Powered By Blogger

Translate

3 Απριλίου 2024

Η Μαρία Κάλλας στο ατελιέ της Μαντάμ Μπίκι


Η Μαρία Κάλλας στο ατελιέ της Μαντάμ Μπίκι



 

Την σινιόρα Ελίζα την γνώρισα πριν χρόνια στο τρένο. Φεύγαμε και οι δύο από το Μιλάνο, εγώ για τη Νοβάρα, πήγαινα σε φίλους, εκείνη στο Τορίνο. Πιάσαμε αμέσως κουβέντα. Κλασική Ιταλίδα του νότου, μου χαμογέλασε ζεστά και μου προσέφερε σοκολατάκι. Της είπα ότι θυμίζει την Άννα Μανιάνι και τα μάτια της έλαμψαν. Είχε λεπτά δάχτυλα, περιποιημένα, αλλά παρατήρησα ότι στις άκρες είχαν μικρές κοκκινίλες.

«Από τη βελόνα είναι», μου είπε, όταν πρόσεξε ότι το πρόσεξα. «Είμαι μοδίστρα. Ράβω από κοριτσάκι». Φινετσάτη γυναίκα παρά την προχωρημένη ηλικία της, καλίγραμμο σώμα, όμορφο πρόσωπο, τα μαλλιά της πλούσια όπως της Άννα Μανιάνι, και μοσχοβολούσε ένα λεπτό άρωμα που το έφτιαχνε μόνη της, όπως είπε. Τρώγαμε σοκολατάκια και μου μίλαγε για την πιο σημαντική, όπως κατάλαβα, στιγμή της ζωής της: τη συνάντησή της στο Μιλάνο, στο ατελιέ της Μαντάμ Μπίκι, με τη Μαρία Κάλλας.

«Μπίκι (Bicchi) ήταν το χαϊδευτικό της», μου είπε. «Την έλεγαν Ελβίρα. Ήταν σπουδαία ράφτρα. Είχε πελάτες από όλη την Ευρώπη. Αρχές του ‘50 ήμουν μικρό κοριτσάκι. Η δασκάλα της ραπτικής μ’ έστειλε στο ατελιέ της Μαντάμ Μπίκι να δανειστώ παριζιάνικα πατρόν, για το μάθημα. Σαν να μπήκα σε ναό, αισθανόμουν. Η μυρωδιά από τα ακριβά υφάσματα, τα κρύσταλλα στους πολυελαίους, η εσάνς των γυναικών, μ’ έπιασε δέος. Είχα σταθεί σε μια γωνιά μουδιασμένη. Η Κάλλας πέρασε από μπροστά μου σαν αερικό, σαν dea (θεά) που χαμογέλασε στους θνητούς και οι θνητοί εκστασιάστηκαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή. Κανείς δεν μου είπε ότι εκείνη που βλέπω ήταν η Μαρία Κάλλας. Είδα μια οπτασία να εισβάλει στο χώρο και ο χώρος να γίνεται ολόκληρος η οπτασία εκείνη. Είπα αυθόρμητα, ‘αυτή είναι η Μαρία Κάλλας!’. Μου συστήθηκε μόνη της, με το φως της. Ντιβίνα! Μετά από αρκετή ώρα με πλησίασε η γραμματέας και με ρώτησε τι θέλω. Έφυγα με τα πατρόν στα χέρια. Τα έσφιγγα πάνω μου, τα μύριζα και νόμιζα ότι μοσχοβολούσαν Κάλλας!  

»Τέλειωσα τη σχολή, δούλεψα σε μοδίστρες, γνώρισα τον άντρα μου, ερωτευτήκαμε, παντρευτήκαμε. Άνοιξα δικό μου ατελιέ. Στον άντρα μου είχα μιλήσει για τη συνάντηση με την Κάλλας, πριν ακόμα παντρευτούμε. Την πρόταση γάμου μού την έκανε στη Σκάλα του Μιλάνου. ‘Σου έχω μια έκπληξη’, μου είπε. Είχε δυο εισιτήρια για την όπερα Poliuto, με σοπράνο τη Μαρία Κάλλας. Καθόμασταν στο φουαγιέ λίγο πριν την έναρξη και εκεί μου έκανε την πρόταση. Ζήσαμε ευτυχισμένοι. Τον έχασα πέρυσι. Έχουμε μια κόρη που συνεχίζει το ατελιέ μου, έχει σπουδάσει σχέδιο υψηλής ραπτικής. Στο Τορίνο, πάω σε έκθεση υφασμάτων».

Στη Νοβάρα κατέβηκα. Με αγκάλιασε σφιχτά.

