Powered By Blogger

Translate

20 Δεκεμβρίου 2021

Καλά Χριστούγεννα, κυρία Ρενέ - Διήγημα


Νίκη Καραγάτση, Η πλατεία του Μεταξουργείου το 1977



Καλά Χριστούγεννα, κυρία Ρενέ
 Διήγημα



Ρενέ Μπατίστα. Το καλλιτεχνικό της όνομα. Παλιά αρτίστα του θεάτρου κυρίως, ηλικιωμένη σήμερα, άυλη σαν αερικό, σαν ζωγραφιά πίνακα της σχολής του κλασικισμού, σαν τις εικόνες εκείνες που επιχειρούν με απαλά περιγράμματα και αρμονία στα χρώματα να εκφράσουν το συναίσθημα.

Την έλεγαν Ουρανία Παππά. Αλλά το άλλαξε στα δέκα οκτώ της χρόνια όταν έφυγε πρώτη φορά με ένα θεατρικό μπουλούκι για περιοδεία στην επαρχία. Ήθελε να γίνει θεατρίνα. Τίποτ’ άλλο δεν την ενδιέφερε. Ήθελε να είναι στη σκηνή με τα φώτα στραμμένα πάνω της. Και ντυμένη ηρωίδα του Τσέχωφ, Όλγα, Μάσσα, Ιρίνα, ή ηρωίδα του Τενεσί Ουίλιαμς, η Λώρα, αλλά και του Παπαδιαμάντη, η αγαπημένη της Σταχομαζώχτρα, η θεία Αχτίτσα.

«Πώς σε λένε, παιδί μου;» τη ρώτησε ο θιασάρχης, όταν του ζήτησε να μπει στο μπουλούκι και να τους ακολουθήσει στην περιοδεία.

«Ουρανία Παππά, κύριε. Αλλά άμα με πάρετε μαζί σας σκέφτομαι να το αλλάξω».

«Δηλαδή;»

«Θα μου άρεσε να με λένε Ρενέ Μπατίστα. Ακούγεται πιο καλλιτεχνικό…»

«Πόσο χρονώ είσαι παιδί μου;»

«Δέκα οκτώ».

«Η μάνα σου το ξέρει ότι θέλεις να έρθεις στο μπουλούκι;»

«Ναι».

«Συμφωνεί;»

«Όχι».

«Ο πατέρας σου το ξέρει;»

«Ναι».

«Συμφωνεί;»

«Όχι».

«Και πώς θα έρθεις χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών σου;»

«Είμαι ενήλικη, κύριε. Δεν χρειάζομαι συγκατάθεση κηδεμόνα. Οι δικοί μου ήθελαν να παντρευτώ, να κάνω παιδιά και να δουλεύω στις ελιές. Εγώ ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο. Δεν ταιριάζανε οι απόψεις μας. Τους αποχαιρέτησα κι έφυγα. Απλά πράματα».

«Σε ποιο μέρος έγιναν όλα αυτά;»

«Στη Μυτιλήνη».

«Λοιπόν, Ουρανία, έχουμε πρόγραμμα να πάμε σε πολλές πόλεις. Σου εύχομαι να μην το μετανιώσεις μια μέρα και πεις: ‘καλύτερα να καθόμουν στο χωριό μου, να μάζευα ελιές’».

«Δηλαδή, με δέχεστε στον θίασο;»

«Σε δέχομαι. Αλλά μην περιμένεις να βγάλεις λεφτά στο μπουλούκι. Θα τρως και θα κοιμάσαι μαζί μας και ό,τι μεροκάματο μπορώ θα στο δίνω. Αλλά θα πρέπει να μάθεις από τώρα ότι η δουλειά του θεατρίνου δεν είναι για χρήματα. Οι θεατρίνοι έχουν όνειρα, δεν έχουν καταθέσεις. Έτσι, Ουρανία;»

