Powered By Blogger

Translate

18 Οκτωβρίου 2021

Loredana - Διήγημα

Maria Grazia Cucinotta, Italiana αttrice da Messina di Sicilia 



                                                                              Λορεντάνα 

                                                              (ημι) αυτοβιογραφικό διήγημα


Όταν ήμουν στο Μιλάνο για σπουδές κατοικούσα σε μια λαϊκή συνοικία, περίπου σαράντα λεπτά από το κέντρο. Κόρσικο, τη λένε. Οικονομικοί μετανάστες από τον ιταλικό Νότο, εργάτες στη βαριά βιομηχανία της Λομβαρδίας, φοιτητές, έμποροι ναρκωτικών• η ταυτότητα των κατοίκων της.

Η πολυκατοικία εργατικής αρχιτεκτονικής, πολυώροφη και άχρωμη, και συχνά βρώμικη, με αποτσίγαρα στην είσοδο που παρέμεναν εκεί μια βδομάδα. Είχα νοικιάσει ένα διαμέρισμα στο ισόγειο και συγκατοικούσα με δυο Ιταλίδες. Στο διπλανό διαμέρισμα έμενε μια μητέρα από τη Σικελία με τους δύο γιους της. Είχαν έρθει στο Μιλάνο για να βρουν δουλειά τ’ αγόρια. Πατέρας δεν υπήρχε. Και οι τρεις μού θύμιζαν την ταινία «Ο Ρόκκο και τα αδέλφια του», του Λουκίνο Βισκόντι. Η μάνα ήταν σχεδόν ίδια η Κατίνα Παξινού. Έντονες σακούλες κάτω από τα μάτια γεμάτες υγρό, βλέμμα που έβγαζε σπίθες, μαλλιά τραβηγμένα πίσω άβαφα, χείλη σκασμένα από το κρύο. Έδειχνε βράχος. Πατέρας και μάνα μαζί• ότι είχε αναλάβει να πάρει στις ράχες την οικογένεια να τη στηρίξει και το έφερνε σε πέρας με επιτυχία.

Αλλά και τα αγόρια είχαν κάτι από τους ήρωες του Βισκόντι. Σκληρά παιδιά• στη Σικελία έπαιζαν μπάλα σε χωμάτινες αλάνες περιτριγυρισμένες από μακρόστενες άχαρες πολυκατοικίες, οι περισσότεροι κάτοικοι των οποίων είχαν δουλειά μόνο εάν είχαν καλές σχέσεις με την μαφία – περιγραφές από τη μάνα όλα αυτά, όταν αργότερα γνωριστήκαμε. Τα πρόσωπά τους είχαν μια μόνιμη μελαγχολία και κατήφεια, μου έλεγαν καλημέρα χωρίς χαμόγελο και χωρίς να με κοιτάνε, τα ρούχα τους μύριζαν από μακριά τσιγάρο και τα μαλλιά τους ήσαν μαύρα και στιλπνά. Ήταν ο Φιλίππο και ο Σαλβατόρε. Τη μητέρα την έλεγαν Λορεντάνα.

«Σιτσιλιάνα κι εσύ;» μου είχε πει την πρώτη φορά που ειδωθήκαμε στην είσοδο.

«Ελληνίδα», της είχα απαντήσει.

Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Φορούσε μια χοντρή ρόμπα χειμωνιάτικη κι από πάνω μια μακριά ζακέτα και κάτι μαύρα χοντρά παπούτσια. Είχε βγει να πετάξει τα σκουπίδια και επέστρεφε. Εγώ, έφευγα. Ήταν πρωί, πήγαινα στη σχολή.

«Λοιπόν Ελληνίδα», μου είπε μετά, «έχω έτοιμο καφέ. Άμα δεν βιάζεσαι να φύγεις, πάμε στην κουζίνα μου. Εμείς στον Νότο έτσι κάνουμε. Μιλάμε μεταξύ μας και γνωριζόμαστε. Οι Μιλανέζες εδώ με το στανιό μου λένε καλημέρα. Εσύ μου χαμογέλασες και μου άρεσε. Έλα. Ο καφές είναι ζεστός».

Έτσι γνώρισα την Λορεντάνα, τη Σιτσιλιάνα. Δεν βιαζόμουν εκείνη την ημέρα και αποδέχτηκα την πρόσκλησή της. Ήπια αχνιστό εσπρέσο κι έφαγα δυο φέτες ψωμί που το είχε ζυμώσει η ίδια και τυρί πεκορίνο σιτσιλιάνο - ένα τυρί από τη Σικελία από τα πιο παλιά αλλαντικά της Ευρώπης, που η Λορεντάνα το έβρισκε σε μια αλυσίδα σούπερ μάρκετ με προϊόντα ιταλικής γαστρονομίας, στην περιοχή Πόρτα Γκαριμπάλντι. Τα λέγαμε για καμιά ώρα.

