Powered By Blogger

Translate

23 Οκτωβρίου 2023

Τέσσερις Καρχαρίες Σε Μπλε Βελούδο - Διήγημα

 

Στον ειδησεογραφικό ιστότοπο pet-sitting.gr διάβασα πριν λίγο καιρό, Ιούλιο του 2023, την ακόλουθη είδηση και κατόπιν έγραψα αυτό το διήγημα.

 

«Καρχαρίες εθισμένοι στην κοκαΐνη γλεντούν με ναρκωτικά που πετάχτηκαν στα ανοιχτά της Φλόριντα. Τεράστιες δέσμες κοκαΐνης ξεβράστηκαν στις παραλίες της Φλόριντα, που μεταφέρονταν λαθραία από τη Νότια και την Κεντρική Αμερική. Συχνά απορρίπτονται στη θάλασσα (τόσο για να δοθούν στους λαθρεμπόρους όσο και για να αποφύγουν την επιβολή του νόμου) και τα ρεύματα και οι παλίρροιες τους σπρώχνουν στην ακτή. Οι ψαράδες αφηγούνται ιστορίες καρχαριών που κατανάλωναν ναρκωτικά που έχουν διοχετευτεί στην περιοχή με τα ωκεάνια ρεύματα και ενεργούν με απροσδόκητους τρόπους».



 



     Τέσσερις καρχαρίες σε μπλε βελούδο

Διήγημα

 

Το κήτος είχε ξεβραστεί στην ακτή του νησιού. Τεράστιο. Αποκρουστικό. Προκαλούσε δέος. Σαν βάρκα που είχε αναποδογυρίσει, ήταν. Το δέρμα του είχε χρώμα γκρι που γυάλιζε στον ήλιο. Ήταν τοποθετημένος λοξά. Το μεγάλο στόμα του ήταν ανοιχτό, τα δόντια του είχαν μια απόκοσμη όψη και τα μάτια του ήταν ανοιχτά. Φαινόταν ζωντανό. Κουνούσε με μια ελαφριά, σαν ετοιμοθάνατη αργή κίνηση, τα πτερύγια της ουράς του. Κάπου – κάπου κουνούσε και το σώμα του, σαν να έψαχνε τη θάλασσα, σαν να ήθελε να μπει ξανά στο νερό.

Όταν το είδε η γυναίκα στην ερημική παραλία έβγαλε μια δυνατή φωνή φόβου. Το είδε από ψηλά, από τα βράχια που στεκόταν. Πήγαινε συχνά στα βράχια, καθόταν και κοίταζε το πέλαγος. Περίμενε τον ναυτικό που της είχε υποσχεθεί κάποτε ότι θα επιστρέψει και δεν επέστρεψε ποτέ. Τα χρόνια είχαν περάσει. Τότε ήταν κοπέλα. Τώρα πια όχι. Αλλά τον περίμενε ακόμα. Με το που είδε το κήτος άφησε τα βράχια και άρχισε να τρέχει. Τα τσόκαρα που φορούσε βγήκαν από τα πόδια της. Έτρεχε και σκόνταφτε στις κοφτερές πέτρες. Λαχανιασμένη έφτασε στο χωριό της. Σαράντα σπίτια, μια εκκλησία, ένα καφενείο και μπακάλικο μαζί, ένα πέτρινο σχολείο. Νησιώτισσα ήταν, αλλά τέτοιο πράμα άλλη φορά δεν είχε ξαναδεί να ξεβράζει η θάλασσα. Μπήκε ξυπόλητη και λαχανιασμένη στο καφενείο. Πέντε συγχωριανοί της, οι δύο έπαιζαν τάβλι.

«Τι ‘ναι κυρά μου;»

«Τρεχάτε!» Φώναζε και κοβόταν η ανάσα της από το λαχάνιασμα.

«Τι συμβαίνει;»

«Κάτω στον γιαλό η θάλασσα έχει ξεβράσει ένα μεγάλο σκυλόψαρο. Είναι ζωντανό. Το είδα. Μοιάζει με καρχαρία».

Οι συγχωριανοί της την κοίταξαν ξαφνιασμένοι.

«Τι καρχαρίας, κυρά μου; Στα μέρη μας, καρχαρίας; Εδώ ούτε σκυλόψαρα δεν έχουμε».

