, ο συνέταιρός του δεν άντεξε να κρατήσει για πολύ το μαγαζί μόνος του και το έκλεισε. Εκείνη έψαξε για δουλειά αλλού, γύρισε όλο τον Πειραιά και τα περίχωρα, δεν βρήκε τίποτα. Ήταν μεγάλη πια στην ηλικία και δεν την ήθελαν. Πήρε μειωμένη σύνταξη κι επιπλέον ξεκινούσε τα χαράματα από την Κοκκινιά με το πρώτο πρωινό λεωφορείο και πήγαινε στο Κερατσίνι στην ιχθυόσκαλα κι έπλενε πάγκους. Στην Κοκκινιά την είχα γειτόνισσα. Έτσι την ξέρω. Ήταν τρία χρόνια που είχα έρθει από το χωριό και δούλευα σ’ ένα τυροπιτάδικο στον Πειραιά. Είχα βρει ένα φθηνό σπίτι ακριβώς απέναντι από το δικό της. Εκείνη έμενε σ’ ένα ισόγειο δυάρι κι από πάνω ήταν άλλος ένας όροφος που έμεναν οι ιδιοκτήτες. Άνοιγε το παράθυρο και την έβλεπα να βγάζει στο περβάζι βασιλικό. Όλα αυτά που ξέρω για τη ζωή της τα έμαθα από τη σπιτονοικοκυρά μου που ήξερε τα πάντα για όποιον έμενε σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων. Δυστυχώς, κάποια στιγμή άρχισε να χρωστάει ενοίκια. Είχα ακούσει ότι χρωστούσε αρκετά. Αυτό της δημιούργησε προβλήματα με τους ιδιοκτήτες, ένα ιδιότροπο ζευγάρι. Της έπιανα κουβέντα πού και πού αλλά την έβλεπα απόμακρη και δεν επέμενα. Ευγενική όμως, έσκυβε το κεφάλι της και, μ’ ένα χαμόγελο που δεν το ολοκλήρωνε, το άφηνε μισό, απομακρυνόταν. Δεν ξέρω πόσο χρονώ ήταν αλλά με όλα αυτά που είχε περάσει είμαι σίγουρη ότι έδειχνε μεγαλύτερη από την ηλικία της.

»Ήταν μια μέρα που δεν είχα πάει στο τυροπιτάδικο γιατί είχα πυρετό. Είχα φτιάξει ένα τσάι και το έπινα ζεστό. Ακούω έξω φασαρία. Τραβάω την κουρτίνα, κοιτάω. Βλέπω απέναντι στο σπίτι της κάποιους να μεταφέρουν έπιπλα. Στην αρχή δεν κατάλαβα. Νόμιζα ότι η ηλικιωμένη γυναίκα μετακομίζει. Αλλά δεν ήταν αυτό. Τελικά την έδιωχναν οι ιδιοκτήτες και είχε έρθει επιμελητής με εργάτες και της έβγαζαν τα πράγματα στο δρόμο. Την είδα να κλαίει. Εκεί, γύρισε το μάτι μου ανάποδα. Άφησα το φλιτζάνι που κρατούσα και βγήκα έξω με τον πυρετό. Φορούσα τη νυχτικιά μου κι από πάνω μια ζακέτα. Και παντόφλες. Ούτε παπούτσια δεν φόρεσα.

»‘Γιατί τη διώχνεις, ρε, τη γυναίκα;’ φωνάζω στον κουστουμαρισμένο επιμελητή. ‘Είναι μεγάλη, δεν έχει κανέναν, πού θα πάει; Στο δρόμο θα μείνει;’ ‘Κάνε στην άκρη, κυρά μου!’ μου απαντάει εκείνος. Πλησιάζω έναν εργάτη που κρατούσε μια καρέκλα και την πήγαινε σ’ ένα φορτηγάκι παρκαρισμένο πιο κει. Τα πόδια της καρέκλας ήταν φθαρμένα και η ταπετσαρία στις γωνίες σχισμένη. Πιάνω την καρέκλα με θυμό και τη σφίγγω στα χέρια μου. Ο εργάτης την κρατούσε με δύναμη. Τη σφίγγω περισσότερο και την τραβάω να του την πάρω. Η γυναίκα έξω στην πόρτα του σπιτιού έκλαιγε συνέχεια. ‘Ας ‘τους, κορίτσι μου’, έλεγε με αναφιλητά. Η καρέκλα ήταν στα χέρια και των δυο μας. Την τραβούσαμε και οι δύο, καθένας προς το μέρος του. Δεν ξέρω πού βρήκα τη δύναμη κάποια στιγμή και την αρπάζω με ορμή και του την παίρνω. Εκείνος ήταν ένας αδύνατος μικρόσωμος άνθρωπος, αξύριστος, μου θύμιζε τους παπατζήδες που έβλεπα στα στενά του Πειραιά. Με κοίταζε άγρια. ‘Δώσε την καρέκλα, μωρή!’ μου λέει. Με το μωρή, και καθώς κρατούσα ακόμα την καρέκλα, άρχισα να την κοπανάω πάνω του. Είχα πυρετό, οι παντόφλες από τα πόδια μου είχαν βγει, πατούσα ξυπόλητη στο δρόμο και παρόλα αυτά βαρούσα την καρέκλα πάνω του με μανία. Ο βλάκας δεν απομακρυνόταν. Αφού με έβλεπε, είχα σαλτάρει, δεν έφευγε από κοντά μου. Προσπαθούσε να μου πάρει την καρέκλα και γω τον χτυπούσα με αυτήν. Δεν ήρθε κανείς να με σταματήσει. Ίσως φοβόντουσαν, δεν ξέρω. Άκουγα φωνές γύρω μου, ‘σταμάτα, τι κάνεις, άσε τον άνθρωπο να κάνει τη δουλειά του’, αλλά ήταν σαν να ακούω μια βουή.

»Το θέμα ήταν ότι, κάθε φορά που τον χτυπούσα με την καρέκλα αισθανόμουν ότι βάραγα κι έναν διαφορετικό άνθρωπο από αυτούς που με είχαν βασανίσει στη ζωή μου. Αισθανόμουν ότι χτυπάω τη δασκάλα που με είχε τιμωρήσει επειδή αντέγραψα σ’ ένα διαγώνισμα, χωρίς καν να μπει στον κόπο να με ρωτήσει γιατί δεν διάβασα, για να μου έδινε την ευκαιρία να της απαντήσω ότι στο σπίτι μας δεν είχαμε θέρμανση και το προηγούμενο βράδυ που είχε χιονίσει κρύωνα πολύ, έτρεμα, πώς να διαβάσω. Η μάνα μου με είχε στην αγκαλιά της για να ζεσταθώ αλλά έτρεμε κι αυτή, και πατέρα δεν είχα, και άλλα πολλά να της έλεγα. Χτυπούσα κι έναν πρόστυχο στο τυροπιτάδικο, φορτηγατζή, που ερχόταν κάθε τόσο να πάρει τυρόπιτα και καφέ και μου έλεγε ότι θέλει να με πηδήσει μέσα στο φορτηγό, όπως πηδάει αυτές που του κάνουν ωτοστόπ στην εθνική, όταν πηγαίνει στο εξωτερικό. Πέρασαν πολλοί από μπροστά μου. Ποιους να πρωτοαναφέρω… Όλη η στερημένη ζωή μου περνούσε από τα μάτια μου και δώστου και κοπάναγα την καρέκλα πάνω στον υπάλληλο που ήρθε να βγάλει δυο σαράβαλα επιπλάκια μιας φτωχής ηλικιωμένης στο δρόμο. Μέχρι που εκείνος έπεσε χάμω. Ούτε τότε σταμάτησα να τον βαράω. Εντέλει, κάποιος ήρθε και με σταμάτησε. Με πήγαν στο Αστυνομικό Τμήμα με πυρετό και με τη νυχτικιά. Στη συνέχεια με μετέφεραν στο νοσοκομείο γιατί στο Τμήμα έχασα τις αισθήσεις μου. Ψηνόμουν στον πυρετό τρεις μέρες. Καθόταν αστυνομικός έξω από τον θάλαμο συνέχεια.

