Powered By Blogger

Translate

25 Δεκεμβρίου 2020

Το ημερολόγιο μιας κρατούμενης - Διήγημα

 

Χειροποίητες κούκλες φτιαγμένες από κρατούμενες των φυλακών Θήβας

                                              Το ημερολόγιο μιας κρατούμενης 
                                                                             Διήγημα


Ημέρα, Παρασκευή.

Μήνας, Μάης.

Ώρα, απογευματινή.

Φέτος.

Το πρωί έφεραν στο κελί τη νέα μου συγκάτοικο. Επιθετική, άγρια, μ’ έβρισε χωρίς λόγο. Ξάπλωσε και κοίταζε το ταβάνι για ώρες. Καμιά τριανταριά χρονώ. Είχε δύσπνοια. Ανάσαινε βαριά. Δεν της μίλαγα, της έδωσα χρόνο να συνηθίσει. Όποια μπαίνει εδώ μέσα, τον πρώτο καιρό, χτυπιέται σαν αγρίμι. Βρίζει όποιον βρεθεί κοντά της. Έτσι γίνεται πάντα. Μετά καλμάρει. Σταματάει την επίθεση και ψάχνει να βρει βαφή να βάψει τα μαλλιά της. Η πιο επικίνδυνη συμπεριφορά στη φυλακή είναι να θεωρείς τη φυλακή σπίτι σου και να ψάχνεις καθρέφτη να κοιταχτείς και να αναρωτιέσαι πιο κραγιόν ταιριάζει με τα ρούχα της έγκλειστης. Το είχα πει αυτό κάποτε σε μια κρατούμενη και μου είχε απαντήσει ατάραχη:

«Κάτι μας είπες τώρα. Και στο σπίτι μου φυλακισμένη ήμουν και στη φυλακή φυλακισμένη είμαι. Η διαφορά ήταν τα χρώματα του κραγιόν που άλλαζα για να μην πλήττω». «Γιατί είσαι εδώ;» την είχα ρωτήσει. «Γιατί έφτυσα κατάμουτρα τον άντρα μου. Γι’ αυτό. Με μείωνε. Δεχόμουν λεκτική και σωματική κακοποίηση. Του άρεσε να μου λέει ότι είμαι μια κανονική πουτάνα. Ότι με πληρώνει και με έχει με τον μήνα, με τα χρόνια. Δεν δούλευα, γι’ αυτό έβγαζε γλώσσα, είχε μεγάλη περιουσία και μου είχε πει ότι δεν χρειαζόταν να λείπω κι εγώ από το σπίτι. Απ’ τα πολλά, κάποια φορά που ξεστόμισε ξανά αυτή την κουβέντα, τον πλησίασα, τον κοίταξα κατάματα και τον έφτυσα. Έγινε κατάχλωμος. Με βάρεσε. Άρχισε να με χτυπάει με δύναμη. Σήκωσα τα χέρια μου να καλυφθώ από τα χτυπήματα. Είχε αγριέψει. Φοβήθηκα. Έτρεξα να πάω σε άλλο δωμάτιο. Με κυνήγησε. Με είχε πιάσει πανικός. Έκανε σαν θηρίο. Πήγα να μπω στο μπάνιο να κλείσω την πόρτα και να την κλειδώσω, αλλά πρόλαβε κι έβαλε το πόδι του στο άνοιγμα. Μπήκε μέσα και με κοπάναγε και μ’ έβριζε πουτάνα. Πάνω στην πάλη μας γλιστράει στα πλακάκια και πέφτει με το κεφάλι πάνω στον μπιντέ. Έμεινε στον τόπο. Είδα το βλέμμα του. Έπεσε ανάσκελα. Το βλέπω ακόμα τις νύχτες. Βλέμμα μισογύνη, γεμάτο φθόνο για τις γυναίκες που δεν μπόρεσε ποτέ να τις αποδεχτεί. Η πλούσια οικογένειά του έβαλε μεγαλοδικηγόρους και κατάφεραν να πείσουν το δικαστήριο ότι είχα πρόθεση να τον σκοτώσω. Ότι, αφού τον είχα φτύσει ήταν επίθεση, όχι αυτοάμυνα.

»Η αθωότητα και η ενοχή, φιλενάδα, είναι δύο έννοιες που βαδίζουν παράλληλα με την έννοια του χρήματος. Σε κάποια σημεία, όσο κι αυτό δεν εξηγείται στη γεωμετρία, οι παράλληλοι δρόμοι τους τέμνονται και συναντώνται. Αν δεις αυτή τη σκηνή της συνάντησης των τριών με εικόνες, μοιάζει με σκηνή αρχαίας τραγωδίας. Η αθωότητα, η ενοχή και το χρήμα. Η μία έννοια απέναντι στην άλλη. Τραγική σκηνή. Κορυφαία. Η σκηνή της επικράτησης. Της δύναμης. Της εξουσίας. Γίνεται πάλη. Ποτέ κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποια από τις τρεις θα επικρατήσει. Όταν αργότερα οι δρόμοι τους χωρίζονται και πάλι και ξαναγίνονται παράλληλοι, κάποια ή κάποιες από τις έννοιες είναι τραυματισμένες. Ανεπανόρθωτα.