«Έχει πιάσει τον μισό γιαλό με το σώμα του σας λέω. Τεράστιος. Και ζωντανός. Ελάτε να δείτε. Τον είδα ψηλά, από τα βράχια κι έτρεξα να σας το πω. Έχασα και τα τσόκαρά μου από το τρέξιμο».

Οι συγχωριανοί της κοίταξαν τα πόδια της. Ήταν γυμνά και ματωμένα.

«Άντε σπίτι να φορέσεις παπούτσια κι έλα να πάμε στην παραλία να μας τον δείξεις», της είπε ο ένας από αυτούς.

Τρέχει εκείνη σπίτι της και βάζει κάτι παλιοπέδιλα. Σε λίγα λεπτά οι θαμώνες του καφενείου, μαζί με τον πρόεδρο του χωριού και τη γυναίκα κατέβαιναν στον γιαλό. Δεν πλησίασαν πολύ. Στάθηκαν λίγα μέτρα μακριά από το κήτος και το κοίταζαν. Ήταν όπως τους το είχε περιγράψει η γυναίκα. Ένας τεράστιος καρχαρίας, σαν αναποδογυρισμένη βάρκα και ζωντανός. Κουνούσε αργά τα πτερύγια της ουράς του. Άνοιγε το στόμα του και τα λευκά δόντια ήσαν ανατριχιαστικά κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο.

«Πρόεδρε, τι λες να κάνουμε;» ρωτάει ο ένας.

«Πρέπει να έρθει εδώ ο γιατρός, ο κτηνίατρος, να δει τον καρχαρία, να μας πει τη γνώμη του. Ας πάει κάποιος να το φωνάξει».

Φεύγει ένας να φωνάξει τον κτηνίατρο. Όταν επέστρεψε, είχαν έρθει μαζί του καμιά εικοσαριά άτομα. Ο κτηνίατρος, ο παπάς του χωριού, ο δάσκαλος, κάτοικοι, παιδάκια. Κοίταζαν όλοι το κήτος με ανοιχτό στόμα και από απόσταση. Φοβόντουσαν. Δεν το πλησίαζε κανείς. Εκείνα τα δόντια του, κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του, άστραφταν σαν λευκές λάμες. Όλοι έλεγαν ότι το κήτος έπρεπε να ξαναμπεί στη θάλασσα, αλλά δεν ήξεραν με ποιο τρόπο θα το έσπρωχναν.

«Είναι κι αυτό ένα πλάσμα του Θεού», είπε ο παπάς.

«Ναι, παπά μου, αλλά δεν πρέπει να μπει στη θάλασσα το πλάσμα του Θεού; Εκεί είναι το φυσικό του περιβάλλον», του είπε ο πρόεδρος.

«Να μπει, παιδί μου, και βέβαια να μπει στη θάλασσα, αλλά ποιος κοτάει να το πλησιάσει; Εσύ, κοτάς;»

Έκανε τον σταυρό του ο πρόεδρος. «Έχω οικογένεια, πάτερ», είπε στον παπά.

«Κι επειδή έχεις οικογένεια; Οι οικογενειάρχες, δηλαδή, δεν πάνε στον πόλεμο άμα γίνει πόλεμος; Θες να πεις ότι, τον καρχαρία, πρέπει να βάλουμε κάναν εργένη να τον σπρώξει στη θάλασσα; Μην έρθεις την Κυριακή να κοινωνήσεις. Δεν σε κοινωνών με αυτά που λες».

«Παπά», πετάγεται ο κτηνίατρος, «και όλοι μαζί να δοκιμάσουμε να σπρώξουμε τον καρχαρία, δεν θα μπορέσουμε να τον ρίξουμε στη θάλασσα. Ούτε που θα κουνηθεί από τη θέση του. Είναι γύρω στα οκτώ με δέκα μέτρα, τον βλέπεις. Ξέρεις πόσο μπορεί να ζυγίζει; Μπορεί και δύο χιλιάδες κιλά. Μετακινείται αυτό το κήτος, κατά τη γνώμη σου;»

«Και τι θα κάνουμε, παιδί μου; Να το αφήσουμε να ψοφήσει το ζωντανό πάνω στην άμμο;»

«Απόψε αναγκαστικά θα μείνει εδώ και το πρωί θα τηλεφωνήσω σ’ έναν φίλο μου ωκεανογράφο στην Αθήνα. Αυτός θα ξέρει να μας πει τι να κάνουμε. Άσε που δεν πιστεύω ότι ο καρχαρίας θα ζει μέχρι αύριο…»

«Μα, και νεκρός να είναι», είπε ο παπάς, «θα τον αφήσουμε εδώ στην παραλία;» Δεν απάντησε ο κτηνίατρος.

