Powered By Blogger

Translate

28 Μαΐου 2022

Ο Βενετσιάνος κύριος Τζίτζι και ο Δόγης - Διήγημα

Συνοικία Dorsoduro, Venezia


Ο Βενετσιάνος κύριος Τζίτζι και ο Δόγης

Διήγημα

Τον κύριο στη φωτογραφία τον είχα συναντήσει κάποτε στη Βενετία, στη συνοικία Ντορσοντούρο. Ήταν μια τυχαία συνάντηση. Κατοικούσα στο Μιλάνο τότε και είχα έρθει στη Βενετία για μια δουλειά για τρεις ημέρες μόνο και θα ξανάφευγα. Τον γνώρισα ένα μεσημέρι που πήγα για φαγητό σε μια Τραττορία. Τον έλεγαν Τζίτζι. Ήταν εκτιμητής έργων τέχνης και συνεργαζόταν με το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης «Συλλογή Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ» που στεγάζεται στο Παλάτσο Βενιέρ Ντέι Λεόνι, ένα παλάτι του 18ου αιώνα, οικία της ίδιας της Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ για τριάντα χρόνια.

Ο κύριος Τζίτζι γοητευόταν πολύ από την κλασική βενετσιάνικη τέχνη, συγχρόνως όμως και από τα έργα των φουτουριστών και Αμερικανών μοντερνιστών της σχολής του κυβισμού, του σουρεαλισμού και του εξπρεσιονισμού. Θα ‘θελε να είχε προλάβει χρονικά να συναντήσει προσωπικά την Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ, μου είχε πει στη μία και μοναδική συζήτηση που κάναμε, και ακόμα πιο πολύ να είχε την ευτυχία να αποτελεί μέλος του κοινωνικού της κύκλου όπως ο Αντρέ Μπρετόν, τον οποίο η κυρία Γκούγκενχαϊμ λάτρευε και θαύμαζε. «Τη φανταζόταν», μου είπε ο κύριος Τζίτζι, «να κάθεται αναπαυτικά σε μια πολυτελή γόνδολα, ντυμένη με κάποιο από τα αραχνοΰφαντα φορέματά της και τα ακριβά πέδιλα κάποιου Ιταλού σχεδιαστή, δίπλα της να είναι ξαπλωμένο το σκυλάκι της και να λέει στον γονδολιέρη: “Ο Μπρετόν, χρυσό μου! Ο αναρχικός, υπέροχος ποιητής μου! Πώς είπατε ότι λέγεστε;” να ρωτάει τον γονδολιέρη. “Μπρούνο, κυρία”, να απαντά η γονδολιέρης. “Λοιπόν, Μπρούνο, άκου τι έχει πει ο αγαπημένος μου Αντρέ: Η επανάσταση μόνη δημιουργός του φωτός. Κι αυτό το φως μπορεί να αναγνωρίσει μόνο τρεις δρόμους: την ποίηση, την ελευθερία, και τον έρωτα’. Δεν είναι υπέροχο, Μπρούνο, αυτό που είπε ο Αντρέ μου;»

Ο κύριος Τζίτζι κατοικούσε σ’ ένα αρχοντικό στο Κάμπο Σάντα Μαργκερίτα, κοντά στα μπαράκια που συχνάζουν φοιτητές - κάτι ατμοσφαιρικοί μικροί χώροι που μυρίζουν Campari, καφέ espresso, και άρωμα με κεχριμπάρι Ντονατέλα Βερσάτσε στο λαιμό των κοριτσιών με τα εφαρμοστά κοντά φουστάνια και το ανέμελο γέλιο. Τα μεσημέρια έτρωγε στην Τραττορία της σινιόρας Παολίνα. Εκεί συναντηθήκαμε. Ήταν η τελευταία ημέρα, την επομένη θα έφευγα από τη Βενετία. Πήγα στη συγκεκριμένη Τραττορία για να φάω τις καταπληκτικές μαριναρισμένες σαρδέλες που μου είπαν στην πανσιόν ότι έφτιαχνε η σινιόρα Παολίνα. Βρεθήκαμε να καθόμαστε δίπλα – δίπλα. Μου έκανε εντύπωση που σηκώθηκε κάποια στιγμή, πήγε έξω από την πόρτα κι έσκυψε και χάιδεψε το σκυλάκι του που το είχε δεμένο εκεί. Ακούστηκε να του λέει τρυφερά: «δεν αργώ, θα φάω γρήγορα και μετά θα πάμε βόλτα, έτσι;» Εκείνο κουνούσε την ουρίτσα του και τον κοίταζε αμίλητο στα μάτια. 