Πέρασαν τα χρόνια και πρόσφατα στο internet, σ’ ένα αφιέρωμα στην Κάλλας, διάβασα κάτω από μια φωτογραφία: «Maria Callas in Madame Biki's atelier, a favorite designer, ‘50». Η σινιόρα Ελίζα εδώ και χρόνια θα έχει πεθάνει. Δεν είχαμε ανταλλάξει τηλέφωνα. Αυτές οι συναντήσεις έχουν τη γοητεία τους ακριβώς επειδή δεν υπόκεινται στη φθορά του χρόνου. Μια περιστασιακή γνωριμία μπορεί να σημαδέψει τη μνήμη χίλιες φορές πιο δυνατά από μια σχέση που φθείρεται στην καθημερινότητα. 



 (γράφτηκε στις 28 Ιουνίου 2020) 



30 Μαρτίου 2024

Ο Maurice Baquet στο Παρίσι με ομπρέλα και τσέλο


                                     Ο Maurice Baquet στο Παρίσι με ομπρέλα και τσέλο



Το πρωί μού τηλεφώνησε η Ραχήλ. «Θα ‘ρχόμουν να πιούμε τσάι μαζί», μου είπε, «αλλά κάθε μέρα γερνάω όλο και πιο πολύ. Σήμερα έχω έναν πόνο στην πλάτη που χθες δεν τον είχα. Είναι που χθες ήμουν κατά μία ημέρα νεότερη…»

Η Ραχήλ ζούσε είκοσι χρόνια στο Παρίσι με τον άντρα της και τον σκύλο της. Τους έχασε και τους δύο σε τροχαίο• επέζησε μόνο αυτή μ’ ένα ελαφρύ κούτσαμα στο δεξί της πόδι. Λίγους μήνες μετά πούλησε τον φούρνο που είχαν ανοίξει με τον άντρας της, μάζεψε τα πράματά της, πήρε όσα χρήματα τής είχαν μείνει στην τράπεζα και επέστρεψε στην Αθήνα για πάντα. Στο Παρίσι είχαν πάει με τον άντρα της ως οικονομικοί μετανάστες. Είχαν προκόψει. Ο φούρνος ήταν το πρώτο μαγαζί που άνοιξαν και πέτυχε. Ήταν διάσημος στην περιοχή που έμεναν. Ζυμωτό ψωμί, χωριάτικες τυρόπιτες, γαλλικός καφές, αρωματικό τσάι, κουλούρια πορτοκαλιού που μοσχοβολούσαν με το που άνοιγες την πόρτα. Παιδιά, δεν έκαναν. Η μόνη σκιά στο φωτεινό τους βλέμμα.

Μετά το τροχαίο και τους θανάτους επέστρεψε στη γειτονιά που γνώρισε και ερωτεύτηκε τον άντρα της, κάπου στον περιφερειακό του Υμηττού, κοντά στο παλιό στρατόπεδο. Εκεί κοντά την είχα γνωρίσει κι εγώ κάνα δυο χρόνια πριν μετοικήσει στο Παρίσι. Έβρεχε καταρρακτωδώς εκείνη την ημέρα και τρέξαμε και οι δύο να προφυλαχτούμε σ’ ένα γκαράζ με στέγη από ελενίτ. Γυρίσαμε, κοιταχτήκαμε, χαμογελάσαμε, γνωριστήκαμε. Κόπασε η βροχή, πήγαμε για καφέ στην πλατεία. Σαν να την ήξερα χρόνια.  Κι όταν έφυγε για το Παρίσι ήταν σαν να έφευγε μια καλή, παλιά μου φίλη. Γράμματα όλο αυτό το διάστημα, τηλεφωνήματα, mails, κουβέντα, γέλια, στενοχώριες, χαρές. Το σπίτι που επέστρεψε ήταν το πατρικό του άντρα της, μια παλιά μονοκατοικία που αύριο-μεθαύριο θα δοθεί αντιπαροχή, πέντε λεπτά από το σπίτι που μένω. Μου τηλεφωνάει συχνά.

«Με τον πόνο στην πλάτη δεν μπορώ να έρθω», μου λέει σήμερα το πρωί, «αλλά θέλω να σου πω το όνειρο που είδα». Πίνει καφέ, ακούω τη γουλιά της. Καπνίζει. Ακούω την ανάσα της.

«Τον Μορίς Μπακέ, τον ήξερες;» με ρωτάει. Δεν περιμένει απάντηση, συνεχίζει. «Ήταν Γάλλος ηθοποιός, έπαιζε βιολοντσέλο. Τον είδα στον ύπνο μου απόψε. Έβρεχε, λέει, στο Παρίσι, ο άντρας μου και ο σκύλος μου είχαν πεθάνει, είχα βγει στους δρόμους να περπατήσω και μ’ έπιασε βροχή. Δεν ήθελα να επιστρέψω στο σπίτι, μου έλειπαν οι νεκροί μου. Κάθισα όρθια στο πεζοδρόμιο με σκυμμένο κεφάλι. Γινόμουν μούσκεμα αλλά δεν έφευγα.

