Powered By Blogger

Translate

20 Δεκεμβρίου 2021

Καλά Χριστούγεννα, κυρία Ρενέ - Διήγημα


Νίκη Καραγάτση, Η πλατεία του Μεταξουργείου το 1977



Καλά Χριστούγεννα, κυρία Ρενέ
 Διήγημα



Ρενέ Μπατίστα. Το καλλιτεχνικό της όνομα. Παλιά αρτίστα του θεάτρου κυρίως, ηλικιωμένη σήμερα, άυλη σαν αερικό, σαν ζωγραφιά πίνακα της σχολής του κλασικισμού, σαν τις εικόνες εκείνες που επιχειρούν με απαλά περιγράμματα και αρμονία στα χρώματα να εκφράσουν το συναίσθημα.

Την έλεγαν Ουρανία Παππά. Αλλά το άλλαξε στα δέκα οκτώ της χρόνια όταν έφυγε πρώτη φορά με ένα θεατρικό μπουλούκι για περιοδεία στην επαρχία. Ήθελε να γίνει θεατρίνα. Τίποτ’ άλλο δεν την ενδιέφερε. Ήθελε να είναι στη σκηνή με τα φώτα στραμμένα πάνω της. Και ντυμένη ηρωίδα του Τσέχωφ, Όλγα, Μάσσα, Ιρίνα, ή ηρωίδα του Τενεσί Ουίλιαμς, η Λώρα, αλλά και του Παπαδιαμάντη, η αγαπημένη της Σταχομαζώχτρα, η θεία Αχτίτσα.

«Πώς σε λένε, παιδί μου;» τη ρώτησε ο θιασάρχης, όταν του ζήτησε να μπει στο μπουλούκι και να τους ακολουθήσει στην περιοδεία.

«Ουρανία Παππά, κύριε. Αλλά άμα με πάρετε μαζί σας σκέφτομαι να το αλλάξω».

«Δηλαδή;»

«Θα μου άρεσε να με λένε Ρενέ Μπατίστα. Ακούγεται πιο καλλιτεχνικό…»

«Πόσο χρονώ είσαι παιδί μου;»

«Δέκα οκτώ».

«Η μάνα σου το ξέρει ότι θέλεις να έρθεις στο μπουλούκι;»

«Ναι».

«Συμφωνεί;»

«Όχι».

«Ο πατέρας σου το ξέρει;»

«Ναι».

«Συμφωνεί;»

«Όχι».

«Και πώς θα έρθεις χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών σου;»

«Είμαι ενήλικη, κύριε. Δεν χρειάζομαι συγκατάθεση κηδεμόνα. Οι δικοί μου ήθελαν να παντρευτώ, να κάνω παιδιά και να δουλεύω στις ελιές. Εγώ ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο. Δεν ταιριάζανε οι απόψεις μας. Τους αποχαιρέτησα κι έφυγα. Απλά πράματα».

«Σε ποιο μέρος έγιναν όλα αυτά;»

«Στη Μυτιλήνη».

«Λοιπόν, Ουρανία, έχουμε πρόγραμμα να πάμε σε πολλές πόλεις. Σου εύχομαι να μην το μετανιώσεις μια μέρα και πεις: ‘καλύτερα να καθόμουν στο χωριό μου, να μάζευα ελιές’».

«Δηλαδή, με δέχεστε στον θίασο;»

«Σε δέχομαι. Αλλά μην περιμένεις να βγάλεις λεφτά στο μπουλούκι. Θα τρως και θα κοιμάσαι μαζί μας και ό,τι μεροκάματο μπορώ θα στο δίνω. Αλλά θα πρέπει να μάθεις από τώρα ότι η δουλειά του θεατρίνου δεν είναι για χρήματα. Οι θεατρίνοι έχουν όνειρα, δεν έχουν καταθέσεις. Έτσι, Ουρανία;»

«Ρενέ να με λέτε, κύριε…»

 

Τρεις – τέσσερις φορές ντύθηκε Όλγα, του Τσέχωφ, τρεις – τέσσερις φορές ντύθηκε Λώρα, του Τενεσί Ουίλιαμς, μία φορά Σταχομαζώχτρα, του Παπαδιαμάντη και πάντα σε περιφερειακά θεατρικά σχήματα. Σε μεγάλους θιάσους ντυνόταν πάντα κομπάρσα, με την ιδιότητα της οποίας πήρε κάποτε σύνταξη. Πρωταγωνίστρια δεν έγινε ποτέ. Το όνομά της, Ρενέ Μπατίστα, υπήρχε πάντα στο πρόγραμμα της παράστασης που έπαιρνε μέρος, αλλά στη στήλη που έλεγε: ‘λαμβάνουν επίσης μέρος οι ηθοποιοί’.

Το λάτρευε, όμως, το θέατρο! Ποτέ δεν της πέρασε από το μυαλό να το εγκαταλείψει και να επιστρέψει στο νησί. Οι γονείς της κάποτε πέθαναν. Μια αδελφή είχε ακόμα, που είχε μεταναστεύσει μαζί με τον άντρα της στον Καναδά. Επικοινωνούσε αραιά μαζί της. Όλη της η έγνοια και το πάθος ήταν το θέατρο. Και όταν γνώρισε τον Σπύρο, όλη της έγνοια και το πάθος ήταν ο Σπύρος και το θέατρο. Με αυτή τη σειρά.

Σπύρος Σαρρής, το όνομά του. Ηθοποιός από τους πολύ καλούς της γενιάς της. Τον ήξερε και πριν τον γνωρίσει προσωπικά. Αυτός, όχι. Δεν την είχε ακούσει. Ήταν Χριστούγεννα και ήταν άνεργη. Ο θίασός της θα ξεκινούσε περιοδεία μετά την Πρωτοχρονιά, με Λόρκα. Έμενε τότε σε ένα δυάρι, στα Πατήσια. Υγρό. Είχε μια σόμπα στο σαλονάκι της κι όταν ξάπλωνε στον καναπέ και την έπαιρνε ο ύπνος εκεί δεν σηκωνόταν να πάει στην κρεβατοκάμαρά της. Την έβρισκε το ξημέρωμα κουλουριασμένη στον καναπέ, σκεπασμένη με την υφαντή κουβέρτα από φέρει από το νησί της και τη σόμπα εν τω μεταξύ σβηστή, γιατί τη νύχτα το πετρέλαιο είχε τελειώσει. Το πρώτο πράγμα που έβλεπε όταν άνοιγε τα μάτια της ήταν το άχαρο μουτζουρωμένο μπουρί στο ταβάνι, που έπαιρνε τον καπνό από τη σόμπα και τον έβγαζε στον ακάλυπτο.