»Στην υπόθεσή μου πάντως εκκρεμεί η έφεση, θα δούμε τι θα γίνει. Ο δικηγόρος μου έχει ελπίδες. Αλλά έτσι κι αλλιώς οι δικηγόροι θα πρέπει να είναι τα μοναδικά πλάσματα στη φύση, ίσως μαζί με τους γιατρούς, που έχουν ακόμα στο λεξιλόγιό τους λέξεις όπως ‘ελπίδα’ και ‘αισιοδοξώ’».

 

Συνέχεια σημερινής ημέρας.

Ώρα, βράδυ.

Η συγκάτοικός μου έκλαιγε πολλή ώρα. Με ενοχλούσε και τη λυπόμουν συγχρόνως. Έκανα να της πιάσω κουβέντα, τη ρώτησα αν θέλει να μιλήσουμε. «Βούλωστο, άσε με ήσυχη», φώναξε και δεν την ξαναενόχλησα. Κοιμήθηκα. Την άκουγα στον ύπνο μου να κλαίει όλη νύχτα.

 

Ημέρα, Κυριακή.

Μήνας, Μάης.

Ώρα, μεσημέρι.

Φέτος.

Πριν λίγο έφυγε από το επισκεπτήριο η αδελφή μου. Έφερε κέικ με φρούτα. Και αλλαξιές. Ήταν αφηρημένη. Μου μίλαγε και σκεφτόταν άλλα, το έβλεπα.

«Τι σκέφτεσαι;» τη ρώτησα. Δεν απάντησε αμέσως και ο διάλογος που ακολούθησε ήταν περίπου ο εξής:

«Τι, για μένα θα μιλάμε τώρα; Ήρθα να σε δω στη φυλακή και αντί να ρωτάω εγώ για σένα, θα ρωτάς εσύ εμένα;»

«Αφού εσύ είσαι η αφηρημένη. Λέγε, τι σκέφτεσαι. Όση ώρα είσαι εδώ το μυαλό σου είναι αλλού. Σε βλέπω».

«Τον άντρα μου».

«Το περίμενα. Να πω ότι δεν το περίμενα; Ναι αλλά, έχετε χωρίσει, πάει αυτός. Τι τον σκέφτεσαι; Τον θέλεις πίσω;»

«Χαζή είσαι; Μετά από αυτά που πέρασα; Όχι, δεν τον θέλω, αλλά…»

«Αλλά, τι».

«Να… Γιατί με εμένα δεν έκανε αυτά που έκανε με την άλλη… Αυτό με τρώει».

«Τι έκανε με την άλλη, δηλαδή;»

«Παιχνίδια… Ερωτικά… Με εμένα έκανε έρωτα τρία λεπτά στα μουγγά, και μετά κοιμόταν».

«Και με την άλλη, τι έκανε; Και πού ξέρεις εσύ τι έκανε με την άλλη;»

«Ξέρω. Τους είδα. Δεν στα έχω πει όλα για να μη σε στενοχωρήσω. Ήταν τότε με το δικαστήριό σου, δεν ήθελα να σε απασχολώ με τα δικά μου. Σου έχω κρύψει κάποια πράγματα».

«Τι μου έχεις κρύψει δηλαδή; Να ανησυχώ;»

«Να μην ανησυχείς, όχι. Απλώς, είχα πάει στο σπίτι εκεινής, της ερωμένης του. Αυτό δεν σου έχω πει. Μπήκα με τα κλειδιά της παραδουλεύτρας της. Πεντακόσια ευρώ μού στοίχισε να πάρω τα κλειδιά για μισή ώρα. Τόσα την χαρτζιλίκωσα για να δεχτεί να μου τα δώσει. Ήταν πολυκατοικία. Μου έδωσε κλειδί και της εισόδου και του διαμερίσματος. Ήξερα πως ο άλλος θα ήταν μέσα, είχα ψάξει το κινητό του και είχα δει το μήνυμα με το ραντεβού. Είναι και ηλίθιοι μερικοί άντρες. Δεν σβήνουν τα μηνύματα που πρέπει να σβηστούν. Μπήκα αθόρυβα. Εκείνοι ήσαν στην κρεβατοκάμαρα. Μου είχε πει η παραδουλεύτρα πού ακριβώς ήταν η κρεβατοκάμαρα και δεν έψαξα. Περπατούσα προσεχτικά, φορούσα παπούτσια κρεπ, αθόρυβα. Πλησίασα στην πόρτα και τους άκουσα. Έβαλα με προσοχή το κεφάλι μου να δω. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Δυσκολεύομαι να σου περιγράψω τη σκηνή που αντίκρισα…»

«Λέγε».

«Το δωμάτιο ήταν στρωμένο με μοκέτα. Τα παράθυρα ήταν κλειστά και ήταν αναμμένα δυο αμπαζούρ. Εκείνος ήταν πεσμένος στο πάτωμα στα τέσσερα. Γυμνός. Η άλλη στεκόταν όρθια μπροστά μου, γυμνή κι αυτή και πετούσε στη μοκέτα χαρτονομίσματα.