Ήρθε και ξανακάθισε στη θέση του. Σοβαρός, με το κουστούμι του, με τους ευγενείς τρόπους που έτρωγε το ριζότο με θαλασσινά κι έπινε με στητή πλάτη το λευκό κρασί του.

«Φαίνεται να το αγαπάτε πολύ το σκυλάκι σας!», του είπα αυθόρμητα χαμογελαστά.

Γύρισε και με κοίταξε. Χωρίς να είναι λερωμένο το στόμα του, πήρε τη λευκή πετσέτα και άγγιξε απαλά τα χείλη του. Μετά μου μίλησε.

«Τα ζώα είναι έργα τέχνης, κυρία μου. Κι εγώ την τέχνη την αγαπώ πολύ. Τζίτζι ντε Κάρλι. Σύμβουλος εξπρεσιονιστικής ζωγραφικής και γλυπτικής στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ», συστήθηκε. «Θα χαρώ μετά το φαγητό, και αν έχετε ελεύθερο χρόνο, να κάνουμε μια βόλτα μέχρι τη γέφυρα της Ακαδημίας όπου εκεί πίνω τον καφέ μου. Ο Δόγης, ο σκύλος μου, είναι ήσυχος. Δεν ενοχλεί».

«Ευχαρίστησή μου!», του είπα. «Δόγη, λοιπόν, λένε τον σκύλο σας».

«Γέννημα θρέμμα Βενετσιάνος, πώς αλλιώς να τον ονόμαζα», μου είπε και συνέχισε: «Όπως όλα τα ζώα είναι κι αυτός, ως σκύλος, ένας εικαστικός στοχασμός μέσα στη ζωή, τοποθετεί την παρουσία του δίπλα στον άνθρωπο συμμετέχοντας ενεργά στα καθημερινά δρώμενα. Installation, την έχουν αποκαλέσει από το ’60 την καλλιτεχνική αυτή ιδέα…»

Με τον κύριο Τζίτζι και τον Δόγη κάναμε μια μεγάλη βόλτα μετά το φαγητό στα στενά και στα κανάλια της Βενετίας. Διασχίσαμε τη Φονταμέντα Γκεραρντίνι δίπλα στο Ρίο Σαν Μπαρνάμπα, περάσαμε από το Κάλλε Ντέι Τσερκιέρι, φτάσαμε στην Πινακοθήκη της Ακαδημίας και καταλήξαμε στο Μπαρ Φοσκαρίνι που βρίσκεται άκρη – άκρη στη μεγάλη γέφυρα της Ακαδημίας, με τα τραπεζάκια του δίπλα ακριβώς στο Μεγάλο Κανάλι. Ο κύριος Τζίτζι πρότεινε να πιούμε Digestivo, το αλκοολούχο χωνευτικό ποτό που πίνουν οι Ιταλοί μετά το φαγητό. Συμφώνησα και του είπα να προτείνει όποιο ήθελε. Παρήγγειλε ένα υπέροχο Λιμοντσέλο, ή Λιμοντσίνο όπως το λένε στη Βόρεια Ιταλία, ένα λικέρ από ξύσμα λεμονιών, που φτιάχνουν ακόμα και στα σπίτια οι Ιταλοί, και παράγεται κυρίως στη Νότια Ιταλία στις περιοχές της ακτής Σορρέντο - Αμάλφι, στον κόλπο της Νάπολης και του Σαλέρνο. Εκεί, το ηφαιστειακό υπέδαφος, ευνοεί την ποικιλία που καλλιεργείται στη συγκεκριμένη περιοχή, καθώς η φλούδα των λεμονιών είναι πλούσια σε αρώματα και αιθέρια έλαια. Στην παρασκευή του πολλές φορές προστίθεται και βασιλικός. Άκουσα τον κύριο Τζίτζι να παραγγέλνει Λιμοντσέλο Βίλλα Μάσσα - Villa Massa• και ήταν ίσως, το ωραιότερο Λιμοντσέλο που έχω πιεί.