 Αν κάτι τη στενοχωρούσε πολύ ήταν να είναι Χριστούγεννα και να μην υπάρχει κάποιος στη ζωή της να του ευχηθεί «Καλά Χριστούγεννα» και να της ευχηθεί κι αυτός το ίδιο. Το απόγευμα των Χριστουγέννων στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη της ντουλάπας της και φόρεσε το καλό της φουστάνι. Το είχε χρόνια. Αλλά της άρεσε. Εφαρμοστό, γυαλιστερό σκούρο ύφασμα. Το είχε πάρει από την οδό Αιόλου. Έβαλε κραγιόν, ψηλές γόβες, χτένισε όμορφα τα μαλλιά της. Φόρεσε και το παλτό της κι έφυγε. Είχε προγραμματίσει να πάει στο θέατρο. Ήθελε να συναντήσει συναδέλφους της, να πάει στο τέλος στα καμαρίνια και να καθίσει μαζί τους. Ήταν Χριστούγεννα. Να πει σε κάποιους «Καλά Χριστούγεννα», κάποιοι να της πουν το ίδιο.

Σε εκείνη την παράσταση γνώρισε τον Σπύρο Σαρρή. Ήταν μια παλιά κωμωδία που την ανέβαζαν συχνά οι θίασοι γιατί είχε πάντα επιτυχία. Ο κόσμος ήθελε να γελάσει, να ξεσκάσει μέρες που ήσαν και το έργο αυτό ήταν από τα αγαπημένα. Στο τέλος της παράστασης πήγε στα καμαρίνια. Τι χαρά ένοιωσε! Μίλησε με τόσους ηθοποιούς! Την αγκάλιασαν τόσοι συνάδελφοί της, τη ρώτησαν με ενδιαφέρον για την επαγγελματική της ζωή. Τους είπε ότι μετά τις γιορτές θα έφευγε για την επαρχία με τον θίασο. Πήγε και στο καμαρίνι του Σπύρου Σαρρή. Ήταν γεμάτο κόσμο. Κάθισε σε μια γωνιά και κοίταζε προς το μέρος του. Ήταν ευδιάθετος, δεχόταν από όλους συγχαρητήρια. Κάποια στιγμή συναντήθηκαν οι ματιές τους μέσα από τον μεγάλο καθρέφτη. Η ματιά εκείνου στάθηκε πάνω της αρκετά. Κολακεύτηκε η Ρενέ αλλά και ντράπηκε. Κοκκίνισε… Ο Σπύρος Σαρρής την πλησίασε. Τον κοίταξε στα μάτια και το μόνο που βρήκε μεσ’ στη σαστιμάρα της να πει, ήταν «Καλά Χριστούγεννα, κύριε Σαρρή…» 

Από εκείνη το βράδυ έμειναν μαζί για πάντα. Μέχρι που εκείνος πέθανε, σχετικά νέος, από καρκίνο των πνευμόνων – κάπνιζε πολύ και ποτέ δεν το έκοψε. Της έκανε πρόταση γάμου ένα μήνα μετά τη γνωριμία τους. Παντρεύτηκαν στην εκκλησία του Προφήτη Δανιήλ Μεταξουργείου. Μάζεψε τα πράγματά της από το υγρό δυάρι της Πατησίων και μετακόμισε στο δικό του σπίτι. Εκείνος, έμενε στο Μεταξουργείο, σ’ ένα νεοκλασικό στον πρώτο όροφο, με φαρδιά μπαλκόνια και πολύ φως, κάτι που άρεσε πολύ στη Ρενέ. Έβαλε το προσωπικό της γούστο και διακόσμησε το σπίτι σαν σκηνικό έργου Ρώσου θεατρικού συγγραφέα. Ο Σπύρος Σαρρής την αγαπούσε και της έκανε όλα τα χατίρια. Της έδωσε τις οικονομίες που είχε από το θέατρο και άφησε το κουμάντο σε εκείνη. Η Ρενέ, τον λάτρευε. Είχε σταματήσει να ακολουθεί τον δικό της θίασο και πλέον ο Σπύρος με τις γνωριμίες του της έδινε δουλειές σε θέατρα της Αθήνας. Πρωταγωνίστρια δεν έγινε ποτέ, αλλά είχε μια αξιοπρεπή παρουσία στα θεατρικά δρώμενα και μια αξιοπρεπή παρουσία σε τηλεοπτικές σειρές.

Τρεις αποβολές είχε κάνει, μέχρι που ο γιατρός τής είπε ότι πλέον ήταν μάταιο να προσπαθεί, δεν θα μπορούσε να μείνει έγκυος. Ο Σπύρος δεν ήθελε να την βλέπει να πικραίνεται.

«Για μένα θα είσαι πάντα η Ουρανία μου», της έλεγε. «Το ντροπαλό κορίτσι με το εφαρμοστό φουστάνι που μπήκε ένα βράδυ στο καμαρίνι μου και από τότε δεν ξαναβγήκε ποτέ. Έχεις παιδί εμένα, Ουρανία μου. Έτσι δεν μου λες; Ότι είμαι ένα παιδί που δεν έχει μεγαλώσει; Γιατί θέλεις κι άλλο; Πας γυρεύοντας για μπελάδες;»

Τον αγαπούσε η Ρενέ. Σκεφτόταν πως, πράγματι, αν δεν είχε αγαπήσει τόσο πολύ τον άντρα της θα ένοιωθε μεγάλο πόνο που δεν είχε μπορέσει να γίνει μητέρα. Αλλά είχε τον Σπύρο της. Ένα μεγάλο, υπέροχο παιδί. «Μην καπνίζεις, αγάπη μου», του έλεγε, «η φωνή σου έχει βραχνιάσει, δεν την ακούς;». Εκείνος έβηχε και της έλεγε, «μια χαρά δουλεύεις με βραχνή φωνή στο θέατρο, αφού το ξέρεις. Με φαντάζεσαι στον Πατέρα; Του Στρίντμπεργκ;» Κι αμέσως δραματοποιούσε τη σκηνή. Έπαιρνε θεατρική πόζα, άφηνε το ταλέντο του να εκφραστεί και της έλεγε κοιτώντας την με απόγνωση στα μάτια τα λόγια που έλεγε ο Ίλαρχος, ο Πατέρας, στη Λάουρα, τη σύζυγό του:

«Δεν βλέπεις πως είμαι ανήμπορος σαν μωρό; Δεν μ' ακούς που σε παρακαλάω, όπως το παιδί τη μάνα του; Σε ικετεύω εγώ, ένας άνδρας, ένας στρατιωτικός… Το μόνο που σου ζητάω είναι να με λυπηθείς, όπως θα λυπόσουν έναν άρρωστο».