»‘Θες λεφτά, μωρό μου;’ έλεγε με πάθος. ‘Θέλω να σε βλέπω να μπουσουλάς με το πρόστυχό σώμα σου και να τα μαζεύεις ένα – ένα…’ Έριχνε το ένα χαρτονόμισμα μετά το άλλο και εκείνος μπουσούλαγε και τα μάζευε. ‘Ώστε θες να σε πληρώνω για το πήδημα που κάνουμε, έ; Θα σε πληρώνω μωρό μου, αλλά θα σκύβεις γυμνός και θα μαζεύεις τα φράγκα μου από το πάτωμα. Θα ‘χεις όσα θέλεις. Αλλά μόνο με αυτόν τον τρόπο…’ Κοίταζα για λίγα λεπτά χωρίς να με πάρουν είδηση. Ήταν απορροφημένοι στο παιχνίδι τους. Όταν ο άλλος μάζεψε και το τελευταίο χαρτονόμισμα από τη μοκέτα, γονάτισε κι αυτή στο πάτωμα, τον έριξε ανάσκελα κι άρχισε να του φιλάει το πουλί. Εκείνος βογκούσε. ‘Θα σου δώσω κι άλλα γι’ αυτό το υπέροχο πουλί σου’, του έλεγε. Κάπου εκεί, έκανε αυτή να τραβήξει τα μαλλιά της πίσω και καθώς ανασήκωσε το κεφάλι με είδε. Πετάχτηκε τρομαγμένη. Έβγαλε κραυγή. Ο άλλος γύρισε προς την πόρτα να δει τι συμβαίνει και πάγωσε. ‘Τι θες εσύ εδώ…’ είπε κατάχλωμος. Πλησίασα, πήρα τα χαρτονομίσματα από το χέρι του, ένα μάτσο χαρτονομίσματα πρέπει να σου πω πως ήταν, των διακοσίων ευρώ, άνοιξα την τσάντα μου και τα έβαλα μέσα. Με κοίταζαν σαν χαμένοι. Θα πρέπει να γυάλιζε το μάτι μου γιατί έβλεπα τρόμο στα μάτια τους. Δεν αντέδρασαν. ‘Έχω να πληρώσω την τράπεζα και τα ρέστα που θα μείνουν θα τα βάλω στην άκρη για τα γεράματά μου’, είπα. Γύρισα την πλάτη κι έφυγα. Δεν κουνήθηκε κανείς από τους δυο τους, δεν άκουσα τον παραμικρό θόρυβο μέχρι που βγήκα από την πόρτα. Είχαμε συνεννοηθεί με την παραδουλεύτρα να αφήσω τα κλειδιά  σ’ ένα τραπεζάκι στο χολ. Δεν επρόκειτο να ξαναπάει σ’ αυτό το σπίτι έτσι κι αλλιώς, είχε χάσει τη δουλειά της μετά από αυτό που έκανε, το ξέραμε και οι δύο• η άλλη θα καταλάβαινε αμέσως με ποιο κλειδί μπήκα στο σπίτι της, αλλά είχα φροντίσει να τη συστήσω σε μια γειτόνισσά μου και τώρα δουλεύει σ’ αυτήν.

»Είδες, αδελφή μου, πού πάνε τα λεφτά που εμείς δεν έχουμε; Πετιώνται σε μοκέτες για να μπουσουλάνε οι μπούληδες γυμνοί και να τα μαζεύουν. Είδες;»

«Για να καταλάβω, η απορία σου εσένα τώρα είναι γιατί ο μπούλης δεν έκανε μαζί σου αυτά που έκανε με την άλλη; Και θα σου άρεσε, δηλαδή, να τον βλέπεις να σέρνεται γυμνός στο πάτωμα, να μαζεύει χαρτονομίσματα; Να σου πω, μην το προχωράς άλλο, άστο. Κρίμα είναι. Είμαστε δύο αδελφές όλες κι όλες. Δεν έχουμε άλλη. Η μία είναι στη φυλακή και η άλλη με αυτά που λέει κινδυνεύει να βρεθεί σε ψυχιατρείο Κρίμα είναι. Άστο. Μην το συνεχίζεις. Μία από τις δυο μας πρέπει να παραμείνει έξω από ίδρυμα».

«Γιατί είμαι για ψυχιατρείο; Μια χαρά φυσιολογικός άνθρωπος είμαι. Να μου πεις για τον άλλον, μάλιστα, να συμφωνήσω. Εκείνος δηλαδή είναι νορμάλ που ερεθίζεται μαζεύοντας γυμνός χαρτονομίσματα από το πάτωμα; Με μένα υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσε να κάνει έρωτα γιατί δεν ερεθιζόταν».

«Είναι αφροδισιακό, αδελφή μου, το χρήμα. Κάποιοι έχουν στύση κανονική μαζί του. Τι απορίες είναι αυτές που έχεις στη ηλικία σου; Εμένα το χρήμα με έστειλε στη φυλακή, ξέχασες; Ακάλυπτες επιταγές. Εμπόριο. Το μαγαζί μου με τα ρούχα δέκα χρόνια συνεπέστατο ήταν με την εφορία, μία φορά δεν μπόρεσα να καλύψω επιταγές κι ο νόμος καύλωσε. Του σηκώθηκε. Δεν είδε χρήμα και αντέδρασε σαν νταβατζής που η πουτάνα τού κρύβει χαρτονομίσματα. Με πήδησε. Με τιμώρησε. Βιασμός είναι αυτός. Έτσι το εκλαμβάνω εγώ. Για μερικές χιλιάδες ευρώ».