Προσπάθησα να καταλάβω αν μου έκανε φλερτ. Όχι, δεν έκανε. Θύμιζε αυτούς τους επιβάτες στα τρένα που κατά τη διάρκεια μιας δίωρης διαδρομής πιάνουν κουβέντα με τον συνεπιβάτη τους και του λένε όσα δεν έχουν πει ποτέ σε φίλο, ίσως επειδή ο συνεπιβάτης θα κατέβει στον επόμενο σταθμό και θα χαθεί στο πλήθος μαζί με όσα θα έχει ακούσει. Κάθε τόσο έβγαζε από την τσέπη του άγλυκα μπισκότα και έδινε στον Δόγη που είχε κουλουριαστεί στα πόδια του, κοίταζε το κανάλι, τους περαστικούς, τις γόνδολες, εμένα, και ξανά το κανάλι, τους περαστικούς, τις γόνδολες, συγχρόνως κάπνιζε, συγχρόνως έπινε το Λιμοντσέλο του και φαινόταν απλώς να απολαμβάνει τη στιγμή. Μου άρεσε που για κάποιο λόγο με είχε επιλέξει για συντροφιά του.

«Ώστε αύριο φεύγετε κιόλας από τη Βενετία, είπατε. Επιστρέφετε στο Μιλάνο».

«Μάλιστα. Ήρθα μόνο για να πάρω κάποια έγγραφα από το δημαρχείο για λογαριασμό μιας φίλης που είναι άρρωστη και δεν μπορούσε να έρθει και ξαναφεύγω. Πανέμορφη η Βενετία σας! Εσείς, Βενετσιάνος είστε;»

«Γεννήθηκα σ’ ένα αναγεννησιακό αρχοντικό στο Μεγάλο Κανάλι, κυρία Βιττόρια. Η μητέρα μου ήταν κοντέσα και μοναχοπαίδι. Η οικογένειά της, με τίτλους ευγενείας όλοι, είχε ένα από αυτά τα Παλάτσι που βρίσκονται κατά μήκος του Μεγάλου Καναλιού. Ερωτεύτηκε τον πατέρα μου που ήταν ο κηπουρός στο Παλάτσο. Παντρεύτηκαν παρά τις αντιρρήσεις των παππούδων μου. Ένα χρόνο αργότερα γεννιόμουν εγώ και συγχρόνως ο πατέρας μου έχανε στο καζίνο του Λίντο το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της μητέρας μου. Οι παππούδες μου πέθαναν λίγους μήνες αργότερα, με διαφορά μερικούς μήνες, από βαρύ εγκεφαλικό και οι δύο. Λίγο μετά τον θάνατό τους χανόταν στην πόκα ολόκληρο το Παλάτσο στο Μεγάλο Κανάλι. Σώθηκε μόνο ένα τριώροφο αρχοντικό στο Κάμπο Σάντα Μαργκερίτα, το σπίτι που μένω, η μόνη οικογενειακή περιουσία που μπόρεσε η μητέρα μου και γλύτωσε από το πάθος του πατέρα μου για τζόγο, χάρη στην οποία μπορώ και έχω σήμερα ένα σεβαστό εισόδημα. Κατοικώ στον τελευταίο όροφο και τα δύο πρώτα πατώματα τα ενοικιάζω κυρίως σε υπαλλήλους  Προξενείων. Διότι, μη νομίζετε ότι η δουλειά στο Μουσείο θα μου επέτρεπε να ζω με την οικονομική άνεση που ζω αυτή τη στιγμή. Σας κουράζω, μήπως;»

«Όχι! Καθόλου! Σας ακούω με μεγάλο ενδιαφέρον».

Ήπιε λίγο Λιμοντσέλο, έδωσε μπισκότο στον Δόγη, άναψε κι άλλο τσιγάρο και συνέχισε.