»Έμαθα πως εκείνη την ηλικιωμένη την πήγαν σε κάποιο ίδρυμα φιλοξενίας αστέγων. Η μάνα μου ήρθε από το χωριό για να είναι κοντά μου στη δίκη και μένει ακόμα στο σπίτι στην Κοκκινιά. Ο άλλος, για καλή μου και καλή του τύχη, δεν πέθανε. Είχε αιμάτωμα στο κεφάλι και άλλα τραύματα στο σώμα, αλλά έζησε. Καταδικάστηκα για πρόκληση σοβαρής σωματικής βλάβης από πρόθεση. Ο δικηγόρος είπε ότι τον άλλο μήνα αποφυλακίζομαι. Ηλικιωμένη γυναίκα, ρε συ, και την πετάγανε στο δρόμο. Ανάλγητοι άνθρωποι. Ούτε σκυλί δεν πετάς. Μόνο κάτι αρουραίους έβλεπα να τους κυνηγούν με στειλιάρια στην Πάτρα, για να τους βγάλουν έξω από τα σπίτια. Τους αρουραίους, το καταλαβαίνω να τους πετάς έξω από το σπίτι. Τους ανθρώπους, όμως; Που δεν έχουν πού να πάνε; Ηλικιωμένους; Πού είναι η πρόνοια, πού είναι το κράτος και πού το κράτος πρόνοιας;

»Το χρήμα, φιλενάδα, έχει τη δύναμη να πετάει στο δρόμο ψυχές. Είναι Νονός, το χρήμα. Καμόρα. Είναι τόσο βουτηγμένο στη διαφθορά που για να εξασφαλιστεί η προστασία του το φυλάνε σε τράπεζες με τα ίδια μέτρα ασφαλείας που φυλάνε οι μπράβοι τα αφεντικά τους στις παρακρατικές εγκληματικές οργανώσεις…»

 

Ημέρα, Τετάρτη.

Μήνας, Ιούλιος.

Ώρα, μεσημεριανή.

Φέτος.

Πρώτη μέρα αποφυλάκισης. Μετά τη φασαρία και τις φωνές της φυλακής η ησυχία του σπιτιού είναι θεραπεία. Είναι ιαματικό νερό που πέφτει πάνω σε κόκκαλα με ρευματισμούς. Τράβηξα την κουρτίνα, κοίταξα έξω. Τα λουλούδια στο μπαλκόνι, όλους αυτούς τους μήνες, τα πότιζε η αδελφή μου. Ο ιβίσκος είχε βγάλει τέσσερα τεράστια πανέμορφα πορτοκαλί άνθη. Τα βασιλικά ήταν καταπράσινα. Η λεβάντα, το δενδρολίβανο, οι ελιές, όλα εκεί. Το μπαλκόνι μου είναι ο κήπος μου. Ο άντρας μου έσβηνε τα τσιγάρα του στο χώμα τους. Έβρισκα γόπες φυτεμένες στις γλάστρες και του έκανα παράπονα. Τα βαριόταν τα λουλούδια, βαριόταν κι εμένα. Ένας χρόνος που μ’ έχει εγκαταλείψει, ένας χρόνος που τα λουλουδάκια μου ανασαίνουν σε χώμα που δεν έχει γόπες. Του τηλεφώνησε η αδελφή μου όταν μπήκα φυλακή και τον ενημέρωσε. «Είπα ότι ίσως θέλεις να το ξέρεις», του είπε. «Ας πρόσεχε», της απάντησε και το ‘'κλεισε.

Τον πρώτο καιρό της σχέσης μας του είχα πει ότι ο πατέρας μου στο γάμο μου θα μου έδινε λίρες, όπως είχε δώσει και στην αδελφή μου όταν παντρεύτηκε. Το είπα αθώα, πιο πολύ επειδή καμάρωνα που ο αγαπημένος μου πατέρας φύλαγε χρυσές λίρες για δώρο στους γάμους των παιδιών του.

«Πόσες;» είχε ρωτήσει.

«Πολλές», του είχα πει. «Νομίζω πως είναι δύο χιλιάδες λίρες Αγγλίας». Έμεινε για λίγο αμίλητος και μετά είπε: «Έχουμε μιλήσει για γάμο και σου έχω πει ότι είναι στα σχέδιά μου. Σου έχω πει επίσης ότι έχω επαγγελματικό δίπλωμα οδήγησης. Αν μπορέσω να αγοράσω φορτηγό ψυγείο σκοπεύω να συνεργαστώ με μια μεγάλη βιομηχανία γάλακτος. Θα είμαι εξωτερικός συνεργάτης, θα μεταφέρω γάλατα σε όλα τα σούπερ μάρκετ της Αττικής. Την Κυριακή πάμε στους γονείς σου; Θα σε ζητήσω επίσημα σε γάμο».

Δεν ήταν κάνα τρελός έρωτας, αλλά δεν έδωσα σημασία. Παντρέψου τον, σκέφτηκα, και θα αγαπήσεις τα παιδιά που θα κάνεις μαζί του. Το πρώτο πράμα που είπε την Κυριακή στους γονείς μου ήταν, «τι ωραίο που είναι το κατσικάκι σας! Μακάρι να ξέρει και η κόρη σας να μαγειρεύει τόσο νόστιμα!» Το δεύτερο πράμα ήταν, «τις λίρες που μου έχει πει η κόρη σας ότι θα της δώσετε, τις θέλουμε πριν τον γάμο». Ξέρω ότι εκείνη τη στιγμή τού πατέρα μου του ανέβηκε η πίεση. Γνωρίζω το χρώμα του προσώπου του και πότε αλλάζει απόχρωση ανάλογα με αυτά που νοιώθει, καλύτερα από όλους τους γιατρούς του κόσμου. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα και ξανά ‘ρθε κρατώντας ένα πάνινο σακούλι. Μαξιλαροθήκη ήταν, που μέσα είχε τις λίρες. Τις αδειάζει αμίλητος πάνω στο τραπέζι, δίπλα στην πιατέλα με τα αποφάγια από το κατσίκι. Το χρυσάφι έλαμψε. «Δυο χιλιάδες λίρες Αγγλίας», λέει στον μέλλοντα γαμπρό. «Να τις μετρήσουμε», λέει ο μέλλων γαμπρός. Η μάνα μου σηκώθηκε αμίλητη να πάει να φτιάξει καφέδες. Μετά από πολλή ώρα και πολλές ντάνες με λίρες στο τραπέζι, ο μέλλων γαμπρός λέει, «λείπει μια λίρα, έτσι δεν είναι;» Πράγματι, έλειπε μία. Οι λίρες ξαναμετρήθηκαν δύο φορές. Στο σπίτι για ώρα δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο εκείνος ο χαρακτηριστικός ήχος από χρυσές λίρες όταν η μία πέφτει πάνω στην άλλη.