Μετά τη βραχνάδα ο Σπύρος Σαρρής έχασε τελείως τη φωνή του. Σταδιακά η φωνή του άρχισε να γίνεται αδύναμη, έπειτα σιγανή, μέχρι που εκείνος μίλαγε αλλά φωνή δεν έβγαινε. Ψυχικά όμως είχε μεγάλες αντοχές. Έπιανε τη Ρενέ σφιχτά από το χέρι και την οδηγούσε μέχρι το πιάνο που είχε στο γραφείο του. Την έβαζε να καθίσει στην πολυθρόνα. Της έφερνε δίπλα στο τραπεζάκι το λικέρ αρμπαρόριζα που της άρεσε και που το έφτιαχνε μόνη της, αφήνοντας στον ήλιο της ταράτσας για μερικές ημέρες ένα γυάλινο μπουκάλι με ημίγλυκο κρασί, κρυσταλλική ζάχαρη και κλαράκια αρμπαρόριζας. Έπειτα καθόταν στο πιάνο και έπαιζε. Δεν ήξερε πολύ καλό πιάνο αλλά τα μαθήματα που είχε κάνει παλιά τα θυμόταν. Άλλωστε, τα κομμάτια που ήξερε να παίζει δεν ήταν πολλά• καμιά δεκαριά όλα κι όλα, κάτι ερωτικές ξένες μελωδίες από ταινίες του Χόλυγουντ και κάποια τραγούδια που είχε τραγουδήσει η Σοφία Βέμπο. Γύρναγε τα μάτια, κοίταζε τη Ρενέ με αγάπη και ανοιγόκλεινε το στόμα λέγοντας τους στίχους του τραγουδιού που έπαιζε στο πιάνο:

«Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα

πριν να γνωρίσω εσένα, που πρόσμενα καιρό,

μα πως φοβάμαι πως ίσως μια μέρα, σε χάσω

γιατί να σε ξεχάσω ποτέ δε θα μπορώ...»[1]

 

Τα πρώτα Χριστούγεννα με τη φωνή του να έχει κλείσει τελείως, της έγραψε ένα σημείωμα και το έβαλε στην τσέπη της μακριάς ρόμπας, που η Ρενέ φορούσε στο σπίτι. Εκείνη, έβαλε κάποια στιγμή τυχαία το χέρι στην τσέπη, έπιασε το χαρτάκι, το έβγαλε, το κοίταξε παραξενεμένη, το ξετύλιξε και διάβασε: «Καλά Χριστούγεννα, αγαπημένη μου. Το μικρό σου παιδί από δω και πέρα θα είναι ήσυχο, δεν θα ξανακούσεις φωνές στο σπίτι…»

Επί τρία χρόνια τις ευχές του για τα Χριστούγεννα ο Σπύρος τις έγραφε σε χαρτάκι που το έχωνε στις τσέπες της ρόμπας της Ρενέ. Ήξερε πόσο σημαντικό ήταν για εκείνη μια απλή τρυφερή ευχή, δυο λόγια που να λένε «Καλά Χριστούγεννα, Ρενέ μου», για να λάμψουν αμέσως τα μάτια και η ψυχή της… Τέταρτος χρόνος δεν υπήρξε. Ήταν βαρύς χειμώνας, Φλεβάρης μήνας, όταν ο Σπύρος «έφυγε» από μετάσταση του καρκίνου.

 

Έμεινε μόνη η Ρενέ στο όμορφο νεοκλασικό σπίτι στο Μεταξουργείο και στη ζωή. Τα πρώτα χρόνια παρακολουθούσε πολλές θεατρικές παραστάσεις για να συναντάει τους συναδέλφους του Σπύρου και τους δικούς της. Καθόταν μαζί τους στα καμαρίνια, συζητούσε, γελούσε, ξεχνιόταν. Επέστρεφε μετά στο σπίτι, φορούσε τη μακριά της ρόμπα και πήγαινε στο βάζο που είχε δίπλα στη φωτογραφία του Σπύρου, στο πιάνο, και άλλαζε το νερό για να διατηρηθούν φρέσκα τα λουλούδια. Έπειτα κουλουριαζόταν στην πολυθρόνα, ανέβαζε τα πόδια της πάνω κι έβαζε το χέρι στην τσέπη. Έβγαζε το χαρτάκι. Το ξεδίπλωνε και διάβαζε: «Καλά Χριστούγεννα, Ρενέ μου…» Το κοίταζε, το ξανακοίταζε… το ξαναδίπλωνε μετά και το ξανάβαζε στην τσέπη. Γύριζε τα μάτια στη φωτογραφία του Σπύρου και στο βλέμμα της ο πόνος εναλλάσσονταν με τη γλύκα…

Τελευταία δεν είχε όρεξη να πηγαίνει στο θέατρο. Πολλοί συνάδελφοι δικοί της και του Σπύρου είχαν πεθάνει. Η ίδια ένοιωθε κουρασμένη. Προτιμούσε να φροντίζει τις γλάστρες της στο μπαλκόνι και να ακούει μουσική από το στερεοφωνικό ραδιόφωνο που είχε φέρει ο Σπύρος από την Σικελία, από την περιοδεία στα ελληνόφωνα χωριά της Κάτω Ιταλίας. Απέναντι από το σπίτι τους είχε ανοίξει πριν μερικά χρόνια ένα παντοπωλείο με ελληνικά και ξένα προϊόντα. Το είχε ένας Πακιστανός, ο Σαλίμ. Στις αρχές είχε πιάσει κουβέντα μαζί του και είχε μάθει ότι ήταν από την πόλη Λαχόρη, που βρισκόταν στις όχθες του ποταμού Ράβι. Της είχε πει ότι η πόλη του είναι γνωστή για την ταπητουργία της, καθώς τα χειροποίητα χαλιά που παράγει συγκαταλέγονται στα κορυφαία προϊόντα που εξάγει το Πακιστάν. Σε μια τέτοια βιοτεχνία χειροποίητων χαλιών δούλευαν οι γονείς του και τους βοηθούσε και ο ίδιος, στέλνοντάς τους χρήματα από το παντοπωλείο του. Στην Ελλάδα είχε έρθει πριν δέκα χρόνια. Είχε κάνει πολλές και διάφορες δουλειές, σκληρές όλες, μέχρι που εντέλει μπόρεσε και άνοιξε αυτό το μαγαζί.