«Οικογένεια δεν ευτύχησα να κάνω. Ερωτεύτηκα κάποτε μια πανέμορφη κοπελίτσα δέκα εφτά χρόνων. Για ένα χρόνο κρατούσαμε κρυφή τη σχέση μας επειδή ήταν ανήλικη και δεν ήθελα να αισθανθούν άσχημα οι γονείς της. Εγώ ήμουν δέκα χρόνια μεγαλύτερός της. Ήταν Αμερικανίδα. Οι γονείς της είχαν έρθει στη Βενετία για να κάνουν επενδύσεις, σκόπευαν να αγοράσουν ένα αρχοντικό που είχαν δει σε μεσιτική εταιρεία που δραστηριοποιείται σε παγκόσμια κλίμακα και να το μετατρέψουν σε ξενοδοχείο, και κατόπιν να έφευγαν ξανά για το Λος Άντζελες - εκεί έμεναν. Στα γενέθλιά της όταν θα έμπαινε στα δέκα οκτώ, έκανε ένα μεγάλο πάρτι και κάλεσε και μένα. Ήθελε να με γνωρίσει στους γονείς της. Πήγα. Έλαμπε ολόκληρη! Το πάρτι ήταν πλούσιο, στο τραπέζι είχαν καραβίδες και κρασί Μοσκάτο Μπιάνκο από την κοιλάδα της Αόστα στις Άλπεις, στα σύνορα με την Ελβετία. Ο πατέρας της ήταν αρκετά μεγάλος, κατάλαβα ότι η μητέρα της θα πρέπει να τον είχε παντρευτεί για τα χρήματά του. Ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα η μητέρα της, τριάντα εννέα ετών τότε, που έμοιαζε με αυτές τις ξανθές υπεροπτικές γόησσες του Χόλυγουντ.

»“Ώστε, είσαι ερωτευμένος με την κόρη μου”, μου είπε κάποια στιγμή με βλέμμα που γυάλιζε από το αλκοόλ. Χαμογέλασα αμήχανα. “Σου έχει δείξει φωτογραφίες της μικρή; Την έχεις δει όταν ήταν μαθήτρια στο Λος Άντζελες; ” “Όχι”, της είπα. Με έπιασε από το χέρι και με πήγε στο βάθος του διαδρόμου. Ανεβήκαμε στον επάνω όροφο που ήταν οι κρεβατοκάμαρες. Μπήκαμε σε μία κι έκλεισε πίσω μας την πόρτα. Την κλείδωσε. Πήγε στο παράθυρο και άνοιξε τη βαριά κουρτίνα. Το βενετσιάνικο φως από το Μεγάλο Κανάλι γέμισε το χώρο. Το δωμάτιο ήταν διακοσμημένο με αναγεννησιακούς πίνακες και κρύσταλλα Μουράνο. Υπήρχαν παντού βάζα με λευκές ορχιδέες. Στάθηκε μπροστά στο φως και έβγαλε όλα της τα ρούχα. Έμεινε ολόγυμνη. “Μου αρέσεις”, μου είπε. “Η κόρη μου έχει καλό γούστο. Αλλά είσαι κάπως μεγάλος γι’ αυτήν. Δεν ξέρω τι θα κάνεις μαζί της, άλλωστε είναι ενήλικη πια, αλλά με εμένα θέλω να ξέρω πως θα σε βλέπω τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα. Κάποτε θα φύγω με την οικογένειά μου και θα επιστρέψω στην Αμερική. Αυτό σημαίνει ότι κάποια μέρα θα διακόψεις για πάντα και με την κόρη μου και με μένα. Έχεις καταλάβει τι ακριβώς σου είπα ή να το επαναλάβω;”»

Ο κύριος Τζίτζι με κοίταξε με ένα πικρό χαμόγελο. «Δεν είστε παράξενες μόνο εσείς οι γυναίκες, είμαστε και εμείς οι άντρες παράξενοι…»

Αναστέναξε, ήπιε μια μεγάλη γουλιά Λιμοντσέλο, χάιδεψε τον Δόγη στα πόδια του και συνέχισε να μου μιλάει.

«Δεν ξέρω γιατί σας μιλώ για τόσο προσωπικά μου θέματα, κυρία Βιττόρια», είπε μετά. «Με γοητεύει όμως να συναντώ στο δρόμο μου μια άγνωστη κυρία, να την καλώ για ένα Λιμοντσέλο, εκείνη να δέχεται και με χαρά να διαπιστώνω πόσο καλή ακροάτρια είναι. Για μένα, το να ξέρει ο άνθρωπος να είναι καλός ακροατής του συνανθρώπου του, είναι προτέρημα. Είναι χάρισμα, θα έλεγα καλύτερα. Όπως άλλοι γεννιόνται με το ταλέντο της μουσικής ή του αθλητισμού, κάποιοι άλλοι γεννιόνται με το ταλέντο να ακούνε τον συνάνθρωπό τους να μιλάει».

Του χαμογέλασα. «Πέστε μου για τις Αμερικανιδούλες σας», του είπα. «Ανυπομονώ για τη συνέχεια».