Έφυγαν όλοι και επέστρεψαν στο χωριό. Εκτός τη γυναίκα που είχε δει τον καρχαρία.

Ήταν ερημιά και το φεγγάρι αντανακλούσε στη θάλασσα. Η θάλασσα ήρεμη. Τη νύχτα έπεφτε ο αέρας. Είχε γαλήνη εκείνη η ώρα. Οι γλάροι είχαν σωπάσει. Καράβι στο πέλαγο δεν φαινόταν. Μόνο το θεόρατο κήτος άστραφτε κάτω από το φως του φεγγαριού. Η γυναίκα παρατήρησε ότι εδώ και ώρα δεν είχε κουνηθεί καθόλου η ουρά του. Ούτε είχε ανοιγοκλείσει τα σαγόνια του. Το στόμα του ήταν ανοιχτό, μια τρομαχτική εικόνα μεσ’ στη νύχτα. Τα λευκά δόντια του έμοιαζαν με μαρμάρινο γλυπτό καλλιτέχνη που είχε καταφέρει να αποδώσει με ακρίβεια την ανατριχίλα που προκαλεί το ανοιχτό στόμα ενός καρχαρία. Η γυναίκα τον πλησίασε δειλά. Σκεφτόταν ότι, και ζωντανός να ήταν, τι θα μπορούσε να της κάνει έξω από το φυσικό του περιβάλλον; Παρόλα αυτά, ήταν σίγουρη ότι ο καρχαρίας είχε πεθάνει. Έκανε ακόμα μερικά βήματα προς αυτόν. Τη χώριζαν δυο τρία μέτρα από τον καρχαρία. Στάθηκε και τον κοίταζε. Ήταν νεκρός. Το βλέμμα του καρφωμένο στο φεγγάρι, τα σαγόνια του σαν σπηλιά με κοφτερούς σταλακτίτες στην είσοδό της και το σώμα του ένα βουναλάκι λείο που το σκέπαζε λες ένα σατέν ύφασμα στο χρώμα του γραφίτη. Πλησίασε κι άλλο κοντά του. Είχε πεθάνει ο καρχαρίας, ήταν σίγουρο. Άφησε τη ματιά της να χωθεί στο βάθος του στόματός του. Από τι να πέθανε, άραγε, αναρωτήθηκε. Πώς βγήκε στην ξηρά αυτό το κήτος; Ποια δύναμη το έσπρωξε και το έβγαλε στην αμμουδιά που έπαιζε παιδί;

Ανέβηκε ξανά στα βράχια. Κάθισε χάμω. Είχε βρει μια μικρή γούβα ανάμεσα στα βράχια που είχε λείες πέτρες. Τα μάτια της στο πέλαγος, εκεί από όπου περίμενε τόσα χρόνια να επιστρέψει ο καλός της. Έγειρε το σώμα της, το μάζεψε σε στάση εμβρύου και κουλουριάστηκε στη γούβα. Ο απαλός ήχος της θάλασσας τη νανούριζε. Αποκοιμήθηκε. Δεν ήταν πρώτη φορά που κοιμόταν κοντά στη θάλασσα. Πολλά βράδια της άνοιξης και του καλοκαιριού, ακόμα του Σεπτέμβρη όταν ήταν ζεστός, έχοντας μαζί της μια μαλακή ζακέτα για να ακουμπάει το κεφάλι της, αποκοιμιόταν πάνω στο βράχο.   

Είδε όνειρο. Ότι υπήρχε τρόπος, λέει, να μάθουν πώς πέθανε ο καρχαρίας: να χρησιμοποιήσουν εκείνη την επιστημονική μέθοδο, που είχε δει κάποτε σε μια ταινία.