Έγινε ο γάμος, ο πατέρας μου αγόρασε από την τράπεζα μια ολόχρυση λίρα για να συμπληρώσει εκείνη που έλειπε, ο γαμπρός πήρε κι άλλη προίκα, πήρε το φορτηγό ψυγείο, συνεργάστηκε με την γαλακτοβιομηχανία, παιδιά δυστυχώς δεν ήρθαν, προβλήματα στις ωοθήκες είπαν οι γιατροί, άνοιξα τη μπουτίκ με τα ρούχα, στην αρχή πήγαινε καλά, μετά το φορτηγό εκείνου άρχισε να μην έχει δουλειές γιατί η γαλακτοβιομηχανία αγόρασε δικά της φορτηγά και σταμάτησε τους εξωτερικούς συνεργάτες, και βέβαια όπου σταματάει να ρέει το χρήμα σταματάει να ρέει και η αγάπη. Δυστυχώς. Κι αυτό, επειδή εμείς οι άνθρωποι είμαστε κωλόπαιδα. Επειδή, την ευτυχία την έχουμε συνυφασμένη με την οικονομική ευμάρεια. Επειδή, ουσιαστικά, δεν αγαπάμε το χρήμα, οπότε το κακομεταχειριζόμαστε• ή το σπαταλάμε σαν παλιόχαρτο ή το καταχωνιάζουμε σε μπαούλα σαν παιδί που γεννήθηκε άρρωστο κι εμείς ψυχασθενείς κι αμόρφωτοι το κρύβουμε στο κοτέτσι για να μην το δει η γειτονιά.

Έκοψα επιταγές από το μπλοκ της μπουτίκ κι έδωσα στον άντρα μου. Είχε χρέη. Είχε αρχίσει να παίζει χαρτιά. Άλλη κακοποίηση της ύλης, αυτή. Αισχρή κακοποίηση. Το χρήμα, στα χέρια τζογαδόρων, είναι πρέζα στα χέρια εθισμένων. Βγήκαν ακάλυπτες οι επιταγές, βέβαια. Έγινε κατάσχεση στο χρεωμένο φορτηγό, ο άντρας μου το ‘βαλε στα πόδια σαν ποντικός που πηδάει πρώτος από το καράβι που βουλιάζει, εγώ μπήκα φυλακή κι όταν εκείνος το ‘μαθε είπε στην αδελφή μου: «ας πρόσεχε». Τέλος πάντων… Από βδομάδα ξανανοίγω την μπουτίκ. Θα κάνω μια προσπάθεια ακόμα. Άμα πάει καλά, έχει καλώς. Άμα δεν πάει, έχω τα βασιλικά μου.

Πρώτη ημέρα αποφυλάκισης, σήμερα… Όταν άρχισε να σουρουπώνει άνοιξα το πορτατίφ και κάθισα στον καναπέ. Το χέρι μου μύριζε δυόσμο από πριν που τον χάιδεψα. Πήρα να διαβάσω τον αγαπημένο Παπαδιαμάντη. «Tὰ Πτερόεντα δῶρα». Ένας άγγελος κατεβαίνει στη Γη να δώσει δώρα στους ανθρώπους• το αστέρι της συνείδησης, την αύρα της ψυχής και τη ζωή της καρδιάς. Απογοητεύεται όμως από τις πράξεις των ανθρώπων και παίρνει τα θεία δώρα κι επιστρέφει στους ουρανούς.

Το διήγημα ξεκινάει έτσι:

«Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως».

Και τελειώνει έτσι:

«Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας· καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!

Ὁ Ἄγγελος δὲν εὗρε παρηγορίαν. Ἐπῆρε τὰ πτερόεντα δῶρά του ― τὸ ἄστρον τὸ προωρισμένον νὰ λάμπῃ εἰς τὰς συνειδήσεις, τὴν αὔραν, τὴν ἱκανὴν διὰ νὰ δροσίζῃ τὰς ψυχάς, καὶ τὴν ζωήν, τὴν πλασμένην διὰ νὰ πάλλῃ εἰς τὰς καρδίας, ἐτάνυσε τὰς πτέρυγας, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίας ἁψῖδας».

 



Δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2020              στο τεύχος Νο 64  του περιοδικού  
                  «δε|κατα» με θέμα: 

«Ο Χρόνος είναι Χρήμα είναι Χρέος». 

Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού, ποιητή και συγγραφέα, Ντίνο Σιώτη, 
                    για τη δημοσίευση. 

18 Οκτωβρίου 2020

Σινέ Αμόρε - Διήγημα

                                     


   Σινέ Αμόρε
  Διήγημα


Το «Σινέ Αμόρε» ήταν ένα καλοκαιρινό σινεμά λίγο έξω από την Πάτρα, στον παραλιακό δρόμο προς τα Βραχναίικα. Δίπλα ακριβώς στη θάλασσα. Δεν είχε πολλά σπίτια κοντά του, αλλά είχε γίνει γνωστό σε όλη την περιοχή και, από την Άνοιξη και μετά που άνοιγε, είχε πάντα πολύ κόσμο. Οι ιδιοκτήτες του, ένα ζευγάρι παλιοί χίπις, ο Τζονάκος - από το Γιάννης - και η επί 40 χρόνια σύντροφός του Ευδοκία - Χρυσάνθη την έλεγαν, αλλά το άλλαξε από τότε που είδε την ομώνυμη ταινία του Δαμιανού - το είχαν κάνει πολύ όμορφο. Μάντρα γύρω του δεν έβλεπες. Είχαν φυτέψει κατά μήκος του τοίχου γιασεμί αναρριχώμενο, λευκό, που με τα χρόνια είχε γίνει πυκνό, είχε καλύψει ολόκληρη τη μάντρα και μοσχοβολούσε ο τόπος. Στο δάπεδο είχαν στρώσει γαρμπίλι και στον μακρύ διάδρομο βότσαλα από φυσικά πετρώματα• απέναντι από την οθόνη, εκεί όπου βρισκόταν το υπερυψωμένο καμαράκι με τη μηχανή προβολής, είχαν χτίσει έναν μεγάλο χώρο με εγκαταστάσεις κουζίνας. Τηγάνιζαν γαύρο και σαγανάκι, είχαν λευκό κρασί από το Αίγιο κι έφτιαχναν ποικιλίες που την προσέφεραν σε κεραμική πιατέλα με γαρνιτούρα ντομάτες και ελιές. Οι καρέκλες του σινεμά είχαν ανάμεσά τους τραπεζάκια καφενείου βαμμένα πορτοκαλί, πράσινα και θαλασσί. Το «Σινέ Αμόρε» ήταν το αγαπημένο στέκι των κατοίκων της Πάτρας και των Βραχναίικων.   

Αρχικά, ο Τζονάκος και η Ευδοκία, αγόρασαν το οικόπεδο για να έχουν κάπου να βάζουν το τροχόσπιτό τους• σπίτι δεν είχαν και ούτε ήθελαν να αποκτήσουν. Όσο ήσαν νέοι είχαν κάνει με το τροχόσπιτο πολλά ταξίδια, είχαν γυρίσει όλο τον κόσμο, χόρτασαν, μέθυσαν, ξενύχτησαν, κουράστηκαν, μεγάλωσαν, είχε τρεις αποβολές η Ευδοκία μέχρι που το πήραν απόφαση ότι παιδί δεν θα είχαν, και τελικά αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα στην Πάτρα, πόλη καταγωγής και των δύο, και να μένουν στο τροχόσπιτο. Γάμο δεν τους ενδιέφερε να κάνουν. Είχαν κάνει ένα αθώο τελετουργικό στα νιάτα τους σ’ ένα ταξίδι στο Περού, με μια ασημένια βελόνα• είχαν τρυπήσει το δάχτυλό τους με τη βελόνα, άφησαν να τρέξει αρκετό αίμα, ένωσαν τις ματωμένες παλάμες τους σφιχτά και ορκίστηκαν ότι θα αγαπιώνται και θα νοιάζεται ο ένας για τον άλλον για πάντα. Κι αφού δεν είχαν σκοπό να χρησιμοποιήσουν το οικόπεδο για να χτίσουν σπίτι, σκέφτηκαν ότι θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τον χώρο που ήταν αρκετά μεγάλος και μακρόστενος και να φτιάξουν ένα καλοκαιρινό σινεμά. Άρχισαν τις γραφειοκρατικές διαδικασίες, πήραν άδεια και έκαναν το «Σινέ Αμόρε».