«Οι Αμερικανιδούλες μου… Τι τρυφερά το θέσατε! Η μαμά ήταν η Κάρολ και η κόρη η Μισέλ. Η Κάρολ ήταν από τις πιο όμορφες γυναίκες που έχω δει μέχρι και σήμερα. Έκανα ερωτική σχέση και με τις δύο. Με κάποιο ανεξήγητο τρόπο τις ερωτεύτηκα και τις δύο. Η μικρή, η Μισέλ, ήταν τρυφερή και αθώα. Ήμουν ο πρώτος της άντρας. Ένα αγγελούδι που έμοιαζε να έχει ξεφύγει από πίνακα του Μποτιτσέλι. Η Κάρολ ήταν ο διάολος. Είχα κολαστεί μαζί της. Κάποιες φορές με απειλούσε ότι θα με παρατήσει γιατί είχε κουραστεί μαζί μου και αυτή η απειλή της με τρέλαινε• ήμουν διατεθειμένος ακόμα και να την πληρώνω για να μπορώ την έχω. Και είχα διχαστεί. Ακόμα και σήμερα δεν θα μπορούσα ποτέ να καταλήξω ποια από τις δύο θα επέλεγα εάν έπρεπε για κάποιο λόγο να επιλέξω μία από τις δύο.

»Σχεδόν δυο χρόνια κράτησε η σχέση μου με τις δύο, όσο δηλαδή έμεινε η οικογένεια στη Βενετία για τις εμπορικές δουλειές του πατέρα με την μεσιτική εταιρεία επενδύσεων. Η μικρή δεν κατάλαβε ποτέ την παράλληλη ερωτική σχέση που είχα με τη μητέρα της. Χάρις, όμως, στην Κάρολ, ήρθα σε επαφή με το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Γκούγκενχαϊμ, με το οποίο εξακολουθώ και συνεργάζομαι μέχρι σήμερα. Είχε γνωριμίες παντού και με βοήθησε. Εγώ είχα τελειώσει την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βενετίας και μετά πήγα στη Γλασκώβη, στη διάσημη Σχολή Τέχνης• πήρα πτυχίο στο Master of Fine Art. Επιστρέφοντας στη Βενετία άρχισα να στέλνω βιογραφικά σε διάφορα Μουσεία ενώ συγχρόνως δούλευα για κάποια χρόνια ως διακοσμητής σε ανακαινίσεις ξενοδοχείων. Η γνωριμία μου όμως με την Κάρολ μού άνοιξε την καλύτερη πόρτα που θα μπορούσα ποτέ να ονειρευτώ.  Όταν έφυγε για την Αμερική δεν έδειξε να στενοχωριέται που με έχανε. Είχε και στο Λος Άντζελες εραστές, μου είπε• δεν θα έπληττε… Η Μισέλ, στην αρχή έκλαψε, μετά μου έστελνε γράμματα και μου έγραφε πόσο χαρούμενη είναι που τα σεμινάρια σχεδίου που παρακολούθησε στη Βενετία εσωτερικής αρχιτεκτονικής, της έδωσαν προοπτικές να εργαστεί σε πολύ καλά αρχιτεκτονικά γραφεία στην πατρίδα της. Μέχρι που αραίωσαν τα γράμματά της και κάποια στιγμή τις έχασα και τις δύο. Έχω να μάθω νέα τους από τότε. Δεν ξέρω αν ζουν ή έχουν πεθάνει…

»Δεν μπορώ να πω ότι μου έλειψαν αυτές οι δύο ιδιαίτερα. Ήδη εργαζόμουν στη Συλλογή Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ και είχα παθιαστεί με τη δουλειά μου. Ο μεγάλος μου πάντα καημός ήταν που δεν πρόλαβα να γνωρίσω προσωπικά την σπουδαία συλλέκτρια τέχνης, Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ. Με γοήτευαν πάντα οι αντισυμβατικοί άνθρωποι• ο πατέρας της υπήρξε ένας από τα θύματα του ναυαγίου του Τιτανικού, η ίδια έζησε την έξαρση του αντισημιτισμού της εποχής εκείνης, γνώρισε την γκετοποίηση των Εβραίων της Νέας Υόρκης ακόμα και της εβραϊκής ελίτ, η φυγή της μετά στο Παρίσι, Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Λονδίνο, γάμοι, παιδιά, χωρισμοί, εραστές, η λατρεία της για την τέχνη. Η επιλογή της εντέλει, της Βενετίας, ως μόνιμης κατοικίας μέχρι τον Δεκέμβριο του 1979, που πέθανε. Και το κυριότερο, η τεράστια παρακαταθήκη τής Συλλογής έργων τέχνης. Λυπάμαι που δεν την πρόλαβα ζώσα… Θα μου ταίριαζε ο χαρακτήρας της. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ανακαλύπτουν στην τέχνη την κρυμμένη οντότητα του κάλλους, με ιντριγκάρουν με έναν ανεξήγητο τρόπο…