«Ρενέ να με λέτε, κύριε…»

 

Τρεις – τέσσερις φορές ντύθηκε Όλγα, του Τσέχωφ, τρεις – τέσσερις φορές ντύθηκε Λώρα, του Τενεσί Ουίλιαμς, μία φορά Σταχομαζώχτρα, του Παπαδιαμάντη και πάντα σε περιφερειακά θεατρικά σχήματα. Σε μεγάλους θιάσους ντυνόταν πάντα κομπάρσα, με την ιδιότητα της οποίας πήρε κάποτε σύνταξη. Πρωταγωνίστρια δεν έγινε ποτέ. Το όνομά της, Ρενέ Μπατίστα, υπήρχε πάντα στο πρόγραμμα της παράστασης που έπαιρνε μέρος, αλλά στη στήλη που έλεγε: ‘λαμβάνουν επίσης μέρος οι ηθοποιοί’.

Το λάτρευε, όμως, το θέατρο! Ποτέ δεν της πέρασε από το μυαλό να το εγκαταλείψει και να επιστρέψει στο νησί. Οι γονείς της κάποτε πέθαναν. Μια αδελφή είχε ακόμα, που είχε μεταναστεύσει μαζί με τον άντρα της στον Καναδά. Επικοινωνούσε αραιά μαζί της. Όλη της η έγνοια και το πάθος ήταν το θέατρο. Και όταν γνώρισε τον Σπύρο, όλη της έγνοια και το πάθος ήταν ο Σπύρος και το θέατρο. Με αυτή τη σειρά.

Σπύρος Σαρρής, το όνομά του. Ηθοποιός από τους πολύ καλούς της γενιάς της. Τον ήξερε και πριν τον γνωρίσει προσωπικά. Αυτός, όχι. Δεν την είχε ακούσει. Ήταν Χριστούγεννα και ήταν άνεργη. Ο θίασός της θα ξεκινούσε περιοδεία μετά την Πρωτοχρονιά, με Λόρκα. Έμενε τότε σε ένα δυάρι, στα Πατήσια. Υγρό. Είχε μια σόμπα στο σαλονάκι της κι όταν ξάπλωνε στον καναπέ και την έπαιρνε ο ύπνος εκεί δεν σηκωνόταν να πάει στην κρεβατοκάμαρά της. Την έβρισκε το ξημέρωμα κουλουριασμένη στον καναπέ, σκεπασμένη με την υφαντή κουβέρτα από φέρει από το νησί της και τη σόμπα εν τω μεταξύ σβηστή, γιατί τη νύχτα το πετρέλαιο είχε τελειώσει. Το πρώτο πράγμα που έβλεπε όταν άνοιγε τα μάτια της ήταν το άχαρο μουτζουρωμένο μπουρί στο ταβάνι, που έπαιρνε τον καπνό από τη σόμπα και τον έβγαζε στον ακάλυπτο.

 Αν κάτι τη στενοχωρούσε πολύ ήταν να είναι Χριστούγεννα και να μην υπάρχει κάποιος στη ζωή της να του ευχηθεί «Καλά Χριστούγεννα» και να της ευχηθεί κι αυτός το ίδιο. Το απόγευμα των Χριστουγέννων στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη της ντουλάπας της και φόρεσε το καλό της φουστάνι. Το είχε χρόνια. Αλλά της άρεσε. Εφαρμοστό, γυαλιστερό σκούρο ύφασμα. Το είχε πάρει από την οδό Αιόλου. Έβαλε κραγιόν, ψηλές γόβες, χτένισε όμορφα τα μαλλιά της. Φόρεσε και το παλτό της κι έφυγε. Είχε προγραμματίσει να πάει στο θέατρο. Ήθελε να συναντήσει συναδέλφους της, να πάει στο τέλος στα καμαρίνια και να καθίσει μαζί τους. Ήταν Χριστούγεννα. Να πει σε κάποιους «Καλά Χριστούγεννα», κάποιοι να της πουν το ίδιο.

