Powered By Blogger

Translate

19 Οκτωβρίου 2022

Δυο φιλενάδες συζητούν στο τηλέφωνο - Διήγημα




Δυο φιλενάδες συζητούν στο τηλέφωνο

 

Διήγημα



 

- Καλημέρα αγαπημένη μου!

- Καλημέρα!

- Ενοχλώ;

- Όχι. Μόλις έβαλα τη χορτόπιτα στο φούρνο. Έχω βάλει και πλυντήριο. Όταν γίνει η πίτα θα πάω στο φαρμακείο.

- Αχάραγα ξύπνησες;

- Οκτώ το πρωί το λες και αχάραγα. Πε μου τι κάνεις;

- Φιλεναδούλα μου, η απάντηση που μπορώ να σου δώσω συμπυκνώνεται σε δυο λέξεις: θέλω κατοικίδιο.

- Κι άλλο; Αφού έχεις, τον Ρόξυ.

- Ο Ρόξυ είναι σκύλος.

- Το ξέρω.

- Εγώ θέλω κατοικίδιο.

- Κι ο Ρόξυ τι είναι;

- Μωρό μου, δεν με καταλαβαίνεις. Θα βρω άλλη φιλενάδα που να με καταλαβαίνει.

- Λοιπόν, πάμε πάλι από την αρχή. Λέγε, σε ακούω.

- Φιλεναδούλα μου, γεια σου. Θέλω κατοικίδιο.

- Συνέχισε.

- Εννοώ άντρα.

- Αγαπημένη μου, τι πίνεις πρωί-πρωί;

- Καφέ. Διπλό.

- Να σου πω, μάλλον αυτά που μου λες πρέπει να είναι παρενέργειες του καφέ. Μπορεί να σε πειράζει η καφεΐνη. Και μάλιστα καφές διπλός. Μην ξαναπιείς. Άστο. Θα χειροτερεύσεις. Πίνε τσάι.

- Θα συνεχίσω σαν να μην σε άκουσα: λοιπόν, μωρό μου, θέλω άντρα.

- Οκέι, τώρα το διατύπωσες καλύτερα. Παρόλα αυτά, αυτό με τον καφέ να το κοιτάξεις.

- Άντρα κατοικίδιο.

- Ρε, συ! Μη με σκας! Αισθάνομαι σαν να παθαίνω εγκεφαλικό! Πονάει το μυαλό μου όταν σε ακούω! Πες μου με δικά σου λόγια τι ακριβώς εννοείς, κάνε μια προσπάθεια. Ανησυχώ μήπως εκδηλώνεις συμπτώματα αλτσχάιμερ.

- Λοιπόν, μη με διακόπτεις. Άκου με. Εντάξει; Και θα καταλάβεις τι λέω. Μη μιλάς.

- Εντάξει.

- Το κατοικίδιο, τι είναι; Η έννοια κατοικίδιο, τι συμπεριλαμβάνει; Κατοικίδιο, σύμφωνα με τα λεξικά που κοίταξα, είναι ένα επιλεγμένο ζώο από κάποιον άνθρωπο για προστασία ή ψυχαγωγία.

- Ισχύει.

- Μη μιλάς, λέμε. Χάνω τον ειρμό μου. Τι έλεγα;

- Τον ορισμό του κατοικίδιου.

- Ωραία, Οπότε, αν κατοικίδιο, είναι ένα επιλεγμένο ζώο από κάποιον άνθρωπο για προστασία ή ψυχαγωγία, τότε γιατί ο άντρας να μην ονομάζεται και αυτός κατοικίδιο; Αφού τον επιλέγω για την ψυχαγωγία μου. Μη σου πω και για την προστασία μου.

- Ερώτηση κάνεις; Περιμένεις απάντηση;

- Όχι, δεν κάνω ερώτηση. Συλλογισμό κάνω. Μη μιλάς, είπαμε. Άσε με να ολοκληρώσω. Λοιπόν, αν άντρας, μέχρι τώρα πάντα, και σύμφωνα βεβαίως με αυτά που ξέρουμε, είναι κάποιος που μόλις σε παντρευτεί αρχίζει και βαριέται την ώρα και τη στιγμή που κατοικεί στο ίδιο σπίτι μαζί σου και που περνάει καλύτερα με τις αντροπαρέες και τα ξενοπηδήματά του, και αν από την άλλη κατοικίδιο είναι ένα επιλεγμένο ζώο για την προστασία και την ψυχαγωγία του ανθρώπου, τότε επιλέγω να θέλω έναν κατοικίδιο άντρα. Πώς το ακούς;

- Βρε φιλεναδούλα μου, με τσάκισες πρωί-πρωί! Δηλαδή, μου ανατρέπεις όλη μου την κοσμοθεωρία για τον έρωτα και τον άντρα! Δεν με λυπάσαι;

- Γιατί, ποια είναι η κοσμοθεωρία σου για τον έρωτα που ξαφνικά ανατρέπεται;

- Η κοσμοθεωρία μου είναι ένας έρωτας ξέρω γω, που μπαίνει με θόρυβο στην ήσυχη ζωούλα σου και σε ξαφνιάζει, που σε ξεβολεύει απότομα από την κοσμάρα σου που ζούσες μέχρι τότε, που σου κάνει το τραπέζι στα γενέθλιά σου σ’ ένα υπόγειο μαγειρείο στην Πλάκα με σπιτικό φρικασέ που το μαγείρεψε η μάνα του ταβερνιάρη ξέρω γω, και μετά που σε πηδάει στα Αναφιώτικα πίσω από μια ανθισμένη βουκαμβίλια. Και τα χαράματα που έχει πιάσει βροχή σε πάει σπίτι του, βάζει βινύλιο στο πικάπ - γιατί τι διάολο εξαιρετικός έρωτας θα ήταν αυτός χωρίς να έχει βινύλια με τη φωνάρα της Τζάνις - και σου προσφέρει ένα πανάκριβο μπράντι σε κρυστάλλινο ποτήρι, ξέρω γω. Αυτό.

- Φιλεναδούλα μου αγαπημένη, άσε τα σενάρια επιστημονικής και σχιζοφρενικής φαντασίας και άκου το εξής: Ξέρεις γιατί μια ζωή είμαστε πιο πολύ μόνες παρά σε σχέση ή γάμο; Ξέρεις γιατί γουστάραμε τρελά τη συχωρεμένη τη Μαριανίνα Κριεζή που έγραψε τον κορυφαίο στίχο, «όλη η ζωή μου ήταν ένας χωρισμός;»

- Όχι, δεν ξέρω, για πες.

- Επειδή είχαμε από μικρές το ταλέντο ή το τικ, - δεν ξέρω τι από τα δύο, ίσως και τα δύο -, να μπερδεύουμε τους άντρες με τους σκύλους. Θέλαμε δίπλα μας ένα ον πιστό και αντί να πάρουμε σκύλο που είναι γεννημένος να είναι πιστός, παίρναμε έναν άντρα και του βάζαμε λουρί στο λαιμό. Τον κάναμε σκύλο, δηλαδή, τον άντρα. Και χάναμε τα αυγά μας και τα πασχάλια μας. Είχαμε πάντα την αναθεματισμένη επιθυμία οι άλλοι να τρέχουν πίσω από εμάς και να μας υπηρετούν, και ξεχνούσαμε ότι και οι άλλοι το ίδιο ακριβώς ήθελαν από εμάς. Ένα τικ που το έχω κι εγώ, το παραδέχομαι, και σου τηλεφωνώ πρωί-πρωί και σου λέω αυτά που σου λέω. Συμφωνείς φιλεναδούλα μου;

- Τίμιο ακούγεται.

 

(Σιωπή για λίγο).

 

- Εδώ είσαι;

- Πού να είμαι;

- Δεν σε ακούω να μιλάς και είπα μπας και πήγες να δεις την χορτόπιτα.

- Η χορτόπιτα είναι εντάξει, αλλά σκέφτομαι.

- Τι σκέφτεσαι;

- Να, ότι τελικά εμείς οι άνθρωποι, άντρες - γυναίκες, είμαστε εγωιστές, όπως και να το κάνεις. Θέλουμε ο σύντροφός μας να έχει τα χαρακτηριστικά του σκύλου γιατί το πρώτο χαρακτηριστικό στον χαρακτήρα του σκύλου είναι η πίστη. Θέλουμε κάποιον δίπλα μας να μας έχει αφεντικό. Να μην ξενοκοιτάει. Να κοιτάει στα μάτια μόνο εμάς. Να τον εγκαταλείπουμε στο δρόμο κι αυτός να έρχεται τρέχοντας στο σπίτι μας και να χτυπάει την πόρτα μας. Να κουλουριάζεται μόνο στη δική μας αγκαλιά. Να είναι στη φύση του να μας κρατάει συντροφιά μέχρι να πεθάνει – αυτός ή εμείς. Να μας παρέχει ασφάλεια, ότι άμα μας πειράξει κάποιος θα τον δαγκώσει στο λαρύγγι. Δεν ξέρω βρε φιλεναδούλα μου αλλά ώρες-ώρες αναρωτιέμαι μήπως  κάποιες από εμάς τις γυναίκες που δινόμαστε με πάθος στους σκύλους, που τους αγοράζουμε πανάκριβα δερμάτινα λουριά, τους ταίζουμε γκουρμέ σκυλοτροφές, τους πλένουμε με ειδικά σαμπουάν εισαγωγής, είναι επειδή δεν βρήκαμε στους άντρες την αφοσίωση που θέλαμε και εντέλει τη βρήκαμε στους σκύλους. Θέλω να πω, πολλές φορές αγαπάμε τα ζώα όχι επειδή είμαστε αληθινά φιλόζωοι αλλά επειδή το ζώο, και ειδικά ο σκύλος, εξυπηρετεί το εγώ μας, μας καλύπτει τις ανάγκες που δεν μας καλύπτουν οι άνθρωποι γύρω μας.

- Παίζει και αυτό μωρό μου, συμφωνώ. Εγώ, όταν χώρισα με τον Χαράλαμπο, όταν με κοίταξε ψυχρά και μου είπε την κουβέντα: «μαζεύω τις βαλίτσες μου και φεύγω - μην προσπαθήσεις να με σταματήσεις», βγήκα στο δρόμο με δύσπνοια, σαν να μου έλειπε ο αέρας• θυμάμαι, βρήκα ένα αδέσποτο σκυλάκι, το αγκάλιασα, το έσφιξα πάνω μου κι έβαλα τα κλάματα. Το αδέσποτο έβγαζε έναν παράξενο σιγανό ήχο, σαν να λυπόταν, σαν να έκλαιγε και αυτό. Κουνούσε τη ουρίτσα του τόσο αργά σαν να καταλάβαινε την κακή μου διάθεση και καθόταν ήσυχο για να μην με ενοχλεί ούτε με τις κινήσεις του. Ήμουν τόσο θλιμμένη και τόσο χαμένη στις σκέψεις μου που επιστρέφοντας στο σπίτι δεν σκέφτηκα να το πάρω μαζί μου. Και το καημένο, με ακολούθησε μέχρι την εξώπορτα. Μπήκα στο σπίτι κλείνοντας με δύναμη την πόρτα και εκείνο έμεινε έξω βγάζοντας εκείνον τον σιγανό ήχο θλίψης… Την άλλη μέρα που ξεθόλωσα κάπως από το κλάμα το έψαξα και δεν το βρήκα πουθενά. Καλά να πάθω, όμως. Κάποιες φορές λέω ότι τελικά ίσως και να μας αξίζουν οι Χαραλάμπηδες που έρχονται στη ζωή μας και μας εγκαταλείπουν για μια μικρότερη, όπως επίσης και τα αδέσποτα που χάνονται όταν τα αναζητούμε ενώ αυτά μας κουνούσαν την ουρίτσα τους για να τους δώσουμε μια στέγη. Τέλος πάντων… Ευτυχώς που αργότερα βρήκα το αδεσποτάκι τον Ρόξυ και είναι τόσο γλυκό πλάσμα!    

- Συμφωνώ, μωρό μου. Αλλά τελικά, πού καταλήγουμε;

- Ιδέα δεν έχω φιλεναδούλα μου γλυκιά. Πες εσύ ως πιο ψύχραιμη.

- Θες τη γνώμη μου;

- Θέλω.