Η Ευδοκία είχε έναν οικογενειακό ελαιώνα στην Καλαμάτα. Παρήγαγε ελαιόλαδο, όχι πολύ, αλλά προμήθευε κάποια καταστήματα και σπίτια στην Πάτρα. Ένα εισόδημα από το λάδι κάθε χρόνο το είχε. Ο Τζονάκος είχε επιλέξει να ρευστοποιήσει την πατρική του κληρονομιά από νεαρός ακόμα, τρία διαμερίσματα στο εμπορικό κέντρο της Πάτρας. Από τα χρήματα εκείνα αγοράστηκε το τροχόσπιτο, μια μοτοσυκλέτα Yamaha κι έμεινε κι ένα ποσό στην άκρη να υπάρχει. Επιπλέον, ασχολιόταν με το ψάρεμα. Έβγαζε τσιπούρες και τις πουλούσε στην αγορά. Και παλιά που ταξίδευαν, σε όποια πόλη του εξωτερικού πήγαιναν, ανάλογα την εποχή φρόντιζε κι έβρισκε κάπου να δουλέψει, ή σε χωράφι ή σε αλιευτικό καΐκι, αν το μέρος ήταν παραθαλάσσιο. Δεν τη φοβόταν τη δουλειά, τα χέρια του «έπιαναν», έκανε πολλές χειρονακτικές εργασίες και τις έκανε καλά. Στο Σμόγκεν, πριν χρόνια, ένα σουηδικό ψαροχώρι σε μια περιοχή με τους μεγαλύτερους αστακούς της δυτικής όχθης της Σουηδίας, εργάστηκε στο ψάρεμα αστακού από τον Σεπτέμβρη που ξεκινάει κάθε χρόνο η εποχή του ψαρέματος μέχρι τον Απρίλη. Κι όταν άρχισε να λειτουργεί το θερινό σινεμά τα έσοδά τους αυξήθηκαν. Ζούσαν καλά. Άλλωστε, χρόνια τώρα, είχαν μάθει να βολεύονται μ’ ένα τροχόσπιτο κι ένα κρεβάτι, δεν ήθελαν πολλά. Για τη λειτουργία του σινεμά έχτισαν και καινούργια τουαλέτα, και δίπλα της έφτιαξαν έναν ξεχωριστό χώρο για ντους. Ο Τζονάκος πήγαινε στη θάλασσα και ψάρευε με φίλους πού είχαν καΐκι και η Ευδοκία έπλεκε εσάρπες, κασκόλ και πουλόβερ για τους μετανάστες, τους πρόσφυγες και τους άστεγους της Πάτρας.

Στο οικόπεδο περιφερόταν και ο Μερέλας τους. Ένα αδύνατο αδέσποτο σκυλί που το περιμάζεψαν από τα σκαλοπάτια της Αγίου Νικολάου. Το είχε χτυπήσει αυτοκίνητο και κούτσαινε. Το πήγαν σε κτηνίατρο, του έκαναν εμβόλια, το τάισαν. Το αγάπησαν. Το ονόμασαν Μερέλα, επειδή όταν έτρεχε με το κουτσό του ποδαράκι έκανε σαν «μερελό» - λέξη των Πατρινών που σημαίνει το τρελό γραφικό άτομο με το οποίο οι άλλοι συνήθως γελάνε μαζί του, κυρίως όταν πίνει.

Αρχές Μαρτίου, του 2020. Παλιόκαιρος. Κρύο και ψιλόβροχο στην Πάτρα. Λίγες μέρες νωρίτερα, στα τέλη του Φλεβάρη, είχε ανακοινωθεί το πρώτο κρούσμα κορωνοϊού στην Ελλάδα. Ο Τζονάκος με την Ευδοκία, όταν το άκουσαν, είχαν κοιταχτεί με απορία. Ως όρος τούς ήταν πρωτόγνωρος. Τηλεόραση είχαν, αλλά μόνο για να βλέπουν ταινίες και ντοκιμαντέρ. Ειδήσεις όχι. Από επιλογή. Είχαν επιλέξει να ενημερώνονται από το διαδίκτυο, από τον φορητό υπολογιστή τους. Και μάλιστα τώρα κοντά, τις πρώτες ημέρες του Μάρτη, είχε γίνει γνωστή και η είδηση για τον πρώτο θάνατο από κορωνοϊό.

Η Ευδοκία είχε ανάψει τη σόμπα στην κουζίνα, άκουγε Τζόπλιν κι έπλεκε. Η μεγάλη ευρύχωρη κουζίνα του σινεμά είχε γίνει το καθιστικό τους• είχαν βάλει τραπέζι, καρέκλες, ντουλάπια για τα τρόφιμα και ράφια για τα βιβλία τους. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας τις περνούσαν εκεί. Ο Τζονάκος ήθελε να πάει να φέρει ψητές γαρίδες με λαχανικά στην Ευδοκία, που της άρεσαν. Τις έφτιαχνε ένας φίλος στα Ψηλαλώνια, σε μαγαζί με τσίπουρα. Φόρεσε το αδιάβροχο μπουφάν του, η Ευδοκία τού χτένισε την αλογοουρά, της άρεσε πάντα να του χτενίζει τα μακριά μαλλιά του, - τα δικά της τα έκοβε αγορίστικα -, ξεσκέπασε την Yamaha από τον μουσαμά, συλλεκτικής αξίας πλέον, την τσούλησε ως την αυλόπορτα, ανέβηκε, άναψε τη μηχανή κι έφυγε. Ουρανός βαρύς, χρώμα μολύβι, το σκούρο. Ο Μερέλας, κουλουριασμένος από ώρα ανάμεσα στην Ευδοκία και τη σόμπα.

Περνώντας από το Εργοστάσιο του Λαδόπουλου  ο Τζονάκος γύριζε πάντα και κοίταζε. Με χαμηλή ταχύτητα. Σε πλήρη εγκατάλειψη ο χώρος, το περιβάλλον, οι άνθρωποι. Κυρίως οι άνθρωποι. Μετανάστες και πρόσφυγες, από το Αφγανιστάν, τη Συρία, το Ιράκ, την Παλαιστίνη. Κακοντυμένοι, σκυθρωποί, τρομαχτικοί κάποιοι. Τριγυρνούσαν στους εγκαταλελειμμένους χώρους του παλιού εργοστασίου σαν τον αδέσποτο Μερέλα στην Αγίου Νικολάου, για ένα κομμάτι ψωμί, για ένα ποτήρι νερό, για ένα φλιτζάνι γάλα. Ο Τζονάκος πήγαινε αρκετές φορές μέσα στο εργοστάσιο και έδινε ψάρια και φρούτα στην κοινωνική κουζίνα που είχε δημιουργηθεί από εθελοντές, και πλεκτά που έπλεκε η Ευδοκία. Λίγο πιο πέρα είδε πάλι εκείνη την κοπέλα με το μωρό στην αγκαλιά. Την είχε δει αρκετές φορές το τελευταίο διάστημα, όταν περνούσε από εκεί. Ήταν λεπτούλα, με κοριτσάκι έμοιαζε περισσότερο, κι όλο έσκυβε το κεφάλι της στο μετωπάκι του παιδιού και το φιλούσε. Απόκοσμη εικόνα. Τραγική. Μια ξεσπιτωμένη κοπέλα ποιος ξέρει από πού, ποιος ξέρει πόσο χρονώ, κι ένα μωρό που ίσως είχε γεννηθεί σε διεθνή ύδατα ή ίσως σε κάποια αποθήκη του Λαδόπουλου. Μια βουβή έκκληση για βοήθεια. Απεγνωσμένη έκκληση. Άλαλη.