»Αισθάνομαι να με πλησιάζει κάποιος. Βάζει μια μεγάλη ομπρέλα πάνω από το κεφάλι μου. Γυρνάω, τον κοιτάω. Ήταν ο Μορίς Μπακέ. Φορούσε με λευκή καπαρντίνα και κρατούσε ένα μεγάλο τσέλο. Μου χαμογελούσε. Έμοιαζε λίγο με τον άντρα μου. Είχε ένα γλυκό, παιδικό, αθώο βλέμμα και σκούρα καλοχτενισμένα μαλλιά, παρόλο τον παλιόκαιρο. Προσπαθούσε να κρατάει έτσι την ομπρέλα ώστε και εγώ να μην βρέχομαι και το τσέλο του.

»Πού πάτε; με ρώτησε. Πουθενά, του απάντησα. Τι κάνετε εδώ, χωρίς ομπρέλα στη βροχή, έξω από το σπίτι σας; Πενθώ τον άντρα μου, του απάντησα. Σοβάρεψε. Κοίταξε γύρω του. Το απέναντι πεζοδρόμιο ήταν σκεπαστό και είχε καμάρες. Ελάτε, μου είπε. Περάσαμε απέναντι. Πήγαμε κάτω από τις καμάρες. Σταθήκαμε κοντά στον τοίχο. Ο Μορίς Μπακέ έκλεισε την ομπρέλα του και την ακούμπησε πλάι του. Έβγαλε τη ράβδο στήριξης από τη θήκη που είχε μαζί του, την έβαλε χάμω, στο πεζοδρόμιο, και στερέωσε πάνω της το τσέλο. Έπειτα έβγαλε το δοξάρι. Άρχισε να παίζει όρθιος, δίπλα μου. Για σένα, μου είπε, και χαμογέλασε. Για να γαληνέψει ο πόνος σου…

»Το γνώριζα εκείνο το κομμάτι. Ήταν μια σονάτα για τσέλο του Μπραμς. Κάποιοι περαστικοί σταματούσαν και μας κοιτούσαν. Τους άρεσε η εικόνα, όπως έβλεπα στα μάτια τους. Σε λίγα λεπτά είχε σχηματιστεί ένας κύκλος γύρω μας από περαστικούς με βρεγμένα μαλλιά και παπούτσια και χρωματιστές όμορφες ομπρέλες. Ξέρεις, μέσα σε εκείνη τη μουντάδα του Παρισιού με τα λασπόνερα στους δρόμους και τα πεζοδρόμια, εμείς η παρέα με το φωτεινό βλέμμα μαζεμένοι γύρω από τις μελωδίες ενός τσέλου ήμασταν σαν πίνακας ιμπρεσιονιστή ζωγράφου που βγήκε στους δρόμους να δώσει χρώμα και φως στα σημεία που δεν φωτίζονταν. Νοιώθεις καλύτερα; γυρνάει κάποια στιγμή ο Μορίς Μπακέ και με ρωτάει. Ναι, του λέω και το πίστευα απόλυτα.

»Δεν θυμάμαι πόση ώρα καθίσαμε κάτω από την καμάρα με το τσέλο και τις μελωδίες, αλλά κάποια στιγμή είδα πως είχε βραδιάσει. Κρυώνω, του είπα. Κι εγώ, μου είπε. Έβαλε το τσέλο στη θήκη, τακτοποίησε τη ράβδο στήριξης και το δοξάρι και με κοίταξε. Ξέρω ένα μοτέλ στη Μονμάρτη, μου είπε. Στο φως της νύχτας διέκρινα ένα ρόδινο χρώμα στο πρόσωπό του. Τον ακολούθησα. Δεν ήθελα να επιστρέψω στο σπίτι. Μου άρεσε η συντροφιά του. Μείναμε στο μοτέλ τρεις μέρες. Εσώκλειστοι. Ευτυχισμένοι. Ελεύθεροι. Με μουσική από το τσέλο. Με πεσκανδρίτσα ψαρόσουπα με δάφνη και σαφράν, με κις λορέν με φρέσκα αυγά και μπέικον, με σουφλέ τυριών και ροζέ κρασί Προβηγκίας. Και πολλή αγάπη. Τίποτ’ άλλο.

»Ξημερώματα της τρίτης μέρας κάναμε έρωτα και χωρίσαμε. Χωρίς υποσχέσεις να ξαναβρεθούμε, χωρίς συναισθηματικά βάρη. Ανάλαφροι. Χορτασμένοι. Είσαι εντάξει; με ρώτησε. Είμαι ευτυχισμένη, του απάντησα. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα πρώτη. Ο διάδρομος του μοτέλ είχε φως. Είχε πολύ φως. Προχώρησα μέσα στο φως μέχρι που χάθηκα. Το φως δυνάμωνε. Ξημέρωνε. Ξύπνησα. Ήταν όνειρο, αγαπημένη μου φίλη…»

Είπαμε κι άλλα με τη Ραχήλ, την άκουγα να ανάβει συνέχεια τσιγάρα, είπαμε να πάμε θέατρο έστω και με την υποχρεωτική μάσκα για τον Covid και κλείσαμε. Θα μαγείρευε ψητό κατσαρόλας, μου είπε, θα έφτιαχνα ομελέτα με ντομάτα και τυρί, της είπα. Κλείσαμε.