Τον συμπαθούσε πολύ τον Σαλίμ. Πήγαινε και αγόραζε πράγματα που η ίδια δεν χρησιμοποιούσε, μπισκότα και σοκολάτες κυρίως, έπαιρνε και κονσέρβες γάλα και τα πήγαινε σε μια φτωχή οικογένεια, δυο στενά πιο πέρα. Του είχε χαρίσει και ρούχα του Σπύρου, πουλόβερ και πουκάμισα. Ο Σαλίμ την έβλεπε σαν τη μάνα του και τον συγκινούσε πάντα ο ερχομός της στο μαγαζί του. Της έλεγε, «κυρία Ρενέ, τι θα θέλατε να σας δώσω;»

«Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν», του έλεγε εκείνη. «Δως μου μια ευχή, τίποτ’ άλλο. Πες μου Καλά Χριστούγεννα και θα μου έχεις δώσει όλα τα καλά του κόσμου!»

«Δεν ξέρω τι είναι τα Χριστούγεννα, κυρία Ρενέ», της απαντούσε εκείνος, «είμαι Μουσουλμάνος. Αλλά αν είναι να σας δώσω χαρά, τότε σας εύχομαι ολόψυχα Καλά Χριστούγεννα!»

Τα μάτια της Ρενέ έλαμπαν. Ανέβαινε στο σπίτι, άλλαζε το νερό στα λουλούδια, έβαζε καθαρό, καθόταν κοντά στο πιάνο κι έβγαζε το χαρτάκι από την τσέπη της. Το κοίταζε. Το διάβαζε. Ξανά και ξανά. Χαμογελούσε…

«Μεγάλη θεατρίνα δεν έγινα ποτέ, μητέρα», μουρμούριζε, φέροντας στη μνήμη της την αγαπημένη μορφή της μητέρας της, στο νησί. «Κατάφερα όμως να γίνω ευτυχισμένη. Ξέρω πως θα συμφωνούσες κι εσύ πως αυτό είναι πολύ σημαντικό…»

Όταν σε λίγες μέρες δεν φάνηκε στο παντοπωλείο του Σαλίμ και τα πατζούρια της ήταν συνέχεια κλειστά εκείνος ανησύχησε και το είπε στους γείτονες. Ειδοποιήθηκε η αστυνομία. Άνοιξαν με κλειδαρά την πόρτα του σπιτιού και τη βρήκαν καθισμένη στην πολυθρόνα κοντά στο πιάνο, με το βάζο δίπλα στη φωτογραφία του άντρα της να έχει κατέβει και μυρίσει το νερό, με τα λουλούδια μαραζωμένα και με ένα σημείωμα κουβαριασμένο σφιχτά στο χέρι της που δυσκολεύτηκαν να το πάρουν από τα δάχτυλά της, λόγω της νεκρικής ακαμψίας…

 


[1] Πόσο λυπάμαι – Συνθέτης Κώστας Γιαννίδης, στιχουργός Βασίλης Σπυρόπουλος και Πάνος Παπαδούκας, ερμηνεία Σοφία Βέμπο από την επιθεώρηση «Βιολέττα», 1938.




        

        Δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2021                                                                                                       στο τεύχος Νο 68  του περιοδικού  
                             «δε|κατα» με θέμα 
                        «Καλά Χριστούγεννα».
                          
        Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού, 
          ποιητή και συγγραφέα, Ντίνο Σιώτη, 
                         για τη δημοσίευση. 








18 Οκτωβρίου 2021

Loredana - Διήγημα

Maria Grazia Cucinotta, Italiana αttrice da Messina di Sicilia 



                                                                              Λορεντάνα 

                                                              (ημι) αυτοβιογραφικό διήγημα


Όταν ήμουν στο Μιλάνο για σπουδές κατοικούσα σε μια λαϊκή συνοικία, περίπου σαράντα λεπτά από το κέντρο. Κόρσικο, τη λένε. Οικονομικοί μετανάστες από τον ιταλικό Νότο, εργάτες στη βαριά βιομηχανία της Λομβαρδίας, φοιτητές, έμποροι ναρκωτικών• η ταυτότητα των κατοίκων της.

Η πολυκατοικία εργατικής αρχιτεκτονικής, πολυώροφη και άχρωμη, και συχνά βρώμικη, με αποτσίγαρα στην είσοδο που παρέμεναν εκεί μια βδομάδα. Είχα νοικιάσει ένα διαμέρισμα στο ισόγειο και συγκατοικούσα με δυο Ιταλίδες. Στο διπλανό διαμέρισμα έμενε μια μητέρα από τη Σικελία με τους δύο γιους της. Είχαν έρθει στο Μιλάνο για να βρουν δουλειά τ’ αγόρια. Πατέρας δεν υπήρχε. Και οι τρεις μού θύμιζαν την ταινία «Ο Ρόκκο και τα αδέλφια του», του Λουκίνο Βισκόντι. Η μάνα ήταν σχεδόν ίδια η Κατίνα Παξινού. Έντονες σακούλες κάτω από τα μάτια γεμάτες υγρό, βλέμμα που έβγαζε σπίθες, μαλλιά τραβηγμένα πίσω άβαφα, χείλη σκασμένα από το κρύο. Έδειχνε βράχος. Πατέρας και μάνα μαζί• ότι είχε αναλάβει να πάρει στις ράχες την οικογένεια να τη στηρίξει και το έφερνε σε πέρας με επιτυχία.

Αλλά και τα αγόρια είχαν κάτι από τους ήρωες του Βισκόντι. Σκληρά παιδιά• στη Σικελία έπαιζαν μπάλα σε χωμάτινες αλάνες περιτριγυρισμένες από μακρόστενες άχαρες πολυκατοικίες, οι περισσότεροι κάτοικοι των οποίων είχαν δουλειά μόνο εάν είχαν καλές σχέσεις με την μαφία – περιγραφές από τη μάνα όλα αυτά, όταν αργότερα γνωριστήκαμε. Τα πρόσωπά τους είχαν μια μόνιμη μελαγχολία και κατήφεια, μου έλεγαν καλημέρα χωρίς χαμόγελο και χωρίς να με κοιτάνε, τα ρούχα τους μύριζαν από μακριά τσιγάρο και τα μαλλιά τους ήσαν μαύρα και στιλπνά. Ήταν ο Φιλίππο και ο Σαλβατόρε. Τη μητέρα την έλεγαν Λορεντάνα.

«Σιτσιλιάνα κι εσύ;» μου είχε πει την πρώτη φορά που ειδωθήκαμε στην είσοδο.

«Ελληνίδα», της είχα απαντήσει.

Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Φορούσε μια χοντρή ρόμπα χειμωνιάτικη κι από πάνω μια μακριά ζακέτα και κάτι μαύρα χοντρά παπούτσια. Είχε βγει να πετάξει τα σκουπίδια και επέστρεφε. Εγώ, έφευγα. Ήταν πρωί, πήγαινα στη σχολή.