- Αγαπημένο μου, η γνώμη μου είναι να πεις ένα ευχαριστώ στη ζωή σου που έχεις τον σκυλάκο σου τον Ρόξυ, ένα άλλο ευχαριστώ που έχεις δυο φιλεναδούλες στα δύσκολα και στα εύκολα, στην αρρώστια και στην υγεία, και επίσης ένα μεγάλο ευχαριστώ που μετά τον Χαράλαμπο έχεις την μανούλα σου να λες μια καλημέρα σε άνθρωπο. Εγώ, ξέρεις πολύ καλά, είμαι και χωρισμένη και ορφανή. Άμα πνίγομαι καμιά μέρα να πω μια καλημέρα σε άνθρωπο κι εσείς οι φίλες μου λείπετε, βγαίνω στο μπαλκόνι τάχα να τινάξω το χαλάκι της εξώπορτας μπας και δω καμιά γειτόνισσα να πιάσουμε κουβέντα.

- Ξεχνάς ότι η μανούλα μου έχει άνοια.

- Όχι, καθόλου δεν το ξεχνάω. Θυμάμαι μάλιστα πολύ καλά ότι η μανούλα σου έχει ελαφριά άνοια. Έτσι δεν είναι;

- Ελαφριά, ξελαφριά, η μανούλα μου έχει άνοια, φιλενάδα. Της πάω τον καφέ το πρωί και ο μεγάλος μου φόβος είναι μην ακούσω να μου λέει την ατάκα: «τίνος είσαι εσύ;»

- Παίξε με την κατάσταση βρε φιλενάδα! Μην την αφήνεις να σε παίρνει από κάτω. Πήγαινέ της τον καφέ και πριν προλάβει να μιλήσει εκείνη πέταξε εσύ την ατάκα «τίνος είσαι εσύ» και άσε τη να σε κοιτάει σαν να βλέπει ξωτικό. Δηλαδή, δημιούργησε περιβάλλον ανάλαφρο, κάνε χιούμορ, συμπεριφέρσου σαν να έχεις μπροστά σου ένα κοριτσάκι που πρέπει να του χτενίσεις τα μαλλάκια. Τι θες δηλαδή τώρα, να αρχίσουμε συζήτηση για τις μάνες μετά τους άντρες και να πούμε και πάλι ότι θα θέλαμε να είχαμε κατοικίδιες μάνες; Κάποια σούπερ ντούπερ υπερόντα να μας ξεσκάνε αντί να μας σκάνε και να μας προστατεύουν; Αφού, παρόλα αυτά, είναι αγαπημένες, οι καημένες! Με την άνοιά τους, με τα σκατά τους, με τα καλά τους. Εγώ όταν έχασα τη μάνα μου ήταν σαν να κόπηκαν οι ρίζες που με κρατούσαν στη γη. Ξεριζώθηκα. Άστο, φιλενάδα. Μη το ψάχνουμε καλύτερα. Άντρες, έρωτες, σκύλοι, μάνες, φίλοι, για μια προστασία και μία ψυχαγωγία ψάχνουμε όλοι στη ρημάδα τη ζωή και με αυτόν τον καημό πεθαίνουμε. Να σου πω, μυρίζει η πίτα. Πρέπει να πάω να τη δω. Να κλείσουμε και να τα ξαναπούμε το απόγευμα; Ξέρεις, θα σου τηλεφωνούσα κι εγώ να σου έλεγα ότι στον Πειραιά παίζουν την Αντιγόνη. Θες να πάμε το Σάββατο;

- Αγαπημένη μου, δεν μπορώ άλλο τα δράματα! «Όλη η ζωή μου ήταν ένας χωρισμός», δεν τα είπαμε;

-  Οκέι, έχεις δίκιο. Πάμε τότε σε μπαράκι. Με ροκ και φαγητό. Να βρούμε κάναν κατοικίδιο ροκά. Συμφωνείς;

- Τίμιο ακούγεται…

 



Δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2022 στο τεύχος  Νο 71

      του περιοδικού  «δε|κατα» με θέμα: «Κατοικίδια».     

   Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού  ποιητή και συγγραφέα,

                                                 Ντίνο Σιώτη,  για τη δημοσίευση.       





 




30 Ιουλίου 2022

Περασμένα Καλοκαίρια


Ελευσίνα 2018 - 2020. Φωτογραφία Βασίλης Μακρής.
(Στην εικόνα αυτή συνυπάρχουν με μια μεταφυσική σχέση και αρμονία
όσα δομούν μέσα μου την έννοια ''καλοκαίρι'':
ένα λευκό άγαλμα που η πέτρα του ζεματάει κάτω από τον ήλιο,
ένα φουγάρο εργοστασίου πιο πίσω
και το βάθος η θάλασσα
καθώς τη διασχίζει ένα εμπορικό καράβι. Τίποτ' άλλο).

 

Ελληνικό καλοκαίρι είναι ο παλιατζής που φωνάζει στις τρεις το μεσημέρι έξω από το ανοιχτό παράθυρό μου «παλιές μπαταρίες, παλιά θερμοσίφωνα».

Το βιβλίο με την αραβική ποίηση επίσης, κι αυτό κατακαλόκαιρο είναι, αφημένο πάνω στο τραπεζάκι της βεράντας με τον σελιδοδείκτη στους στίχους του Ομάρ Αμπί Ραμπία: «Δεν υπάρχει έρωτας πέρα από τον έρωτά μου. Μονάχα αν ξεπεράσεις το θάνατο και την τρέλα…» (Μετάφραση: Ελένη Κονδύλη - Μπασούκου).

Ο Κολομβιανός μετανάστης γείτονας στο απέναντι τριώροφο που φωνάζει στο κινητό, κι αυτό ελληνικό καλοκαίρι είναι, με την όμορφη μητέρα του με τα χρωματιστά φουστάνια και τα βραχιόλια, τα μαύρα μαλλιά και τα βαμμένα σπασμένα νύχια, που ακολούθησε τον γιο της στην άκρη του κόσμου, κι αυτή καλοκαίρι είναι, εξωτικό και ταυτόχρονα ελληνικό αγαπημένο καλοκαίρι. 

Η ζέστη,

αυτή η αφόρητη ζέστη με τα τζιτζίκια κρυμμένα στα πεύκα που δεν σταματάνε ούτε τη νύχτα, ίσως μόνο στις τρεις το πρωί οπότε και σωπαίνουν για λίγες ώρες και αχάραγα σχεδόν αρχίζουν πάλι όλα μαζί σαν συνεννοημένα – ναι, τα τζιτζίκια είναι μια κατηγορία από μόνα τους που ονομάζεται «καλοκαίρι».

Ο ιδρώτας.

Η ξυπολισιά πάνω στο δροσερό μαρμάρινο πάτωμα, το λεκιασμένο από το καρπούζι που έσταξε χάμω, αγαπημένο ελληνικότατο καλοκαίρι είναι. 

Η σκοτεινή ανάμνηση του Θ. που πήγε καλοκαιριάτικα μόνος στην Κρήτη κι όταν επέστρεψε μου αφηγήθηκε πως, η ομορφότερη ανάμνησή του από το νησί ήταν η Γερμανίδα που είχε κάτσει πάνω του νύχτα στην παραλία κι όπως ήταν ξαπλωμένος με τη  γυμνή τουρίστρια να κουνιέται πάνω του κοιτούσε τα αστέρια και τι μαγικά που ήταν… 

Ο τρίλεπτος έρωτας με τον Σ. στο αυτοκίνητό του, καλοκαίρι είναι και αυτός,

και η μυρωδιά του μετά πάνω στα ρούχα μου που τα φόραγα για ώρα χωρίς να πλυθώ για να τον μυρίζω - ένα μείγμα από εικοσιπεντάχρονο γυμνασμένο κορμί και αρωματικό σαπούνι μαζί με ιδρώτα, και στο μυαλό μου ο διάλογος μαζί του πριν φύγει: Εγώ: «Θα με σκέφτεσαι;» Εκείνος: «Μέχρι να βάλω το κλειδί στην πόρτα. Όταν μπω στο σπίτι ο νους μου θα πάει ακαριαία στη γυμνή από τη Μάνη που θα με περιμένει στο κρεβάτι…» Εγώ: «Μα, μόλις το έκανες μαζί μου…» Εκείνος: «Μωρό μου, σε λίγο θα το κάνω πάλι και με τη γυμνή από τη Μάνη που θα με περιμένει στο κρεβάτι. Πίστεψέ με, δεν λέω ψέματα…» Η αναθεματισμένη αλήθεια του και ο έρωτας μαζί του που διήρκησε όσο και το καλοκαίρι. Τρία λεπτά με μένα στο αμάξι του και την υπόλοιπη νύχτα με τη Μανιάτισσα στο κρεβάτι του. Και δεν έλεγε ψέματα. Το ήξερα. Ήταν καλοκαίρι και η αλήθεια του με έκαιγε πιο πολύ και από τους σαράντα βαθμούς υπό σκιά της Αθήνας. 

Καλοκαίρι είναι η ξυπόλητη τσιγγάνα που πουλάει καρβουνάκια, σκόρδα και σφουγγάρια στη λαϊκή, με το μικρό τσιγγανάκι στο πλάι να τρώει ξυλάκι παγωτό, με το μισό παγωτό να τρέχει λιωμένο πάνω στο λερωμένο μπλουζάκι του με τη στάμπα που γράφει Αστέρας Τρίπολης. 

Καλοκαίρι είναι τα χρέη του χειμώνα, του ρεύματος και του αερίου, που έγιναν διακανονισμοί και τους βρίσκεις καλοκαιριάτικα μπροστά σου.

Το οστεοφυλάκιο με τα οστά του πατέρα και της μητέρας, αυτός ο παγωμένος τεράστιος θάλαμος που μοιάζει με ανατριχίλα σε πύργο ταινίας θρίλερ, στον οποίο δεν πας τον χειμώνα γιατί η παγωνιά εκεί μέσα χειροτερεύει  χειμωνιάτικα οπότε πας από την άνοιξη και μετά, άρα καλοκαίρι είναι να μπορείς να πας στο οστεοφυλάκιο των γονιών σου για ένα κεράκι που θ’ ανάψεις. 

Το μωρό στην κούνια με την πάνα και την πιπίλα που κοιμάται σαν άγγελος που αντικρίζει τη νιρβάνα, καλοκαίρι είναι, με ριγμένα τα τούλια από την κορυφή της κούνιας να σχηματίζουν πυραμίδα, σαν τις βουδίστριες δασκάλες του ζεν που διαλογίζονται κάτω από πυραμίδα. 

Καλοκαίρι είναι η ανάμνηση της Μαρίας, πολλά χρόνια πριν, καθώς μου μιλούσε για τον Διονύση, στην οδό Ανθέων, μ’ ένα ποτήρι κρασί στο χέρι και μου έλεγε με βραχνή φωνή: «Μωρό μου, τον αγαπάω, πεθαίνω γι’ αυτόν, τι θα κάνω;» Καλοκαίρι και πάντα καλοκαίρι ήταν όταν έκλαιγε για τους έρωτές της. Ένα παράξενο πράγμα, σπάνια χώριζε χειμώνα. «Μεταφυσικό αυτό», έλεγε, δεν έβρισκε άλλη εξήγηση. Πάντα μια ζεστή αποπνικτική μέρα έμενε μόνη και το σπίτι της ερμητικά κλειστό, με το αιρ κοντίσιον ανοιχτό, παλιό μοντέλο, με εκείνο το ενοχλητικό βουητό και τα τσιγάρα να ανάβουν το ένα μετά το άλλο κι όλο ο Διονύσης στο στόμα της σαν έρπις που δεν θεραπεύεται και πονάει αναθεματισμένα: «Θέλω να τον παντρευτώ, να τον ξεπεράσω, με κάθε γάμο που κάνω ξεπερνάω ακαριαία αυτόν που παντρεύομαι…» Τέσσερις γάμους έκανε η Μαρία και στους τέσσερις χόρεψε ξυπόλητη οριεντάλ πάνω σε σπασμένα γυαλιά από τα ποτήρια που μόνη της τα έσπαγε, και πάντα καλοκαιριάτικα οι χωρισμοί της και το βουβό κλάμα της επίσης, ανάκατα με το μουρμουρητό της: «του είπα να πάμε στις Κυκλάδες φέτος το καλοκαίρι, να νοικιάσουμε ένα σπίτι σ’ ένα βράχο, να κοιτάμε το πέλαγο και να κοιμόμαστε νωρίς τα βράδια, και μου είπε πως αν ήξερε πως μετά τον γάμο θα ήμουν τόσο βαρετή θα ξόδευε τα χρήματα που στοίχισε το δαχτυλίδι αρραβώνων σε πούρα Αβάνας και θα εξακολουθούσε να με συναντάει μόνο τις Κυριακές, πριν την αθλητική Κυριακή…» 

Η Μαραθιά στη Φωκίδα, δίπλα στη Ναύπακτο, ελληνικό καλοκαίρι είναι. Οι πέτρες στη θάλασσα που τις κατεβάζει το ποτάμι, το καθαρό νερό της θάλασσας, το ξωκλήσι της Παναγιάς κάτω από τον ίσκιο των πλατανιών δίπλα στα κύματα, το βρωμόπαιδο με το βλέμμα του πάνω στη γύμνια μου όταν έκανα ηλιοθεραπεία, ελληνικό καλοκαίρι είναι. Εκείνο το βλέμμα του… Μια κατηγορία από μόνο του. Ένα ολόκληρο καλοκαίρι το βλέμμα του… 

Τα παγωτά Nirvana. Η σπιτική λεμονάδα σε συνταγή του Γιώργου. Το μαξιλάρι κατά τις τρεις το πρωί που είναι μούσκεμα από τον ιδρώτα στα μαλλιά. Η ανάγκη για μια γουλιά παγωμένο νερό. Κουζίνα με κλειστά μάτια και τουαλέτα μετά. Ελληνικό καλοκαίρι. 