«Η μόνη οικογένεια που έχω», μου διηγήθηκε, «είναι οι δύο γιοι μου. Τους γονείς μου τους έχασα όταν ήμουν μικρή. Με πάντρεψε πολύ νέα μια θεία που με είχε αναλάβει μετά τον θάνατο των γονιών μου, αλλά χήρεψα γρήγορα. Ο άντρας μου πέθανε από καρκίνο, τα παιδιά πήγαιναν στο δημοτικό• σφουγγάριζα γραφεία για να μπορώ να τα συντηρώ. Μια αδελφή είχα μόνο. Ήταν πόρνη, δούλευε για έναν μαφιόζο. Μου έδινε και μένα χρήματα. Κάποια στιγμή τής έκανε πρόταση γάμου ένας υπάλληλος τράπεζας, γείτονάς της, ήξερε πως είναι πόρνη αλλά την ερωτεύτηκε και ήθελε να την παντρευτεί και να τη σταματήσει από την πορνεία. Χαρά που κάναμε και οι δύο! ‘Θα αλλάξει η ζωή μου’, μου έλεγε η αδελφούλα μου. ‘Θα σταματήσω την πορνεία και θα είμαι κυρία. Ο υπάλληλος είπε ότι θα βοηθάει και σένα’. Να σε ρωτήσω Ελληνίδα, ξέρεις καμιά πόρνη που να είχε καλό τέλος στη ζωή της; Γιατί εγώ, πάντως, δεν ξέρω• γι’ αυτό σε ρωτάω.

»Μια μέρα ήρθε ξαφνικά στο σπίτι μου η μάνα του υπάλληλου και μου λέει: ‘Πες στην πουτάνα την αδελφή σου να αφήσει ήσυχο τον γιο μου. Σε πουτάνες δεν τον δίνω’. Κι έφυγε. Το είπα στην αδελφή μου, εκείνη στον υπάλληλο, την αγαπούσε όμως εκείνος και δεν έδωσε σημασία στα λόγια της μητέρας του. Κανόνισαν να παντρευτούν. Δέκα μέρες πριν τον γάμο η αδελφή μου πυροβολήθηκε έξω από το σπίτι μου καθώς ερχόταν να με επισκεφθεί. Ένας αλήτης το έκανε, τον είδαν όλοι στη γειτονιά, τον ξέρανε χρόνια. Αλλά δεν μίλησε κανείς στην αστυνομία, από φόβο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κανείς δεν μιλάει, ποτέ. Ένας φουκαράς ήταν, που έκανε θελήματα στη μαφία. Και γω τον ήξερα. Τον πλήρωσε η μάνα του υπάλληλου για να σκοτώσει την αδελφούλα μου. Έστειλε και σε μένα μήνυμα η μάνα: ‘Δεν είδες, δεν ξέρεις τίποτα, δεν υποψιάζεσαι κανέναν. Πρόσεξε. Έχεις παιδιά’.

»Ο γιος της συνέχισε να εργάζεται στην τράπεζα και συμπεριφερόταν σαν να μη συνέβη τίποτα. Δεν τόλμησε να τα βάλει με τη μάνα του. Ούτε συλλυπητήρια δεν ήρθε να μου πει. Ποιος έρωτας, ποια αδελφή μου, ποιος γάμος… Αργότερα, παντρεύτηκε μια συνάδελφό του. Εγώ, μετά από λίγο, πήρα τα παιδιά κι ήρθα στο Μιλάνο. Αυτά, δεν είχαν όρεξη για γράμματα. Μετά το γυμνάσιο μού ξεκαθάρισαν ότι ήθελαν να παρατήσουν το σχολείο. Για σπουδές, ούτε κουβέντα. Κι έτσι, αποφασίσαμε να φύγουμε από τη Σικελία και να έρθουμε στον Βορρά. Ήθελαν και οι δύο να ψάξουν καμιά καλή δουλειά στα εργοστάσια εδώ, στη Λομβαρδία. Όχι ότι βρήκαν. Χαμάληδες είναι, στην αγορά κρεάτων. Κουβαλάνε σφαγμένα ζώα από τους εμπόρους και τα πηγαίνουν στα καταστήματα. Ο μεγάλος, τώρα τελευταία, νομίζω πως κάπου έχει μπλέξει και δεν μου λέει. Φοράει μια χοντρή χρυσή καδένα στο λαιμό. Άμα κουβαλάς κρέατα στην πλάτη δεν έχεις λεφτά για χρυσές καδένες. Από την άλλη, αν ήθελε παρτίδες με μαφιόζους δεν ήταν ανάγκη να ξεσηκωθούμε από το σπίτι μας, καθόμασταν και στη Σικελία. Έχουμε μία από τις καλύτερες μαφίες του κόσμου. Κόζα Νόστρα, τη λένε. Ακουστά θα την έχεις. Τον φοβάμαι τον μεγάλο, Ελληνίδα. Πώς είπες ότι σε λένε;»

«Βικτώρια».

Σκέφτηκε λίγο.

«Βιττόρια, θα σε λέω», είπε μετά. «Το Βικτώρια το λένε οι Άγγλοι. Εγώ είμαι Σιτσιλιάνα».

 

Το Μιλάνο με γοήτευε μέσα στην ομίχλη του. Απόμακρο και ονειρικό μαζί. Σαν περιτύλιγμα πακέτου που σου κρύβει την κούκλα που έχει μέσα. Όλο τον χειμώνα το Ντουόμο έμοιαζε στα μάτια μου σαν μια μυστηριώδης εικαστική εγκατάσταση με τεράστιο όγκο, ανερμήνευτη για τους μη μυημένους στην τέχνη. Λίγο πιο κει, στην πλατεία της Σκάλας του Μιλάνου, το άγαλμα του Λεονάρντο ντα Βίντσι με τους τέσσερις μαθητές του ξεπρόβαλε αμυδρά μέσα από την ομίχλη σαν Δάσκαλος που υπάρχει εκεί από αιώνες για να σου διδάσκει τον τρόπο να βλέπεις το φως της ύπαρξης μέσα στις σκιές της άγνοιας. Με γοήτευαν ακόμα και τα τραμ που τα άκουγα να έρχονται από μακριά αόρατα, να περνάνε από μπροστά μου και μόλις τότε να διακρίνω τα υπέροχα ζωηρά χρώματά τους, εκείνο το πορτοκαλί και το φωτεινό πράσινο, κι έπειτα να τα βλέπω να απομακρύνονται, να συνεχίζω να τα κοιτάζω και εκείνα να χάνονται ξανά στο βάθος, σαν φωτεινό τρενάκι σε λούνα παρκ που κινείται μέσα σ’ ένα μυστηριώδες σύννεφο και κάνει τα παιδιά να το κοιτάζουν μαγεμένα.