(Δεν υπάρχει Ραχήλ. Δεν υπάρχει φίλη που μου τηλεφώνησε να μου πει ότι απόψε είδε στον ύπνο της τον Μορίς Μπακέ με το τσέλο του. Απλώς, έπαθα ξανά αυτό που παθαίνω όταν βλέπω μια φωτογραφία, έγχρωμη, μαυρόασπρη, δεν έχει σημασία, που μου αρέσει πολύ και στέκομαι κάμποσο και την κοιτάω, μέχρι που η φωτογραφία αρχίζει και μου υπαγορεύει μια ιστορία που θέλω πολύ να την καταγράφω. Και το κάνω. Στη συγκεκριμένη φωτογραφία είναι ο Maurice Baquet στο Παρίσι με την ομπρέλα και το τσέλο του, το 1957.  Φωτογραφία Robert Doisneau).

 

 

    (γράφτηκε στις 15 Ιανουαρίου 2022)

 

29 Μαρτίου 2024

Μπλε Γυναίκα

 

Jodhpur, Rajasthan, India



Μπλε γυναίκα,
περιστέρι πάνω στα όνειρά σου, γαλάζο,
στέκεται ακίνητο, σαν τα όνειρα που δεν πέταξαν ποτέ –
Πόρτα ανοιχτή, για ποιον… Για ποιους…
Έφυγαν όλοι, έρχονται και φεύγουν όλοι -
και το γαλάζο περιστέρι μοιάζει να μην έχει ουρανό να πετάξει.
Τα μάτια σου, γριά γυναίκα, δεν θυμάσαι να χαμογέλασαν…
Το στόμα σου το κρατάς κρυφό
απ’ τις εικόνες, απ’ τους περαστικούς, απ’ τη ζωή.. 
Μπλε γριά γυναίκα, σ’ αγαπώ –
στην ηλικία σου θα ΄χω μια κάμαρα γαλάζα απέναντι στο πέλαγο,
θα ΄χω ένα περιστέρι πάνω στα όνειρά μου να το περιμένω να πετάξει,
θα ΄χω τα χείλη μου κλειστά επειδή μιλάω με σιωπές
κι αυτές μού αποκρίνονται,
κι ακόμα θα ‘χω ένα λευκό μαντίλι στα μαλλιά μου –
ίσως πάλι να έχω ολόασπρα μαλλιά 
ολόιδιο με το νυφικό μαντίλι που το φοράς ολόκληρη ζωή…
Μπλε γυναίκα, σ’ αγαπώ.

(Τρίτη 26/3/2013)



Artista di strada

Artista di strada 


 

Έχω μια φίλη στη Ρώμη, δημοσιογράφο, και προχθές μου έστειλε την πιο πάνω φωτογραφία μ’ ένα μικρό κείμενο. Το εξής:

«Αυτός, είναι ένας Artista di strada, (μου έγραφε), «καλλιτέχνης δρόμου», δηλαδή. Εδώ, αναπαριστά το άγαλμα ενός πολιτικού του μεσαίωνα. Έτυχε να γνωριστούμε ένα απόγευμα, όταν τέλειωσε τη δουλειά του. Μάζεψε τα πράματά του και πριν πάει στο σπίτι του πέρασε από το bar απέναντι, να πιει ένα καπουτσίνο. Ήμουν στο μπαρ από ώρα και τον κοιτούσα πίσω από την τζαμαρία. Ήρθε και κάθισε δυο τραπεζάκια πιο πέρα. Έδειχνε να κρυώνει. Κάποια στιγμή, έβηξε. Τον πλησίασα και τον ρώτησα αν θέλει παρέα. Με κοίταξε με τα πράσινα μάτια του. Ήθελε.

«Τι κάνεις στους δρόμους;» τον ρωτάω.

Το πρόσωπό του είχε ακόμα τη μπογιά από το μακιγιάζ του αγάλματος που είχε κάνει.

«Μαζεύω χρήματα», είπε. «Θέλω να πάω στη Νορβηγία να βρω τους φίλους μου. Έχω τελειώσει τη Σχολή Καλών Τεχνών. Και οι φίλοι μου το ίδιο. Ο πατέρας του ενός έχει γκαλερί στο Όσλο. Σκοπεύει να κάνει μια έκθεση σε μερικούς μήνες με έργα νέων καλλιτεχνών από όλη την Ευρώπη. Είδε κάποια έργα μου με κάρβουνο πάνω σε καμβά και του άρεσαν. Με συμπεριέλαβε στην έκθεση».

Σιωπή για λίγο, αυτός έπινε τον καπουτσίνο του κι εγώ το τρίτο λευκό μαρτίνι.