Σε εκείνη την παράσταση γνώρισε τον Σπύρο Σαρρή. Ήταν μια παλιά κωμωδία που την ανέβαζαν συχνά οι θίασοι γιατί είχε πάντα επιτυχία. Ο κόσμος ήθελε να γελάσει, να ξεσκάσει μέρες που ήσαν και το έργο αυτό ήταν από τα αγαπημένα. Στο τέλος της παράστασης πήγε στα καμαρίνια. Τι χαρά ένοιωσε! Μίλησε με τόσους ηθοποιούς! Την αγκάλιασαν τόσοι συνάδελφοί της, τη ρώτησαν με ενδιαφέρον για την επαγγελματική της ζωή. Τους είπε ότι μετά τις γιορτές θα έφευγε για την επαρχία με τον θίασο. Πήγε και στο καμαρίνι του Σπύρου Σαρρή. Ήταν γεμάτο κόσμο. Κάθισε σε μια γωνιά και κοίταζε προς το μέρος του. Ήταν ευδιάθετος, δεχόταν από όλους συγχαρητήρια. Κάποια στιγμή συναντήθηκαν οι ματιές τους μέσα από τον μεγάλο καθρέφτη. Η ματιά εκείνου στάθηκε πάνω της αρκετά. Κολακεύτηκε η Ρενέ αλλά και ντράπηκε. Κοκκίνισε… Ο Σπύρος Σαρρής την πλησίασε. Τον κοίταξε στα μάτια και το μόνο που βρήκε μεσ’ στη σαστιμάρα της να πει, ήταν «Καλά Χριστούγεννα, κύριε Σαρρή…» 

Από εκείνη το βράδυ έμειναν μαζί για πάντα. Μέχρι που εκείνος πέθανε, σχετικά νέος, από καρκίνο των πνευμόνων – κάπνιζε πολύ και ποτέ δεν το έκοψε. Της έκανε πρόταση γάμου ένα μήνα μετά τη γνωριμία τους. Παντρεύτηκαν στην εκκλησία του Προφήτη Δανιήλ Μεταξουργείου. Μάζεψε τα πράγματά της από το υγρό δυάρι της Πατησίων και μετακόμισε στο δικό του σπίτι. Εκείνος, έμενε στο Μεταξουργείο, σ’ ένα νεοκλασικό στον πρώτο όροφο, με φαρδιά μπαλκόνια και πολύ φως, κάτι που άρεσε πολύ στη Ρενέ. Έβαλε το προσωπικό της γούστο και διακόσμησε το σπίτι σαν σκηνικό έργου Ρώσου θεατρικού συγγραφέα. Ο Σπύρος Σαρρής την αγαπούσε και της έκανε όλα τα χατίρια. Της έδωσε τις οικονομίες που είχε από το θέατρο και άφησε το κουμάντο σε εκείνη. Η Ρενέ, τον λάτρευε. Είχε σταματήσει να ακολουθεί τον δικό της θίασο και πλέον ο Σπύρος με τις γνωριμίες του της έδινε δουλειές σε θέατρα της Αθήνας. Πρωταγωνίστρια δεν έγινε ποτέ, αλλά είχε μια αξιοπρεπή παρουσία στα θεατρικά δρώμενα και μια αξιοπρεπή παρουσία σε τηλεοπτικές σειρές.

Τρεις αποβολές είχε κάνει, μέχρι που ο γιατρός τής είπε ότι πλέον ήταν μάταιο να προσπαθεί, δεν θα μπορούσε να μείνει έγκυος. Ο Σπύρος δεν ήθελε να την βλέπει να πικραίνεται.