Έσβησε την Yamaha και κατέβηκε. Μπήκε στο εργοστάσιο. Προχώρησε στο προαύλιο. Πλησίασε την κοπέλα με το παιδί. Εκείνη καθόταν χάμω, στα τσιμεντένια σκαλάκια ενός υπόστεγου. Παρόλο τον άσχημο καιρό ίσως είχε βγει να πάρει αέρα. Τον είδε που την πλησίασε και σηκώθηκε. Ο Τζονάκος την κοίταξε από κοντά. Ήταν μια απλή νέα κοπέλα μ’ ένα βλέμμα θλιμμένο που δεν ταίριαζε καθόλου ούτε με τα χρόνια της, αλλά ούτε και με τη χαρά της μητρότητας που κανονικά θα έπρεπε να νιώθει. Ένα μικρό κορίτσι, που φαινόταν πως είχε μεγαλώσει απότομα και με φοβισμένο βλέμμα κοίταζε γύρω να δει πού στο καλό βρισκόταν.

 «Ξέρεις αγγλικά;» τη ρωτάει ο Τζονάκος.

«Ναι», απαντάει η κοπέλα.

«Με ποιον είσαι εδώ;»

«Με τον άντρα μου».

«Από πού είστε;»

«Από τη Συρία».

«Πού είναι ο άντρας σου;»

«Μέσα».

Σκέφτεται ο Τζονάκος.

«Μπορείς να του πεις να έρθει εδώ; Θέλω να του πω».

Η κοπέλα απομακρύνεται με το παιδί στην αγκαλιά. Το βάδισμά της είναι κάπως αργό, φανερώνει αδυναμία. Πάει μέσα. Ο Τζονάκος περιμένει. Περνάνε λίγα λεπτά. Η κοπέλα ξανάρχεται. Πίσω αυτή, μπροστά ένας άντρας. Νέος. Αδύνατος και αυτός. Πλησιάζουν τον Τζονάκο. Κάτι λένε μεταξύ τους, στη γλώσσα τους.

«Είπε η γυναίκα μου ότι με θες», λέει ο άντρας στα αγγλικά.

Ο Τζονάκος, τους κοιτάει και τους δύο. Το παιδάκι στην αγκαλιά της μητέρας του μάλλον κοιμάται.

«Τι πράγματα έχετε;» τους ρωτάει μετά.

Η κοπέλα με τον άντρα κοιτάζονται με απορία.

«Τι εννοείς;» λέει ο άντρας.

«Έχετε πράγματα εδώ; Μέσα στο κτήριο;» ρωτάει ο Τζονάκος.

Επικρατεί αμηχανία. Δεν μιλάει κανείς από τους δύο. Δεν έχουν καταλάβει την ερώτηση.

«Πράματα… Αν εννοείς δικά μας πράματα… Μόνο εμείς είμαστε τα πράματα. Η γυναίκα μου, το παιδί μου κι εγώ. Δεν έχουμε άλλα πράματα…»

«Άκου», λέει ο Τζονάκος, «θα πάρεις τη γυναίκα σου και το παιδί και θα ‘ρθετε μαζί μου. Έχω χώρο να σας βάλω. Έχω σόμπα. Θα ζεσταθείτε. Θα κοιμηθείτε στο σπίτι μου. Τροχόσπιτο είναι το σπίτι μου, αλλά υπάρχει μια  κουζίνα μεγάλη. Θα χωρέσουμε. Μόνο εγώ και η γυναίκα μου είμαστε. Θα σας βάλω στην κουζίνα».

Ο νεαρός με την κοπέλα κοιτάζονται.

«Πράματα, έχετε να πάρετε μαζί σας; Ή να φύγουμε;» ξαναλέει ο Τζονάκος.

Οι ξένοι ξανακοιτάζονται απορημένοι.

«Να με περιμένετε εδώ», λέει ο Τζονάκος, χωρίς αυτή τη φορά να περιμένει απάντηση. «Πάω να φέρω έναν φίλο μου που έχει αυτοκίνητο, να σας πάρει. Σε δέκα λεπτά το πολύ, θα έχω επιστρέψει. Να μη σας χάσω, εδώ να είστε».

Έτρεξε γρήγορα στα Ψηλαλώνια με την Yamaha, πήρε τον φίλο του από την ταβέρνα μαζί με το αυτοκίνητό του, μπροστά ο Τζονάκος στο δρόμο, πίσω ο άλλος με το αυτοκίνητο και σε λίγα λεπτά ήσαν στου Λαδόπουλου. Η κοπέλα με τον άντρα ήσαν ακόμα εκεί. Ακίνητοι. Κάτω από το υπόστεγο. Όπως τους είχε αφήσει. Βουβοί. Όταν ο Τζονάκος πλησίασε κοντά τους του λέει ο άντρας χωρίς να ερωτηθεί, «δεν έχουμε πράματα… εμείς είμαστε τα πράματα που έχουμε…» Μπήκαν στο αυτοκίνητο του φίλου, ο Τζονάκος ανέβηκε στην Yamaha και σε λίγα λεπτά έφτασαν στο «Σινέ Αμόρε». Ο φίλος του Τζονάκου άφησε τους ξένους κι έφυγε να επιστρέψει στην ταβέρνα. Τα παιδιά με τον Τζονάκο κατευθύνθηκαν στην κουζίνα. Η Ευδοκία εκείνη τη στιγμή έβαζε φαγητό στο πιατάκι του Μερέλα. Γυρνάει, κοιτάει τον Τζονάκο που μπήκε με τους ξένους, κατάλαβε. Οι ξένοι έδειχναν εξαντλημένοι. Η Ευδοκία τους προσέφερε αμέσως καρέκλες να καθίσουν. Η κοπέλα έσφιγγε στην αγκαλιά της το μωρό. Κοίταζε τον Τζονάκο και την Ευδοκία με αγωνία. Η Ευδοκία χαμογέλασε, για να την κάνει να χαλαρώσει.

 «Πώς σας λένε;», τους ρώτησε στα αγγλικά. «Εμένα, με λένε Ευδοκία και τον άντρα μου Τζονάκο».

«Αχμάντ», λέει ο άντρας. «Τη γυναίκα μου Σέλντα».

«Το έχεις ταΐσει;» λέει η Ευδοκία στη Σέλντα, για το παιδί.

«Θα το θηλάσω αργότερα», απαντάει η κοπέλα.

 

Η μεγάλη ευρύχωρη κουζίνα του «Σινέ Αμόρε» έγινε ο χώρος φιλοξενίας του Αχμάντ, της Σέλντα και του μωρού τους. Το πρώτο βράδυ τα παιδιά από τη Συρία με το μωρό κοιμήθηκαν στο τροχόσπιτο, στο διπλό κρεβάτι. Ο Τζονάκος με την Ευδοκία έστρωσαν χάμω, στην κουζίνα. Την επομένη κιόλας ημέρα ο Τζονάκος πήγε και αγόρασε ένα διπλό κρεβάτι, σκεπάσματα, ρούχα για την κοπέλα, τον άντρα της και το παιδί. Στριμώχτηκαν κάπως τα πράγματα εκεί μέσα, αλλά και πάλι ήταν όμορφα, σαν οικογενειακή κουζίνα έμοιαζε, με κρεβάτι δίπλα στο ψυγείο για τη γιαγιά που την έφεραν από το χωριό μετά τον θάνατο του παππού. Ο καιρός ήταν υγρός και έκανε κρύο. Η σόμπα ήταν συνέχεια αναμμένη. Η κουζίνα έκλεινε με μια ψηλή ξύλινη πόρτα, απομονωνόταν. Είχε παράθυρο που έβλεπε στη θάλασσα. Ώσπου να ξεκινήσουν τη συγκατοίκηση όλοι μαζί, να πούνε πέντε πράματα για τις ζωές τους, να γνωριστούν καλύτερα, να αποκτήσουν οικειότητα, πήγε ο μήνας 23 Μαρτίου, η μέρα που ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση η απαγόρευση της κυκλοφορίας, λόγω κορωνοϊού. Όπως – όπως προσπάθησαν να εξηγήσουν η Ευδοκία με τον Τζονάκο στα παιδιά από τη Συρία τι συνέβαινε και τι σήμαινε καραντίνα, κορωνοϊός, επιδημία. Εκείνα κοίταζαν και άκουγαν βουβά. Η πρώτη «ανάγνωση» που έκανε κανείς στο βλέμμα τους, ήταν θλίψη.