Πάνε μερικά χρόνια, όταν στο θερινό σινεμά στη χώρα του νησιού έγινε ένα αφιέρωμα σε Ιταλούς σκηνοθέτες. Είχε δει όλες τις ταινίες του αφιερώματος αγαπούσε πολύ τον κινηματογράφο και ιδιαίτερα τον ιταλικό. Και από όλες τις ταινίες την είχε εντυπωσιάσει περισσότερο κάποια που λεγόταν «4 Μύγες σε Πράσινο Βελούδο» ο ελληνικός τίτλος, «4 Μύγες σε Γκρι Βελούδο» ο ιταλικός, του Ιταλού σκηνοθέτη Ντάριο Αρτζέντο, γνωστού για τις ταινίες τρόμου που σκηνοθετούσε, όπως έλεγαν οι πληροφορίες στο πρόγραμμα του αφιερώματος. Η υπόθεση της ταινίας ήταν ότι γίνονταν κάποιοι φόνοι στο περιβάλλον του πρωταγωνιστή, ιδιαίτερα ειδεχθείς, οι οποίοι για αρκετό διάστημα παρέμεναν ανεξιχνίαστοι. Μέχρι που η αστυνομία αποφάσισε να εφαρμόσει τη λεγόμενη Οπτογραφία, μια μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα και κατόπιν απορρίφθηκε από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα ως εγκληματική. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, το ανθρώπινο μάτι «γράφει» στον αμφιβληστροειδή την τελευταία εικόνα που είδε ο άνθρωπος λίγο πριν πεθάνει. Έτσι, αν φωτογραφηθεί το μάτι του νεκρού, θεωρητικά υπάρχει η δυνατότητα να φανεί η εικόνα που είδε ο άνθρωπος πριν ξεψυχήσει.

Στην ταινία του Ντάριο Αρτζέντο «4 Μύγες σε Πράσινο Βελούδο» η αστυνομία χρησιμοποίησε τη μέθοδο αυτή για να δημιουργήσει την εικόνα του τελευταίου πράγματος που είδε το θύμα. Ο τεχνικός που επεξεργάστηκε την εικόνα είπε πως, αυτό που φάνηκε, ήταν «τέσσερις μύγες σε γκρι βελούδο». Αρχικά οι ερευνητές της αστυνομίας δεν μπορούσαν να βγάλουν συμπέρασμα από τη συγκεκριμένη εικόνα. Μέχρι που κάποια στιγμή το μυστήριο λύθηκε. Ο δολοφόνος ήταν γυναίκα που φορούσε στο λαιμό ένα μενταγιόν. Το μενταγιόν ήταν μια μύγα κλεισμένη σε γυαλί και καθώς το μενταγιόν αιωρούνταν από την κίνηση του σώματος της γυναίκας, έδινε την εντύπωση πολλών μυγών πάνω σε γκρι φόντο. Ήταν η εικόνα που είχε δει το θύμα λίγο πριν πεθάνει από τα χέρια της γυναίκας με το μενταγιόν.

Η γυναίκα στο βράχο είδε στο όνειρο πως ζήτησε από την αστυνομία να ακολουθήσει την ίδια μέθοδο και για τον καρχαρία, για να δουν τι είδε ο καρχαρίας λίγο πριν πεθάνει, και άρα μπορέσουν ίσως να απαντήσουν στο ερώτημα πώς βρέθηκε στην παραλία και τι ήταν εκείνο που τελικά τον σκότωσε.  Η αστυνομία, λέει, δέχτηκε. Ήρθε στο νησί ειδικός φωτογράφος της αστυνομίας και φωτογράφησε τα ανοιχτά νεκρά μάτια του καρχαρία. Επεξεργάστηκαν κατόπιν σε ειδικά εργαστήρια την εικόνα και είδαν ότι στο βλέμμα του καρχαρία είχαν αποτυπωθεί τέσσερις μεγάλοι καρχαρίες με φόντο το γαλάζιο χρώμα της θάλασσας.