«Για μένα θα είσαι πάντα η Ουρανία μου», της έλεγε. «Το ντροπαλό κορίτσι με το εφαρμοστό φουστάνι που μπήκε ένα βράδυ στο καμαρίνι μου και από τότε δεν ξαναβγήκε ποτέ. Έχεις παιδί εμένα, Ουρανία μου. Έτσι δεν μου λες; Ότι είμαι ένα παιδί που δεν έχει μεγαλώσει; Γιατί θέλεις κι άλλο; Πας γυρεύοντας για μπελάδες;»

Τον αγαπούσε η Ρενέ. Σκεφτόταν πως, πράγματι, αν δεν είχε αγαπήσει τόσο πολύ τον άντρα της θα ένοιωθε μεγάλο πόνο που δεν είχε μπορέσει να γίνει μητέρα. Αλλά είχε τον Σπύρο της. Ένα μεγάλο, υπέροχο παιδί. «Μην καπνίζεις, αγάπη μου», του έλεγε, «η φωνή σου έχει βραχνιάσει, δεν την ακούς;». Εκείνος έβηχε και της έλεγε, «μια χαρά δουλεύεις με βραχνή φωνή στο θέατρο, αφού το ξέρεις. Με φαντάζεσαι στον Πατέρα; Του Στρίντμπεργκ;» Κι αμέσως δραματοποιούσε τη σκηνή. Έπαιρνε θεατρική πόζα, άφηνε το ταλέντο του να εκφραστεί και της έλεγε κοιτώντας την με απόγνωση στα μάτια τα λόγια που έλεγε ο Ίλαρχος, ο Πατέρας, στη Λάουρα, τη σύζυγό του:

«Δεν βλέπεις πως είμαι ανήμπορος σαν μωρό; Δεν μ' ακούς που σε παρακαλάω, όπως το παιδί τη μάνα του; Σε ικετεύω εγώ, ένας άνδρας, ένας στρατιωτικός… Το μόνο που σου ζητάω είναι να με λυπηθείς, όπως θα λυπόσουν έναν άρρωστο».

Μετά τη βραχνάδα ο Σπύρος Σαρρής έχασε τελείως τη φωνή του. Σταδιακά η φωνή του άρχισε να γίνεται αδύναμη, έπειτα σιγανή, μέχρι που εκείνος μίλαγε αλλά φωνή δεν έβγαινε. Ψυχικά όμως είχε μεγάλες αντοχές. Έπιανε τη Ρενέ σφιχτά από το χέρι και την οδηγούσε μέχρι το πιάνο που είχε στο γραφείο του. Την έβαζε να καθίσει στην πολυθρόνα. Της έφερνε δίπλα στο τραπεζάκι το λικέρ αρμπαρόριζα που της άρεσε και που το έφτιαχνε μόνη της, αφήνοντας στον ήλιο της ταράτσας για μερικές ημέρες ένα γυάλινο μπουκάλι με ημίγλυκο κρασί, κρυσταλλική ζάχαρη και κλαράκια αρμπαρόριζας. Έπειτα καθόταν στο πιάνο και έπαιζε. Δεν ήξερε πολύ καλό πιάνο αλλά τα μαθήματα που είχε κάνει παλιά τα θυμόταν. Άλλωστε, τα κομμάτια που ήξερε να παίζει δεν ήταν πολλά• καμιά δεκαριά όλα κι όλα, κάτι ερωτικές ξένες μελωδίες από ταινίες του Χόλυγουντ και κάποια τραγούδια που είχε τραγουδήσει η Σοφία Βέμπο. Γύρναγε τα μάτια, κοίταζε τη Ρενέ με αγάπη και ανοιγόκλεινε το στόμα λέγοντας τους στίχους του τραγουδιού που έπαιζε στο πιάνο:

«Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα

πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό,

μα πως φοβάμαι πως ίσως μια μέρα, σε χάσω

γιατί να σε ξεχάσω ποτέ δε θα μπορώ...»[1]

 