»Δεν είχα έκτοτε, κυρία Βιττόρια, ερωτική σχέση. Επίσης, δεν ξέρω γιατί δεν με απασχόλησε ποτέ να κάνω οικογένεια. Μόνο το σεξ υπήρχε στη ζωή μου και μάλιστα σε βαθμό υπέρβασης. Αρκεί να σας πω ότι έρχονταν στο σπίτι μου φοιτητές και φοιτήτριες από όλο το φάσμα της καλλιτεχνίας για να μου δείξουν έργα τους και να προωθήσω τη δουλειά τους σε κάποιο μουσείο, και συνήθως έρχονταν ως γκρουπ, πεντ’ έξι άτομα. Έβαζαν κλασική μουσική να ακούγεται, χαμήλωναν τα φώτα και γδυνόντουσαν. Άρχιζαν να κάνουν χορογραφία με την κλασική μουσική ολόγυμνοι, με ξυρισμένα κορμιά αλειμμένα με χρυσόσκονη. Έμοιαζαν με έργο τέχνης που κινείται αργά στο χώρο, που άλλοτε θύμιζε μια μεταφυσική ύπαρξη που μπορεί και να σε τρόμαζε και άλλοτε θύμιζε ον  θεϊκό που εμφανίστηκε για να σου γαληνέψει την ψυχή. Το ονόμαζαν ‟Εγκατάσταση Έρωτα και Φωτός” το χοροδρώμενό τους και συνήθως διαρκούσε αρκετή ώρα.

»Εγώ καθόμουν στην πολυθρόνα και τους κοίταζα. Η αλήθεια είναι πως τους απολάμβανα. Τους έβλεπα ξαπλωμένους στο μεταξωτό χαλί, ένα μέτρο από τα πόδια μου, να κάνουν έρωτα μπροστά στα μάτια μου, να μπερδεύονται τα αγορίστικα με τα κοριτσίστικα κορμιά, σχεδόν να μοιάζουν με πραγματική χορογραφία οι ερωτικές κινήσεις τους και να ολοκληρώνουν με αληθινή ανάσα οργασμού.

»Με κάποια από αυτά τα κορίτσια έκανα ερωτική σχέση και μάλιστα χωρίς να το επιδιώξω εγώ. Ήμουν το μέσο τους για να μπουν στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Βενετίας. Έτσι με έβλεπαν. Το ήξερα. Και με γοήτευε που έκαναν τα πάντα για να με ‟λαδώσουν”. Δύο από τις κοπέλες με τις οποίες σχετίστηκα ήσαν αδελφές. Σε αυτές άρεσε η  τζαζ και εγώ στο σπίτι μου έχω πάντα αυτό το κλασικό στερεοφωνικό πικ απ και πολλούς δίσκους βινυλίου που για μένα οι συγκεκριμένοι δίσκοι θα έπρεπε να αποτελούν κομμάτια της παγκόσμιας μουσικής κουλτούρας και να εκτίθενται σε ειδικό μουσειακό χώρο. Έβαζαν λοιπόν τζαζ, συνήθως Τζορτζ Μπένσον, και με πλησίαζαν. Με έγδυναν και οι δύο, με χάιδευαν και οι δύο, έρχονταν πάνω μου και οι δύο. Κάποια φορά σχεδόν με παρακάλεσαν να δεχτώ να κάνω έρωτα με ένα αγόρι που με είχε ερωτευτεί. Μπλοκαρίστηκα στην αρχή. Δεν ήξερα αν θέλω. Μετά μπήκα στον πειρασμό και δέχτηκα… Για κάνα μήνα περίπου είχα και τα τρία παιδιά στο σπίτι μου• πότε γδύνονταν και τα τρία και έκαναν έρωτα μπροστά μου πάνω στο χαλί οι τρεις τους, πότε έγδυναν εμένα και είχα έξι αυθάδη χέρια να με χαϊδεύουν παντού.