Με τους γιους της Λορεντάνα εξακολουθούσα να μην έχω πολλά-πολλά. Με απέφευγαν. Ουσιαστικά, είχα παρατηρήσει πως ήσαν απόμακροι με όλο τον κόσμο. Δύσκολα χαιρετούσαν συγκάτοικο στην πολυκατοικία, δύσκολα σήκωναν τα μάτια από κάτω.

Απέναντι από την πολυκατοικία μας ήταν ένα μπαρ από αυτά στην Ιταλία που σερβίρουν καφέ, αλκοόλ, πωλούν τσιγάρα, έχουν και κάνα δυο στρογγυλά τραπέζια για χαρτιά, ένα φλίπερ στη γωνία και συγχρόνως είναι και πρακτορεία Totocalcio, του αντίστοιχου δικού μας ΠΡΟ-ΠΟ. Bar Tabacchi, λέγονται. Με τα χρόνια βέβαια αυτά τα μπαρ διαφοροποιήθηκαν, αλλά τουλάχιστον εκείνα τα χρόνια που ήμουν στο Μιλάνο ήταν χώροι που λειτουργούσαν ως σαββατιάτικη έξοδος των φοιτητών και των εργαζομένων. Πήγαιναν εκεί και έπιναν έναν καφέ, ένα αμαρέτο, έπαιζαν φλίπερ, αγόραζαν τα τσιγάρα τους, κάθονταν και παρακολουθούσαν αυτούς που έπαιζαν χαρτιά, έβαζαν ένα τραγούδι στο τζουκ μποξ, Μίλβα ή Αντριάνο Τσελεντάνο, και περνούσε το σαββατόβραδο χωρίς ιδιαίτερα έξοδα και χωρίς να έχουν μείνει στο σπίτι. Αλλιώς, η διασκέδαση στο Μιλάνο ήταν πάντα ακριβή υπόθεση. Η Λορεντάνα πήγαινε συχνά εκεί. Με κάλεσε και μένα κάποια στιγμή, να πάμε παρέα. «Έλα να πιούμε grappa», μου είπε.

Πήγαμε το Σάββατο το βραδάκι στο μπαρ αλλά δεν ήπια grappa γιατί την έβρισκα πολύ δυνατή, κάτι σαν το τσίπουρο το δικό μας, το σπιτικό, των χωριών, που το βάζεις σε τασάκι, πετάς αναμμένο σπίρτο πάνω του και πιάνει φωτιά. Μου άρεσε από πάντα το λευκό μαρτίνι με πάγο. Η Λορεντάνα στο μπαρ, από φιγούρα της ταινίας «Ο Ρόκκο και τ’ αδέλφια του» που ήταν στην καθημερινότητά της, ερχόταν βαμμένη και στολισμένη σαν φιγούρα του Φελλίνι στην ταινία La Strada• μια Τζουλιέτα Μασίνα με έντονες βλεφαρίδες και κατακόκκινο κραγιόν που της λέρωνε τα δόντια. Της άρεσε να βάφει τα μάτια της με έντονη γαλάζια σκιά και να φοράει φανταχτερά σκουλαρίκια από το παζάρι. Οι μπλούζες της ήταν πάντα κάνα δυο νούμερα μικρότερες, με το ζόρι κάλυπταν το στήθος της και στους ώμους έριχνε πρόχειρα μια ροζ συνθετική γούνα που την έβγαζε αμέσως μόλις καθόμασταν. Παρατηρούσα με τρόπο τα χέρια της. Είχε δάχτυλα παραδουλεύτρας, κόκκινα και χοντρά, και νύχια κίτρινα από τους μύκητες. Φαινόταν ότι δούλευε από μικρή στο σφουγγάρισμα. Την αγαπούσα τη Λορεντάνα, μου ασκούσαν μια παράξενη γοητεία τα συμβάντα της ζωής της, πάνω από όλα όμως με γοήτευε η εγκαρδιότητα και η φιλοξενία του χαρακτήρα της. Έπινε τρεις γκράπες και γω δύο μαρτίνι. Μετά την πρώτη grappa σηκωνόταν με το κέρμα στο χέρι και πήγαινε στο τζουκ μποξ. Είχε ακούσει το 1966 στο ραδιόφωνο το Φεστιβάλ τού σαν Ρέμο και είχε λατρέψει το τραγούδι που ερμήνευσε η Κατερίνα Καζέλλι, το ‘nessuno mi può giudicare’ – κανείς δεν μπορεί να με κρίνει. Το έβαζε δυο τρεις φορές και το άκουγε, μέχρι που το συνήθισα και το αγάπησα κι εγώ.