«Είμαι δημοσιογράφος», του λέω μετά. «Θες να γράψω για σένα στο έντυπο που εργάζομαι; Ακούγεται ενδιαφέρον όλο που μου λες και η δουλειά που κάνεις μέχρι να βρεις τα χρήματα να φύγεις…»

Φιλενάδα μου, η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν πολύ ομιλητικός, με το στανιό του τα ‘παιρνα, αλλά μου διηγήθηκε κάτι που μου άρεσε πολύ. Αφού μου ανέφερε κάποια στοιχεία από τη ζωή του, πού γεννήθηκε, πού μεγάλωσε, κτλ, του ζήτησα να μου αφηγηθεί καμιά παράξενη ιστορία που ενδεχομένως του έχει συμβεί στους δρόμους που στέκεται ως άγαλμα. Εκεί η ματιά του άλλαξε κάπως, σαν να έγινε θλιμμένη.

Πριν μερικούς μήνες πήγαινε και στεκόταν σε μια άλλη γειτονιά, μου είπε. Είχε διαλέξει ένα απόμερο κάπως σημείο, πιο πολύ για να μην τον χτυπάει το κρύο. Ένα απόγευμα, καθώς σκεφτόταν να φύγει γιατί ένοιωθε ήδη κουρασμένος, είδε από μακριά να έρχεται προς το μέρος του μια γυναίκα. Φαινόταν γύρω στα πενήντα, ήταν μάλλον αχτένιστη και παραπατούσε κάπως. Πλησίασε το παιδί που έκανε το άγαλμα, στάθηκε μπροστά του, στο ένα χέρι βαστούσε ένα μπουκάλι μπύρα και στο άλλο ένα τσιγάρο άφιλτρο. Σήκωσε τα μάτια, τον κοίταξε, την κοίταξε κι αυτός, και η γυναίκα μισοζαλισμένη του λέει: «Μη μου κουνάς εμένα τα μάτια παριστάνοντάς μου τον ζωντανό, σας ξέρω εσάς τα αγάλματα… Κάθε μέρα πάω και κάθομαι κάτω από ένα και του μιλάω. Κάποιες φορές παρασύρομαι και νομίζω ότι είστε αληθινοί άνθρωποι που με ακούτε, αλλά μη νομίζεις ότι με κοροϊδεύετε. Σας ξέρω. Άψυχα είστε. Χειρότερα και από άνθρωποι».

Ο καλλιτέχνης μού είπε ότι η γυναίκα κάθισε καμιά ώρα μπροστά του, έπινε και κάπνιζε το ένα μετά το άλλο και παρέπαιε, ενώ συγχρόνως του μιλούσε συνέχεια. Είχε βραδιάσει για τα καλά, το παιδί ήθελε να φύγει, από την υγρασία και την ακινησία πονούσε όλο του το σώμα, αλλά λυπόταν τη γυναίκα. Εκείνη πράγματι νόμιζε ότι είχε σταθεί κάτω από άγαλμα. Του εξιστορούσε τη ζωή της και τα λόγια της τις περισσότερες φορές ήταν ασυνάρτητα. Από τα συμφραζόμενα έβγαινε νόημα. Του έλεγε ότι έψαχνε τη μάνα της και τον πατέρα της από μικρό παιδί, ότι τα καλοκαίρια πηγαίνει στο νεκροταφείο και κοιμάται δίπλα σε αγάλματα αγγέλων και ότι, όταν αποκοιμιέται, έρχονται αληθινοί άγγελοι και την αγκαλιάζουν… Ότι είχε φάει πολύ ξύλο στη ζωή της γι’ αυτό και αγαπούσε τα αγάλματα, επειδή εκείνα δεν τη χτυπούσανε… Ότι είχε μια γάτα που της είχε κοπεί το ένα πόδι από αυτοκίνητο που πέρασε από πάνω της, αλλά η γάτα της είχε χαθεί και σε εκείνο το σημείο η γυναίκα έβαλε τα κλάματα… Από τα πολλά, άρχισε τα βουρκώνει και ο καλλιτέχνης. Δεν άντεχε τη δυστυχία της γυναίκας. Η γυναίκα είδε τα δάκρυά του, κι ενώ στην αρχή ξαφνιάστηκε, μετά άρχισε να γελάει δυνατά, υστερικά. «Σαν τους άντρες είστε κι εσείς τα αγάλματα, ρε σεις!», φώναζε, «ψεύτες!» Το παιδί έκλαιγε για τα καλά κι αυτή γελούσε σαν τρελή, είχε ένα ανατριχιαστικό γέλιο. Ξαφνικά, σηκώνει το μπουκάλι, πίνει την τελευταία γουλιά και το πετάει με δύναμη πάνω στο παιδί, στο άγαλμα κατά τη γνώμη της. Το μπουκάλι βρήκε το παιδί στο στήθος. Πόνεσε πολύ. Έκανε έναν μορφασμό πόνου κι ασυναίσθητα έβαλε το χέρι του στο σημείο του πόνου. Καμπούριασε λίγο. Η γυναίκα, όταν είδε αυτή την κίνηση του ‘αγάλματος’ σάλεψε περισσότερο. Άρχισε να ουρλιάζει ότι το άγαλμα είναι μαγεμένο, ότι αυτή του άνοιξε την ψυχή της κι αυτό την κοροϊδεύει για να την τρομάξει, και συνεχίζοντας να γελάει υστερικά και να φωνάζει απομακρύνθηκε παραπατώντας και χάθηκε στα στενά της Ρώμης. Κάποιοι περαστικοί είχαν σταθεί τα τελευταία λεπτά και παρακολουθούσαν, έπειτα έφυγαν και αυτοί και το παιδί έμεινε μόνο. Είχε λαχανιάσει, μου είπε, από την ένταση που είχε. Δεν ήξερε αν είχε κάνει καλά που είχε αφήσει εκείνη τη δυστυχισμένη γυναίκα να πιστεύει ότι αυτό που βλέπει ήταν άγαλμα, ή μήπως έπρεπε να σταματήσει αυτό που έκανε και να της εξηγήσει την αλήθεια. Για μέρες δεν μπορούσε να δουλέψει. Νόμιζε ότι θα δει να έρχεται από μακριά η μεθυσμένη με το παρανοϊκό βλέμμα κι αυτός δεν θα μπορεί να τη βοηθήσει και θα ξαναβάλει τα κλάματα…