Τα πρώτα Χριστούγεννα με τη φωνή του να έχει κλείσει τελείως, της έγραψε ένα σημείωμα και το έβαλε στην τσέπη της μακριάς ρόμπας, που η Ρενέ φορούσε στο σπίτι. Εκείνη, έβαλε κάποια στιγμή τυχαία το χέρι στην τσέπη, έπιασε το χαρτάκι, το έβγαλε, το κοίταξε παραξενεμένη, το ξετύλιξε και διάβασε: «Καλά Χριστούγεννα, αγαπημένη μου. Το μικρό σου παιδί από δω και πέρα θα είναι ήσυχο, δεν θα ξανακούσεις φωνές στο σπίτι…»

Επί τρία χρόνια τις ευχές του για τα Χριστούγεννα ο Σπύρος τις έγραφε σε χαρτάκι που το έχωνε στις τσέπες της ρόμπας της Ρενέ. Ήξερε πόσο σημαντικό ήταν για εκείνη μια απλή τρυφερή ευχή, δυο λόγια που να λένε «Καλά Χριστούγεννα, Ρενέ μου», για να λάμψουν αμέσως τα μάτια και η ψυχή της… Τέταρτος χρόνος δεν υπήρξε. Ήταν βαρύς χειμώνας, Φλεβάρης μήνας, όταν ο Σπύρος «έφυγε» από μετάσταση του καρκίνου.

 

Έμεινε μόνη η Ρενέ στο όμορφο νεοκλασικό σπίτι στο Μεταξουργείο και στη ζωή. Τα πρώτα χρόνια παρακολουθούσε πολλές θεατρικές παραστάσεις για να συναντάει τους συναδέλφους του Σπύρου και τους δικούς της. Καθόταν μαζί τους στα καμαρίνια, συζητούσε, γελούσε, ξεχνιόταν. Επέστρεφε μετά στο σπίτι, φορούσε τη μακριά της ρόμπα και πήγαινε στο βάζο που είχε δίπλα στη φωτογραφία του Σπύρου, στο πιάνο, και άλλαζε το νερό για να διατηρηθούν φρέσκα τα λουλούδια. Έπειτα κουλουριαζόταν στην πολυθρόνα, ανέβαζε τα πόδια της πάνω κι έβαζε το χέρι στην τσέπη. Έβγαζε το χαρτάκι. Το ξεδίπλωνε και διάβαζε: «Καλά Χριστούγεννα, Ρενέ μου…» Το κοίταζε, το ξανακοίταζε… το ξαναδίπλωνε μετά και το ξανάβαζε στην τσέπη. Γύριζε τα μάτια στη φωτογραφία του Σπύρου και στο βλέμμα της ο πόνος εναλλάσσονταν με τη γλύκα…

Τελευταία δεν είχε όρεξη να πηγαίνει στο θέατρο. Πολλοί συνάδελφοι δικοί της και του Σπύρου είχαν πεθάνει. Η ίδια ένοιωθε κουρασμένη. Προτιμούσε να φροντίζει τις γλάστρες της στο μπαλκόνι και να ακούει μουσική από το στερεοφωνικό ραδιόφωνο που είχε φέρει ο Σπύρος από την Σικελία, από την περιοδεία στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας. Απέναντι από το σπίτι τους είχε ανοίξει πριν μερικά χρόνια ένα παντοπωλείο με ελληνικά και ξένα προϊόντα. Το είχε ένας Πακιστανός, ο Σαλίμ. Στις αρχές είχε πιάσει κουβέντα μαζί του και είχε μάθει ότι ήταν από την πόλη Λαχόρη, που βρισκόταν στις όχθες του ποταμού Ράβι. Της είχε πει ότι η πόλη του είναι γνωστή για την ταπητουργία της, καθώς τα χειροποίητα χαλιά που παράγει συγκαταλέγονται στα κορυφαία προϊόντα που εξάγει το Πακιστάν. Σε μια τέτοια βιοτεχνία χειροποίητων χαλιών δούλευαν οι γονείς του και τους βοηθούσε και ο ίδιος, στέλνοντάς τους χρήματα από το παντοπωλείο του. Στην Ελλάδα είχε έρθει πριν δέκα χρόνια. Είχε κάνει πολλές και διάφορες δουλειές, σκληρές όλες, μέχρι που εντέλει μπόρεσε και άνοιξε αυτό το μαγαζί.