«Λοιπόν Ελληνίδα», μου είπε μετά, «έχω έτοιμο καφέ. Άμα δεν βιάζεσαι να φύγεις, πάμε στην κουζίνα μου. Εμείς στον Νότο έτσι κάνουμε. Μιλάμε μεταξύ μας και γνωριζόμαστε. Οι Μιλανέζες εδώ με το στανιό μου λένε καλημέρα. Εσύ μου χαμογέλασες και μου άρεσε. Έλα. Ο καφές είναι ζεστός».

Έτσι γνώρισα την Λορεντάνα, τη Σιτσιλιάνα. Δεν βιαζόμουν εκείνη την ημέρα και αποδέχτηκα την πρόσκλησή της. Ήπια αχνιστό εσπρέσο κι έφαγα δυο φέτες ψωμί που το είχε ζυμώσει η ίδια και τυρί πεκορίνο σιτσιλιάνο - ένα τυρί από τη Σικελία από τα πιο παλιά αλλαντικά της Ευρώπης, που η Λορεντάνα το έβρισκε σε μια αλυσίδα σούπερ μάρκετ με προϊόντα ιταλικής γαστρονομίας, στην περιοχή Πόρτα Γκαριμπάλντι. Τα λέγαμε για καμιά ώρα.

«Η μόνη οικογένεια που έχω», μου διηγήθηκε, «είναι οι δύο γιοι μου. Τους γονείς μου τους έχασα όταν ήμουν μικρή. Με πάντρεψε πολύ νέα μια θεία που με είχε αναλάβει μετά τον θάνατο των γονιών μου, αλλά χήρεψα γρήγορα. Ο άντρας μου πέθανε από καρκίνο, τα παιδιά πήγαιναν στο δημοτικό• σφουγγάριζα γραφεία για να μπορώ να τα συντηρώ. Μια αδελφή είχα μόνο. Ήταν πόρνη, δούλευε για έναν μαφιόζο. Μου έδινε και μένα χρήματα. Κάποια στιγμή τής έκανε πρόταση γάμου ένας υπάλληλος τράπεζας, γείτονάς της, ήξερε πως είναι πόρνη αλλά την ερωτεύτηκε και ήθελε να την παντρευτεί και να τη σταματήσει από την πορνεία. Χαρά που κάναμε και οι δύο! ‘Θα αλλάξει η ζωή μου’, μου έλεγε η αδελφούλα μου. ‘Θα σταματήσω την πορνεία και θα είμαι κυρία. Ο υπάλληλος είπε ότι θα βοηθάει και σένα’. Να σε ρωτήσω Ελληνίδα, ξέρεις καμιά πόρνη που να είχε καλό τέλος στη ζωή της; Γιατί εγώ, πάντως, δεν ξέρω• γι’ αυτό σε ρωτάω.

»Μια μέρα ήρθε ξαφνικά στο σπίτι μου η μάνα του υπάλληλου και μου λέει: ‘Πες στην πουτάνα την αδελφή σου να αφήσει ήσυχο τον γιο μου. Σε πουτάνες δεν τον δίνω’. Κι έφυγε. Το είπα στην αδελφή μου, εκείνη στον υπάλληλο, την αγαπούσε όμως εκείνος και δεν έδωσε σημασία στα λόγια της μητέρας του. Κανόνισαν να παντρευτούν. Δέκα μέρες πριν τον γάμο η αδελφή μου πυροβολήθηκε έξω από το σπίτι μου καθώς ερχόταν να με επισκεφθεί. Ένας αλήτης το έκανε, τον είδαν όλοι στη γειτονιά, τον ξέρανε χρόνια. Αλλά δεν μίλησε κανείς στην αστυνομία, από φόβο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, κανείς δεν μιλάει, ποτέ. Ένας φουκαράς ήταν, που έκανε θελήματα στη μαφία. Και γω τον ήξερα. Τον πλήρωσε η μάνα του υπάλληλου για να σκοτώσει την αδελφούλα μου. Έστειλε και σε μένα μήνυμα η μάνα: ‘Δεν είδες, δεν ξέρεις τίποτα, δεν υποψιάζεσαι κανέναν. Πρόσεξε. Έχεις παιδιά’.

»Ο γιος της συνέχισε να εργάζεται στην τράπεζα και συμπεριφερόταν σαν να μη συνέβη τίποτα. Δεν τόλμησε να τα βάλει με τη μάνα του. Ούτε συλλυπητήρια δεν ήρθε να μου πει. Ποιος έρωτας, ποια αδελφή μου, ποιος γάμος… Αργότερα, παντρεύτηκε μια συνάδελφό του. Εγώ, μετά από λίγο, πήρα τα παιδιά κι ήρθα στο Μιλάνο. Αυτά, δεν είχαν όρεξη για γράμματα. Μετά το γυμνάσιο μού ξεκαθάρισαν ότι ήθελαν να παρατήσουν το σχολείο. Για σπουδές, ούτε κουβέντα. Κι έτσι, αποφασίσαμε να φύγουμε από τη Σικελία και να έρθουμε στον Βορρά. Ήθελαν και οι δύο να ψάξουν καμιά καλή δουλειά στα εργοστάσια εδώ, στη Λομβαρδία. Όχι ότι βρήκαν. Χαμάληδες είναι, στην αγορά κρεάτων. Κουβαλάνε σφαγμένα ζώα από τους εμπόρους και τα πηγαίνουν στα καταστήματα. Ο μεγάλος, τώρα τελευταία, νομίζω πως κάπου έχει μπλέξει και δεν μου λέει. Φοράει μια χοντρή χρυσή καδένα στο λαιμό. Άμα κουβαλάς κρέατα στην πλάτη δεν έχεις λεφτά για χρυσές καδένες. Από την άλλη, αν ήθελε παρτίδες με μαφιόζους δεν ήταν ανάγκη να ξεσηκωθούμε από το σπίτι μας, καθόμασταν και στη Σικελία. Έχουμε μία από τις καλύτερες μαφίες του κόσμου. Κόζα Νόστρα, τη λένε. Ακουστά θα την έχεις. Τον φοβάμαι τον μεγάλο, Ελληνίδα. Πώς είπες ότι σε λένε;»

«Βικτώρια».

Σκέφτηκε λίγο.

«Βιττόρια, θα σε λέω», είπε μετά. «Το Βικτώρια το λένε οι Άγγλοι. Εγώ είμαι Σιτσιλιάνα».