Σε όλο το διάστημα της απαγόρευσης ήσαν όλοι μαζί• Ευδοκία, Τζονάκος, Αχμάντ, Σέλντα, μωρό, Μερέλας. Στην κουζίνα. Μια ομάδα. Με ζεστασιά και αγάπη. Με χαμόγελα. Η Ευδοκία μαγείρευε μακαροτσίνι, όπως έλεγε σαν γνήσια Πατρινιά το κοφτό μακαρονάκι, με ντομάτα και χταπόδι που της έφερνε ο Τζονάκος, ή έφτιαχνε κεφτεδάκια με φρέσκο μακεδονήσι που μοσχοβολούσε – είχε δικό της, έξω, σε γλάστρα, μαζί με τ’ άλλα φιόρα της. Τα πράματα για την Ευδοκία είχαν τη δική τους τοπική ονομασία της Πάτρας και το σεβόταν αυτό. Δεν ήθελε να αλλάξει καμία από τις λέξεις που άκουγε μικρή, γύρω της: ο μαϊντανός, ήταν το μακεδονήσι της, και τα λουλούδια, τα αγαπημένα της φιόρα. Είχε κάνει χιλιάδες χιλιόμετρα από τη μια άκρη της Γης έως την άλλη με τον Τζονάκο, το τροχόσπιτο, και τη Yamaha στις καλές της εποχές, ήξερε άπταιστα τρεις ξένες γλώσσες, διάβαζε ιταλική, αγγλική και γερμανική λογοτεχνία στη γλώσσα των συγγραφέων, είχε επισκεφθεί τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, αλλά στη μνήμη των γονιών της που τους έχασε δέκα τεσσάρων χρονώ κοριτσάκι είχε επιλέξει να χρησιμοποιεί τις λέξεις της τοπικής διαλέκτου που χρησιμοποιούσαν εκείνοι. Έλεγε στον Τζονάκο:

«Τζονάκο, σύρε κλείσε το πορτόνι (την αυλόπορτα), θα βγει το μερελό σκυλί έξω και θα το χάσουμε. Η καψερή (η καημένη) η Σέλντα έρεψε (αδυνάτισε). Να πάρεις μοσχαράκι να φτιάξω κρεατόσουπα, να δυναμώσει, και να μου φέρεις και τσιμπίμπο (λευκή σταφίδα), να ζυμώσω ψωμάκια με κανέλλα για το τσάι. Ο Αχμάντ πρέπει να έχει υπέρταση. Ώρες – ώρες το πρόσωπό του είναι κατακόκκινο. Άμα λήξει η απαγόρευση να τον πάμε σε γιατρό. Θα φτιάξω αλιάδα (σκορδαλιά) μεθαύριο. Το σκόρδο κάνει καλό στην πίεση. Γαλέο έχω. Το Σάββατο, βρέχει δεν βρέχει, θα στείλω μήνυμα να βγω εγώ για ψώνια. Θέλω να πάρω από το μερκάτο (το σούπερ μάρκετ) κάνα δυο τρεις ακόμα ντεμέλες (μαξιλαροθήκες), δεν φτάνουν αυτές που έχουμε, και η μεσάλα (τραπεζομάντηλο) είναι σχισμένη, ο Μερέλας τη δαγκώνει συνέχεια• ό,τι σκουτί (πανί) δει, πάει και το δαγκώνει. Μερελό, τελείως. Έτσι, Τζονάκο; Θυμάσαι, τι σου είπα να φέρεις; Να σε δω, γιατί είσαι έτσι, σαν νυσταγμένος; Νίφτηκες; (έπλυνες το πρόσωπο;) Άντε νίψου, κι άμα νοιώθεις κουρασμένος δεν πειράζει, θα πάω εγώ. Έτσι αγαπημένο μου;».

Απρίλης μήνας, η απαγόρευση της κυκλοφορίας συνεχιζόταν. Η μέρα είχε ήλιο και το πρωί είχαν βγει να καθίσουν στο λιακωτό (μέρος της αυλής ή της ταράτσας που έχει ήλιο). Οι καρέκλες του σινεμά είχαν τραβηχτεί στο πλάι από το φθινόπωρο και ήσαν σκεπασμένες με χοντρό μουσαμά. Το ίδιο και τα τραπεζάκια καφενείου. Λίγο πιο πέρα από το οικόπεδο «ακουγόταν» η θάλασσα• ακόμα και ήσυχη να ήταν «ακουγόταν» με την οσμή του ιωδίου της και την αλμύρα της, που τα έφερνε το αεράκι στην αύρα του. Ο Μερέλας χοροπηδούσε στο οικόπεδο από τη μια άκρη ως την άλλη, δεν είχε ησυχία και, παρόλο που χοροπηδούσε αστεία, ήταν πανέμορφος• ένιωθε ότι τον αγαπούν κι αυτό τον ομόρφαινε…

Αρωματικός καφές στα χέρια τους, σπιτικά ψωμάκια με τσιμπίμπο από την Ευδοκία, το μωρό στην αγκαλιά τής Σέλντα που όλο έσκυβε και το φιλούσε τρυφερά, και τους άρεσε να μιλάνε, να γνωρίζονται, έστω κι αν αυτά που έλεγαν δεν ήσαν πάντα ευχάριστα. Λειτουργούσαν όμως θεραπευτικά, έβγαινε από μέσα τους βάρος.

«Τι έκανες στη Συρία;»

«Έχω σπουδάσει δάσκαλος».

«Τέλειωσες;»

«Ναι, έχω πτυχίο. Δούλεψα σε σχολείο».

«Η Σέλντα;»

«Είναι μικρότερή μου τρία χρόνια. Έχουμε παντρευτεί. Αλλά δεν προλάβαμε να ζήσουμε πολύ στο σπίτι μας. Βομβαρδίστηκε. Φύγαμε έπειτα. Περιπλανηθήκαμε στην Τουρκία. Το παιδί γεννήθηκε την ημέρα που εσείς έχετε Χριστούγεννα, στο εργοστάσιο που ήρθες και μας βρήκες…»

«Η Ελλάδα ήταν ο τελικός προορισμός σας;»

«Όχι, μας είπαν να περιμένουμε την κατάλληλη ευκαιρία και να πάρουμε από το λιμάνι της Πάτρας καράβι για την Ιταλία».

«Γιατί, εκεί;»

«Δεν ξέρω… Όπου και να πάμε, για μας είναι το ίδιο. Θέλουμε κάπου να ζήσουμε, να βρω μια δουλειά, να μπορώ να συντηρώ το παιδί και τη Σέλντα».

«Έχει προβλήματα η Ιταλία, δεν σου λέω τι λένε στις ειδήσεις; Ανεργία κι εκεί, επιδημία κορωνοϊού, θάνατοι. Τα πράγματα αλλάζουν καθημερινά. Κάποτε που λογαριάζατε να πάτε στην Ιταλία η κατάσταση ήταν αλλιώς, ήταν καλύτερη. Τώρα όμως…»

Σιωπή για λίγο.