«Κάναν Ιταλό, αγάπησες Βιττόρια;» με ρώταγε με το τσιγάρο στο στόμα – MS κάπνιζε.

«Συμπάθησα, Λορεντάνα, για την ακρίβεια. Δεν αγάπησα ακριβώς…», της απαντούσα. «Συμπάθησα. Γιατί, η αγάπη, είναι μεγάλη κουβέντα».

«Και πού είναι; Μένετε μαζί; Δεν τον έχω δει».

«Αφού ξέρεις, συγκατοικώ με δύο φοιτήτριες».

«Και ο Ιταλός;»

«Απ’ όσο ξέρω, τώρα πρέπει να είναι στη Γαλλία».

«Έχετε χωρίσει;»

«Έχω μια παραξενιά, Λορεντάνα, δεν μπορώ να έχω σχέση με παντρεμένο. Δεν θέλω να είμαι η δεύτερη στη ζωή ενός άντρα. Πες το ιδιοτροπία, δεν ξέρω.. Θα ‘ρθουν Χριστούγεννα, θα ‘ρθουν γιορτές, ο παντρεμένος αναγκαστικά θα μείνει με την οικογένειά του και η ερωμένη  θα μείνει μόνη. Δεν είναι για μένα αυτά τα πράγματα. Εγώ θέλω τα Χριστούγεννα ο αγαπημένος μου να μου φέρει Αλεξανδρινό και το βράδυ να κοιμηθεί μαζί μου. Έτσι καταλαβαίνω τα Χριστούγεννα. Αλλιώς, να με αφήσει στην ησυχία μου. Δεν μπορώ τα πέρα – δώθε.

»Ο Ιταλός που σου λέω ήταν παντρεμένος και μου το έκρυβε. Δεν είχα ιδέα, δεν είχα καταλάβει τίποτα. Δεν είμαι καχύποπτη, άμα μου πεις κάτι το πιστεύω, δεν έχω λόγο να σε αμφισβητήσω. Ένα πρωί μού χτυπάει την πόρτα μια κοπελίτσα. Την είδα και νόμισα ότι ήταν κάποια συγκάτοικος από την πολυκατοικία που κάτι ήθελε. ‘Είμαι η γυναίκα του’, μου είπε δειλά και κοκκίνισε. ‘Ποιανού;’ τη ρώτησα απορημένη. Δεν μου μίλαγε, με κοίταζε έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Πιο πολύ διαισθητικά κατάλαβα ποια ήταν. Πρώτα ένιωσα σοκ και μετά άρχισα να το λυπάμαι αφάνταστα εκείνο το μαζεμένο κοριτσάκι που στεκόταν αμήχανο μπροστά μου. Ήταν είκοσι πέντε χρονώ τότε, αλλά ήταν λεπτούλα κι έδειχνε μικρότερη. Ο άλλος είχε κλείσει τα τριάντα έξι. Της είπα να περάσει μέσα και πήγαμε στην κουζίνα. Ήμουν μόνη. Οι συγκάτοικοί μου είχαν φύγει για τις σχολές τους, το μεσημέρι είχα κι εγώ μάθημα και θα έφευγα. Η κοπελίτσα έτρεμε. Της προσέφερα καφέ και μιλήσαμε. ‘Πήρε προίκα δύο ακριβά διαμερίσματα κοντά στην Πόρτα Νουόβα’, άρχισε να μου λέει όταν ένιωσε πιο άνετα, ‘όλες τις καταθέσεις μου στην τράπεζα και έξι μήνες μετά τον γάμο πούλησε ένα βενετσιάνικο σκρίνιο της γιαγιάς μου με τεράστια καλλιτεχνική αξία. Τον αγαπάω όμως πολύ και δεν μπορώ να του χαλάω το χατίρι, ό,τι και να μου ζητάει. Έμεινα έγκυος ένα χρόνο μετά τον γάμο και απέβαλα. Μέχρι τώρα δεν μπόρεσα να ξαναμείνω έγκυος. Δεν με πειράζει να πηγαίνει με άλλες… Με πειράζει να με παρατήσει. Έχω εξάρτηση από αυτόν. Μη μου το κάνεις σε παρακαλώ αυτό, μην τον αφήσεις να φύγει από μένα και να έρθει σε σένα. Του αρέσεις, το έχω καταλάβει… Για να έρθω να σε βρω, σημαίνει πως φοβάμαι. Έχω ξαναβρεθεί σε αυτή τη θέση. Κάθε φορά με καθησυχάζει ότι είναι μια περιπέτεια χωρίς σημασία κι ότι δεν θα ξανασυμβεί, αλλά σε λίγο καιρό ξανασυμβαίνει…’»

Η Λορεντάνα έπινε την grappa και με άκουγε.

«Λορεντάνα, τον Ιταλό μέσα μου τον χώρισα εκείνη τη στιγμή που έβλεπα τη γυναίκα του να τρέμει μπροστά στα μάτια μου από φόβο μήπως τον χάσει και την άκουγα να με παρακαλάει να μην της τον πάρω. Πάγωσα μαζί του. Έχω μια παράξενη άμυνα στα συναισθηματικά μου. Άμα με πληγώσει κάποιος κατεβάζω αμέσως ρολά. Ακαριαία. Όσο πρόλαβε να με χτυπήσει, να με πονέσει, πρόλαβε. Τα επόμενα χτυπήματά του βρίσκουν σίδερο. Εκείνο που με πλήγωσε περισσότερο σε αυτόν ήταν η ατάκα που είπε στη γυναίκα του για μένα, ότι ήμουν μια περιπέτεια χωρίς σημασία. Σε εμένα έλεγε άλλα, ότι ονειρευόταν κάποτε να ζήσουμε μαζί σ’ ένα νησί του Αιγαίου και με έπειθε ότι έκανε σχέδια για μας. Παραμυθιαζόμουν, το παραδέχομαι, με κολάκευε να με θεωρεί κομμάτι της ζωής του ένας όμορφος Ιταλός με Alfa Romeo.