 

Το Μιλάνο με γοήτευε μέσα στην ομίχλη του. Απόμακρο και ονειρικό μαζί. Σαν περιτύλιγμα πακέτου που σου κρύβει την κούκλα που έχει μέσα. Όλο τον χειμώνα το Ντουόμο έμοιαζε στα μάτια μου σαν μια μυστηριώδης εικαστική εγκατάσταση με τεράστιο όγκο, ανερμήνευτη για τους μη μυημένους στην τέχνη. Λίγο πιο κει, στην πλατεία της Σκάλας του Μιλάνου, το άγαλμα του Λεονάρντο ντα Βίντσι με τους τέσσερις μαθητές του ξεπρόβαλε αμυδρά μέσα από την ομίχλη σαν Δάσκαλος που υπάρχει εκεί από αιώνες για να σου διδάσκει τον τρόπο να βλέπεις το φως της ύπαρξης μέσα στις σκιές της άγνοιας. Με γοήτευαν ακόμα και τα τραμ που τα άκουγα να έρχονται από μακριά αόρατα, να περνάνε από μπροστά μου και μόλις τότε να διακρίνω τα υπέροχα ζωηρά χρώματά τους, εκείνο το πορτοκαλί και το φωτεινό πράσινο, κι έπειτα να τα βλέπω να απομακρύνονται, να συνεχίζω να τα κοιτάζω και εκείνα να χάνονται ξανά στο βάθος, σαν φωτεινό τρενάκι σε λούνα παρκ που κινείται μέσα σ’ ένα μυστηριώδες σύννεφο και κάνει τα παιδιά να το κοιτάζουν μαγεμένα.

Με τους γιους της Λορεντάνα εξακολουθούσα να μην έχω πολλά-πολλά. Με απέφευγαν. Ουσιαστικά, είχα παρατηρήσει πως ήσαν απόμακροι με όλο τον κόσμο. Δύσκολα χαιρετούσαν συγκάτοικο στην πολυκατοικία, δύσκολα σήκωναν τα μάτια από κάτω.

Απέναντι από την πολυκατοικία μας ήταν ένα μπαρ από αυτά στην Ιταλία που σερβίρουν καφέ, αλκοόλ, πωλούν τσιγάρα, έχουν και κάνα δυο στρογγυλά τραπέζια για χαρτιά, ένα φλίπερ στη γωνία και συγχρόνως είναι και πρακτορεία Totocalcio, του αντίστοιχου δικού μας ΠΡΟ-ΠΟ. Bar Tabacchi, λέγονται. Με τα χρόνια βέβαια αυτά τα μπαρ διαφοροποιήθηκαν, αλλά τουλάχιστον εκείνα τα χρόνια που ήμουν στο Μιλάνο ήταν χώροι που λειτουργούσαν ως σαββατιάτικη έξοδος των φοιτητών και των εργαζομένων. Πήγαιναν εκεί και έπιναν έναν καφέ, ένα αμαρέτο, έπαιζαν φλίπερ, αγόραζαν τα τσιγάρα τους, κάθονταν και παρακολουθούσαν αυτούς που έπαιζαν χαρτιά, έβαζαν ένα τραγούδι στο τζουκ μποξ, Μίλβα ή Αντριάνο Τσελεντάνο, και περνούσε το σαββατόβραδο χωρίς ιδιαίτερα έξοδα και χωρίς να έχουν μείνει στο σπίτι. Αλλιώς, η διασκέδαση στο Μιλάνο ήταν πάντα ακριβή υπόθεση. Η Λορεντάνα πήγαινε συχνά εκεί. Με κάλεσε και μένα κάποια στιγμή, να πάμε παρέα. «Έλα να πιούμε grappa», μου είπε.

Πήγαμε το Σάββατο το βραδάκι στο μπαρ αλλά δεν ήπια grappa γιατί την έβρισκα πολύ δυνατή, κάτι σαν το τσίπουρο το δικό μας, το σπιτικό, των χωριών, που το βάζεις σε τασάκι, πετάς αναμμένο σπίρτο πάνω του και πιάνει φωτιά. Μου άρεσε από πάντα το λευκό μαρτίνι με πάγο. Η Λορεντάνα στο μπαρ, από φιγούρα της ταινίας «Ο Ρόκκο και τ’ αδέλφια του» που ήταν στην καθημερινότητά της, ερχόταν βαμμένη και στολισμένη σαν φιγούρα του Φελλίνι στην ταινία La Strada• μια Τζουλιέτα Μασίνα με έντονες βλεφαρίδες και κατακόκκινο κραγιόν που της λέρωνε τα δόντια. Της άρεσε να βάφει τα μάτια της με έντονη γαλάζια σκιά και να φοράει φανταχτερά σκουλαρίκια από το παζάρι. Οι μπλούζες της ήταν πάντα κάνα δυο νούμερα μικρότερες, με το ζόρι κάλυπταν το στήθος της και στους ώμους έριχνε πρόχειρα μια ροζ συνθετική γούνα που την έβγαζε αμέσως μόλις καθόμασταν. Παρατηρούσα με τρόπο τα χέρια της. Είχε δάχτυλα παραδουλεύτρας, κόκκινα και χοντρά, και νύχια κίτρινα από τους μύκητες. Φαινόταν ότι δούλευε από μικρή στο σφουγγάρισμα. Την αγαπούσα τη Λορεντάνα, μου ασκούσαν μια παράξενη γοητεία τα συμβάντα της ζωής της, πάνω από όλα όμως με γοήτευε η εγκαρδιότητα και η φιλοξενία του χαρακτήρα της. Έπινε τρεις γκράπες και γω δύο μαρτίνι. Μετά την πρώτη grappa σηκωνόταν με το κέρμα στο χέρι και πήγαινε στο τζουκ μποξ. Είχε ακούσει το 1966 στο ραδιόφωνο το Φεστιβάλ τού σαν Ρέμο και είχε λατρέψει το τραγούδι που ερμήνευσε η Κατερίνα Καζέλλι, το ‘nessuno mi può giudicare’ – κανείς δεν μπορεί να με κρίνει. Το έβαζε δυο τρεις φορές και το άκουγε, μέχρι που το συνήθισα και το αγάπησα κι εγώ.

«Κάναν Ιταλό, αγάπησες Βιττόρια;» με ρώταγε με το τσιγάρο στο στόμα – MS κάπνιζε.

«Συμπάθησα, Λορεντάνα, για την ακρίβεια. Δεν αγάπησα ακριβώς…», της απαντούσα. «Συμπάθησα. Γιατί, η αγάπη, είναι μεγάλη κουβέντα».

«Και πού είναι; Μένετε μαζί; Δεν τον έχω δει».

«Αφού ξέρεις, συγκατοικώ με δύο φοιτήτριες».

«Και ο Ιταλός;»

«Απ’ όσο ξέρω, τώρα πρέπει να είναι στη Γαλλία».