Τα βασιλικά. Το κοράλλι. Ο πορτοκαλί ιβίσκος. Η λεβάντα. Το δενδρολίβανο. Το πελαργόνι. Το πότισμα όταν πέφτει ο ήλιος. Ελληνικό καλοκαίρι. 

Το ΒΟΞ στα Εξάρχεια, ελληνικό καλοκαίρι από τα καλά, από τα πολύ καλά, με Γούντι Άλεν και μπύρα από το μεταλλικό κουτί και πιτόγυρο από τον Κάβουρα. Βόλτες μετά, με το φεγγάρι να φωτίζει τα νεοκλασικά στον περιφερειακό του Λυκαβηττού και η Δεξαμενή τα χαράματα με το πήδημα στα όρθια πίσω από τους θάμνους. Η ανάσα του. Ο ήχος του φερμουάρ στο παντελόνι του που ανεβαίνει. Που φεύγει μετά μ’ ένα «γεια, τα λέμε». Το σκληρό πρόστυχο στόμα του που δε μιλούσε ποτέ για αγάπη. 

Ελληνικό καλοκαίρι είναι το αγωνιώδες μέτρημα που κάνεις στο ημερολόγιο να τελειώσει επιτέλους το καλοκαίρι, να φύγει η ανυπόφορη ζέστη, να αδειάσει το μετρό από τους τουρίστες που πηγαίνοντας για το αεροδρόμιο κοιμούνται με τα πόδια πάνω στις βαλίτσες, και εσύ κουρασμένη πας στο σπίτι, δεν ταξιδεύεις και έχεις πολύ καιρό να γεμίσεις μια βαλίτσα και να μπεις σ’ ένα αεροπλάνο. Καλοκαίρι είναι να τελειώνει ο Αύγουστος και η δροσιά του Σεπτέμβρη να σε ανακουφίζει, να βάζεις Janis Joplin να ακούς χωρίς να ιδρώνεις παρά μόνο να ανατριχιάζεις με τη θεία φωνή και μετά να θες και Τζόνι Μίτσελ και λευκό μαρτίνι με μπόλικο πάγο και μετά να θες και Ρόρι Γκάλαχερ κι άλλο μαρτίνι και χαράματα να θες να ακούσεις Μπέλλου ή αλλιώς Σωτηρία τη λατρεμένη, να την ακούς να λέει λίγο πριν φανεί η ανατολή πίσω από τον Υμηττό: «απ’ τις βαθιές μου τις πληγές το αίμα αργοσταλάζει και τώρα που ζητώ στοργή κανείς δεν με κοιτάζει – περιπλανώμενη ζωή, περιπλανώμενο κορμί». 

Τίποτ’ άλλο δεν είναι καλοκαίρι παρά η ανάμνηση ενός παγωτού χωνάκι που γλείφαμε μαζί και ενώναμε τις γλώσσες μας στη λιωμένη σοκολάτα και ξανά το ίδιο το επόμενο Σάββατο το βράδυ και πάλι το ίδιο το επόμενο Σάββατο, μέχρι να ‘ρθει το φθινόπωρο, μέχρι τις πρώτες ψύχρες, μέχρι τον χωρισμό. Τον επόμενο χωρισμό. Καλοκαίρι είναι ο στίχος της Μαριανίνας που χάθηκε πρόσφατα και νωρίς, αφού ευτυχώς πρόλαβε και έγραψε τον πιο μεστό της στίχο: «όλη η ζωή μου ήταν ένας χωρισμός». Καλοκαιρινός χωρισμός, συμπληρώνω εγώ. Και το κλείνω εδώ.

                                                                   

Δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2022 στο τεύχος  Νο 70

      του περιοδικού  «δε|κατα» με θέμα: «Ελληνικό Καλοκαίρι».     

   Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού  ποιητή και συγγραφέα,

                                                 Ντίνο Σιώτη,  για τη δημοσίευση.                                                                                              



                                                           




13 Ιουλίου 2022

Η φυλή της λευκής παντόφλας




Διάβαζα προ καιρού ένα άρθρο στο internet ότι οι νέες οικογένειες σήμερα, ηλικίες 30 και κάτι, έχουν υιοθετήσει τη λευκή μαλακή παντόφλα των ξενοδοχείων για να τη φορούν όσοι έρχονται στο σπίτι τους. Δηλαδή, όταν δέχονται φίλους, στο χωλ υπάρχουν πάντα αρκετά ζευγάρια με λευκές παντόφλες, αυτές τις λεπτές σαν τσιγαρόχαρτο, και υποχρεώνουν (ευγενικά, πάντα) τους φίλους να βγάλουν τα παπούτσια τους και να τις φορέσουν. Με τον τρόπο αυτό οι νεαροί οικοδεσπότες αποφεύγουν, λέει, τη βρωμιά των παπουτσιών στο χαλί ή στο παρκέ ή στο πάτωμα εν γένει. Κυρίως όμως, λένε, ότι με αυτόν τον τρόπο προστατεύουν την υγιεινή του παιδιού τους εάν αυτό είναι μικρό και ακόμα μπουσουλάει ή είναι μεγαλύτερο και απλά κυκλοφορεί στο σπίτι με τα καλτσάκια του.

Στο άρθρο μίλησαν δυο ζευγάρια που είπαν πόσο άνετα νοιώθουν και αυτοί και οι φίλοι τους όταν τα σαββατόβραδα μαζεύονται σε κάποιο σπίτι και ενώ ο καθένας φοράει τα δικά του ρούχα στα πόδια τους έχουν όλοι τα λευκά μαλακά παντοφλάκια των ξενοδοχείων για τους ξένους.

Κάπου εκεί το άρθρο τέλειωνε και δεν μπορώ να θυμηθώ αν ο τίτλος «η φυλή της λευκής παντόφλας» ήταν του άρθρου ή δικός μου.

Και βέβαια, καθόμουν μετά και σκεφτόμουν τα δικά μου. Δηλαδή, τι μουσική, για παράδειγμα, ακούν αυτά τα άτομα; Ροκ; Μπα! Χαρούλα με Θάνο Μικρούτσικο; Μπα! Τζορτζ Μπένσον σε τίποτα soul jazz σολαρίσματα; Μπα! Γιώργο Μαργαρίτη; Μπα! Ρόζα Εσκενάζι; Μπα! Παύλο Σιδηρόπουλο; Μανώλη Αγγελόπουλο; Μπα και ξανά μπα! Δεν μου «έδενε» η εικόνα της λευκής μαλακής παντόφλας και της δωδεκάποντης γόβας στο χωλ με όλους τους πιο πάνω καλλιτέχνες. Με τίποτα, όμως.

Μετά πήγαινα στα φαγητά. Και δηλαδή, σκεφτόμουν, τι τρώει άραγε η φυλή της λευκής παντόφλας στις μαζώξεις της; Σπιτική σπανακόπιτα που έφτιαξε κάποια κοπέλα από τη μάζωξη και την έφερε μέσα σε ταπεράκια; Μπα! Παστίτσιο με χωριάτικη χοντρή μπεσαμέλ τρία δάχτυλα και κιμά που υπήρχε στην κατάψυξη ένα μήνα; Μπα! Κεφτεδάκια με δυόσμο; Τυρόπιτα με φύλλο σε συνταγή της θείας Σούλας; Μπα και ξανά μπα. Δεν έβρισκα με τίποτα τι τρώει αυτή η φυλή με τα λευκά μαλακά παντοφλάκια ξενοδοχείου.

Άσε, δε, το κρασί! Δεν τους έκανα με τίποτα εικόνα να φοράνε λευκά μαλακά παντοφλάκια ξενοδοχείου και συγχρόνως να πίνουν για παράδειγμα το φημισμένο πανάκριβο σκούρο κρασί Ornellaia από την Τοσκάνη. Τους είχα ικανούς όλους αυτούς να πίνουν τσάι του βουνού ακόμα και με το φαγητό τους, ντοματοχυμό, νερό με λεμόνι, και τότε κάπως σχημάτιζα και μια αμυδρή εικόνα για το πιάτο τους, ότι μάλλον τρώνε αυτό το ανατολίτικο τυρί «τόφου» από γάλα σόγιας και ότι στο γεύμα τους υπάρχει απαραίτητα αβοκάντο, ρύζι μπασμάτι και αραβικές πιτούλες αντί για ψωμί.

Έπειτα το προχώρησα λίγο πάρα πέρα και προσπάθησα να τους κάνω εικόνα να κάνουν έρωτα: μάλλον, μου έκαναν άτομα που πηδιούνται στα μουγκά, για πέντε το πολύ λεπτά, και μετά η κοπέλα ισιώνει το σεντόνι για άλλα πέντε λεπτά και λέει στον σύντροφό της που είναι στο μπάνιο: «αγάπη, μη βάλεις πολλή κρέμα νυκτός, δεν έχουμε άλλο βαζάκι». (Αγάπη, σκέτο. Χωρίς το κτητικό «μου». Όχι «αγάπη μου». «Αγάπη», σκέτο. Οι κτητικότητες δεν μου ταίριαζαν με τα άτομα που φοράνε λευκά παντοφλάκια ξενοδοχείου. Τους νοιώθω κάπως ξένους ακόμα και μεταξύ τους. Ότι δεν έχουν κυλιστεί στα πατώματα για έναν έρωτα. Ότι δεν έχουν κλάψει. Δεν έχουν λερώσει το χαλί με ξερατό από μεθύσι στεναχώριας).

Ως εδώ άντεξα να κάνω εικόνα ανθρώπους στην καθημερινότητά τους που δεν τους ξέρω, και που μου είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να μπω στη λογική τους.

Συνήλθα, κάνοντας εικόνα τις δικές μου παρέες και συνήθειες. Θυμήθηκα έντονα μία από αυτές: Σάββατο βράδυ, πριν χρόνια, βρέχει καταρρακτωδώς, έχουμε κανονίσει να μαζευτούμε οι φιλενάδες στης Μαρίας στο Χαλάνδρι. Φτάνουμε με βρεγμένα μαλλιά και ρούχα και καθόμαστε στο σαλόνι. Η Μαρία φέρνει πετσέτες του μπάνιου και μας στεγνώνει τα μαλλιά. Μας σερβίρει κόκκινο κρασί να ζεσταθούμε και πάει στο πικ απ. Βάζει το «κοιμήσου εσύ κι εγώ θα ονειρεύομαι». Λατρεία αυτό το κομμάτι. Η Θέτις λικνίζεται μόνη της με κλειστά μάτια, μετά ξαπλώνει στον καναπέ με τις μπότες της. Τις βρεγμένες. «Μωρό μου, να τις βγάζω;» ρωτάει τη Μαρία. «Όχι μωρό μου», απαντάει εκείνη, «χέστηκα για τον καναπέ, εσύ να είσαι καλά…». Μετά παραγγέλνουμε ψητό κοτόπουλο σούβλας από ψησταριά του Χαλανδρίου. Το κατασπαράζουμε. Η Μαρία τρελαίνεται για τις πέτσες τις αλειμμένες με το χοντρό πιπέρι. Τις τρώει και στο τέλος δεν πάει να πλύνει τα χέρια της. Τα σφουγγίζει με μια χαρτοπετσέτα και ανάβει με λαδωμένα δάχτυλα τσιγάρο. Το σαλόνι της μυρίζει αποφάγια από κοτόπουλο και βαριά τσιγάρα. Μετά τελειώνει ο δίσκος με τη Χαρούλα και η Μαρία βάζει Μπέλλου με λαδωμένα δάχτυλα. «Ψέματα ήτανε ό,τι κι αν έλεγα, ψέματα ήτανε, δεν σ' αγαπούσα, είμαι παλιόπαιδο και σε βασάνισα, γιατί, λοιπόν, να κλαις για μένα, να πονάς». Κι έρχεται το πρωί και μπαίνει ένα χειμωνιάτικο φως από τις γρίλιες. Βρέχει ακόμα μ’ ένα σιγανό τσουρ τσουρ. Τα παπούτσια μας είναι ακόμα νωπά. Το ίδιο και το καλσόν που φοράμε. Το σαλόνι εξακολουθεί να βρωμάει αποφάγια από κοτόπουλο σούβλας και βρεγμένη δερματίνη από τις μπότες. Μια καύτρα από το τσιγάρο της Θέτιδας πέφτει στο ανατολίτικο ριχτάρι του καναπέ της Μαρίας και ανοίγει τρύπα. Γυρνάει η Θέτις και κοιτάει τη Μαρία ένοχα. «Δεν πειράζει, μωρό μου», της λέει εκείνη, «εσύ να είσαι καλά».