Τον συμπαθούσε πολύ τον Σαλίμ. Πήγαινε και αγόραζε πράγματα που η ίδια δεν χρησιμοποιούσε, μπισκότα και σοκολάτες κυρίως, έπαιρνε και κονσέρβες γάλα και τα πήγαινε σε μια φτωχή οικογένεια, δυο στενά πιο πέρα. Του είχε χαρίσει και ρούχα του Σπύρου, πουλόβερ και πουκάμισα. Ο Σαλίμ την έβλεπε σαν τη μάνα του και τον συγκινούσε πάντα ο ερχομός της στο μαγαζί του. Της έλεγε, «κυρία Ρενέ, τι θα θέλατε να σας δώσω;»

«Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν», του έλεγε εκείνη. «Δως μου μια ευχή, τίποτ’ άλλο. Πες μου Καλά Χριστούγεννα και θα μου έχεις δώσει όλα τα καλά του κόσμου!»

«Δεν ξέρω τι είναι τα Χριστούγεννα, κυρία Ρενέ», της απαντούσε εκείνος, «είμαι Μουσουλμάνος. Αλλά αν είναι να σας δώσω χαρά, τότε σας εύχομαι ολόψυχα Καλά Χριστούγεννα!»

Τα μάτια της Ρενέ έλαμπαν. Ανέβαινε στο σπίτι, άλλαζε το νερό στα λουλούδια, έβαζε καθαρό, καθόταν κοντά στο πιάνο κι έβγαζε το χαρτάκι από την τσέπη της. Το κοίταζε. Το διάβαζε. Ξανά και ξανά. Χαμογελούσε…

«Μεγάλη θεατρίνα δεν έγινα ποτέ, μητέρα», μουρμούριζε, φέροντας στη μνήμη της την αγαπημένη μορφή της μητέρας της, στο νησί. «Κατάφερα όμως να γίνω ευτυχισμένη. Ξέρω πως θα συμφωνούσες κι εσύ πως αυτό είναι πολύ σημαντικό…»

Όταν σε λίγες μέρες δεν φάνηκε στο παντοπωλείο του Σαλίμ και τα πατζούρια της ήταν συνέχεια κλειστά εκείνος ανησύχησε και το είπε στους γείτονες. Ειδοποιήθηκε η αστυνομία. Άνοιξαν με κλειδαρά την πόρτα του σπιτιού και τη βρήκαν καθισμένη στην πολυθρόνα κοντά στο πιάνο, με το βάζο δίπλα στη φωτογραφία του άντρα της να έχει κατέβει και μυρίσει το νερό, με τα λουλούδια μαραζωμένα και με ένα σημείωμα κουβαριασμένο σφιχτά στο χέρι της που δυσκολεύτηκαν να το πάρουν από τα δάχτυλά της, λόγω της νεκρικής ακαμψίας…

 


[1] Πόσο λυπάμαι – Συνθέτης Κώστας Γιαννίδης, στιχουργός Βασίλης Σπυρόπουλος και Πάνος Παπαδούκας, ερμηνεία Σοφία Βέμπο από την επιθεώρηση «Βιολέττα», 1938.




        

        Δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2021                                                                                                       στο τεύχος Νο 68  του περιοδικού  
                             «δε|κατα» με θέμα 
                        «Καλά Χριστούγεννα».
                          
        Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού, 
          ποιητή και συγγραφέα, Ντίνο Σιώτη, 
                         για τη δημοσίευση.