»Την κοπελίτσα την έχρισα αμέσως αδελφή μου. Ένιωσα συγγενής μαζί της. Κι εγώ στη θέση της με τον ίδιο ακριβώς τρόπο θα αντιδρούσα. Είχαμε το ίδιο DNA. Τη συμπόνεσα, όπως θα συμπονούσα τη μάνα μου αν την έβλεπα να πονάει. Δέθηκα μαζί της. Της είπα ότι μπορεί να με θεωρεί φίλη της, να έρχεται στο σπίτι μου όποτε θέλει και να μιλάμε• τη διαβεβαίωσα ότι από μένα δεν κινδύνευε να χαλάσει ο γάμος της, δεν αισθανόμουν τίποτα το σοβαρό για τον άντρα της, δεν τον είχα ερωτευτεί, απλώς μια ερωτική συντροφιά ήταν, τίποτα πάρα πάνω και πως έπαψα να τον θέλω από τη στιγμή που έμαθα πως είναι παντρεμένος. Με πίστεψε, το ξέρω. Τα μάτια της έλαμψαν. Κανονίσαμε να ξαναβρεθούμε την Κυριακή, να πάμε σινεμά και μετά για φαγητό. Εκείνο το διάστημα γινόταν ένα εβδομαδιαίο αφιέρωμα στον Μικελάντζελο Αντονιόνι που άρεσε και στις δυο μας. Είδαμε το ‘Επάγγελμα Ρεπόρτερ’. Μετά την ταινία ήθελε να μου δείξει τη συνοικία Brera, το ‘Σόχο του Μιλάνου’, όπως μου είπε ότι την αποκαλούν, λόγω των γκαλερί και γενικά της μποέμ ατμόσφαιρας που αποπνέει, και πήγαμε εκεί για βόλτα. Περάσαμε πολύ ωραία, περπατούσαμε για ώρα στα λιθόστρωτα σοκάκια. Φάγαμε χειροποίητα ζυμαρικά και ήπιαμε κόκκινο κρασί σε μια τραττορία που έμοιαζε με σκηνικό ταινίας του ιταλικού νεορεαλισμού.

»Ήταν πολύ συμπαθητικό κορίτσι και συνεσταλμένο. Θα πρέπει να έκανε τεράστια υπέρβαση για να μπορέσει να έρθει να με βρει και να μου πει αυτά που μου είπε. Γι’ αυτό την εκτίμησα τόσο. Για κάποιο διάστημα κάναμε αρκετή παρέα. Έδειχνε πως με ένιωθε κι αυτή σαν αδελφή της. Μου μίλαγε για τον άντρα της, ότι τελευταία είχε γνωρίσει μια Γαλλίδα τουρίστρια κι έβγαινε συνέχεια μαζί της. ‘Μα, πώς μπορείς και το ανέχεσαι…’, τη ρωτούσα. ‘Είμαι ερωτευμένη, τον θέλω’, μου απαντούσε αυθόρμητα. Εγώ σε εκείνον είχα αφήσει ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή της δουλειάς του αμέσως μόλις έφυγε η γυναίκα του το πρωί που ήρθε στο σπίτι μου, ότι δεν θέλω να τον ξαναδώ, έτσι ξερά, χωρίς να εξηγώ το γιατί. Ήμουν απόλυτη και κάθετη. Δεν ξέρω τι σκέφτηκε ή αν του είπε κάτι η γυναίκα του, πάντως από τότε δεν ξαναεποικώνησε μαζί μου, ούτε η κοπέλα μού ξαναέκανε συζήτηση πάνω σε αυτό.

»Το καλοκαίρι επέστρεψα στην Αθήνα και το Φθινόπωρο που ξανάρθα στο Μιλάνο το κορίτσι είχε χαθεί. Περίμενα, ξαναπερίμενα να έρθει στο σπίτι, τίποτα. Τηλεφώνησα στο σπίτι τους, πρωί, ήξερα πως ο άλλος θα ήταν στη δουλειά. Δεν απάντησε κανείς. Άφησα να περάσουν λίγες μέρες και ξανατηλεφώνησα. Απάντησε μια άγνωστη κυρία. Το σπίτι είχε πουληθεί, μου είπε, και τώρα το είχε αυτή η κυρία. Της είπα ότι γνώριζα την κοπέλα που έμενε πριν εκεί και ήθελα να μάθω νέα της. Ήταν λιγομίλητη, λογικό ήταν, μιλούσε με μια άγνωστη. Μου είπε λίγα πράματα, ότι το ζευγάρι είχε χωρίσει, ότι ο άντρας είχε μετακομίσει στη Γαλλία και ότι η σύζυγός του μετά την πώληση του σπιτιού επέστρεψε στο πατρικό της, σε μια αγροικία κάτω από τις Άλπεις, στα σύνορα με την Ελβετία, όπως είχε μάθει. Δεν ήξερα το τηλέφωνο στο πατρικό της κοπέλας, ούτε εκείνη επικοινώνησε ξανά μαζί μου. Ακόμα όμως τη θεωρώ αδελφή μου, Λορεντάνα, και κατανοώ απόλυτα την ανάγκη της να θέλει να πάει να ζήσει στο βουνό. Θέλω πάντα να είναι καλά και δεν σου κρύβω ότι, υπάρχουν μέρες που, όταν ακούω κουδούνι λέω, ‘λες να ήρθε η αδελφή μου από τις Άλπεις;’ και τρέχω με λαχτάρα να ανοίξω την πόρτα…»