«Δεν βλέπω την ώρα να βγεις από δω μέσα. Τον άλλο μήνα θα έχω το ποσό για την αποφυλάκιση και θα γυρίσεις στο σπίτι. Κάνε λίγη υπομονή ακόμα».

«Κι εσύ σταμάτα να σκέφτεσαι τον μπούλη και τη μοκέτα. Είσαι τρελή, πάντως. Μπήκες σε ξένο σπίτι σαν τον κλέφτη».

«Ο κλέφτης, αδελφή μου, είναι υποκειμενική έννοια. Εμένα με ληστεύουν οι τράπεζες που έχουν επιτόκιο μεγαλύτερο από τους τοκογλύφους. Μπροστά στις τράπεζες, εγώ που μπήκα κρυφά στο σπίτι μιας ανώμαλης που πετάει χαρτονομίσματα στη μοκέτα για να τα μαζέψει ένας γυμνός κακόμοιρος παντρεμένος, φαντάζω αστεία υπόθεση…»

 

 

Ημέρα, Σάββατο.

Μήνας, Ιούνιος.

Ώρα, βραδινή.

Φέτος.

Η συγκάτοικός μου κοιμάται. Είναι ήσυχη. Τα είπε και ξελάφρωσε. Σταμάτησε να βρίζει κι άρχισε να κοιτάζεται στον καθρέφτη. Κακό, βέβαια, αυτό. Διότι έκανε τη φυλακή σπίτι της. Συνήθισε το κελί. Αισθάνεται οικεία εδώ μέσα.

«Πού ‘σαι», μου είπε πριν μέρες. «Ηλικιωμένη γυναίκα και της έκαναν έξωση. Να το ξαναπώ: ηλικιωμένη γυναίκα. Δεν τη σεβάστηκαν καθόλου. Ο πατέρας της το ’40 ήταν αντάρτης, μετά βρήκε δουλειά στο Πέραμα. Η μάνα της ήταν παραδουλεύτρα. Κακουχίες πολλές η οικογένειά της, τους έχασε τους γονείς της νωρίς. Έμεινε μόνη. Αδέλφια δεν είχε. Οι συγγενείς την είχαν κάνει πέρα, για τα πολιτικά. Δεν ανακατευόντουσαν με τα Κόμματα γιατί δεν θέλανε μπλεξίματα με την αστυνομία, της είχαν πει. Μεγάλωσε μόνη της, δούλεψε μόνη της, πήγαινε στην εκκλησία μόνη της, έκανε τον σταυρό της μόνη της. Έναν αρραβώνα είχε κάνει, δεν τα βρήκαν τελικά, ο άλλος ήθελε να πάνε στο χωριό για να είναι κοντά στους γονείς του, εκείνη ήθελε να μείνει στην Κοκκινιά για να είναι κοντά στους τάφους των γονιών της. Πήγαινε κάθε Σάββατο και άναβε το καντήλι τους. Τον χαλάσανε τον αρραβώνα, χώρισαν. Δεν ξανάκανε σχέση, έμεινε ανύπαντρη. Είχε βρει δουλειά σ’ ένα μεγάλο μαγαζί με γυναικεία ρούχα, στον Πειραιά, πωλήτρια. Είχε πάει από κοπέλα εκεί κι έμεινε μέχρι που το μαγαζί έκλεισε πριν χρόνια, με την οικονομική κρίση. Τα αφεντικά την αγαπούσαν. Έφευγαν για δουλειές και την άφηναν μόνη. Είχε το εμπόρευμα στην ευθύνη της, το ταμείο, τα πάντα. Τα κουμαντάριζε σαν να ήταν αυτή το αφεντικό. Πήγαινε νωρίς το πρωί και καθάριζε ράφια, πατώματα, τζάμια. Ακούραστη, φιλότιμη. Έπλενε τα χέρια της μετά, έβαζε κρέμα για να είναι περιποιημένα όταν θα έπιανε τα ρούχα και καθόταν πίσω από τον πάγκο της, σαν στρατιώτης στο καθήκον.