Έχει μπει για τα καλά η Κυριακή. Καλούμε ταξιά και φεύγουμε. Φιλιά, αγκαλιές.

Πολλά χρόνια μετά από αυτές τις μαζώξεις η Μαρία δεν ζει, η Θέτις ποιος ξέρει πού βρίσκεται, η Χαρούλα και η Μπέλλου εξακολουθούν να είναι θεάρες και η μυρωδιά από τη βρεγμένη δερματίνη μπότας είναι ακόμα συνυφασμένη μέσα μου με τα βροχερά βράδια που τα ζέσταινε ένα ποτήρι κρασί, ένα μπούτι κοτόπουλου σούβλας και η αγάπη μιας φιλίας. Ευκαιριακής ή όχι φιλίας δεν με αφορά. Με αφορά η ζεστασιά της στιγμής εκείνης. Ακόμα και με τη βρεγμένη μπότα στο πόδι. Που δεν βγήκε ποτέ για να αντικατασταθεί με μαλακά λευκά παντοφλάκια ξενοδοχείου, παρόλο που τα πόδια μας κρυώνανε, παρόλο που λερώναμε την αυθεντική Μπουχάρα από το Πακιστάν της Μαρίας. Ε, και; Εμείς να είμαστε καλά.



28 Μαΐου 2022

Ο Βενετσιάνος κύριος Τζίτζι και ο Δόγης - Διήγημα

Συνοικία Dorsoduro, Venezia


Ο Βενετσιάνος κύριος Τζίτζι και ο Δόγης

Διήγημα

Τον κύριο στη φωτογραφία τον είχα συναντήσει κάποτε στη Βενετία, στη συνοικία Ντορσοντούρο. Ήταν μια τυχαία συνάντηση. Κατοικούσα στο Μιλάνο τότε και είχα έρθει στη Βενετία για μια δουλειά για τρεις ημέρες μόνο και θα ξανάφευγα. Τον γνώρισα ένα μεσημέρι που πήγα για φαγητό σε μια Τραττορία. Τον έλεγαν Τζίτζι. Ήταν εκτιμητής έργων τέχνης και συνεργαζόταν με το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Συλλογή Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ» που στεγάζεται στο Παλάτσο Βενιέρ Ντέι Λεόνι, ένα παλάτι του 18ου αιώνα, οικία της ίδιας της Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ για τριάντα χρόνια.

Ο κύριος Τζίτζι γοητευόταν πολύ από την κλασική βενετσιάνικη τέχνη, συγχρόνως όμως και από τα έργα των φουτουριστών και Αμερικανών μοντερνιστών της σχολής του κυβισμού, του σουρεαλισμού και του εξπρεσιονισμού. Θα ‘θελε να είχε προλάβει χρονικά να συναντήσει προσωπικά την Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ, μου είχε πει στη μία και μοναδική συζήτηση που κάναμε, και ακόμα πιο πολύ να είχε την ευτυχία να αποτελεί μέλος του κοινωνικού της κύκλου όπως ο Αντρέ Μπρετόν, τον οποίο η κυρία Γκούγκενχαϊμ λάτρευε και θαύμαζε. «Τη φανταζόταν», μου είπε ο κύριος Τζίτζι, «να κάθεται αναπαυτικά σε μια πολυτελή γόνδολα, ντυμένη με κάποιο από τα αραχνοΰφαντα φορέματά της και τα ακριβά πέδιλα κάποιου Ιταλού σχεδιαστή, δίπλα της να είναι ξαπλωμένο το σκυλάκι της και να λέει στον γονδολιέρη: “Ο Μπρετόν, χρυσό μου! Ο αναρχικός, υπέροχος ποιητής μου! Πώς είπατε ότι λέγεστε;” να ρωτάει τον γονδολιέρη. “Μπρούνο, κυρία”, να απαντά η γονδολιέρης. “Λοιπόν, Μπρούνο, άκου τι έχει πει ο αγαπημένος μου Αντρέ: Η επανάσταση μόνη δημιουργός του φωτός. Κι αυτό το φως μπορεί να αναγνωρίσει μόνο τρεις δρόμους: την ποίηση, την ελευθερία, και τον έρωτα’. Δεν είναι υπέροχο, Μπρούνο, αυτό που είπε ο Αντρέ μου;»

Ο κύριος Τζίτζι κατοικούσε σ’ ένα αρχοντικό στο Κάμπο Σάντα Μαργκερίτα, κοντά στα μπαράκια που συχνάζουν φοιτητές - κάτι ατμοσφαιρικοί μικροί χώροι που μυρίζουν Campari, καφέ espresso, και άρωμα με κεχριμπάρι Ντονατέλα Βερσάτσε στο λαιμό των κοριτσιών με τα εφαρμοστά κοντά φουστάνια και το ανέμελο γέλιο. Τα μεσημέρια έτρωγε στην Τραττορία της σινιόρας Παολίνα. Εκεί συναντηθήκαμε. Ήταν η τελευταία ημέρα, την επομένη θα έφευγα από τη Βενετία. Πήγα στη συγκεκριμένη Τραττορία για να φάω τις καταπληκτικές μαριναρισμένες σαρδέλες που μου είπαν στην πανσιόν ότι έφτιαχνε η σινιόρα Παολίνα. Βρεθήκαμε να καθόμαστε δίπλα – δίπλα. Μου έκανε εντύπωση που σηκώθηκε κάποια στιγμή, πήγε έξω από την πόρτα κι έσκυψε και χάιδεψε το σκυλάκι του που το είχε δεμένο εκεί. Ακούστηκε να του λέει τρυφερά: «δεν αργώ, θα φάω γρήγορα και μετά θα πάμε βόλτα, έτσι;» Εκείνο κουνούσε την ουρίτσα του και τον κοίταζε αμίλητο στα μάτια. 

Ήρθε και ξανακάθισε στη θέση του. Σοβαρός, με το κουστούμι του, με τους ευγενείς τρόπους που έτρωγε το ριζότο με θαλασσινά κι έπινε με στητή πλάτη το λευκό κρασί του.

«Φαίνεται να το αγαπάτε πολύ το σκυλάκι σας!», του είπα αυθόρμητα χαμογελαστά.

Γύρισε και με κοίταξε. Χωρίς να είναι λερωμένο το στόμα του, πήρε τη λευκή πετσέτα και άγγιξε απαλά τα χείλη του. Μετά μου μίλησε.

«Τα ζώα είναι έργα τέχνης, κυρία μου. Κι εγώ την τέχνη την αγαπώ πολύ. Τζίτζι ντε Κάρλι. Σύμβουλος εξπρεσιονιστικής ζωγραφικής και γλυπτικής στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ», συστήθηκε. «Θα χαρώ μετά το φαγητό, και αν έχετε ελεύθερο χρόνο, να κάνουμε μια βόλτα μέχρι τη γέφυρα της Ακαδημίας όπου εκεί πίνω τον καφέ μου. Ο Δόγης, ο σκύλος μου, είναι ήσυχος. Δεν ενοχλεί».

«Ευχαρίστησή μου!», του είπα. «Δόγη, λοιπόν, λένε τον σκύλο σας».

«Γέννημα θρέμμα Βενετσιάνος, πώς αλλιώς να τον ονόμαζα», μου είπε και συνέχισε: «Όπως όλα τα ζώα είναι κι αυτός, ως σκύλος, ένας εικαστικός στοχασμός μέσα στη ζωή, τοποθετεί την παρουσία του δίπλα στον άνθρωπο συμμετέχοντας ενεργά στα καθημερινά δρώμενα. Installation, την έχουν αποκαλέσει από το ’60 την καλλιτεχνική αυτή ιδέα…»

Με τον κύριο Τζίτζι και τον Δόγη κάναμε μια μεγάλη βόλτα μετά το φαγητό στα στενά και στα κανάλια της Βενετίας. Διασχίσαμε τη Φονταμέντα Γκεραρντίνι δίπλα στο Ρίο Σαν Μπαρνάμπα, περάσαμε από το Κάλλε Ντέι Τσερκιέρι, φτάσαμε στην Πινακοθήκη της Ακαδημίας και καταλήξαμε στο Μπαρ Φοσκαρίνι που βρίσκεται άκρη – άκρη στη μεγάλη γέφυρα της Ακαδημίας, με τα τραπεζάκια του δίπλα ακριβώς στο Μεγάλο Κανάλι. Ο κύριος Τζίτζι πρότεινε να πιούμε Digestivo, το αλκοολούχο χωνευτικό ποτό που πίνουν οι Ιταλοί μετά το φαγητό. Συμφώνησα και του είπα να προτείνει όποιο ήθελε. Παρήγγειλε ένα υπέροχο Λιμοντσέλο, ή Λιμοντσίνο όπως το λένε στη Βόρεια Ιταλία, ένα λικέρ από ξύσμα λεμονιών, που φτιάχνουν ακόμα και στα σπίτια οι Ιταλοί, και παράγεται κυρίως στη Νότια Ιταλία στις περιοχές της ακτής Σορρέντο - Αμάλφι, στον κόλπο της Νάπολης και του Σαλέρνο. Εκεί, το ηφαιστειακό υπέδαφος, ευνοεί την ποικιλία που καλλιεργείται στη συγκεκριμένη περιοχή, καθώς η φλούδα των λεμονιών είναι πλούσια σε αρώματα και αιθέρια έλαια. Στην παρασκευή του πολλές φορές προστίθεται και βασιλικός. Άκουσα τον κύριο Τζίτζι να παραγγέλνει Λιμοντσέλο Βίλλα Μάσσα - Villa Massa• και ήταν ίσως, το ωραιότερο Λιμοντσέλο που έχω πιεί.

Προσπάθησα να καταλάβω αν μου έκανε φλερτ. Όχι, δεν έκανε. Θύμιζε αυτούς τους επιβάτες στα τρένα που κατά τη διάρκεια μιας δίωρης διαδρομής πιάνουν κουβέντα με τον συνεπιβάτη τους και του λένε όσα δεν έχουν πει ποτέ σε φίλο, ίσως επειδή ο συνεπιβάτης θα κατέβει στον επόμενο σταθμό και θα χαθεί στο πλήθος μαζί με όσα θα έχει ακούσει. Κάθε τόσο έβγαζε από την τσέπη του άγλυκα μπισκότα και έδινε στον Δόγη που είχε κουλουριαστεί στα πόδια του, κοίταζε το κανάλι, τους περαστικούς, τις γόνδολες, εμένα, και ξανά το κανάλι, τους περαστικούς, τις γόνδολες, συγχρόνως κάπνιζε, συγχρόνως έπινε το Λιμοντσέλο του και φαινόταν απλώς να απολαμβάνει τη στιγμή. Μου άρεσε που για κάποιο λόγο με είχε επιλέξει για συντροφιά του.

«Ώστε αύριο φεύγετε κιόλας από τη Βενετία, είπατε. Επιστρέφετε στο Μιλάνο».