»Εντέλει, το αγόρι παντρεύτηκε τη μία από τις δύο αδελφές για να μην υποψιαστούν οι οικογένειές τους τη ζωή που έκαναν. Η κοπέλα έμεινε έγκυος από έναν ψαρά που γνώρισε στην αγορά του Ριάλτο. Εγκατέλειψε και αυτή και η αδελφή της την προοπτική να ασχοληθούν με την τέχνη και στράφηκαν στο πεδίο των επενδύσεων που ήταν η οικογενειακή επιχείρηση. Το αγόρι συνέχισε να είναι παντρεμένο με τη μία από τις δύο, να έχει αναγνωρίσει το παιδί της γυναίκας του ως δικό του και να μάλιστα έμαθα ότι αργότερα είχε εραστή τον εραστή της γυναίκας του, τον ψαρά, στον οποίο άρεσε να συνευρίσκεται ερωτικά ταυτόχρονα και με τους δύο… Κάποια άλλα παιδιά, από αυτά που έρχονταν στο σπίτι μου, ασχολήθηκαν σοβαρά με τη ζωγραφική και τη γλυπτική και έκαναν εκθέσεις στο Βερολίνο και στη Νέα Υόρκη.

»Με τον καιρό όμως άρχισα να νοιώθω μεγάλη κούραση μέσα μου. Σαν να γερνούσα απότομα, σαν να περνούσε ένας χρόνος στα χαρτιά και δέκα από το σώμα μου. Δεν έβρισκα πλέον καμία ευχαρίστηση ούτε στη δουλειά ούτε στον έρωτα. Προφανώς, η ζωή που έκανα, είχε αρχίσει να επηρεάζει την ψυχική μου υγεία. Είχα διαταραχές στον ύπνο μου, έπινα αλκοόλ τάχα για να με βοηθάει να στέκομαι στα πόδια μου αλλά λίγο έλειψε να καταντήσω αλκοολικός. Έβγαζα έρπη κάθε έξι μήνες. Κάπου εκεί τα παράτησα όλα κι έφυγα από τη Βενετία. Πήγα στην Τοσκάνη και νοίκιασα ένα αγροτικό σπίτι έξω από τη Σιένα. Έμεινα τρία χρόνια. Θεραπεύτηκα από όλα αυτά στην μαγική Τοσκανέζικη γη. Το τοπίο εκεί είναι διαλογιστικό τοπίο. Είσαι εσύ και το μπλε του ουρανού. Και το φως. Και η ηρεμία του καθαρού αέρα. Τίποτα άλλο. Κοιμόμουν από τις δέκα το βράδυ κι έπινα μόνο ένα ποτήρι κόκκινο κρασί με τα μακαρόνια. Και αναθεώρησα, κυρία Βιττόρια, πολλά πράγματα. Είδα πως, τέχνη είναι το αλέτρι που οργώνει τη γη, το στάχυ στον ήλιο, οι απέραντοι αμπελώνες, οι κατακόκκινες παπαρούνες που χρωματίζουν ολόκληρη την πλαγιά ενός λόφου. Τέχνη είναι η μυρωδιά από το δενδρολίβανο και τη λεβάντα, ο ιδρώτας στο λαιμό της αγρότισσας που σε ρωτάει ευγενικά αν θες να σου φτιάξει εκείνη την υπέροχη μπριζόλα που φτιάχνουν στα μέρη της, την ‟μπιστέκα άλα φιορεντίνα”. Διότι εντέλει, τέχνη είναι να μπορείς να έχεις γαλήνη εντός σου, στην ψυχή σου.

»Τρία χρόνια μετά επέστρεψα στη Βενετία και έκτοτε μελετώ συγγράμματα για την τέχνη ως παιδαγωγικό πρωτεύον μάθημα στα σχολεία και γράφω βιβλία πάνω σε αυτό. Και συναναστρέφομαι μόνο με τον Δόγη. Τεράστιο έργο τέχνης οι σκύλοι! Γεννημένοι με την αρετή της αφοσίωσης και της συντροφικότητας. Πιστοί στη φιλία, με εκείνο το βαθύ βλέμμα που κανείς άνθρωπος δεν θα μπορέσει να αποκρυπτογραφήσει και να περιγράψει με ακρίβεια τι είναι αυτό που σου λέει ένας σκύλος όταν σε κοιτάει για ώρα στα μάτια…»


Ο κύριος Τζίτζι σηκώθηκε. Φόρεσε το καπέλο του που το είχε αφήσει στο αδειανό κάθισμα και πήρε το χέρι μου. Το φίλησε. Ήταν σοβαρός και ίσως κάπως θλιμμένος, αλλά με εκείνη την αδιόρατη θλίψη που έχουν οι άνθρωποι που καταλαβαίνεις πως δεν απέκτησαν χωρίς εσωτερικό πόνο την ωριμότητα που τους διακρίνει.