«Πόσο ακόμα θα αντέχω να κοιτάω τον κόσμο σαν άγαλμα που δεν συμμετέχει σε αυτό που βλέπει», μου είπε στο τέλος το παιδί, φιλενάδα. «Ξέρεις τι γύρισε και μου κοπάνησε η κοπέλα που με εγκατέλειψε πριν λίγο καιρό; ‘Εσείς οι καλλιτέχνες είστε νάρκισσοι. Θέλετε να σας κοιτάει ο κόσμος, αλλά όχι να κοιτάτε εσείς τον κόσμο. Μένετε απαθείς στα δρώμενα γύρω σας, ενώ φροντίζεται με αριστοτεχνικό τρόπο να τραβάτε την προσοχή με την απάθειά σας’. Γι’ αυτό βούρκωσαν τα μάτια μου με την δυστυχισμένη που με πέρασε για αληθινό άγαλμα. Εκείνη ζούσε την κόλασή της κι εγώ την παρακολουθούσα από απόσταση ασφαλείας…»

Φιλενάδα μου, αυτά μου είπε ο καλλιτέχνης, ήπιε τον καπουτσίνο του και χάθηκε κι αυτός στα στενά της Ρώμης. Θα την γράψω κάπου την ιστορία του, μ’ αρέσει. Φιλιά!!



(γράφτηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2019)





27 Μαρτίου 2024

Η κοπέλα από το χωριό Scanno

 

Scanno, περιοχή στην επαρχία L'Aquila,
στο Abruzzo της κεντρικής Ιταλίας

Το χωριό λέγεται Scanno, είναι επαρχία της L’Aquila, περίπου 80 χλμ ανατολικά της Ρώμης. Στα μικράτα μου ντυνόμουν κι εγώ έτσι, με τα μαλλιά μου όμως λυτά. Είδα αυτή την κοπέλα σε κάποιο ιταλικό site και είπα πως δεν αποκλείεται να είναι κάποια μακρινή συγγενής μου που απλώς δεν έτυχε να σμίξουμε ποτέ σε κάποιο από αυτά τα οικογενειακά τραπέζια που σμίγουν οι συγγενείς σε κάθε γάμο ή βάφτιση – κάθε 20 δηλαδή χρόνια. Δεν ξέρω γιατί αλλά με την Ιταλία η σχέση μου ήταν πάντα μεταφυσική. Εάν αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ζούμε, τότε ίσως παλαιότερα να έχω ζήσει κάπου στα περίχωρα της Ρώμης ή το πιο πιθανό σε κάποιο χωριό της Τοσκάνης. Η κοπέλα της φωτογραφίας μού είναι γνώριμη, οικεία, την κοιτάω και είναι σαν να την έχω ρωτήσει σε κάποια στάση λεωφορείου από πού πήρε τη φούστα της – το συνηθίζω να το κάνω αυτό με τις γυναίκες που φοράνε όμορφες μακριές φούστες από λεπτό ύφασμα, που τις φυσάει ο αέρας πέρα δώθε. Τις έχω ακόμα αυτές τις φούστες στην ντουλάπα μου και ας μην τις φορώ πια.
Κοιτάζοντάς την αναρωτήθηκα πώς είναι άραγε τώρα με τον κορωνοϊό, αν είναι καλά, αν έχει κάποια ανάγκη, κάποια στενοχώρια, αν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτήν. Κάποιοι άνθρωποι μάς είναι άγνωστοι και είναι πολύ μακριά μας, είναι πολίτες άλλης χώρας, και όμως αισθανόμαστε πως τους νοιαζόμαστε και τους αγαπάμε. Κάποιοι άλλοι πάλι είναι τόσο κοντά μας, τόσο ασφυκτικά δίπλα μας, σχεδόν τους συναντάμε κάθε μέρα στο δρόμο και στη λαϊκή, σχεδόν τριάντα χρόνια είναι γείτονες και φίλοι μας, και ταυτόχρονα είναι τόσο παγερά αδιάφοροι και ξένοι στα μάτια μας, τόσο ανύπαρκτοι στη σκέψη μας...