«Μάλιστα. Ήρθα μόνο για να πάρω κάποια έγγραφα από το δημαρχείο για λογαριασμό μιας φίλης που είναι άρρωστη και δεν μπορούσε να έρθει και ξαναφεύγω. Πανέμορφη η Βενετία σας! Εσείς, Βενετσιάνος είστε;»

«Γεννήθηκα σ’ ένα αναγεννησιακό αρχοντικό στο Μεγάλο Κανάλι, κυρία Βιττόρια. Η μητέρα μου ήταν κοντέσα και μοναχοπαίδι. Η οικογένειά της, με τίτλους ευγενείας όλοι, είχε ένα από αυτά τα Παλάτσι που βρίσκονται κατά μήκος του Μεγάλου Καναλιού. Ερωτεύτηκε τον πατέρα μου που ήταν ο κηπουρός στο Παλάτσο. Παντρεύτηκαν παρά τις αντιρρήσεις των παππούδων μου. Ένα χρόνο αργότερα γεννιόμουν εγώ και συγχρόνως ο πατέρας μου έχανε στο καζίνο του Λίντο το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της μητέρας μου. Οι παππούδες μου πέθαναν λίγους μήνες αργότερα, με διαφορά μερικούς μήνες, από βαρύ εγκεφαλικό και οι δύο. Λίγο μετά τον θάνατό τους χανόταν στην πόκα ολόκληρο το Παλάτσο στο Μεγάλο Κανάλι. Σώθηκε μόνο ένα τριώροφο αρχοντικό στο Κάμπο Σάντα Μαργκερίτα, το σπίτι που μένω, η μόνη οικογενειακή περιουσία που μπόρεσε η μητέρα μου και γλύτωσε από το πάθος του πατέρα μου για τζόγο, χάρη στην οποία μπορώ και έχω σήμερα ένα σεβαστό εισόδημα. Κατοικώ στον τελευταίο όροφο και τα δύο πρώτα πατώματα τα ενοικιάζω κυρίως σε υπαλλήλους  Προξενείων. Διότι, μη νομίζετε ότι η δουλειά στο Μουσείο θα μου επέτρεπε να ζω με την οικονομική άνεση που ζω αυτή τη στιγμή. Σας κουράζω, μήπως;»

«Όχι! Καθόλου! Σας ακούω με μεγάλο ενδιαφέρον».

Ήπιε λίγο Λιμοντσέλο, έδωσε μπισκότο στον Δόγη, άναψε κι άλλο τσιγάρο και συνέχισε.

«Οικογένεια δεν ευτύχησα να κάνω. Ερωτεύτηκα κάποτε μια πανέμορφη κοπελίτσα δέκα εφτά χρόνων. Για ένα χρόνο κρατούσαμε κρυφή τη σχέση μας επειδή ήταν ανήλικη και δεν ήθελα να αισθανθούν άσχημα οι γονείς της. Εγώ ήμουν δέκα χρόνια μεγαλύτερός της. Ήταν Αμερικανίδα. Οι γονείς της είχαν έρθει στη Βενετία για να κάνουν επενδύσεις, σκόπευαν να αγοράσουν ένα αρχοντικό που είχαν δει σε μεσιτική εταιρεία που δραστηριοποιείται σε παγκόσμια κλίμακα και να το μετατρέψουν σε ξενοδοχείο, και κατόπιν να έφευγαν ξανά για το Λος Άντζελες - εκεί έμεναν. Στα γενέθλιά της όταν θα έμπαινε στα δέκα οκτώ, έκανε ένα μεγάλο πάρτι και κάλεσε και μένα. Ήθελε να με γνωρίσει στους γονείς της. Πήγα. Έλαμπε ολόκληρη! Το πάρτι ήταν πλούσιο, στο τραπέζι είχαν καραβίδες και κρασί Μοσκάτο Μπιάνκο από την κοιλάδα της Αόστα στις Άλπεις, στα σύνορα με την Ελβετία. Ο πατέρας της ήταν αρκετά μεγάλος, κατάλαβα ότι η μητέρα της θα πρέπει να τον είχε παντρευτεί για τα χρήματά του. Ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα η μητέρα της, τριάντα εννέα ετών τότε, που έμοιαζε με αυτές τις ξανθές υπεροπτικές γόησσες του Χόλυγουντ.

»“Ώστε, είσαι ερωτευμένος με την κόρη μου”, μου είπε κάποια στιγμή με βλέμμα που γυάλιζε από το αλκοόλ. Χαμογέλασα αμήχανα. “Σου έχει δείξει φωτογραφίες της μικρή; Την έχεις δει όταν ήταν μαθήτρια στο Λος Άντζελες; ” “Όχι”, της είπα. Με έπιασε από το χέρι και με πήγε στο βάθος του διαδρόμου. Ανεβήκαμε στον επάνω όροφο που ήταν οι κρεβατοκάμαρες. Μπήκαμε σε μία κι έκλεισε πίσω μας την πόρτα. Την κλείδωσε. Πήγε στο παράθυρο και άνοιξε τη βαριά κουρτίνα. Το βενετσιάνικο φως από το Μεγάλο Κανάλι γέμισε το χώρο. Το δωμάτιο ήταν διακοσμημένο με αναγεννησιακούς πίνακες και κρύσταλλα Μουράνο. Υπήρχαν παντού βάζα με λευκές ορχιδέες. Στάθηκε μπροστά στο φως και έβγαλε όλα της τα ρούχα. Έμεινε ολόγυμνη. “Μου αρέσεις”, μου είπε. “Η κόρη μου έχει καλό γούστο. Αλλά είσαι κάπως μεγάλος γι’ αυτήν. Δεν ξέρω τι θα κάνεις μαζί της, άλλωστε είναι ενήλικη πια, αλλά με εμένα θέλω να ξέρω πως θα σε βλέπω τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα. Κάποτε θα φύγω με την οικογένειά μου και θα επιστρέψω στην Αμερική. Αυτό σημαίνει ότι κάποια μέρα θα διακόψεις για πάντα και με την κόρη μου και με μένα. Έχεις καταλάβει τι ακριβώς σου είπα ή να το επαναλάβω;”»

Ο κύριος Τζίτζι με κοίταξε με ένα πικρό χαμόγελο. «Δεν είστε παράξενες μόνο εσείς οι γυναίκες, είμαστε και εμείς οι άντρες παράξενοι…»

Αναστέναξε, ήπιε μια μεγάλη γουλιά Λιμοντσέλο, χάιδεψε τον Δόγη στα πόδια του και συνέχισε να μου μιλάει.

«Δεν ξέρω γιατί σας μιλώ για τόσο προσωπικά μου θέματα, κυρία Βιττόρια», είπε μετά. «Με γοητεύει όμως να συναντώ στο δρόμο μου μια άγνωστη κυρία, να την καλώ για ένα Λιμοντσέλο, εκείνη να δέχεται και με χαρά να διαπιστώνω πόσο καλή ακροάτρια είναι. Για μένα, το να ξέρει ο άνθρωπος να είναι καλός ακροατής του συνανθρώπου του, είναι προτέρημα. Είναι χάρισμα, θα έλεγα καλύτερα. Όπως άλλοι γεννιόνται με το ταλέντο της μουσικής ή του αθλητισμού, κάποιοι άλλοι γεννιόνται με το ταλέντο να ακούνε τον συνάνθρωπό τους να μιλάει».

Του χαμογέλασα. «Πέστε μου για τις Αμερικανιδούλες σας», του είπα. «Ανυπομονώ για τη συνέχεια».

«Οι Αμερικανιδούλες μου… Τι τρυφερά το θέσατε! Η μαμά ήταν η Κάρολ και η κόρη η Μισέλ. Η Κάρολ ήταν από τις πιο όμορφες γυναίκες που έχω δει μέχρι και σήμερα. Έκανα ερωτική σχέση και με τις δύο. Με κάποιο ανεξήγητο τρόπο τις ερωτεύτηκα και τις δύο. Η μικρή, η Μισέλ, ήταν τρυφερή και αθώα. Ήμουν ο πρώτος της άντρας. Ένα αγγελούδι που έμοιαζε να έχει ξεφύγει από πίνακα του Μποτιτσέλι. Η Κάρολ ήταν ο διάολος. Είχα κολαστεί μαζί της. Κάποιες φορές με απειλούσε ότι θα με παρατήσει γιατί είχε κουραστεί μαζί μου και αυτή η απειλή της με τρέλαινε• ήμουν διατεθειμένος ακόμα και να την πληρώνω για να μπορώ την έχω. Και είχα διχαστεί. Ακόμα και σήμερα δεν θα μπορούσα ποτέ να καταλήξω ποια από τις δύο θα επέλεγα εάν έπρεπε για κάποιο λόγο να επιλέξω μία από τις δύο.

»Σχεδόν δυο χρόνια κράτησε η σχέση μου με τις δύο, όσο δηλαδή έμεινε η οικογένεια στη Βενετία για τις εμπορικές δουλειές του πατέρα με την μεσιτική εταιρεία επενδύσεων. Η μικρή δεν κατάλαβε ποτέ την παράλληλη ερωτική σχέση που είχα με τη μητέρα της. Χάρις, όμως, στην Κάρολ, ήρθα σε επαφή με το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Γκούγκενχαϊμ, με το οποίο εξακολουθώ και συνεργάζομαι μέχρι σήμερα. Είχε γνωριμίες παντού και με βοήθησε. Εγώ είχα τελειώσει την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βενετίας και μετά πήγα στη Γλασκώβη, στη διάσημη Σχολή Τέχνης• πήρα πτυχίο στο Master of Fine Art. Επιστρέφοντας στη Βενετία άρχισα να στέλνω βιογραφικά σε διάφορα Μουσεία ενώ συγχρόνως δούλευα για κάποια χρόνια ως διακοσμητής σε ανακαινίσεις ξενοδοχείων. Η γνωριμία μου όμως με την Κάρολ μού άνοιξε την καλύτερη πόρτα που θα μπορούσα ποτέ να ονειρευτώ.  Όταν έφυγε για την Αμερική δεν έδειξε να στενοχωριέται που με έχανε. Είχε και στο Λος Άντζελες εραστές, μου είπε• δεν θα έπληττε… Η Μισέλ, στην αρχή έκλαψε, μετά μου έστελνε γράμματα και μου έγραφε πόσο χαρούμενη είναι που τα σεμινάρια σχεδίου που παρακολούθησε στη Βενετία εσωτερικής αρχιτεκτονικής, της έδωσαν προοπτικές να εργαστεί σε πολύ καλά αρχιτεκτονικά γραφεία στην πατρίδα της. Μέχρι που αραίωσαν τα γράμματά της και κάποια στιγμή τις έχασα και τις δύο. Έχω να μάθω νέα τους από τότε. Δεν ξέρω αν ζουν ή έχουν πεθάνει…

»Δεν μπορώ να πω ότι μου έλειψαν αυτές οι δύο ιδιαίτερα. Ήδη εργαζόμουν στη Συλλογή Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ και είχα παθιαστεί με τη δουλειά μου. Ο μεγάλος μου πάντα καημός ήταν που δεν πρόλαβα να γνωρίσω προσωπικά την σπουδαία συλλέκτρια τέχνης, Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ. Με γοήτευαν πάντα οι αντισυμβατικοί άνθρωποι• ο πατέρας της υπήρξε ένας από τα θύματα του ναυαγίου του Τιτανικού, η ίδια έζησε την έξαρση του αντισημιτισμού της εποχής εκείνης, γνώρισε την γκετοποίηση των Εβραίων της Νέας Υόρκης ακόμα και της εβραϊκής ελίτ, η φυγή της μετά στο Παρίσι, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Λονδίνο, γάμοι, παιδιά, χωρισμοί, εραστές, η λατρεία της για την τέχνη. Η επιλογή της εντέλει, της Βενετίας, ως μόνιμης κατοικίας μέχρι τον Δεκέμβριο του 1979, που πέθανε. Και το κυριότερο, η τεράστια παρακαταθήκη τής Συλλογής έργων τέχνης. Λυπάμαι που δεν την πρόλαβα ζώσα… Θα μου ταίριαζε ο χαρακτήρας της. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ανακαλύπτουν στην τέχνη την κρυμμένη οντότητα του κάλλους, με ιντριγκάρουν με έναν ανεξήγητο τρόπο…

»Δεν είχα έκτοτε, κυρία Βιττόρια, ερωτική σχέση. Επίσης, δεν ξέρω γιατί δεν με απασχόλησε ποτέ να κάνω οικογένεια. Μόνο το σεξ υπήρχε στη ζωή μου και μάλιστα σε βαθμό υπέρβασης. Αρκεί να σας πω ότι έρχονταν στο σπίτι μου φοιτητές και φοιτήτριες από όλο το φάσμα της καλλιτεχνίας για να μου δείξουν έργα τους και να προωθήσω τη δουλειά τους σε κάποιο μουσείο, και συνήθως έρχονταν ως γκρουπ, πεντ’ έξι άτομα. Έβαζαν κλασική μουσική να ακούγεται, χαμήλωναν τα φώτα και γδυνόντουσαν. Άρχιζαν να κάνουν χορογραφία με την κλασική μουσική ολόγυμνοι, με ξυρισμένα κορμιά αλειμμένα με χρυσόσκονη. Έμοιαζαν με έργο τέχνης που κινείται αργά στο χώρο, που άλλοτε θύμιζε μια μεταφυσική ύπαρξη που μπορεί και να σε τρόμαζε και άλλοτε θύμιζε ον  θεϊκό που εμφανίστηκε για να σου γαληνέψει την ψυχή. Το ονόμαζαν ‟Εγκατάσταση Έρωτα και Φωτός” το χοροδρώμενό τους και συνήθως διαρκούσε αρκετή ώρα.