Και όχι μόνο αυτό. Η γυναίκα είδε ακόμα στο όνειρο ότι η μέθοδος της Οπτογραφίας είχε εξελιχθεί και πλέον υπήρχε η δυνατότητα η στατική εικόνα της φωτογραφίας να αποκτήσει κίνηση. Έτσι, αυτό που είχε δει ο καρχαρίας λίγο πριν πεθάνει, μπορούσαν τώρα να το δουν ολοκάθαρα σαν σε  βίντεο. Η εικόνα έδειξε μια ομάδα από καρχαρίες βαθιά στη θάλασσα να συμπεριφέρονται παράξενα, σαν να έπαιζαν μεταξύ τους όπως τα παιδάκια στην παιδική χαρά. Έκαναν κύκλους με το ογκώδες σώμα τους, έπειτα κολυμπούσαν προς την επιφάνεια της θάλασσας, έβγαζαν τα σαγόνια τους έξω στο νερό, ξαναβυθίζονταν, στροβιλίζονταν με χορευτικές φιγούρες μπαλέτου και όλα αυτά με φόντο το πανέμορφο θαλασσί χρώμα της θάλασσας που ακτινοβολούσε από το δυνατό φως του ήλιου. Παράλληλα, κάτι μεγάλα καφετιά δέματα τυλιγμένα με μονωτική ταινία έπεφταν στη θάλασσα από καράβια και οι καρχαρίες άνοιγαν τα τεράστια σαγόνια τους και ξέσκιζαν το περιτύλιγμά τους. Και τότε, μια λευκή σκόνη ξεχυνόταν στο τεράστιο στόμα τους και οι καρχαρίες τρώγοντάς την έκαναν σαν τρελοί, σαν δελφίνια που χορεύουν σε πισίνες επιδείξεων.  Άνοιγαν τα τεράστια σαγόνια τους και όλη αυτή η λευκή σκόνη, που ήταν κοκαΐνη, μαζί με μικρά ψαράκια που περνούσαν τυχαία από εκεί, έμπαινε στο στόμα τους, οι καρχαρίες την έτρωγαν και χοροπηδούσαν και χτυπούσαν τα πτερύγιά τους δεξιά και αριστερά και τα δέματα τελειωμό δεν είχαν. Δεκάδες καφετιά δέματα έπεφταν στη θάλασσα και πριν προλάβουν να φτάσουν στον βυθό δεκάδες κοφτερά δόντια καρχαριών έπεφταν πάνω τους και τα έτρωγαν.

Στο όνειρο της γυναίκας, ο καρχαρίας που αργότερα βρέθηκε στο νησί, μεσ’ στη σαστιμάρα του άρχισε, λέει, σιγά – σιγά να απομακρύνεται από τους άλλους, χορεύοντας. Και όπως έφευγε από το κοπάδι η ματιά του είχε σταθεί σε τέσσερις καρχαρίες που τους έβλεπε να απομακρύνονται από κοντά του, με φόντο το μπλε βελούδινο χρώμα της θάλασσας. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που κατέγραψαν τα μάτια του. Έπειτα άρχισε να ζαλίζεται. Στριφογύρναγε στο νερό σαν να είχε χάσει τον προσανατολισμό του. Κάποια στιγμή έδειχνε ότι δεν άντεχε άλλο. Σταμάτησε να κινείται και αφέθηκε να τον οδηγήσει το ρεύμα του ωκεανού. Μόνο τα πτερύγιά του κουνούσε ελαφρά, κάπου – κάπου. Τον ξέβρασε η θάλασσα στο νησί. Για αρκετές ώρες ήταν ζωντανός. Μετά, αποκοιμήθηκε. Μετά πέθανε. Εκεί, τέλειωνε και το όνειρο της γυναίκας.

 

Χαράματα στο πέλαγο και η γυναίκα ξύπνησε. Πρώτη της κίνηση να στρέψει τα μάτια στη θάλασσα μπας και δει το καράβι με τον καλό της να έρχεται. Δεν είδε τίποτα. Οι γλάροι πετούσαν κοντά της, άκουγε τη χαρακτηριστική φωνή τους. Γύρισε και κοίταξε κάτω, προς την παραλία. Το κουφάρι τού καρχαρία έστεκε εκεί, απόκοσμα τρομαχτικό καθώς το φώτιζε το πρώτο φως της μέρας. Έφερε στη μνήμη της με κάθε λεπτομέρεια το όνειρο που είδε.

Σηκώθηκε κι έτρεξε στο χωριό. Πήγε στο σπίτι της κι έριξε νερό στο πρόσωπό της. Έφτιαξε τσάι. Το ήπιε βιαστικά. Έπειτα έφυγε και πήγε να βρει τον θείο της. Έμενε μόνος, λίγο πιο πέρα. Τον είδε στο μποστάνι του να σκαλίζει.