(γράφτηκε στις 12 Μαρτίου 2020, κατά τη διάρκεια του lockdown λόγω κορωνοϊού)


19 Μαρτίου 2024

Πίσω από μια μισάνοιχτη πόρτα

 

Palazzo Ducale, Venezia


Σήμερα, στον φούρνο της γειτονιάς, συνάντησα την Άννα. Αγόραζε κουλούρια άγλυκα, για τον σκύλο της. «Αισθάνομαι ότι θα αρχίσουμε να κοιτάμε τη ζωή πίσω από μια πόρτα μισάνοιχτη», μου λέει. «Γιατί το λες αυτό;», τη ρωτάω. «Όταν πεθαίνουν άνθρωποι σημαντικοί», μου απαντάει, «κλείνει μια πόρτα πίσω τους. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ολόκληρο το δωμάτιο. Το φωτεινό δωμάτιο. Το καλό. Το κυριακάτικο. Αυτό με το λευκό τραπεζομάντιλο και τις μουσικές που μιλάνε για ρόδα αμάραντα. Πέθανε και ο αέρας που σήκωσε φεύγοντας, μισόκλεισε την πόρτα. Γι’ αυτό το λέω» είπε.

Έφυγε, μασουλώντας ένα κουλούρι. Από την άλλη, δεν θυμάμαι αν την Άννα τη συνάντησα στ’ αλήθεια ή αν σκαρφίστηκα μια συνάντηση μαζί της για να καταγράψω κάποια λόγια που θα ήθελα να ακούσω από μια γειτόνισσα που θα συναντούσα το πρωί στο φούρνο. Ο θάνατος του Μίκη μ’ επηρέασε βαθύτατα. Μου υπαγορεύει αποσπάσματα από διηγήματα που καλούμαι να τα ολοκληρώσω. Επίσης, «Άννα» δεν υπάρχει. Έγραψα αυτό που ήρθε στο μυαλό μου βλέποντας αυτή την εικόνα από το Palazzo Ducale, στη Βενετία.

 

  (γράφτηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2021, 

μερικές ημέρες μετά τον θάνατο του Μίκη 

που έφυγε στις 2 Σεπτεμβρίου 2021)



Φαΐζ και Ασημάκης - σύντομο διήγημα

 

Φωτογραφία από το internet


                     

Κάθε απόγευμα ο Φαΐζ από το Πακιστάν βοηθάει τον Ασημάκη από το χωριό Λεοντάρι της Βοιωτίας να ανέβει το πεζοδρόμιο με το αναπηρικό του καροτσάκι. Μένουν και οι δύο στην ίδια πολυκατοικία, κάπου στη Λιοσίων. Είναι η ώρα που ο Ασημάκης επιστρέφει από τη δουλειά του.
«Θες τσιγάρα, Ασημάκη;», ο Πακιστανός. «Έχω, φίλε μου, ευχαριστώ», ο Έλληνας. «Όταν κλείσεις το μαγαζί σε περιμένω», του λέει ο Έλληνας. «Έχω φτιάξει κοτόσουπα» και μπαίνει με το αναπηρικό του καροτσάκι στην πολυκατοικία.

Ο Φαΐζ και ο Ασημάκης είναι χρόνια φίλοι. Ο ένας έχει το μαγαζί με τα ψιλικά στο ισόγειο της πολυκατοικίας, ο άλλος παίρνει ένα επίδομα αναπηρίας και συγχρόνως δουλεύει. Έτσι ζουν. Κανείς από τους δύο δεν έχει οικογένεια. Μοιράζονται το φαγητό και την παρέα. Βλέπουν μαζί ποδόσφαιρο στο διαμέρισμα του Φαΐζ που έχει μια τεράστια LG και στις χριστιανικές και μουσουλμανικές γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα και Κουρμπάν Μπαϊράμ, είναι μαζί.