 

Κάπως έτσι περνούσαν τα Σάββατα στο Μιλάνο, γεμάτα ομίχλη, κρύο, και φιλική συντροφιά με τη σιτσιλιάνικη φωνή της Λορεντάνα στο μπαράκι. Αρκετά μεσημέρια της Κυριακής με καλούσε στο σπίτι της και μαγείρευε τοπικά φαγητά της Σικελίας που τα λάτρευα. «Έλα, Ελληνίδα, να σε μάθω να φτιάχνεις αραντσίνι», μου έλεγε, «να τα μαγειρεύεις στον αγαπημένο σου, να τον ξελογιάζεις». Τα αραντσίνι στα ελληνικά μεταφράζονται ως μικρά πορτοκαλάκια λόγω του σχήματος και του χρώματός τους, αν και η Λορεντάνα τα έφτιαχνε σε σχήμα κώνου, σαν αχλαδάκια. Μου είχε εξηγήσει πως πρόκειται για ένα πανάρχαιο φαγητό με καταγωγή από την Αραβία, όταν ακόμα η Σικελία ήταν υπό την κατοχή της. Πρόκειται για μικρές μπαλίτσες από ριζότο αρωματισμένο με σαφράν γεμισμένες με μοτσαρέλα και σάλτσα ντομάτας, ή άλλες φορές με ραγού και μπιζέλια, και τηγανισμένες στο τηγάνι αφού πρώτα περαστούν σε χτυπημένο αυγό και ψίχουλα ψωμιού. Της είχα πει ότι, ήμουν σίγουρη ότι πιο νόστιμα αραντσίνι δεν θα τύχει να ξαναφάω ποτέ στη ζωή μου και το εννοούσα. Και μετά μου προσέφερε τραγανά κανόλι για επιδόρπιο, ένα επίσης κλασικό σιτσιλιάνικο γλύκισμα, που είναι «σωληνάκια» από μπισκότο γεμισμένα με ricotta, το γλυκό λευκό τυρί των Ιταλών, και πασπαλισμένα με ζάχαρη άχνη. Εγώ της έφτιαξα κάποτε ένα κερκυραϊκό φαγητό, παστιτσάδα με κόκορα με χοντρά τρυπητά μακαρόνια και σημείωσε τη συνταγή να τη φτιάχνει στα παιδιά, της άρεσε πολύ. 

Στον τελευταίο χρόνο της σχολής έφυγα από το Κόρσικο και μετακόμισα κοντά στη σχολή γιατί είχα να ετοιμάσω την πτυχιακή μου εργασία κι έπρεπε να βρίσκομαι σχεδόν καθημερινά στη βιβλιοθήκη του Πολυτεχνείου. Την Λορεντάνα την ξαναείδα μετά από μήνες, λίγο πριν δώσω εξετάσεις το καλοκαίρι. Πήγα ένα Σάββατο βράδυ και της χτύπησα το κουδούνι• δεν απάντησε και κατάλαβα ότι θα ήταν απέναντι, στο μπαράκι. Πήγα στο μπαρ και πράγματι ήταν εκεί. Το τι χαρά έκανε που με είδε! Της ξέφυγαν κάτι σιτσιλιάνικες λέξεις που ούτε που τις κατάλαβα. Ήταν όπως την ήξερα τα σαββατόβραδα: βαμμένη σαν να παίζει σε  ταινία του Φελλίνι, εφαρμοστό χρωματιστό φουστάνι, λουστρινένιες γόβες, βραχιόλια και σκουλαρίκια ψεύτικα, τα χέρια της φουσκωμένα από τα νερά και πάντα τα νύχια της κίτρινα από τους μύκητες. Ένα λεπτό ολόκληρο αγκαλιασμένες ήμασταν. Την αγαπούσα τόσο πολύ! Μου παρήγγειλε μαρτίνι και αφού πρώτα ρώτησε για μένα αν είχα προετοιμαστεί για το πτυχίο κι αν είμαι καλά εκεί που μένω, άρχισε να μου λέει τα δικά της: 

«Βιττόρια, έχω αγαπημένο! Το πιστεύεις; Να, κοίτα;» και μου κάνει νόημα με τα μάτια να κοιτάξω στο φλίπερ. Γυρνάω προς το φλίπερ, κοιτάω, ήταν κάποιος και έπαιζε, αλλά τον είχα πλάτη. Δεν τον έβλεπα στο πρόσωπο.