»Εγώ καθόμουν στην πολυθρόνα και τους κοίταζα. Η αλήθεια είναι πως τους απολάμβανα. Τους έβλεπα ξαπλωμένους στο μεταξωτό χαλί, ένα μέτρο από τα πόδια μου, να κάνουν έρωτα μπροστά στα μάτια μου, να μπερδεύονται τα αγορίστικα με τα κοριτσίστικα κορμιά, σχεδόν να μοιάζουν με πραγματική χορογραφία οι ερωτικές κινήσεις τους και να ολοκληρώνουν με αληθινή ανάσα οργασμού.

»Με κάποια από αυτά τα κορίτσια έκανα ερωτική σχέση και μάλιστα χωρίς να το επιδιώξω εγώ. Ήμουν το μέσο τους για να μπουν στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Βενετίας. Έτσι με έβλεπαν. Το ήξερα. Και με γοήτευε που έκαναν τα πάντα για να με ‟λαδώσουν”. Δύο από τις κοπέλες με τις οποίες σχετίστηκα ήσαν αδελφές. Σε αυτές άρεσε η  τζαζ και εγώ στο σπίτι μου έχω πάντα αυτό το κλασικό στερεοφωνικό πικ απ και πολλούς δίσκους βινυλίου που για μένα οι συγκεκριμένοι δίσκοι θα έπρεπε να αποτελούν κομμάτια της παγκόσμιας μουσικής κουλτούρας και να εκτίθενται σε ειδικό μουσειακό χώρο. Έβαζαν λοιπόν τζαζ, συνήθως Τζορτζ Μπένσον, και με πλησίαζαν. Με έγδυναν και οι δύο, με χάιδευαν και οι δύο, έρχονταν πάνω μου και οι δύο. Κάποια φορά σχεδόν με παρακάλεσαν να δεχτώ να κάνω έρωτα με ένα αγόρι που με είχε ερωτευτεί. Μπλοκαρίστηκα στην αρχή. Δεν ήξερα αν θέλω. Μετά μπήκα στον πειρασμό και δέχτηκα… Για κάνα μήνα περίπου είχα και τα τρία παιδιά στο σπίτι μου• πότε γδύνονταν και τα τρία και έκαναν έρωτα μπροστά μου πάνω στο χαλί οι τρεις τους, πότε έγδυναν εμένα και είχα έξι αυθάδη χέρια να με χαϊδεύουν παντού.

»Εντέλει, το αγόρι παντρεύτηκε τη μία από τις δύο αδελφές για να μην υποψιαστούν οι οικογένειές τους τη ζωή που έκαναν. Η κοπέλα έμεινε έγκυος από έναν ψαρά που γνώρισε στην αγορά του Ριάλτο. Εγκατέλειψε και αυτή και η αδελφή της την προοπτική να ασχοληθούν με την τέχνη και στράφηκαν στο πεδίο των επενδύσεων που ήταν η οικογενειακή επιχείρηση. Το αγόρι συνέχισε να είναι παντρεμένο με τη μία από τις δύο, να έχει αναγνωρίσει το παιδί της γυναίκας του ως δικό του και να μάλιστα έμαθα ότι αργότερα είχε εραστή τον εραστή της γυναίκας του, τον ψαρά, στον οποίο άρεσε να συνευρίσκεται ερωτικά ταυτόχρονα και με τους δύο… Κάποια άλλα παιδιά, από αυτά που έρχονταν στο σπίτι μου, ασχολήθηκαν σοβαρά με τη ζωγραφική και τη γλυπτική και έκαναν εκθέσεις στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη.

»Με τον καιρό όμως άρχισα να νοιώθω μεγάλη κούραση μέσα μου. Σαν να γερνούσα απότομα, σαν να περνούσε ένας χρόνος στα χαρτιά και δέκα από το σώμα μου. Δεν έβρισκα πλέον καμία ευχαρίστηση ούτε στη δουλειά ούτε στον έρωτα. Προφανώς, η ζωή που έκανα, είχε αρχίσει να επηρεάζει την ψυχική μου υγεία. Είχα διαταραχές στον ύπνο μου, έπινα αλκοόλ τάχα για να με βοηθάει να στέκομαι στα πόδια μου αλλά λίγο έλειψε να καταντήσω αλκοολικός. Έβγαζα έρπη κάθε έξι μήνες. Κάπου εκεί τα παράτησα όλα κι έφυγα από τη Βενετία. Πήγα στην Τοσκάνη και νοίκιασα ένα αγροτικό σπίτι έξω από τη Σιένα. Έμεινα τρία χρόνια. Θεραπεύτηκα από όλα αυτά στην μαγική Τοσκανέζικη γη. Το τοπίο εκεί είναι διαλογιστικό τοπίο. Είσαι εσύ και το μπλε του ουρανού. Και το φως. Και η ηρεμία του καθαρού αέρα. Τίποτα άλλο. Κοιμόμουν από τις δέκα το βράδυ κι έπινα μόνο ένα ποτήρι κόκκινο κρασί με τα μακαρόνια. Και αναθεώρησα, κυρία Βιττόρια, πολλά πράγματα. Είδα πως, τέχνη είναι το αλέτρι που οργώνει τη γη, το στάχυ στον ήλιο, οι απέραντοι αμπελώνες, οι κατακόκκινες παπαρούνες που χρωματίζουν ολόκληρη την πλαγιά ενός λόφου. Τέχνη είναι η μυρωδιά από το δενδρολίβανο και τη λεβάντα, ο ιδρώτας στο λαιμό της αγρότισσας που σε ρωτάει ευγενικά αν θες να σου φτιάξει εκείνη την υπέροχη μπριζόλα που φτιάχνουν στα μέρη της, την ‟μπιστέκα άλα φιορεντίνα”. Διότι εντέλει, τέχνη είναι να μπορείς να έχεις γαλήνη εντός σου, στην ψυχή σου.

»Τρία χρόνια μετά επέστρεψα στη Βενετία και έκτοτε μελετώ συγγράμματα για την τέχνη ως παιδαγωγικό πρωτεύον μάθημα στα σχολεία και γράφω βιβλία πάνω σε αυτό. Και συναναστρέφομαι μόνο με τον Δόγη. Τεράστιο έργο τέχνης οι σκύλοι! Γεννημένοι με την αρετή της αφοσίωσης και της συντροφικότητας. Πιστοί στη φιλία, με εκείνο το βαθύ βλέμμα που κανείς άνθρωπος δεν θα μπορέσει να αποκρυπτογραφήσει και να περιγράψει με ακρίβεια τι είναι αυτό που σου λέει ένας σκύλος όταν σε κοιτάει για ώρα στα μάτια…»


Ο κύριος Τζίτζι σηκώθηκε. Φόρεσε το καπέλο του που το είχε αφήσει στο αδειανό κάθισμα και πήρε το χέρι μου. Το φίλησε. Ήταν σοβαρός και ίσως κάπως θλιμμένος, αλλά με εκείνη την αδιόρατη θλίψη που έχουν οι άνθρωποι που καταλαβαίνεις πως δεν απέκτησαν χωρίς εσωτερικό πόνο την ωριμότητα που τους διακρίνει.

«Θα ‘θελα, κυρία Βιττόρια», μου είπε, «να σας δώσω μια φωτογραφία μου, έτσι… για να θυμάστε αυτή τη στιγμή από το ταξίδι σας στη Βενετία. Οι φωτογραφίες για μένα, κυρίως οι μαυρόασπρες, είναι βουβές ταινίες μικρού μήκους. Ό,τι σας είπα για τον εαυτό μου με τόσα πολλά λόγια θα το ξαναδιαβάσετε σε αυτή η φωτογραφία μόνο με τη σιωπή της εικόνας της.

»Η ημέρα είναι βροχερή, κρατώ τον σκύλο μου αγκαλιά για να μην λερώνεται ως έργο τέχνης που είναι, φοράω τις γαλότσες - ενθύμιο που πήρα στην Φλωρεντία, το κασμιρένιο παλτό μου, στον ώμο κρέμεται το δερμάτινο σακίδιο με σχέδια και ιδέες για την επόμενη Μπιενάλε, στο στόμα έχω αφήσει να υπάρχει ένα τσιγάρο αναμμένο και κατευθύνομαι στο σπίτι. Μόνος και μοναχικός, με μόνη συντροφιά τον Δόγη και μια Βενετία έξω από τα μεγάλα παράθυρα του αρχοντικού να μοιάζει με σκηνικό αναγέννησης για φουτουριστικές παραστάσεις με έργα κυβισμού και σουρεαλισμού.

»Είμαστε παρατηρητές της ίδιας μας της φθοράς της ύλης, κυρία Βιττόρια. Μέρα τη μέρα το σώμα μας αποσυντίθεται με τον ίδιο τρόπο που διαβρώνεται η Βενετία από τη λιμνοθάλασσα που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής της. Εάν κάτι μπορούμε να το δούμε ως αέναο στο χρόνο και τον τόπο είναι το πνευματικό πεδίο τού είναι μας, που ως μη υλικό, δεν υπόκειται στη φθορά της ύλης…»

Έβγαλε από την τσάντα που κρατούσε τη φωτογραφία που ήθελε να μου χαρίσει και την άφησε πάνω στο τραπέζι. Απομακρύνθηκε σιωπηλός, και αγέρωχος. Τον παρακολουθούσα μέχρι που ανέβηκε στη γέφυρα της Ακαδημίας και χάθηκε μαζί με τον Δόγη στην απέναντι πλευρά.

 

Κοίταξα τη φωτογραφία. Ήταν ό,τι ακριβώς μου περιέγραψε. Μια βροχερή μαυρόασπρη Βενετία με έναν κύριο που βαστάει στην αγκαλιά του ένα σκυλάκι κι έχει στο στόμα του αναμμένο τσιγάρο. Και κάπου πάει. Ή κάπου επιστρέφει…

Μια φωτογραφία που την είδα στο internet  και, κοιτώντας την αρκετά - γιατί κάτι σε αυτή μού άρεσε υπερβολικά - άρχισα να γράφω αυτό το διήγημα. Διότι βέβαια, η συγκεκριμένη ιστορία είναι καθαρά προϊόν φαντασίας. Μια μυθοπλασία που την εμπνεύστηκα από αυτή την εικόνα που είδα στο διαδίκτυο, όπως μου συμβαίνει αρκετά συχνά με άγνωστες εικόνες που κατά καιρούς βλέπω. Η φωτογραφία βέβαια επεξεργάστηκε στο πρόσωπο του κυρίου για να μην διακρίνονται καθαρά τα χαρακτηριστικά του, καθώς νομίζω ότι αυτό είναι το σωστό. Μου άρεσε δε τον άγνωστο αυτόν κύριο να τον ονομάσω Τζίτζι, το σκυλάκι του Δόγη, ήθελα να είναι εκτιμητής έργων τέχνης και να έχει ζήσει κάπως έτσι. Επίσης μου άρεσε, στη φανταστική συνομιλία μαζί του, να με αποκαλεί σινιόρα Βιττόρια…




Peggy Guggenheim
Παρίσι, περίπου το 1930



18 Απριλίου 2022

Το όνομά της ήταν Λουλούδα - Διήγημα

 


Sir William Russell Flint, Green Slippers



                                Το όνομά της ήταν Λουλούδα 

                                                      

                                                        Διήγημα

 

  

 

Την έλεγαν Λουλούδα, βαφτισμένη Λουλούδω. Καταγόταν από τη Θύμαινα, το νησάκι κοντά στους Φούρνους, στο Ανατολικό Αιγαίο. Εκεί, της είχε πει η μητέρα της, είχε έρθει η οικογένειά της από τη Μικρά Ασία. Λουλούδω ήταν το όνομα της Μικρασιάτισσας γιαγιάς, έτσι βάφτισαν και την εγγονή• «αλλά και πάλι Λουλούδω θα σε βάπτιζα», της είχε πει η μητέρα της, «γιατί είχα διαβάσει μικρή το ποίημα του Διονυσίου Σολωμού ‘Ελεύθεροι Πολιορκημένοι’ και μου άρεσε πολύ ο στίχος που λέει:

                      Έργα και λόγια, στοχασμοί ― στέκομαι και κοιτάζω ―
                       Λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
                      Κι’ άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.
 Τι ωραίες κουβέντες που βρίσκουν οι ποιητές, Θεέ μου!», συνέχισε να λέει η μητέρα της. «Είπα πως, όταν παντρευτώ και κάμω κοριτσάκι, θα το βαφτίσω Λουλούδα! Ο Σολωμός μού έμαθε μια πανέμορφη  λέξη!»