«Έχετε ζητήσει άσυλο;»

«Όχι…»

«Ζητείστε άσυλο εδώ και μείνετε μαζί μας, δεν θέλετε; Πού θα πάτε μ’ ένα μωρό και μια παγκόσμια επιδημία; Τα σύνορα είναι κλειστά. Και κανείς δεν ξέρει πότε θ’ ανοίξουν».

«Τα σύνορα ήταν πάντα κλειστά για εμάς. Με ή χωρίς επιδημία. Όποιος φεύγει από πόλεμο ή φτώχεια αυτό το ξέρει. Οι πρόσφυγες και οι οικονομικοί μετανάστες δεν είναι αρεστοί στον κόσμο. Αντανακλούν στους άλλους την εικόνα που απεύχονται για τους ίδιους και την οικογένειά τους. Έχω δει στο βλέμμα ανθρώπων που με κοίταξαν αποστροφή. Και ξέρω πως δεν ήταν για μένα. Ήταν ο φόβος για το ενδεχόμενο η δυστυχία να χτυπήσει και τη δική τους πόρτα».

Ξανά σιωπή. Τρώνε ζεστά ψωμάκια βουτηγμένα στον καφέ. Ο Μερέλας χοροπηδάει χαρούμενος. Είναι ένα κουτσό σκυλί που μπορεί και είναι χαρούμενο μ’ ένα λιακωτό, δυο ανθρώπους που το αγαπάνε κι έναν αέρα που μυρίζει θάλασσα. Αυτά, του αρκούν.

«Και τι θα κάνουμε εδώ, αν μείνουμε;»

«Ό,τι θα κάνατε και στην Ιταλία, αν πηγαίνατε. Εκεί, τι θα κάνατε;»

«Δεν θα το μάθουμε ποτέ αυτό…»

 

Ο Μάης ήταν ζεστός. Στις δέκα πέντε αυτού του μήνα άρχισε σιγά- σιγά η άρση των περιοριστικών μέτρων. Δημόσιος και ιδιωτικός τομέας έμπαιναν και πάλι στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Διαφορετική η καθημερινότητα αυτή τη φορά. Άγχος και αγωνία για την οικονομία και τη δημόσια υγεία. Ο Αχμάντ είχε πράγματι υπέρταση. «Ιδιογενής υπέρταση», η διάγνωση του γιατρού που τον εξέτασε. Του έδωσε χάπια κι έκανε εξετάσεις που έδειξαν πως παθολογικά δεν είχε τίποτα. Η Σέλντα ανησυχούσε. Η Ευδοκία την καθησύχαζε, προσπαθούσε να την πείσει ότι όλα θα πάνε καλά• το έλεγε δυνατά, για να το ακούει και η ίδια.

 Το «Σινέ Αμόρε» ετοιμαζόταν για τη θερινή περίοδο – αν τελικά άνοιγε. Ακόμα δεν ήξεραν. Ο Τζονάκος κάποιες μέρες έπαιρνε την παλιά Yamaha και πήγαινε με τον Αχμάντ βόλτες. Τον είχε δει να κλαίει κρυφά. Τον πόνεσε αυτό. Τον θεωρούσε παιδί του. Με την Ευδοκία τα είχαν αγαπήσει πολύ αυτά τα παιδιά. Το μωρό το είχαν σαν εγγόνι τους. Είπε στην Ευδοκία για το σιωπηλό κλάμα του Αχμάντ. Εκείνη βούρκωσε. Αποφάσισαν να τους κάνουν πρόταση να μείνουν μαζί τους. Θα τα κατάφερναν. Είχαν το εισόδημα από το λάδι, είχαν το σινεμά, το ψάρεμα. Μια καλή ιδέα ήταν να έβγαζαν άδεια από την πολεοδομία και να έκαναν επέκταση στην κουζίνα, να έφτιαχναν έναν ακόμα χώρο για το ζευγάρι και το μωρό – αποθήκη σινεμά, θα δηλωνόταν. Αλλά όλα αυτά, από το φθινόπωρο. Τώρα θα έπρεπε να δώσουν το βάρος της προσοχής τους στα οικονομικά, έπρεπε να δουλέψει το σινεμά.

Ιούνιος, Ιούλιος, στην Πάτρα. Τα παιδιά από τη Συρία έδειχναν ότι προσαρμόζονται. Η Σέλντα άφηνε το παιδί στο καροτσάκι, μέσα στην κουζίνα, κι ασχολιόταν με τις παραγγελίες των θεατών. Τεχνίτρα! Έπαιρνε την κεραμική πιατέλα, τη σφούγγιζε με καθαρή πετσέτα κι ας ήταν πλυμένη, τοποθετούσε στο κέντρο αχνιστό γαύρο που μόλις είχε τηγανίσει η Ευδοκία και τον γαρνίριζε με πατάτες τηγανισμένες χωριάτικες, χοντροκομμένες με τη φλούδα, πασπαλισμένες με αρωματική ρίγανη και γίδινο τυρί της Αχαΐας. Σε ξεχωριστό πιάτο έφτιαχνε ντοματοσαλάτα με λεπτές ροδέλες κρεμμυδιού, κάπαρη και πράσινες ελιές από τους ελαιώνες της Ευδοκίας. Έβαζε τα ποτήρια στο δίσκο παγωμένα από το ψυγείο για τις μπύρες και το ούζο, έστρεφε νομοτελειακά το βλέμμα κατ’ αρχάς στην Ευδοκία για να πάρει το ok ότι όλα είναι εντάξει και κατόπιν πήγαινε την παραγγελία. Φορούσε τζιν παντελόνι, σανδάλια, λεπτές χρωματιστές μακρυμάνικες μπλούζες που της αγόραζε η Ευδοκία, και τη θρησκευτική μαντήλα στα μαλλιά της τυλιγμένη γύρω από το λαιμό. Απόλυτα προσαρμοσμένη στα μέτρα για την προστασία από τον Covid 19 μέσα από την μαντήλα φορούσε με στρατιωτική πειθαρχία τη χειρουργική μάσκα. Χαμογελούσε στον κόσμο και εκείνοι διέκριναν το χαμόγελο στα μάτια της. Ανταπέδιδαν.

Ακόμα και αναγκαστικά αλλαγμένο το «Σινέ Αμόρε» για τις ανάγκες των υγειονομικών μέτρων, εξακολουθούσε να είναι το αγαπημένο παραλιακό στέκι των Πατρινών και των κατοίκων των Βραχναίικων. Πήγαιναν εκεί να δουν ταινίες τέχνης, να παραγγείλουν ποικιλία με θαλασσινά και παγωμένη μπύρα, και στα διαλείμματα να ακούσουν μουσική από το ακριβό στερεοφωνικό συγκρότημα του Τζονάκου, που είχε μια πλούσια δισκοθήκη με αυθεντικές ηχογραφήσεις rhythm and blues, soul και classic rock, πολλές με τον Τζόνι Κας και τον Μπι Μπι Κινγκ, από τα ταξίδια του στο Μέμφις της Αμερικής. Οι καρέκλες με τα τραπεζάκια σε απόσταση μεταξύ τους. Οι άνθρωποι, ποτέ. Οι άνθρωποι, ακόμα και με δυο μέτρα απόσταση ανάμεσά τους, ήταν πάντα εκείνη η μεγάλη παρέα με τα προβλήματα, με τα προσωπικά και τα επαγγελματικά αδιέξοδα, αλλά και με τα φωτεινά μάτια, τα γεμάτα αγάπη, που δεν ήθελε να φύγει ακόμα κι όταν τέλειωνε η ταινία. Πολλοί έμεναν στο σινεμά μέχρι αργά και συνέχιζαν το ούζο τους για τη χαρά της συντροφικότητας• με την οθόνη σβηστή, με τα διακοσμητικά φώτα αναμμένα πάνω στα φιόρα της Ευδοκίας, με τις κουβέντες και το γέλιο τους:

«Τζονάκο, πες στη Σύρια να μου φέρει μια μπύρα, διψάω».