«Αγάπησα, Βιττόρια! Πρώτη φορά στη ζωή μου! Άκουγα κι εγώ τόσο καιρό να μιλάνε για τον έρωτα και νόμιζα ότι είναι αυτό που κάνεις με τον άντρα σου από υποχρέωση που είναι άντρας σου. Αλλά όταν αγαπάς, είναι διαφορετικά, χτυπάει αλλιώς η καρδιά σου. Μ’ αγαπάει και εκείνος, το νοιώθω. Είναι ανύπαντρος. Είχε ένα εργατικό ατύχημα στο εργοστάσιο που δούλευε νεαρός, του κόπηκε το αριστερό πόδι από το γόνατο και κάτω. Του έχουν βάλει ψεύτικο. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι το πρόβλημα αυτό ήταν ανασταλτικός παράγοντας στο να κάνει σοβαρή σχέση με γυναίκα. Απέφευγε να φλερτάρει, μου είπε, ντρεπόταν να πλησιάζει τα κορίτσια γιατί φοβόταν ότι θα τον απέρριπταν και μόνο κάτι ευκαιριακές γνωριμίες έχει κάνει. Έμεινε για χρόνια μόνος. Εμένα δεν με νοιάζει καθόλου αυτό. Είναι ο άνθρωπός μου. Είναι καλός. Του έχουν δώσει αναπηρική σύνταξη, αλλά μετά το ατύχημα, για να μη μένει άπραγος, γράφτηκε σε ωδείο κι άρχισε να κάνει μαθήματα βιολοντσέλου. Αγαπάει πολύ τη μουσική και τώρα είναι μέλος σε ορχήστρα εδώ, στο Μιλάνο. Στην αρχή δείλιαζε να με πλησιάσει, μου είπε. Γείτονάς μας είναι Βιττόρια, εδώ στο Κόρσικο μένει, κι ένα Σάββατο που βρέθηκε στο μπαράκι με είδε. Εσύ είχες φύγει, τα παιδιά είχαν βγει με τις παρέες τους, είχα πάει μόνη. Του άρεσα από την πρώτη στιγμή που με είδε, μου εξομολογήθηκε αργότερα, αλλά τον έπιασε ο συνηθισμένος του φόβος ότι σε μένα μπορεί να μην αρέσει και σηκώθηκε κι έφυγε. Ξανάρθε όμως το άλλο Σάββατο με την ελπίδα να με ξαναδεί. Είχα πάει, ευτυχώς και με τον τρόπο του τράβηξε την προσοχή μου. Παρατήρησα κάποια στιγμή κάποιον να με κοιτάει και να κοκκινίζει… Τι να σου πω βρε Ελληνίδα, πολλές φορές είναι τυχερά αυτά τα πράγματα – το λέτε εσείς αυτό στην Ελλάδα; Εμείς στη Σικελία το λέμε.

»Άσε που κι εγώ, αμήχανη ήμουν, σχεδόν φοβισμένη. Εκτός από σφουγγαρίσματα και μαγειρέματα, δεν ξέρω να κάνω τίποτ’ άλλο• δεν έχω ιδέα τι είναι το φλερτ, δεν έχω πάει σε πάρτι, δεν έχω πάει εκδρομές με φίλες, δεν πρόλαβα καλά καλά να κάνω φίλες. Βρέθηκα μικρή σε εκκλησία να παντρεύομαι κάποιον που τον είχα ξαναδεί μια φορά την ημέρα του προξενιού κι άλλη μία όταν με πήγε μια βόλτα να με κεράσει παγωτό, συνοδεία με τη μητέρα του. Μετά χήρεψα, μετά πείνασα κι έπρεπε να δουλέψω για τα παιδιά μου, μετά πήρα τα παιδιά και μετανάστευσα στον Βορρά. Και μια μέρα βλέπω κάποιον να με κοιτάει και να κοκκινίζει κι αισθάνθηκα άλλος άνθρωπος. Ερωτεύτηκα, αγάπησα σ’ αυτή την ηλικία, με παιδιά της παντρειάς, εγώ με τα πρησμένα χέρια και τα παραπανήσια κιλά. Ενρίκο, τον λένε. Είμαστε συνομήλικοι.

» Μιλάω πολύ, Ελληνίδα; Από χαρά το κάνω, μη με παρεξηγείς. Η αλήθεια είναι ότι σε σκεφτόμουν, ήθελα να είχα κάποιον κοντά μου να του μιλήσω, μια φίλη, μου ‘λειψες. Πεθύμησα να ερχόσουν σπίτι, να φτιάχναμε αραντσίνι, να πίναμε κρασί και να σου έλεγα για τον Ενρίκο. Ζήτησε να με παντρευτεί. Και τα παλιόπαιδά μου μ’ έχουν εγκαταλείψει. Δεν έχω έναν άνθρωπο να με πάει στην εκκλησία. Ο μεγάλος, όπως το φοβόμουν, έχει μπλέξει με τη μαφία. Δηλαδή, δεν μου το λέει καθαρά, αλλά στη ηλικία του να έχει πάντα γεμάτο πορτοφόλι χωρίς να εξηγεί τι δουλειά κάνει, τι άλλο να συμβαίνει. Εξαφανίζεται από το σπίτι για μέρες, έρχεται μετά με ακριβό αμάξι, μου δίνει λεφτά και εξαφανίζεται πάλι. Τον ρωτάω πού τα βρίσκει τα λεφτά και μου απαντάει: ‘Δεν κάνει να ξέρεις, γιατί έχεις πίεση’ και φεύγει. Του λέω ότι θέλω να ξαναπαντρευτώ, ότι τον χρειάζομαι να με συνοδέψει στην εκκλησία κι έχει έτοιμη την απάντηση: ‘Να σε πάει ο μικρός’.