Από τη Θύμαινα έφυγαν αρχές του ‘70 και ήρθαν στην Αθήνα. Οικονομικοί μετανάστες. Ο πατέρας της βρήκε δουλειά στην Κεντρική  Δημοτική Αγορά, τη Βαρβάκειο. Η μάνα της ήταν ράφτρα. Ήταν πολύ καλή ράφτρα. Είχε πάρει την τέχνη από τη Μικρασιάτισσα μητέρα της, τη Λουλούδω. Η μικρή Λουλούδα όταν έφυγαν από τη Θύμαινα ήταν πέντε χρονώ κοριτσάκι. Ήταν ντροπαλό παιδί και λιγομίλητο. Στο σχολείο δεν είχε καλή απόδοση κι αργότερα στο γυμνάσιο, όταν πέρασε και την τρίτη τάξη, είπε στους γονείς της ότι ήθελε να σταματήσει και να καθίσει δίπλα στη μητέρα της να μάθει ραφτική. Εκείνοι, δέχτηκαν. Η φιλόλογος του γυμνασίου, όταν ενημερώθηκε ότι η Λουλούδω δεν θα συνέχιζε το σχολείο, είχε καλέσει τη μητέρα της και της είχε πει: «καλό παιδί, η κόρη σας. Είναι ήσυχη και φρόνιμη. Δεν έχει μεγάλη έφεση στα γράμματα αλλά δεν πειράζει. Έχει μια ψυχική καλοσύνη δική της, αυτοδίδακτη. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι που την παρατηρούσα να κάθεται πάντα λίγο πιο πέρα από τις συμμαθήτριές της. Ποτέ με μεγάλες παρέες. Συνήθως, ήταν μόνη. Σαν να ήθελε να στέκεται απέναντι από τη ζωή και όχι μέσα στη ζωή. Σαν να ήθελε να κοιτάει τους άλλους από τη θέση του θεατή που παρακολουθεί μια θεατρική παράσταση χωρίς ο ίδιος να λαμβάνει μέρος σε αυτήν την παράσταση. Καλό κορίτσι, η Λουλούδω. Θα τη θυμάμαι σαν τη μαθήτρια που σταύρωνε τα χέρια της πάνω στο θρανίο και καθόταν απέναντί μου ήσυχη και ήσυχη επίσης απέναντι από τη φασαρία του διαλείμματος στην αυλή. Καλή τύχη, να έχει…»

Αν κάτι αγαπούσε η Λουλούδα πολύ ήταν η θάλασσα, ιδίως όταν έβρεχε και ήταν φουρτουνιασμένη. Η θάλασσα τής έλειπε στη νέα γειτονιά που ήρθαν. Βρήκαν σπίτι στα Μυκονιάτικα, τη συνοικία των Αγίων Αναργύρων. Η μικρή μονοκατοικία που νοίκιασαν θύμιζε τη γειτονιά του νησιού της. Είχε πράσινη σιδερένια αυλόπορτα, τσιμεντένια αυλή με γλάστρες από τενεκέδες λαδιού και σκεπή με κεραμίδια. Χαμηλό σπιτάκι ήταν, με τρία δωμάτια, σόμπα στο χωλ και μωσαικό στα πατώματα. Αλλά δεν είχε θάλασσα κοντά του. Στο νησί, τη θάλασσα την έβλεπε από το παράθυρο της κουζίνας, την είχε ακριβώς απέναντί της. Στο σπιτάκι στα Μυκονιάτικα, από το παράθυρο της κουζίνας έβλεπε δυο τενεκέδες λαδιού που είχαν γίνει γλάστρες, με κόκκινα γεράνια ο ένας, κι ένα κοράλλι ο άλλος.

Η Λουλούδα έσκυβε το κεφάλι στα υφάσματα και έραβε αμίλητη. Ήσυχη, όπως είχε πει η φιλόλογος στη μητέρα της. Τα δάχτυλά της έπιαναν με καλοσύνη το ρούχο, σαν να ήταν έργο τέχνης που τους πρέπει σεβασμός, κι έφτιαχνε φουστάνια που τα έβλεπαν οι πελάτισσες και έλαμπαν τα μάτια τους. Στα χρόνια που έραβε, έφτασε να ράβει μέχρι και νυφικά, όχι πολύπλοκα αλλά από αραχνοΰφαντα υφάσματα και τούλια, σχεδόν παραμυθένια. Είχε γίνει η αγαπημένη μοδίστρα σε ολόκληρη την περιοχή των Αγίων Αναργύρων και πιο πέρα ακόμα• τη γνώριζαν και στον Πειραιά, είχε πλούσιες πελάτισσες που έμεναν στην Καστέλα.

Η ίδια, όμως, νυφικό δεν φόρεσε ποτέ.

Αγάπησε κάποτε έναν Ιταλό. Τον Σιμόνε. Τον γνώρισε ένα πρωί στον Πειραιά, στην αποθήκη υφασμάτων που πήγαινε για τα υφάσματά της. Θα ‘ταν είκοσι έξι χρονώ κοπέλα. Εκείνος είχε πάει στην αποθήκη για να αγοράσει κόκκινο καρό ύφασμα να φτιάξει τραπεζομάντιλα για το μαγαζί του. Είχε έρθει πριν αρκετά χρόνια στην Ελλάδα και μ’ έναν φίλο του Έλληνα είχαν ανοίξει συνεταιρικά μια ιταλική Trattoria κοντά στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Εκείνο το διάστημα θα άλλαζαν τη διακόσμηση του μαγαζιού και θα έβαζαν καινούργια τραπεζομάντιλα. Δεν ήθελαν να αγοράσουν έτοιμα• προτιμούσαν να διαλέξουν το ύφασμα μόνοι τους και να το δώσουν σε μοδίστρα να τους το ράψει. Και βέβαια, τα κόκκινα καρό τραπεζομάντιλα της τρατορίας του Σιμόνε, τα έραψε η Λουλούδα.

Τους σύστησε ο μαγαζάτορας, εκείνη την ημέρα. «Αν ψάχνετε για μοδίστρα να σας ράψει τα τραπεζομάντιλα», είπε στον Σιμόνε, «να σας γνωρίσω μία από τις καλύτερες μοδίστρες μας. Είναι πελάτισσά μου. Την ξέρω από μικρή. Η Λουλούδα μας».

Γύρισε ο Ιταλός στη Λουλούδα, της χαμογέλασε και της έδωσε το χέρι του. Η Λουλούδα έκανε το ίδιο. Ήταν ψηλότερός της. Σήκωνε τα μάτια και τον κοίταζε και κοκκίνιζε. Έπιασαν κουβέντα. Της ζήτησε να περάσει από την τρατορία μία από τις επόμενες ημέρες, να πάρει τα μέτρα για τα τραπεζομάντιλα. Έτσι γνωρίστηκαν.

Ήταν από την Τοσκάνη ο Σιμόνε, από ένα χωριό περίπου τριάντα χιλιόμετρα έξω από την Πίζα. Santa Luce, το όνομά του - Άγιο Φως, στα ελληνικά. «Είναι γεμάτο σιτάρι και σιωπή το χωριό μου», της είπε ο Σιμόνε, «γεμάτο φως και γαλήνη. Τον Ιούνιο ανθίζουν τα χωράφια με τις λεβάντες, η εικόνα τους σε μαγεύει. Λίγο πιο πέρα είναι η Όαση Santa Luce, ένας υγρότοπος που σταματούν τα πουλιά που ταξιδεύουν στην Αφρική για να πιούν νερό. Δεν είναι τυχαίο το όνομα του χωριού μου, μικρή μου Λουλούδα… Η ηρεμία είναι διάχυτη στην περιοχή, σαν να βρίσκεσαι ολόκληρος μέσα σ’ ένα φως που σε ξεκουράζει. Μάλιστα η περιοχή αυτή επιλέχτηκε για να δημιουργηθεί εκεί ένα βουδιστικό κέντρο Θιβετιανού Βουδισμού στο οποίο έχει έρθει κάποιες φορές και έχει διδάξει ο Δαλάι Λάμα. Και μόνο η καθαρή φύση του τοπίου είναι ύψιστος διαλογισμός. Θα ‘θελα να πάμε μαζί κάποια φορά. Εγώ, πηγαίνω κάθε χρόνο. Οι γονείς μου είναι αγρότες• ο πατέρας μου ασχολείται με τις ελιές και η μητέρα μου με την παραγωγή μελιού. Ίσως να ήμουν κι εγώ αγρότης αν δεν μου έκανε την πρόταση ο φίλος μου ο Έλληνας να έρθω στον Πειραιά και να ανοίξουμε μια ταβέρνα. Ευτυχώς, το μαγαζί πήγε καλά και δεν το μετάνιωσα που έφυγα από τα χωράφια…»

Επτά χρόνια έμεινε με τον Σιμόνε η Λουλούδα. Σιωπηλή και ερωτευμένη. Δεν του μίλαγε για τα όνειρά της. Άλλωστε, δεν είχε πολλά όνειρα. Υπήρχαν φορές μάλιστα που δεν είχε καθόλου όνειρα. Της αρκούσε μόνο να έχει τη δουλειά της, να ράβει όμορφα φορέματα για τα κορίτσια που της ζητούσαν κάτι ξεχωριστό για τον καλό τους, της αρκούσε να μπορεί να φροντίζει τους γονείς της και να συναντιέται με τον Σιμόνε στο σπίτι του στην Καλλίπολη. Εκεί έμενε αυτός. Συνήθως πήγαινε στο σπίτι του τη Δευτέρα που η τραττορία ήταν κλειστή. Της άρεσε να του αγοράζει γλάστρες για το μπαλκόνι του και να φυτεύει σε αυτές αρωματικά φυτά. Τον πρώτο χρόνο της γνωριμίας τους, στην επέτειό τους, του είχε φέρει μια λεμονιά. Εφτά χρόνια αργότερα, η λεμονιά είχε γίνει ολόκληρο δένδρο.

«Δεν θα παντρευτείτε, κοριτσάκι μου;» τη ρωτούσε η μητέρα της.

«Δεν συζητάμε για γάμο, μαμά μου», της απαντούσε η Λουλούδα.

«Και τι λέτε; Τι συζητάτε; Περνάει ο καιρός, αγάπη μου…»

«Λέμε για την Τοσκάνη, μαμά μου, του λείπει πολύ το χωριό του, μου μιλάει συχνά για την πατρίδα του. Θέλει να πάμε να γνωρίσω τους γονείς του. Όπως μου το περιγράφει, το μέρος που γεννήθηκε θα πρέπει να είναι πολύ όμορφο».

«Αφού θέλει να σου γνωρίσει τους γονείς του, αυτό είναι καλό, σημαίνει ότι θέλει να κάνει τη σχέση σας πιο επίσημη».

«Δεν ξέρω μαμά μου τι θέλει, ειλικρινά. Ξέρεις ότι δεν τον ρωτάω».