«Θα ‘θελα, κυρία Βιττόρια», μου είπε, «να σας δώσω μια φωτογραφία μου, έτσι… για να θυμάστε αυτή τη στιγμή από το ταξίδι σας στη Βενετία. Οι φωτογραφίες για μένα, κυρίως οι μαυρόασπρες, είναι βουβές ταινίες μικρού μήκους. Ό,τι σας είπα για τον εαυτό μου με τόσα πολλά λόγια θα το ξαναδιαβάσετε σε αυτή η φωτογραφία μόνο με τη σιωπή της εικόνας της.

»Η ημέρα είναι βροχερή, κρατώ τον σκύλο μου αγκαλιά για να μην λερώνεται ως έργο τέχνης που είναι, φοράω τις γαλότσες - ενθύμιο που πήρα στην Φλωρεντία, το κασμιρένιο παλτό μου, στον ώμο κρέμεται το δερμάτινο σακίδιο με σχέδια και ιδέες για την επόμενη Μπιενάλε, στο στόμα έχω αφήσει να υπάρχει ένα τσιγάρο αναμμένο και κατευθύνομαι στο σπίτι. Μόνος και μοναχικός, με μόνη συντροφιά τον Δόγη και μια Βενετία έξω από τα μεγάλα παράθυρα του αρχοντικού να μοιάζει με σκηνικό αναγέννησης για φουτουριστικές παραστάσεις με έργα κυβισμού και σουρεαλισμού.

»Είμαστε παρατηρητές της ίδιας μας της φθοράς της ύλης, κυρία Βιττόρια. Μέρα τη μέρα το σώμα μας αποσυντίθεται με τον ίδιο τρόπο που διαβρώνεται η Βενετία από τη λιμνοθάλασσα που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής της. Εάν κάτι μπορούμε να το δούμε ως αέναο στο χρόνο και τον τόπο είναι το πνευματικό πεδίο τού είναι μας, που ως μη υλικό, δεν υπόκειται στη φθορά της ύλης…»

Έβγαλε από την τσάντα που κρατούσε τη φωτογραφία που ήθελε να μου χαρίσει και την άφησε πάνω στο τραπέζι. Απομακρύνθηκε σιωπηλός, και αγέρωχος. Τον παρακολουθούσα μέχρι που ανέβηκε στη γέφυρα της Ακαδημίας και χάθηκε μαζί με τον Δόγη στην απέναντι πλευρά.

 

Κοίταξα τη φωτογραφία. Ήταν ό,τι ακριβώς μου περιέγραψε. Μια βροχερή μαυρόασπρη Βενετία με έναν κύριο που βαστάει στην αγκαλιά του ένα σκυλάκι κι έχει στο στόμα του αναμμένο τσιγάρο. Και κάπου πάει. Ή κάπου επιστρέφει…

Μια φωτογραφία που την είδα στο internet  και, κοιτώντας την αρκετά - γιατί κάτι σε αυτή μού άρεσε υπερβολικά - άρχισα να γράφω αυτό το διήγημα. Διότι βέβαια, η συγκεκριμένη ιστορία είναι καθαρά προϊόν φαντασίας. Μια μυθοπλασία που την εμπνεύστηκα από αυτή την εικόνα που είδα στο διαδίκτυο, όπως μου συμβαίνει αρκετά συχνά με άγνωστες εικόνες που κατά καιρούς βλέπω. Η φωτογραφία βέβαια επεξεργάστηκε στο πρόσωπο του κυρίου για να μην διακρίνονται καθαρά τα χαρακτηριστικά του, καθώς νομίζω ότι αυτό είναι το σωστό. Μου άρεσε δε τον άγνωστο αυτόν κύριο να τον ονομάσω Τζίτζι, το σκυλάκι του Δόγη, ήθελα να είναι εκτιμητής έργων τέχνης και να έχει ζήσει κάπως έτσι. Επίσης μου άρεσε, στη φανταστική συνομιλία μαζί του, να με αποκαλεί σινιόρα Βιττόρια…




Peggy Guggenheim
Παρίσι, περίπου το 1930