Ο Ασημάκης έχει μάθει με το αναπηρικό καροτσάκι να κινείται σβέλτα στην κουζίνα του σπιτιού του. Μαγειρεύει ψητά στο φούρνο και λαχανικά στο γκριλ. Υπήρξε οικοδόμος στο χωριό του το Λεοντάρι, μέχρι που έπεσε από τη σκαλωσιά και χτύπησε στη μέση του. Άσχημο χτύπημα. Εγχειρήσεις, φυσιοθεραπείες, πόνοι, απογοήτευση. Δεν μπόρεσε να ξαναδουλέψει. Ήρθε στην Αθήνα και βρήκε δουλειά μέσω ΟΑΕΔ στο τηλεφωνικό κέντρο μιας εταιρείας• έχει και το επίδομα αναπηρίας και είναι ευχαριστημένος που στο χάος της πρωτεύουσας βρήκε έναν αδελφό, όπως αποκαλεί τον Φαΐζ, κι ένα δυάρι σ’ ένα ισόγειο χωρίς σκάλες. Στο υπόγειο μένει ο Φαΐζ. Πριν μερικά χρόνια αρραβωνιάστηκε μια συμπατριώτισσά του, τη Ζάχρα. Ήταν ερωτευμένος μαζί της. Πήγαινε στον Ασημάκη και του έλεγε: «Αδελφέ μου, απόψε θα έρθει η Ζάχρα, τι να της μαγειρέψω; Τι λουλούδια να πάρω; Πες μου εσύ που ξέρεις, που είσαι μεγαλύτερός μου». Τρία χρόνια διαφορά έχουν αυτοί οι δύο, Ασημάκης και Φαΐζ, σχεδόν συνομήλικοι, αλλά ο Πακιστανός τον σέβεται πολύ τον Έλληνα. Τριάντα οκτώ χρονώ σήμερα ο Ασημάκης, τριάντα πέντε ο Φαΐζ, τριαντάρης τότε, στον αρραβώνα του.

Εντέλει, ο Φαΐζ μαγείρευε στην καλή του το «ιερό κρέας» των μουσουλμάνων, το «Χαλάλ», που όπως είχε εξηγήσει στον Ασημάκη είναι το κρέας το επιτρεπτό από τον ισλαμικό νόμο καθώς προέρχεται από τελετουργική σφαγή ζώων κατά την οποία ο μουσουλμάνος σφαγέας επικαλείται τον Αλλάχ. Συνοδευτικό με το Χαλάλ έφτιαχνε σπανάκι με πατάτες, άσπρα ρεβίθια, γλυκό ρύζι, πίτα και προσέφερε στη Ζάχρα αναψυκτικό τριαντάφυλλο, που της άρεσε.

Λίγους μήνες μετά τους αρραβώνες η Ζάχρα άφησε ένα γράμμα στον Φαΐζ ότι χωρίζουν και επιστρέφει μόνιμα στο Ισλαμαμπάντ. Του εξηγούσε ότι οι γονείς της ήταν εξ αρχής αντίθετοι με αυτόν τον αρραβώνα, ότι είχαν άλλα όνειρα γι αυτήν, καθώς την προόριζαν για έναν πλούσιο μακρινό της ξάδελφο και ότι εκείνη δεν ήθελε να τους χαλάσει το χατίρι• εντέλει είχε δεχτεί το προξενιό. Για μήνες ο Φαΐζ πήγαινε τα βράδια όταν έκλεινε το μαγαζί στο σπίτι του Ασημάκη και έκλαιγε. Ο Ασημάκης κάποιες φορές καλούσε στο διαμέρισμα δυο κορίτσια από ένα μπορντέλο στη Λιοσίων. Κάπως να περάσει καλά και να ξεχαστεί ο αδελφός του ο Πακιστανός, κάπως να περάσει καλά και να ξεχαστεί κι ο ίδιος…

Με τον καιρό ο Φαΐζ την ξεπέρασε τη Ζάχρα. Με τον αδελφό του τον Έλληνα συνέχισαν να βλέπουν ποδόσφαιρο στην τεράστια LG, να μαγειρεύει ο ένας για τον άλλον, πότε – πότε να καλούν κοπέλες για συντροφιά και κάπως έτσι να περνάει ο χρόνος, η ζωή, να περνούν οι μέρες και οι νύχτες στη Λιοσίων, τη γεμάτη υπόγεια και ισόγεια δυάρια με Πακιστανούς και Έλληνες.


ΥΓ. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αλήθεια. Ή μπορεί και να είναι, να υπάρχουν αυτοί οι δύο τύποι, και να μην το ξέρω. Αλλά, βλέποντας τη φωτογραφία,  έπαθα πάλι αυτό που παθαίνω όταν βλέπω μια εικόνα που με εμπνέει να γράψω δυο λόγια σ’ ένα χαρτί – σ’ ένα word, εν προκειμένω. Τη συγκεκριμένη φωτογραφία τη βρήκα στο internet. Αμέσως φαντάστηκα ότι στο υπόγειο της πολυκατοικίας αυτής μένει κάποιος Φαΐζ από το Πακιστάν και στο ισόγειο κάποιος Ασημάκης από το Λεοντάρι της Βοιωτίας. Φαντάστηκα επίσης ότι, κάποια όμορφη Πακιστανή Ζάχρα που κάποτε είχε έρθει στην Ελλάδα επιστρέφει στο πατρικό της σπίτι στο Ισλαμαμπάντ, φοράει το ακριβό χρυσοκέντητο νυφικό που της έραψε η ράφτρα η μητέρα της και παντρεύεται τον πλούσιο μακρινό της ξάδελφο που της υπέδειξε ο πατέρας της. Και ότι, κάπως έτσι είναι η ζωή.


(7 Νοεμβρίου 2021)