«Φαίνεται καλό παιδί, Λουλούδω μου. Και εγώ και ο μπαμπάς τον συμπαθούμε. Όποτε έρχεται στο σπίτι μας η επίσκεψή του μας γεμίζει χαρά. Μακάρι να πάτε στην Τοσκάνη και να γυρίσεις να μου πεις ότι μιλήσατε για γάμο…»

Στο χωριό του, τη Santa Luce, πήγαν δύο φορές στη διάρκεια της σχέσης του. Εκείνος πήγαινε σχεδόν κάθε καλοκαίρι. Είχε ανάγκη, της έλεγε, να φεύγει από τη φασαρία του λιμανιού του Πειραιά και να ξεκουράζεται για λίγες ημέρες στη γαλήνη του χωριού του και ότι αυτό το ταξίδι ήθελε να το κάνει μόνος. Το σεβόταν εκείνη. Δεν είχε αντίρρηση. Την πρώτη φορά που πήγαν μαζί ήταν άνοιξη και αργότερα ξαναπήγαν ένα χειμώνα. Όταν είδε το μέρος η Λουλούδα τού είπε ότι θα μπορούσε κάλλιστα να ζήσει εκεί για πάντα, ότι θα μπορούσε να μετακομίσει στο χωριό του και να έφευγε μόνο τα καλοκαίρια για να πηγαίνει στο νησάκι της, τη Θύμαινα. Ότι, ευχαρίστως θα μπορούσε να μοιράζεται τη ζωή της ανάμεσα στη Santa Lucia και τη Θύμαινα• θα  ήταν ευτυχισμένη. Δεν θα ήθελε τίποτ’ άλλο. Ο τόπος εκείνος της ταίριαζε. Είχε την ησυχία που άρεσε στην ψυχή της και τη γαλήνη που άρεσε στην καρδιά της να ταυτίζεται. Είχε απέραντη ομορφιά και μια ανεξήγητη θεία οσμή στον αέρα από καθαρότητα και αγνότητα. Η Λουλούδα όλη μέρα χανόταν στα χωράφια και τους αγρούς. Είχε ζητήσει από τους γονείς του Σιμόνε να της μάθουν τις αγροτικές δουλειές που έκαναν καθημερινά. Ο σινιόρ Μάρκο, ο πατέρας του και η σινιόρα Ροζαρίνα, η μητέρα του, με το χρυσό μέλι που έφτιαχνε με άρωμα τριαντάφυλλο. Γλυκύτατοι άνθρωποι. Αγρότες. Όμορφοι όπως η φύση που καλλιεργούσαν…

Η Λουλούδα ξυπνούσε σχεδόν χαράματα, έβγαινε στον κήπο και κοίταζε με δέος την ανατολή απέναντί της. Έπειτα ετοίμαζε το πρωινό για όλους και πήγαινε στο μποστάνι να ποτίσει το μάραθο, το σέλινο, τον κόλιανδρο και τις φράουλες πιο πέρα, που φύτευε η σινιόρα Ροζαρίνα. Θα ‘θελα να έχει οικογένεια σε αυτό τον τόπο, σε αυτούς τους αγρούς. Παιδιά να παίζουν στα χωράφια και σκυλιά να τρέχουν στο χωματόδρομο…

«Η κορούλα σας είναι καλό παιδί, αλλά είναι σαν να στέκεται πάντα δυο βήματα απέναντι από τη ζωή, σαν να μη θέλει να μπει μες στη ζωή και να τη ζήσει. Μοιάζει σαν να στέκεται λίγο πιο πέρα από τους ανθρώπους», θυμόταν να λέει η φιλόλογός της στη μητέρα της, την ημέρα που θα έφευγε για πάντα από το σχολείο. Εντέλει, όσο κι αν η Λουλούδα ήθελε παιδιά δικά της και σκυλιά να βλέπει να παίζουν στους χωματόδρομους δεν μίλησαν ποτέ για γάμο με τον Σιμόνε. Εκείνη ντρεπόταν να του το πει και εκείνος δεν είχε θίξει ποτέ αυτό το θέμα.

Εφτά χρόνια αργότερα ξεκίνησε ένα απόγευμα να πάει στην τραττορία χωρίς να έχουν δώσει ραντεβού και χωρίς να το έχει σχεδιάσει από πριν. Ένοιωσε ξαφνικά την ανάγκη μα κάνει μια βόλτα στον Πειραιά• ήταν άνοιξη και ο καιρός ήταν γλυκός. Ήθελε να πει στον Σιμόνε να φύγει νωρίτερα από το μαγαζί αν μπορεί και να πάνε στην Καστέλα για παγωτό. Αυτό το απλό πράγμα. Ένα παγωτό στην Καστέλα με τον αγαπημένο της. Δεν ζητούσε πολλά.

Στάθηκε στο πεζοδρόμιο, στον κεντρικό δρόμο, ακριβώς απέναντι από την τραττορία και περίμενε να ανάψει το φανάρι πράσινο για τους πεζούς. Στο σημείο που στεκόταν η τραττορία ήταν ακριβώς μπροστά της. Πίσω από τη φωτισμένη τζαμαρία διέκρινε τον Σιμόνε. Καθόταν με μια κοπέλα σ’ ένα τραπέζι και της χάιδευε τα μαλλιά. Συγκεκριμένα, έβλεπε μια πολύ τρυφερή σκηνή ανάμεσά τους. Εκείνη πλησίαζε το πρόσωπό της κοντά του και τον φιλούσε πεταχτά στα χείλη και εκείνος χαμογελούσε να τη χάιδευε συνέχεια.

Το φανάρι άναψε πράσινο. Η Λουλούδα δεν πέρασε απέναντι. Δεν μπορούσε. Είχε μουδιάσει. Στεκόταν εκεί και είχε κολλήσει το βλέμμα στον Σιμόνε και στην κοπέλα. Άναψε κόκκινο το φανάρι, μετά ξανάναψε πράσινο για τους πεζούς, αλλά η Λουλούδα δεν κουνιόταν από τη θέση της. Πέρασαν αρκετά λεπτά. Για την ακρίβεια, πέρασε αρκετή ώρα. Το απογευματινό φως άρχισε σιγά – σιγά να σκουραίνει. Τότε μόνο έσκυψε το κεφάλι, γύρισε προς τα πίσω και απομακρύνθηκε. Πήγε στη στάση και πήρε το λεωφορείο για τους Αγίους Αναργύρους. Μπήκε στο σπίτι σιγά, οι γονείς της ήσαν στην κάμαρά τους. Κάθισε στη ραπτομηχανή της κι άρχισε μέχρι τα μεσάνυχτα να ράβει το φόρεμα που της είχε παραγγείλει η κυρία Δέσποινα, η γειτόνισσά της.

Τον Σιμόνε τον είδε τη Δευτέρα που πήγε στο σπίτι του.

«Τι έχεις;» της είπε εκείνος. «Σε βλέπω στενοχωρημένη».

«Σε είδα στην τραττορία να χαϊδεύεις μια κοπέλα», του είπε μουδιασμένα η Λουλούδα. «Είχα έρθει χωρίς να το έχουμε κανονίσει, για να σου πω να πάμε μια βόλτα. Αλλά δεν μπήκα στο μαγαζί μετά από αυτό που είδα. Έφυγα…»

Άργησε να μιλήσει εκείνος. Κοίταζε έξω από το παράθυρο.

«Είμαι ερωτευμένος μαζί της, Λουλούδα», της είπε σε λίγο. « Λυπάμαι… Δεν ήξερα πώς να στο πω. Τη γνώρισα εδώ στο μαγαζί, πριν έξι μήνες. Είχε έρθει με φίλες της να γιορτάσουν τα γενέθλιά της. Είναι από την Κολομβία. Είναι οικονομική μετανάστρια. Ήρθε στον Πειραιά πριν μερικά χρόνια, να βρει δουλειά. Βοηθάει εργαζόμενες μητέρες• κρατάει τα παιδιά, σιδερώνει ρούχα, πλένει, τα πηγαίνει σε παιδικές παραστάσεις. Αλλά θέλει να φύγει και να πάει στην Ιταλία να εργαστεί. Είναι ο αδελφός της εκεί. Στο Μιλάνο. Μετανάστης και αυτός. Θέλω να πάω μαζί της. Σκέφτομαι να ανοίξω ένα εστιατόριο στα περίχωρα του Μιλάνου, σε κάποια εργατική συνοικία. Εγώ, αυτή και ο αδελφός της. Θα πουλήσω το μερίδιό μου στην τραττορία στον συνέταιρό μου και θέλω να κάνω ένα καινούργιο ξεκίνημα στην Ιταλία. Άλλωστε, εκεί είναι η πατρίδα μου, θα είμαι και πιο κοντά στο χωριό μου. Το Μιλάνο απέχει περίπου τριακόσια χιλιόμετρα από την Τοσκάνη. Πας και αυθημερόν. Συγχώρα με, Λουλούδα μου. Ειλικρινά. Αλλά την ερωτεύτηκα… Δεν το προσπάθησα. Έγινε μόνο του. Εσένα θα σε έχω πάντα στην καρδιά μου, δεν θα βγεις ποτέ. Σε νοιάζομαι, το ξέρεις. Όμως, η αγάπη μου για σένα εδώ και καιρό έχει γίνει φιλική, σχεδόν συγγενική. Σε βλέπω σαν αδελφή μου…»

Ήταν η τελευταία φορά που είδε τον Σιμόνε.

Επέστρεψε στη ραπτομηχανή της, στους γονείς της. Επέστρεψε στα νυφικά που έραβε στα κορίτσια στους Αγίους Αναργύρους. Πάντα απέναντι από τις επιθυμίες της, πάντα απ’ έξω από τα θέλω της. Μακριά πολύ από τα όνειρά της. Τα σχεδόν, ανύπαρκτα. Δεν υπήρξε άλλος άντρας στη ζωή της. Τα χρόνια περνούσαν σαν νεράκι. Ο Σιμόνε άρχισε να ξεθωριάζει στη μνήμη της. Η Τοσκάνη όμως όχι. Είχε έντονα μπροστά της το χωριό Santa Luce, τα χρυσαφένια χωράφια με τα στάχυα, τους ελαιώνες, την Όαση, τα αποδημητικά πουλιά, τη γαλήνη, το βουδιστικό κέντρο Θιβετιανού Βουδισμού, τις λεβάντες στο φως της ανατολής. Δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε ο Σιμόνε, αν πήγε στο Μιλάνο, αν άνοιξε καινούργιο μαγαζί, αν επισκέπτεται το πατρικό του στην Τοσκάνη, αν έκανε οικογένεια με την κοπέλα από την Κολομβία. Τίποτε… Εκείνη, μόνο έραβε, έραβε, έραβε.

Πρώτα έχασε τον πατέρα της και λίγους μήνες μετά τη μητέρα της. Ηλικιωμένοι πια και οι δύο, συνταξιούχοι, γονείς μέχρι την τελευταία στιγμή.

 «Κοίτα τώρα που θα πεθάνουμε», της έλεγαν, «να μην μείνεις μόνη. Κοίτα να βρεις ένα καλό παιδί, να παντρευτείς». Συνταξιούχος πια και η ίδια, συνέχισε να ράβει μόνο για να περνάει την ώρα της. Είχε κουραστεί. Πολύ αργότερα, μάζεψε τα πράματά της και μετακόμισε στη Θύμαινα. Εβδομήντα χρόνων. Λεπτή κορμοστασιά, ήσυχη, γαλήνια στο βλέμμα, με τη ραπτομηχανή στις αποσκευές της, τα ρούχα της, κάποια πράματα της μητέρας και του πατέρα της, και τις φωτογραφίες που είχε βγάλει στην Τοσκάνη. Σε καμία ο Σιμόνε. Σε όλες το τοπίο μονάχα• το μποστάνι της σινιόρας Ροζαρίνα, το σκυλί του σινιόρ Μάρκο, οι λεβάντες, ο ήλιος, ο ορίζοντας, ο μάραθος, ο κόλιανδρος, οι φράουλες, το φως.

Πλέον στη Θύμαινα, το σπίτι της ήταν κοντά στη θάλασσα.  Ξαναπήγε στο σπίτι των γονιών της. Εκεί ήταν. Μισοτσακισμένο, ερειπωμένο. Το έφτιαξε από την αρχή, με τις οικονομίες και τη σύνταξή της. Φύτεψε τις γλάστρες της, φύτεψε το κήπο της. Κοίταζε τη θάλασσα και γαλήνευε. Το πέλαγο ήταν έξω από την πόρτα της. Πήγαινε στο κοιμητήριο του χωριού και καθόταν ώρες. Είχε μεταφέρει τα οστά των γονιών της αλλά δεν άναβε μόνο το δικό τους καντήλι. Άναβε σχεδόν όλα τα καντηλάκια των τάφων. Της έπαιρνε ώρα. Και μετά πήγαινε άκρη – άκρη στη μάντρα του νεκροταφείου και κοίταζε απέναντι. Η θάλασσα, τα κύματα, οι βάρκες, οι γλάροι. Πόση γαλήνη ένοιωθε! Αλλά δεν υπήρχε απόσταση. Δεν υπήρχε «απέναντι», «δίπλα», «πιο πέρα», «μακριά», «κοντά». Δεν υπήρχε τίποτα που να τη χωρίζει από όσα της έδιναν χαρά. Μόνο η  ένωση μαζί τους υπήρχε. Μόνο η ένωση…








Δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2022 στο τεύχος  Νο 69 του περιοδικού
«δε|κατα» με θέμα 
                               «Απέναντι».
                          
Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού   ποιητή και συγγραφέα, Ντίνο Σιώτη,                                   για τη δημοσίευση.