«Θείε, καλημέρα. Θα χρειαστώ το πριόνι σου».

Γύρισε, την κοίταξε εκείνος.

«Καλημέρα παιδί μου, Τι να το κάνεις το πριόνι;»

«Είναι ένα κήτος κάτω, στην παραλία. Δεν το έμαθες; Από χθες είναι. Το ‘βγαλε η θάλασσα ζωντανό. Σήμερα έχει ψοφήσει. Είναι καρχαρίας. Το είπε και ο κτηνίατρος που το είδε. Θα μου δώσεις το πριόνι σου;»

«Και το πριόνι τι το θες;»

«Να ανοίξω την κοιλιά του, θείε. Να δω τι έχει. Είδα όνειρο ότι έφαγε κάτι παράξενο που πέταξαν οι άνθρωποι στη θάλασσα και μετά ο καρχαρίας ψόφησε».

«Ε, και; Τι σε νοιάζει εσένα πώς ψόφησε ο καρχαρίας; Ίδια η μάνα σου είσαι. Κι εκείνη έτσι ήταν. Περίεργος άνθρωπος. Και πεισματάρα. Εγώ που την είχα αδελφή και πάλι δεν την καταλάβαινα. Ξέρω πως, αν δεν σου δώσω το πριόνι, θα με σκάσεις και στο τέλος θα το πάρεις. Θες να έρθω μαζί σου; Πώς θα πριονίσεις μόνη σου το κήτος; Εύκολο το θεωρείς; Κάτσε να έρθω, να σε βοηθήσω. Ίδια η μάνα σου είσαι».

Θείος και ανιψιά έφυγαν για την στην παραλία. Ο θείος είχε μαζί του το πριόνι. Έφτασαν στα βράχια. Κοίταξαν κάτω, στην ακτή. Το κήτος ήταν ψόφιο. Σαν απόκοσμο τέρας ήταν.

«Είδες, θείε, πόσο μεγάλος είναι;»

«Τι ’ν’ τούτο, κόρη μου; Αυτό είναι θεριό! Το βλέπεις και τρομάζεις. Και θέλεις να ανοίξουμε την κοιλιά του;»

«Θέλω».

Κατέβηκαν από τα βράχια και πήγαν στην παραλία. Ο θείος, αν και πρωί, ίδρωνε. Πριόνιζε, ξαναπριόνιζε, τεράστια η κοιλιά του κήτους. Είχε σκαρφαλώσει πάνω του και έμοιαζε με εργάτη που δουλεύει στο σκαρί κάποιου καρνάγιου. Σιγά – σιγά ο ήλιος ανέβαινε ψηλά. Ο θείος δεν σταματούσε. Ήξερε πως, αν δεν έκανε το χατίρι της ανιψιάς του, θα το έκανε εκείνη μόνη της. Πριόνιζε με τον ήχο των γλάρων να αναμιγνύεται με τον ανατριχιαστικό ήχο του πριονίσματος. Ξαφνικά, αναφώνησε.

«Κόρη μου! Τι είν’ όλα τούτα;»

Σκαρφαλώνει η ανιψιά του στο κήτος, γλιστράνε τα παλιοπέδιλα, της φεύγουν, ξαναμένει ξυπόλητη. Σκύβει στην ανοιγμένη κοιλιά, κοιτάει. Άνοιξε τα μάτια της τεράστια. Δέματα τυλιγμένα με καφέ χοντρό χαρτί, άλλα κλειστά, άλλα ανοιγμένα, μια σκόνη λευκή σκορπισμένη παντού στην κοιλιά του καρχαρία, και κοιτώντας καλύτερα διέκρινε και κάτι ανθρώπινα μέλη. Πόδια, χέρια, κεφάλια κομμένα, μικρά σωματάκια παιδιών, και χαρτιά, πολλά χαρτιά. Σαστισμένη απλώνει το χέρι και παίρνει ένα χαρτί. Το κοιτάει. Ήταν φύλλο από διαβατήριο. Πιο κει, ένα ολόκληρο διαβατήριο. Το παίρνει. Το ανοίγει. Βλέπει τη φωτογραφία μιας κοπέλας. Διαβάζει το όνομα. Φατιμέ. Χώρα προέλευσης Συρία. Δίπλα του κι άλλο διαβατήριο. Το ανοίγει. Η φωτογραφία ενός άντρα. Αχμάντ. Χώρα προέλευσης Συρία. Ανάμεσά τους κοκαΐνη. Σκόνη λευκή, ανάκατη με άψυχα σώματα. Και κορμάκια παιδιών διαμελισμένα και όλα αυτά πασπαλισμένα με κόκα.