»Ο μικρός, ευτυχώς, δεν έχει μπλέξει με δαύτους. Μετακόμισε στη Μόντσα, βρήκε μια καλή δουλειά σε μια βιομηχανία υφαντών, έχει πολλές τέτοιες βιομηχανίες η Μόντσα. Έχει δεσμό με μια κοπέλα από εκεί, κι όταν του λέω ‘έλα να πας τη μάνα σου στην εκκλησία’, γελάει. ‘Εδώ, δεν σκέφτομαι τον γάμο εγώ, το παιδί σου, και τον σκέφτεσαι εσύ, η μάνα μου;’ ‘Μα, αγαπάω’, του λέω. ‘Μην μας πιστεύεις εμάς τους άντρες, μάνα’, μου απαντάει με χαμόγελο. ‘Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες’. Ελληνίδα, δεν μου λες, έρχεσαι να με πας εσύ στην εκκλησία; Κανονικά. Με νυφικό εγώ, με τα καλά σου εσύ. Κάνε μου τη χάρη, Βιττόρια. Θα χαρεί και ο Ενρίκο. Ούτε αυτός έχει οικογένεια. Αλλιώς, αν δεν βρούμε κάποιον, έχει σκεφτεί να βάλει αγγελία στο ωδείο, ότι ζητείται άντρας με κοστούμι να συνοδέψει νύφη στην εκκλησία…»

Την ημέρα που έδινα εξετάσεις για το πτυχίο μού έκαναν παρέα η Λορεντάνα και ο Ενρίκο. Μετά πήγαμε σε τραττορία, φάγαμε ραβιόλι με θαλασσινά και ήπιαμε λευκό κρασί. Σε μια βδομάδα παντρεύτηκαν. Έβαλα τα καλά μου και συνόδεψα τη Λορεντάνα στην εκκλησία των Αγίων Πέτρου και Παύλου, στο Κόρσικο. Πιο δακρυσμένη νύφη δεν νομίζω να ξαναδώ. Ήρθαν και οι δύο γιοι της και μετά τον γάμο έφυγαν αμέσως. Ο μαφιόζος ήρθε μ’ ένα πανάκριβο αυτοκίνητο και μια Ρωσίδα. Έδωσε στη μάνα του μια επιταγή με αρκετά χρήματα. Ο μικρός πέρασε από το σπίτι και της άφησε υφάσματα από τη βιομηχανία που δούλευε.

Έφυγα σε λίγες ημέρες και επέστρεψα στην Ελλάδα. Με τη Λορεντάνα και τον άντρα της είμαστε κοντά χάρη στην τεχνολογία. Τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα θα μιλήσουμε και θα ειδωθούμε μέσω skype. Την βλέπω χαμογελαστή στην κουζίνα με τη χοντρή χειμωνιάτικη ρόμπα και τα χέρια της πασαλειμμένα με ρύζι να πλάθει αραντσίνι. Πίσω στο τραπέζι βλέπω τον Ενρίκο με το βιολοντσέλο. Η Λορεντάνα μού είπε ότι ο Ενρίκο δεν την αφήνει ποτέ μόνη στην κουζίνα, φέρνει το βιολοντσέλο και της παίζει μελωδίες όσο εκείνη μαγειρεύει. Τους αγαπώ. Είναι συγγενείς μου. Είναι οικογένειά μου. Μιλάμε, γελάμε, σιωπούμε αρκετές φορές μπροστά στην ανοιχτή οθόνη, κάνουμε σχέδια να βρεθούμε το καλοκαίρι στην Ελλάδα ή στην Ιταλία.

«Τελικά, βρήκες αγαπημένο ή να σου προξενέψω κανέναν από την πατρίδα μου;» μου λέει με τα ρύζια στα χέρια. Συγχρόνως, ακούω το βιολοντσέλο του Ενρίκο και βλέπω το χαμόγελό του.

«Όταν τον βρω, θα ανοίξεις το skype και θα τον δεις στην κουζίνα μαζί με εμένα, όπως βλέπω εγώ εσένα με τον Ενρίκο…»

«Τελικά, Ελληνίδα, εμείς οι δύο μοιάζουμε σε πολλά. Έχουμε μετατρέψει την κουζίνα μας σε δωμάτιο για τον αγαπημένο μας. Χθες έφερα και λουλούδια κι έβαλα, να ομορφύνω το χώρο, κοίτα;» Και μου δείχνει τα βασιλικά της, τη ρίγανη και το θυμάρι που έχει φυτέψει σε γλάστρες.

Κοιτάω τον Ενρίκο. Έχει μια γλυκιά και ήσυχη έκφραση στο πρόσωπό του, μια έκδηλη ευτυχία πάνω του. Παίζει βιολοντσέλο σαν να μη βρίσκεται σε κουζίνα αλλά σε μια πολυτελή αίθουσα μουσικής. Δίπλα του είναι το παράθυρο με το κουρτινάκι τραβηγμένο και διακρίνω αμυδρά τη γνωστή γειτονιά του Κόρσικο, μέσα σε εκείνη τη γνώριμη ομίχλη του Μιλάνου.

Λορεντάνα. Η μακρινή, η τόσο κοντινή, αγαπημένη μου φίλη…






                                                                          
Δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2021                                                                                                                          στο τεύχος Νο 67  του περιοδικού  

          «δε|κατα» με θέμα ελεύθερο.
                          
Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού, 
ποιητή και συγγραφέα, Ντίνο Σιώτη, 
                    για τη δημοσίευση.