«Ευδοκία, ο Σύριος έχει συγγενείς εδώ, στην Ελλάδα; Έχω αδελφή ανύπαντρη. Κάνα προξενιό με Σύριο, έχεις θα της κάνεις; Πέρυσι αρραβωνιάστηκε μ’ έναν  μούργο που της έφαγε χρήματα. Ο Σύριος, μου φαίνεται καλό παιδί. Έχετε άλλον; Πού τον βρήκατε αυτόν; Στου Λαδόπουλου; Να στείλω δηλαδή αύριο την αδελφή μου στου Λαδόπουλου με μακαρόνια;»

«Μερέλα; Άσε κάτω, μαλάκα, το πέδιλό μου!»

«Τζονάκο, βάλε Αρίθα Φράνκλιν και πότε φέρνεις Τορνατόρε, είπες;»

 

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2020. Η μεγάλη αυγουστιάτικη πανσέληνος. Λαμπερή, φωτεινή. Κατάλευκη όπως οι ψυχές που δεν τις μαυρίζει η κακία και η αδιαφορία. Το «Σινέ Αμόρε» έπαιζε το 8½ του Φελίνι. Ο Τζονάκος, από τα ταξίδια που είχε κάνει σε όλο τον κόσμο, είχε αποκτήσει πολλούς φίλους, ήταν επικοινωνιακός και πρόσχαρος άνθρωπος, επικοινωνούσε μαζί τους μέσω Skype• αρκετοί από αυτούς έρχονταν για διακοπές στην Πάτρα τα καλοκαίρια ή τα Χριστούγεννα.  Όταν άνοιξε το θερινό σινεμά, ο φίλος του ο Μπρούνο στη Ρώμη, με τις γνωριμίες που είχε στην παλιά Cinecittà, τον έφερε σε επαφή με κινηματογραφικούς παράγοντες που του παραχωρούσαν ιταλικές ταινίες της επιλογής του. Φέτος με τον κορωνοϊό τού έστειλαν ταινίες με πολύ καλό ενοίκιο, με δεδομένη την κατάσταση με τα αραιωμένα καθίσματα και άρα με τα μειωμένα έσοδα. Αυτή τη βδομάδα είχε αφιέρωμα στον Φελίνι και το βράδυ της πανσελήνου παιζόταν το 8½ .  

Η ατμόσφαιρα στο «Σινέ Αμόρε» έμοιαζε μυσταγωγική• η αλμύρα της θάλασσας στον αέρα, οι μυρωδιές από το γιασεμί, το φως της πανσελήνου, ο ήσυχος Μερέλας κουλουριασμένος δίπλα στο καροτσάκι με το μωρό, οι μαυρόασπρες σκιάσεις στα εκφραστικά πρόσωπα της Σάντρα Μίλο και της Ανούκ Αιμέ, η νύχτα, το αλκοόλ. Οι φωνές του Μαρτσέλο Μαστρογιάννι και της Κλάουντια Καρντινάλε με την τραγουδιστική ιταλική προφορά τους:

«Ήθελα να κάνω μια ταινία που θα μας βοηθούσε να θάψουμε όλα όσα έχουν πεθάνει μέσα μας!»

«Όμως η σύγχυση ήμουν εγώ ο ίδιος…»

«Γιατί δεν ξέρεις ν’ αγαπάς! Γιατί δεν ξέρεις ν’ αγαπάς!»

«Ευτυχία είναι να μπορείς να λες την αλήθεια χωρίς να πληγώνεις κανέναν».

Είχε πάει δύο και η ώρα, όταν έφυγαν οι τελευταίοι θεατές. Η ταινία ήταν μεγάλη και παίχτηκαν δύο παραστάσεις. Σβήσανε τα φώτα στο σινεμά, τη μουσική κι έφεραν τα ποτήρια και τις πιατέλες στην κουζίνα να τα πλύνουν αύριο. Απόψε κανόνισαν να πάνε στη θάλασσα• Ευδοκία, Τζονάκος, Αχμάντ, Σέλντα, το παιδί κοιμισμένο στο καροτσάκι, Μερέλας. Φόρεσαν τα μπανιερά τους (τα μαγιό), έκλεισαν το πορτόνι, πήγαν στην παραλία. Είχαν χαρά. Σαν παιδιά που κανείς δεν μπορεί να αγγίξει την βεβαιότητα που νιώθουν ότι τα μεσάνυχτα ο άγιος θα τους φέρει το δώρο που ζήτησαν. Το νερό ήταν ζεστό, θαυματουργό. Η θάλασσα λαμποκοπούσε, η πανσέληνος είχε τη δύναμη να γλυκαίνει και την πιο βαθιά πίκρα της ψυχής. Άφησαν τα σώματά τους ανάσκελα να επιπλέουν. Με τα μάτια κλειστά. Χωρίς να κολυμπούν. Ο ένας δίπλα στον άλλον. Συγγενείς τώρα πια. Το μωρό κοιμόταν από ώρα. Δίπλα του φύλακας ο Μερέλας. Πιο πέρα τα Βραχναίικα, η Πάτρα. Πιο πέρα το κλειστό εργοστάσιο της Πειραϊκής Πατραϊκής. Πιο κει το κλειστό εργοστάσιο του Λαδόπουλου και της Pirelli. Ο εγκαταλελειμμένος εμπορικός σιδηροδρομικός σταθμός του Αγίου Ανδρέα στην Μαιζώνος, με σκουριασμένες ράγες και άστεγους ανθρώπους δίπλα στις σκουριές. Το λιμάνι της Πάτρας πιο κάτω, τα φώτα της Ιταλίας κάπου απέναντι από το λιμάνι, και εκατοντάδες μάτια προσφύγων να κοιτάνε στο πέλαγο και να ονειρεύονται νταλίκες να τους πάνε στην Ανκόνα, κρυμμένους μέσα σε καρπούζια.

«Τζονάκο, Ευδοκία, λέμε με την Σέλντα να ζητήσουμε άσυλο εδώ…»

Η Ευδοκία είναι ευτυχισμένη. Έρχεται στο νου της μια κουβέντα, παραλλαγμένη, που την κάνει να χαμογελάει: «άμα θέλετε την ευτυχία, να την πάρετε στο σπίτι σας». Ανοίγει τα μάτια και κοιτάει την πανσέληνο. Το ίδιο και ο Τζονάκος. Απλώνει το χέρι του στη θάλασσα, ψάχνει, βρίσκει το δικό της, το σφίγγει. Της μιλάει:

«Ευδοκία, εάν για κάποιους αυτή η ζωή οφείλει να γίνεται καλύτερη είναι για κείνο το μωρό που κοιμάται στην παραλία και που έχει ένα ολόκληρο άγνωστο μέλλον μπροστά του, και για εκείνο το κουτσό σκυλί που οι μισοί το κλωτσάνε και οι άλλοι αδιαφορούν. Συμφωνείς;»

«Συμφωνώ, αγαπημένο μου… Τον Σεπτέμβρη, τι λες να κάνουμε;»

«Τη ζωή, καλύτερη…»

«Συμφωνώ, Τζονάκο…»

 






 

Δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2020 στο φθινοπωρινό τεύχος Νο 63 
του περιοδικού  «δε|κατα» με θέμα: 

«Ραντεβού το Σεπτέμβρη – Το τέλος ενός παράξενου καλοκαιριού».

Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού, ποιητή και συγγραφέα, Ντίνο Σιώτη, 
για τη δημοσίευση.