«Έχετε χωρίσει;»

«Έχω μια παραξενιά, Λορεντάνα, δεν μπορώ να έχω σχέση με παντρεμένο. Δεν θέλω να είμαι η δεύτερη στη ζωή ενός άντρα. Πες το ιδιοτροπία, δεν ξέρω.. Θα ‘ρθουν Χριστούγεννα, θα ‘ρθουν γιορτές, ο παντρεμένος αναγκαστικά θα μείνει με την οικογένειά του και η ερωμένη  θα μείνει μόνη. Δεν είναι για μένα αυτά τα πράγματα. Εγώ θέλω τα Χριστούγεννα ο αγαπημένος μου να μου φέρει Αλεξανδρινό και το βράδυ να κοιμηθεί μαζί μου. Έτσι καταλαβαίνω τα Χριστούγεννα. Αλλιώς, να με αφήσει στην ησυχία μου. Δεν μπορώ τα πέρα – δώθε.

»Ο Ιταλός που σου λέω ήταν παντρεμένος και μου το έκρυβε. Δεν είχα ιδέα, δεν είχα καταλάβει τίποτα. Δεν είμαι καχύποπτη, άμα μου πεις κάτι το πιστεύω, δεν έχω λόγο να σε αμφισβητήσω. Ένα πρωί μού χτυπάει την πόρτα μια κοπελίτσα. Την είδα και νόμισα ότι ήταν κάποια συγκάτοικος από την πολυκατοικία που κάτι ήθελε. ‘Είμαι η γυναίκα του’, μου είπε δειλά και κοκκίνισε. ‘Ποιανού;’ τη ρώτησα απορημένη. Δεν μου μίλαγε, με κοίταζε έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Πιο πολύ διαισθητικά κατάλαβα ποια ήταν. Πρώτα ένιωσα σοκ και μετά άρχισα να το λυπάμαι αφάνταστα εκείνο το μαζεμένο κοριτσάκι που στεκόταν αμήχανο μπροστά μου. Ήταν είκοσι πέντε χρονώ τότε, αλλά ήταν λεπτούλα κι έδειχνε μικρότερη. Ο άλλος είχε κλείσει τα τριάντα έξι. Της είπα να περάσει μέσα και πήγαμε στην κουζίνα. Ήμουν μόνη. Οι συγκάτοικοί μου είχαν φύγει για τις σχολές τους, το μεσημέρι είχα κι εγώ μάθημα και θα έφευγα. Η κοπελίτσα έτρεμε. Της προσέφερα καφέ και μιλήσαμε. ‘Πήρε προίκα δύο ακριβά διαμερίσματα κοντά στην Πόρτα Νουόβα’, άρχισε να μου λέει όταν ένιωσε πιο άνετα, ‘όλες τις καταθέσεις μου στην τράπεζα και έξι μήνες μετά τον γάμο πούλησε ένα βενετσιάνικο σκρίνιο της γιαγιάς μου με τεράστια καλλιτεχνική αξία. Τον αγαπάω όμως πολύ και δεν μπορώ να του χαλάω το χατίρι, ό,τι και να μου ζητάει. Έμεινα έγκυος ένα χρόνο μετά τον γάμο και απέβαλα. Μέχρι τώρα δεν μπόρεσα να ξαναμείνω έγκυος. Δεν με πειράζει να πηγαίνει με άλλες… Με πειράζει να με παρατήσει. Έχω εξάρτηση από αυτόν. Μη μου το κάνεις σε παρακαλώ αυτό, μην τον αφήσεις να φύγει από μένα και να έρθει σε σένα. Του αρέσεις, το έχω καταλάβει… Για να έρθω να σε βρω, σημαίνει πως φοβάμαι. Έχω ξαναβρεθεί σε αυτή τη θέση. Κάθε φορά με καθησυχάζει ότι είναι μια περιπέτεια χωρίς σημασία κι ότι δεν θα ξανασυμβεί, αλλά σε λίγο καιρό ξανασυμβαίνει…’»

Η Λορεντάνα έπινε την grappa και με άκουγε.

«Λορεντάνα, τον Ιταλό μέσα μου τον χώρισα εκείνη τη στιγμή που έβλεπα τη γυναίκα του να τρέμει μπροστά στα μάτια μου από φόβο μήπως τον χάσει και την άκουγα να με παρακαλάει να μην της τον πάρω. Πάγωσα μαζί του. Έχω μια παράξενη άμυνα στα συναισθηματικά μου. Άμα με πληγώσει κάποιος κατεβάζω αμέσως ρολά. Ακαριαία. Όσο πρόλαβε να με χτυπήσει, να με πονέσει, πρόλαβε. Τα επόμενα χτυπήματά του βρίσκουν σίδερο. Εκείνο που με πλήγωσε περισσότερο σε αυτόν ήταν η ατάκα που είπε στη γυναίκα του για μένα, ότι ήμουν μια περιπέτεια χωρίς σημασία. Σε εμένα έλεγε άλλα, ότι ονειρευόταν κάποτε να ζήσουμε μαζί σ’ ένα νησί του Αιγαίου και με έπειθε ότι έκανε σχέδια για μας. Παραμυθιαζόμουν, το παραδέχομαι, με κολάκευε να με θεωρεί κομμάτι της ζωής του ένας όμορφος Ιταλός με Alfa Romeo.

»Την κοπελίτσα την έχρισα αμέσως αδελφή μου. Ένιωσα συγγενής μαζί της. Κι εγώ στη θέση της με τον ίδιο ακριβώς τρόπο θα αντιδρούσα. Είχαμε το ίδιο DNA. Τη συμπόνεσα, όπως θα συμπονούσα τη μάνα μου αν την έβλεπα να πονάει. Δέθηκα μαζί της. Της είπα ότι μπορεί να με θεωρεί φίλη της, να έρχεται στο σπίτι μου όποτε θέλει και να μιλάμε• τη διαβεβαίωσα ότι από μένα δεν κινδύνευε να χαλάσει ο γάμος της, δεν αισθανόμουν τίποτα το σοβαρό για τον άντρα της, δεν τον είχα ερωτευτεί, απλώς μια ερωτική συντροφιά ήταν, τίποτα πάρα πάνω και πως έπαψα να τον θέλω από τη στιγμή που έμαθα πως είναι παντρεμένος. Με πίστεψε, το ξέρω. Τα μάτια της έλαμψαν. Κανονίσαμε να ξαναβρεθούμε την Κυριακή, να πάμε σινεμά και μετά για φαγητό. Εκείνο το διάστημα γινόταν ένα εβδομαδιαίο αφιέρωμα στον Μικελάντζελο Αντονιόνι που άρεσε και στις δυο μας. Είδαμε το ‘Επάγγελμα Ρεπόρτερ’. Μετά την ταινία ήθελε να μου δείξει τη συνοικία Brera, το ‘Σόχο του Μιλάνου’, όπως μου είπε ότι την αποκαλούν, λόγω των γκαλερί και γενικά της μποέμ ατμόσφαιρας που αποπνέει, και πήγαμε εκεί για βόλτα. Περάσαμε πολύ ωραία, περπατούσαμε για ώρα στα λιθόστρωτα σοκάκια. Φάγαμε χειροποίητα ζυμαρικά και ήπιαμε κόκκινο κρασί σε μια τραττορία που έμοιαζε με σκηνικό ταινίας του ιταλικού νεορεαλισμού.