»Μπαίνουμε στη δεκαετία της ύφεσης. Οικονομικά τα πράματα δυσκολεύουν. Τα αφεντικά στενοχωρημένα της κάνουν πρόταση να εργάζεται λιγότερες ώρες και να αμείβεται λιγότερο. Εκείνη δεν θέλησε να μειώσει τις ώρες εργασίας της. Εξακολουθούσε να απασχολείται οκτάωρο και αμειβόταν για έξι. Όσο πέρναγε ο καιρός η ύφεση μεγάλωνε. Μαγαζιά στον Πειραιά έκλειναν το ένα μετά το άλλο, χρεοκοπίες, αυτοκτονίες. Κάπου εκεί, το ένα αφεντικό έπαθε την καρδιά του, σταμάτησε το εμπόριο κι έμεινε στο σπίτι, ο συνέταιρός του δεν άντεξε να κρατήσει για πολύ το μαγαζί μόνος του και το έκλεισε. Εκείνη έψαξε για δουλειά αλλού, γύρισε όλο τον Πειραιά και τα περίχωρα, δεν βρήκε τίποτα. Ήταν μεγάλη πια στην ηλικία και δεν την ήθελαν. Πήρε μειωμένη σύνταξη κι επιπλέον ξεκινούσε τα χαράματα από την Κοκκινιά με το πρώτο πρωινό λεωφορείο και πήγαινε στο Κερατσίνι στην ιχθυόσκαλα κι έπλενε πάγκους. Στην Κοκκινιά την είχα γειτόνισσα. Έτσι την ξέρω. Ήταν τρία χρόνια που είχα έρθει από το χωριό και δούλευα σ’ ένα τυροπιτάδικο στον Πειραιά. Είχα βρει ένα φθηνό σπίτι ακριβώς απέναντι από το δικό της. Εκείνη έμενε σ’ ένα ισόγειο δυάρι κι από πάνω ήταν άλλος ένας όροφος που έμεναν οι ιδιοκτήτες. Άνοιγε το παράθυρο και την έβλεπα να βγάζει στο περβάζι βασιλικό. Όλα αυτά που ξέρω για τη ζωή της τα έμαθα από τη σπιτονοικοκυρά μου που ήξερε τα πάντα για όποιον έμενε σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων. Δυστυχώς, κάποια στιγμή άρχισε να χρωστάει ενοίκια. Είχα ακούσει ότι χρωστούσε αρκετά. Αυτό της δημιούργησε προβλήματα με τους ιδιοκτήτες, ένα ιδιότροπο ζευγάρι. Της έπιανα κουβέντα πού και πού αλλά την έβλεπα απόμακρη και δεν επέμενα. Ευγενική όμως, έσκυβε το κεφάλι της και, μ’ ένα χαμόγελο που δεν το ολοκλήρωνε, το άφηνε μισό, απομακρυνόταν. Δεν ξέρω πόσο χρονώ ήταν αλλά με όλα αυτά που είχε περάσει είμαι σίγουρη ότι έδειχνε μεγαλύτερη από την ηλικία της.

»Ήταν μια μέρα που δεν είχα πάει στο τυροπιτάδικο γιατί είχα πυρετό. Είχα φτιάξει ένα τσάι και το έπινα ζεστό. Ακούω έξω φασαρία. Τραβάω την κουρτίνα, κοιτάω. Βλέπω απέναντι στο σπίτι της κάποιους να μεταφέρουν έπιπλα. Στην αρχή δεν κατάλαβα. Νόμιζα ότι η ηλικιωμένη γυναίκα μετακομίζει. Αλλά δεν ήταν αυτό. Τελικά την έδιωχναν οι ιδιοκτήτες και είχε έρθει επιμελητής με εργάτες και της έβγαζαν τα πράγματα στο δρόμο. Την είδα να κλαίει. Εκεί, γύρισε το μάτι μου ανάποδα. Άφησα το φλιτζάνι που κρατούσα και βγήκα έξω με τον πυρετό. Φορούσα τη νυχτικιά μου κι από πάνω μια ζακέτα. Και παντόφλες. Ούτε παπούτσια δεν φόρεσα.

»‘Γιατί τη διώχνεις, ρε, τη γυναίκα;’ φωνάζω στον κουστουμαρισμένο επιμελητή. ‘Είναι μεγάλη, δεν έχει κανέναν, πού θα πάει; Στο δρόμο θα μείνει;’ ‘Κάνε στην άκρη, κυρά μου!’ μου απαντάει εκείνος. Πλησιάζω έναν εργάτη που κρατούσε μια καρέκλα και την πήγαινε σ’ ένα φορτηγάκι παρκαρισμένο πιο κει. Τα πόδια της καρέκλας ήταν φθαρμένα και η ταπετσαρία στις γωνίες σχισμένη. Πιάνω την καρέκλα με θυμό και τη σφίγγω στα χέρια μου. Ο εργάτης την κρατούσε με δύναμη. Τη σφίγγω περισσότερο και την τραβάω να του την πάρω. Η γυναίκα έξω στην πόρτα του σπιτιού έκλαιγε συνέχεια. ‘Ας ‘τους, κορίτσι μου’, έλεγε με αναφιλητά. Η καρέκλα ήταν στα χέρια και των δυο μας. Την τραβούσαμε και οι δύο, καθένας προς το μέρος του. Δεν ξέρω πού βρήκα τη δύναμη κάποια στιγμή και την αρπάζω με ορμή και του την παίρνω. Εκείνος ήταν ένας αδύνατος μικρόσωμος άνθρωπος, αξύριστος, μου θύμιζε τους παπατζήδες που έβλεπα στα στενά του Πειραιά. Με κοίταζε άγρια. ‘Δώσε την καρέκλα, μωρή!’ μου λέει. Με το μωρή, και καθώς κρατούσα ακόμα την καρέκλα, άρχισα να την κοπανάω πάνω του. Είχα πυρετό, οι παντόφλες από τα πόδια μου είχαν βγει, πατούσα ξυπόλητη στο δρόμο και παρόλα αυτά βαρούσα την καρέκλα πάνω του με μανία. Ο βλάκας δεν απομακρυνόταν. Αφού με έβλεπε, είχα σαλτάρει, δεν έφευγε από κοντά μου. Προσπαθούσε να μου πάρει την καρέκλα και γω τον χτυπούσα με αυτήν. Δεν ήρθε κανείς να με σταματήσει. Ίσως φοβόντουσαν, δεν ξέρω. Άκουγα φωνές γύρω μου, ‘σταμάτα, τι κάνεις, άσε τον άνθρωπο να κάνει τη δουλειά του’, αλλά ήταν σαν να ακούω μια βουή.