«Τι ‘ν’ όλα τούτα, κόρη μου;»

«Η εικόνα της ανθρωπότητας, θείε μου.  Η τροφή του καρχαρία. Η ανθρωπότητα ό,τι δεν θέλει το πετάει στη θάλασσα: πρόσφυγες, κοκαΐνη, ναυάγια που δεν περισυλλέγονται…»

«Τι κάνουμε τώρα, παιδί μου;»

«Φωνάζουμε τον παπά να διαβάσει μια προσευχή στις ψυχές τους και κάπου θα πρέπει να θάψουμε τα άψυχα σώματα. Δεν μου πάει να ανακατευτούν οι πεθαμένοι πρόσφυγες με την πεταμένη κόκα… Πάω στο χωριό θείε, να φωνάξω τον παπά και τους συγχωριανούς, να σκάψουμε πριν νυχτώσει».  

Λίγη ώρα μετά είχε μαζευτεί όλο το χωριό στην παραλία. Κοίταξαν την κοιλιά του κήτους, έμειναν βουβοί, σταυροκοπήθηκαν και άρχισαν να σκάβουν τάφους. Ήρθε το σούρουπο και ακόμα έσκαβαν. Μισά σώματα έθαβαν. Δαγκωμένα κεφάλια και πόδια. Μικρά παιδιά χωρίς χέρια. Σπάραζε η ψυχή τους αλλά δεν ήθελαν να αφήσουν άταφους τους νεκρούς.

Γέμισε η ακτή με λάκκους και οι λάκκοι γέμισαν με σορούς που βγήκαν από την κοιλιά του κήτους. Και οι λάκκοι έγιναν τάφοι. Και οι τάφοι σκεπάστηκαν με άμμο, και ο παπάς έψαλε, και οι χωρικοί μαζέψανε κοχύλια και σχημάτισαν πάνω στους τάφους σταυρούς. Ηλιοβασίλεμα βουβό που έκαιγε την ψυχή και το κουφάρι του καρχαρία άδειο πλέον από κόκα και πρόσφυγες. Όλοι μαζί στο τέλος οι νησιώτες κάτοικοι έσπρωξαν το άδειο κουφάρι του κήτους και το έσυραν με κόπο στη θάλασσα. Μπήκαν στα κύματα ως το γόνατο, άντρες γυναίκες, μικρά παιδιά. Το έσπρωχναν μέχρι που το είδαν η δύναμη της θάλασσας να το τραβάει μέσα. Χάθηκε σε λίγο. Απομακρύνθηκαν σιωπηλοί οι νησιώτες, έφυγαν για το χωριό και πίσω τους γυάλιζαν στο απογευματινό φως οι σταυροί από κοχύλια πάνω στους τάφους.

Η γυναίκα δεν τους ακολούθησε. Πήγε στους βράχους και στάθηκε και κοίταζε μακριά το πέλαγο, εκεί από όπου είχε δει τους ναυτικούς του χωριού της να επιστρέφουν μετά από μήνες στις αγαπημένες τους.

 

 

                                                                                Βικτώρια Μακρή

 

 

Στη μνήμη του Αντώνη Καργιώτη που πνίγηκε το βράδυ της Τρίτης 5/9/2023 στο λιμάνι του Πειραιά στα απόνερα του Blue Horizon, όταν το πλήρωμα τον έριξε στη θάλασσα, καθώς εκείνος προσπαθούσε να ανέβει στον καταπέλτη του  πλοίου για να ταξιδέψει στην Κρήτη.




Δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2023 στο τεύχος  Νο 75

      του περιοδικού  «δε|κατα» με θέμα: «Ό,τι να ΄ναι, αρκεί να ΄ναι καλογραμμένο».     

   Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού  ποιητή και συγγραφέα,

                                                 Ντίνο Σιώτη,  για τη δημοσίευση.