»Το θέμα ήταν ότι, κάθε φορά που τον χτυπούσα με την καρέκλα αισθανόμουν ότι βάραγα κι έναν διαφορετικό άνθρωπο από αυτούς που με είχαν βασανίσει στη ζωή μου. Αισθανόμουν ότι χτυπάω τη δασκάλα που με είχε τιμωρήσει επειδή αντέγραψα σ’ ένα διαγώνισμα, χωρίς καν να μπει στον κόπο να με ρωτήσει γιατί δεν διάβασα, για να μου έδινε την ευκαιρία να της απαντήσω ότι στο σπίτι μας δεν είχαμε θέρμανση και το προηγούμενο βράδυ που είχε χιονίσει κρύωνα πολύ, έτρεμα, πώς να διαβάσω. Η μάνα μου με είχε στην αγκαλιά της για να ζεσταθώ αλλά έτρεμε κι αυτή, και πατέρα δεν είχα, και άλλα πολλά να της έλεγα. Χτυπούσα κι έναν πρόστυχο στο τυροπιτάδικο, φορτηγατζή, που ερχόταν κάθε τόσο να πάρει τυρόπιτα και καφέ και μου έλεγε ότι θέλει να με πηδήσει μέσα στο φορτηγό, όπως πηδάει αυτές που του κάνουν ωτοστόπ στην εθνική, όταν πηγαίνει στο εξωτερικό. Πέρασαν πολλοί από μπροστά μου. Ποιους να πρωτοαναφέρω… Όλη η στερημένη ζωή μου περνούσε από τα μάτια μου και δώστου και κοπάναγα την καρέκλα πάνω στον υπάλληλο που ήρθε να βγάλει δυο σαράβαλα επιπλάκια μιας φτωχής ηλικιωμένης στο δρόμο. Μέχρι που εκείνος έπεσε χάμω. Ούτε τότε σταμάτησα να τον βαράω. Εντέλει, κάποιος ήρθε και με σταμάτησε. Με πήγαν στο Αστυνομικό Τμήμα με πυρετό και με τη νυχτικιά. Στη συνέχεια με μετέφεραν στο νοσοκομείο γιατί στο Τμήμα έχασα τις αισθήσεις μου. Ψηνόμουν στον πυρετό τρεις μέρες. Καθόταν αστυνομικός έξω από τον θάλαμο συνέχεια.

»Έμαθα πως εκείνη την ηλικιωμένη την πήγαν σε κάποιο ίδρυμα φιλοξενίας αστέγων. Η μάνα μου ήρθε από το χωριό για να είναι κοντά μου στη δίκη και μένει ακόμα στο σπίτι στην Κοκκινιά. Ο άλλος, για καλή μου και καλή του τύχη, δεν πέθανε. Είχε αιμάτωμα στο κεφάλι και άλλα τραύματα στο σώμα, αλλά έζησε. Καταδικάστηκα για πρόκληση σοβαρής σωματικής βλάβης από πρόθεση. Ο δικηγόρος είπε ότι τον άλλο μήνα αποφυλακίζομαι. Ηλικιωμένη γυναίκα, ρε συ, και την πετάγανε στο δρόμο. Ανάλγητοι άνθρωποι. Ούτε σκυλί δεν πετάς. Μόνο κάτι αρουραίους έβλεπα να τους κυνηγούν με στειλιάρια στην Πάτρα, για να τους βγάλουν έξω από τα σπίτια. Τους αρουραίους, το καταλαβαίνω να τους πετάς έξω από το σπίτι. Τους ανθρώπους, όμως; Που δεν έχουν πού να πάνε; Ηλικιωμένους; Πού είναι η πρόνοια, πού είναι το κράτος και πού το κράτος πρόνοιας;

»Το χρήμα, φιλενάδα, έχει τη δύναμη να πετάει στο δρόμο ψυχές. Είναι Νονός, το χρήμα. Καμόρα. Είναι τόσο βουτηγμένο στη διαφθορά που για να εξασφαλιστεί η προστασία του το φυλάνε σε τράπεζες με τα ίδια μέτρα ασφαλείας που φυλάνε οι μπράβοι τα αφεντικά τους στις παρακρατικές εγκληματικές οργανώσεις…»

 

Ημέρα, Τετάρτη.

Μήνας, Ιούλιος.

Ώρα, μεσημεριανή.

Φέτος.

Πρώτη μέρα αποφυλάκισης. Μετά τη φασαρία και τις φωνές της φυλακής η ησυχία του σπιτιού είναι θεραπεία. Είναι ιαματικό νερό που πέφτει πάνω σε κόκκαλα με ρευματισμούς. Τράβηξα την κουρτίνα, κοίταξα έξω. Τα λουλούδια στο μπαλκόνι, όλους αυτούς τους μήνες, τα πότιζε η αδελφή μου. Ο ιβίσκος είχε βγάλει τέσσερα τεράστια πανέμορφα πορτοκαλί άνθη. Τα βασιλικά ήταν καταπράσινα. Η λεβάντα, το δενδρολίβανο, οι ελιές, όλα εκεί. Το μπαλκόνι μου είναι ο κήπος μου. Ο άντρας μου έσβηνε τα τσιγάρα του στο χώμα τους. Έβρισκα γόπες φυτεμένες στις γλάστρες και του έκανα παράπονα. Τα βαριόταν τα λουλούδια, βαριόταν κι εμένα. Ένας χρόνος που μ’ έχει εγκαταλείψει, ένας χρόνος που τα λουλουδάκια μου ανασαίνουν σε χώμα που δεν έχει γόπες. Του τηλεφώνησε η αδελφή μου όταν μπήκα φυλακή και τον ενημέρωσε. «Είπα ότι ίσως θέλεις να το ξέρεις», του είπε. «Ας πρόσεχε», της απάντησε και το ‘'κλεισε.

Τον πρώτο καιρό της σχέσης μας του είχα πει ότι ο πατέρας μου στο γάμο μου θα μου έδινε λίρες, όπως είχε δώσει και στην αδελφή μου όταν παντρεύτηκε. Το είπα αθώα, πιο πολύ επειδή καμάρωνα που ο αγαπημένος μου πατέρας φύλαγε χρυσές λίρες για δώρο στους γάμους των παιδιών του.

«Πόσες;» είχε ρωτήσει.

«Πολλές», του είχα πει. «Νομίζω πως είναι δύο χιλιάδες λίρες Αγγλίας». Έμεινε για λίγο αμίλητος και μετά είπε: «Έχουμε μιλήσει για γάμο και σου έχω πει ότι είναι στα σχέδιά μου. Σου έχω πει επίσης ότι έχω επαγγελματικό δίπλωμα οδήγησης. Αν μπορέσω να αγοράσω φορτηγό ψυγείο σκοπεύω να συνεργαστώ με μια μεγάλη βιομηχανία γάλακτος. Θα είμαι εξωτερικός συνεργάτης, θα μεταφέρω γάλατα σε όλα τα σούπερ μάρκετ της Αττικής. Την Κυριακή πάμε στους γονείς σου; Θα σε ζητήσω επίσημα σε γάμο».

Δεν ήταν κάνα τρελός έρωτας, αλλά δεν έδωσα σημασία. Παντρέψου τον, σκέφτηκα, και θα αγαπήσεις τα παιδιά που θα κάνεις μαζί του. Το πρώτο πράμα που είπε την Κυριακή στους γονείς μου ήταν, «τι ωραίο που είναι το κατσικάκι σας! Μακάρι να ξέρει και η κόρη σας να μαγειρεύει τόσο νόστιμα!» Το δεύτερο πράμα ήταν, «τις λίρες που μου έχει πει η κόρη σας ότι θα της δώσετε, τις θέλουμε πριν τον γάμο». Ξέρω ότι εκείνη τη στιγμή τού πατέρα μου του ανέβηκε η πίεση. Γνωρίζω το χρώμα του προσώπου του και πότε αλλάζει απόχρωση ανάλογα με αυτά που νοιώθει, καλύτερα από όλους τους γιατρούς του κόσμου. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα και ξανά ‘ρθε κρατώντας ένα πάνινο σακούλι. Μαξιλαροθήκη ήταν, που μέσα είχε τις λίρες. Τις αδειάζει αμίλητος πάνω στο τραπέζι, δίπλα στην πιατέλα με τα αποφάγια από το κατσίκι. Το χρυσάφι έλαμψε. «Δυο χιλιάδες λίρες Αγγλίας», λέει στον μέλλοντα γαμπρό. «Να τις μετρήσουμε», λέει ο μέλλων γαμπρός. Η μάνα μου σηκώθηκε αμίλητη να πάει να φτιάξει καφέδες. Μετά από πολλή ώρα και πολλές ντάνες με λίρες στο τραπέζι, ο μέλλων γαμπρός λέει, «λείπει μια λίρα, έτσι δεν είναι;» Πράγματι, έλειπε μία. Οι λίρες ξαναμετρήθηκαν δύο φορές. Στο σπίτι για ώρα δεν ακουγόταν τίποτα, παρά μόνο εκείνος ο χαρακτηριστικός ήχος από χρυσές λίρες όταν η μία πέφτει πάνω στην άλλη.

Έγινε ο γάμος, ο πατέρας μου αγόρασε από την τράπεζα μια ολόχρυση λίρα για να συμπληρώσει εκείνη που έλειπε, ο γαμπρός πήρε κι άλλη προίκα, πήρε το φορτηγό ψυγείο, συνεργάστηκε με την γαλακτοβιομηχανία, παιδιά δυστυχώς δεν ήρθαν, προβλήματα στις ωοθήκες είπαν οι γιατροί, άνοιξα τη μπουτίκ με τα ρούχα, στην αρχή πήγαινε καλά, μετά το φορτηγό εκείνου άρχισε να μην έχει δουλειές γιατί η γαλακτοβιομηχανία αγόρασε δικά της φορτηγά και σταμάτησε τους εξωτερικούς συνεργάτες, και βέβαια όπου σταματάει να ρέει το χρήμα σταματάει να ρέει και η αγάπη. Δυστυχώς. Κι αυτό, επειδή εμείς οι άνθρωποι είμαστε κωλόπαιδα. Επειδή, την ευτυχία την έχουμε συνυφασμένη με την οικονομική ευμάρεια. Επειδή, ουσιαστικά, δεν αγαπάμε το χρήμα, οπότε το κακομεταχειριζόμαστε• ή το σπαταλάμε σαν παλιόχαρτο ή το καταχωνιάζουμε σε μπαούλα σαν παιδί που γεννήθηκε άρρωστο κι εμείς ψυχασθενείς κι αμόρφωτοι το κρύβουμε στο κοτέτσι για να μην το δει η γειτονιά.

Έκοψα επιταγές από το μπλοκ της μπουτίκ κι έδωσα στον άντρα μου. Είχε χρέη. Είχε αρχίσει να παίζει χαρτιά. Άλλη κακοποίηση της ύλης, αυτή. Αισχρή κακοποίηση. Το χρήμα, στα χέρια τζογαδόρων, είναι πρέζα στα χέρια εθισμένων. Βγήκαν ακάλυπτες οι επιταγές, βέβαια. Έγινε κατάσχεση στο χρεωμένο φορτηγό, ο άντρας μου το ‘βαλε στα πόδια σαν ποντικός που πηδάει πρώτος από το καράβι που βουλιάζει, εγώ μπήκα φυλακή κι όταν εκείνος το ‘μαθε είπε στην αδελφή μου: «ας πρόσεχε». Τέλος πάντων… Από βδομάδα ξανανοίγω την μπουτίκ. Θα κάνω μια προσπάθεια ακόμα. Άμα πάει καλά, έχει καλώς. Άμα δεν πάει, έχω τα βασιλικά μου.

Πρώτη ημέρα αποφυλάκισης, σήμερα… Όταν άρχισε να σουρουπώνει άνοιξα το πορτατίφ και κάθισα στον καναπέ. Το χέρι μου μύριζε δυόσμο από πριν που τον χάιδεψα. Πήρα να διαβάσω τον αγαπημένο Παπαδιαμάντη. «Tὰ Πτερόεντα δῶρα». Ένας άγγελος κατεβαίνει στη Γη να δώσει δώρα στους ανθρώπους• το αστέρι της συνείδησης, την αύρα της ψυχής και τη ζωή της καρδιάς. Απογοητεύεται όμως από τις πράξεις των ανθρώπων και παίρνει τα θεία δώρα κι επιστρέφει στους ουρανούς.

Το διήγημα ξεκινάει έτσι:

«Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως».

Και τελειώνει έτσι:

«Ὑπέφωσκεν ἤδη ἡ πρωία τῆς πρωτοχρονιᾶς, καὶ ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ παρηγορηθῇ, εἰσῆλθεν εἰς μίαν ἐκκλησίαν. Ἀμέσως πλησίον τῆς θύρας εἶδεν ἀνθρώπους νὰ μετροῦν νομίσματα, μόνον πὼς δὲν εἶχον παιγνιόχαρτα εἰς τὰς χεῖρας· καὶ εἰς τὸ βάθος, ἀντίκρυσεν ἕνα ἄνθρωπον χρυσοστόλιστον καὶ μιτροφοροῦντα ὡς Μῆδον σατράπην τῆς ἐποχῆς τοῦ Δαρείου, ποιοῦντα διαφόρους ἀκκισμοὺς καὶ ἐπιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ἄλλοι μερικοὶ ἔψαλλον μὲ πεπλασμένας φωνάς: Τὸν Δεσπότην καὶ ἀρχιερέα!

Ὁ Ἄγγελος δὲν εὗρε παρηγορίαν. Ἐπῆρε τὰ πτερόεντα δῶρά του ― τὸ ἄστρον τὸ προωρισμένον νὰ λάμπῃ εἰς τὰς συνειδήσεις, τὴν αὔραν, τὴν ἱκανὴν διὰ νὰ δροσίζῃ τὰς ψυχάς, καὶ τὴν ζωήν, τὴν πλασμένην διὰ νὰ πάλλῃ εἰς τὰς καρδίας, ἐτάνυσε τὰς πτέρυγας, καὶ ἐπανῆλθεν εἰς τὰς οὐρανίας ἁψῖδας».

 



Δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2020              στο τεύχος Νο 64  του περιοδικού  
                  «δε|κατα» με θέμα: 

«Ο Χρόνος είναι Χρήμα είναι Χρέος». 

Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού, ποιητή και συγγραφέα, Ντίνο Σιώτη, 
                    για τη δημοσίευση.