»Ήταν πολύ συμπαθητικό κορίτσι και συνεσταλμένο. Θα πρέπει να έκανε τεράστια υπέρβαση για να μπορέσει να έρθει να με βρει και να μου πει αυτά που μου είπε. Γι’ αυτό την εκτίμησα τόσο. Για κάποιο διάστημα κάναμε αρκετή παρέα. Έδειχνε πως με ένιωθε κι αυτή σαν αδελφή της. Μου μίλαγε για τον άντρα της, ότι τελευταία είχε γνωρίσει μια Γαλλίδα τουρίστρια κι έβγαινε συνέχεια μαζί της. ‘Μα, πώς μπορείς και το ανέχεσαι…’, τη ρωτούσα. ‘Είμαι ερωτευμένη, τον θέλω’, μου απαντούσε αυθόρμητα. Εγώ σε εκείνον είχα αφήσει ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή της δουλειάς του αμέσως μόλις έφυγε η γυναίκα του το πρωί που ήρθε στο σπίτι μου, ότι δεν θέλω να τον ξαναδώ, έτσι ξερά, χωρίς να εξηγώ το γιατί. Ήμουν απόλυτη και κάθετη. Δεν ξέρω τι σκέφτηκε ή αν του είπε κάτι η γυναίκα του, πάντως από τότε δεν ξαναεποικώνησε μαζί μου, ούτε η κοπέλα μού ξαναέκανε συζήτηση πάνω σε αυτό.

»Το καλοκαίρι επέστρεψα στην Αθήνα και το Φθινόπωρο που ξανάρθα στο Μιλάνο το κορίτσι είχε χαθεί. Περίμενα, ξαναπερίμενα να έρθει στο σπίτι, τίποτα. Τηλεφώνησα στο σπίτι τους, πρωί, ήξερα πως ο άλλος θα ήταν στη δουλειά. Δεν απάντησε κανείς. Άφησα να περάσουν λίγες μέρες και ξανατηλεφώνησα. Απάντησε μια άγνωστη κυρία. Το σπίτι είχε πουληθεί, μου είπε, και τώρα το είχε αυτή η κυρία. Της είπα ότι γνώριζα την κοπέλα που έμενε πριν εκεί και ήθελα να μάθω νέα της. Ήταν λιγομίλητη, λογικό ήταν, μιλούσε με μια άγνωστη. Μου είπε λίγα πράματα, ότι το ζευγάρι είχε χωρίσει, ότι ο άντρας είχε μετακομίσει στη Γαλλία και ότι η σύζυγός του μετά την πώληση του σπιτιού επέστρεψε στο πατρικό της, σε μια αγροικία κάτω από τις Άλπεις, στα σύνορα με την Ελβετία, όπως είχε μάθει. Δεν ήξερα το τηλέφωνο στο πατρικό της κοπέλας, ούτε εκείνη επικοινώνησε ξανά μαζί μου. Ακόμα όμως τη θεωρώ αδελφή μου, Λορεντάνα, και κατανοώ απόλυτα την ανάγκη της να θέλει να πάει να ζήσει στο βουνό. Θέλω πάντα να είναι καλά και δεν σου κρύβω ότι, υπάρχουν μέρες που, όταν ακούω κουδούνι λέω, ‘λες να ήρθε η αδελφή μου από τις Άλπεις;’ και τρέχω με λαχτάρα να ανοίξω την πόρτα…»

 

Κάπως έτσι περνούσαν τα Σάββατα στο Μιλάνο, γεμάτα ομίχλη, κρύο, και φιλική συντροφιά με τη σιτσιλιάνικη φωνή της Λορεντάνα στο μπαράκι. Αρκετά μεσημέρια της Κυριακής με καλούσε στο σπίτι της και μαγείρευε τοπικά φαγητά της Σικελίας που τα λάτρευα. «Έλα, Ελληνίδα, να σε μάθω να φτιάχνεις αραντσίνι», μου έλεγε, «να τα μαγειρεύεις στον αγαπημένο σου, να τον ξελογιάζεις». Τα αραντσίνι στα ελληνικά μεταφράζονται ως μικρά πορτοκαλάκια λόγω του σχήματος και του χρώματός τους, αν και η Λορεντάνα τα έφτιαχνε σε σχήμα κώνου, σαν αχλαδάκια. Μου είχε εξηγήσει πως πρόκειται για ένα πανάρχαιο φαγητό με καταγωγή από την Αραβία, όταν ακόμα η Σικελία ήταν υπό την κατοχή της. Πρόκειται για μικρές μπαλίτσες από ριζότο αρωματισμένο με σαφράν γεμισμένες με μοτσαρέλα και σάλτσα ντομάτας, ή άλλες φορές με ραγού και μπιζέλια, και τηγανισμένες στο τηγάνι αφού πρώτα περαστούν σε χτυπημένο αυγό και ψίχουλα ψωμιού. Της είχα πει ότι, ήμουν σίγουρη ότι πιο νόστιμα αραντσίνι δεν θα τύχει να ξαναφάω ποτέ στη ζωή μου και το εννοούσα. Και μετά μου προσέφερε τραγανά κανόλι για επιδόρπιο, ένα επίσης κλασικό σιτσιλιάνικο γλύκισμα, που είναι «σωληνάκια» από μπισκότο γεμισμένα με ricotta, το γλυκό λευκό τυρί των Ιταλών, και πασπαλισμένα με ζάχαρη άχνη. Εγώ της έφτιαξα κάποτε ένα κερκυραϊκό φαγητό, παστιτσάδα με κόκορα με χοντρά τρυπητά μακαρόνια και σημείωσε τη συνταγή να τη φτιάχνει στα παιδιά, της άρεσε πολύ. 

Στον τελευταίο χρόνο της σχολής έφυγα από το Κόρσικο και μετακόμισα κοντά στη σχολή γιατί είχα να ετοιμάσω την πτυχιακή μου εργασία κι έπρεπε να βρίσκομαι σχεδόν καθημερινά στη βιβλιοθήκη του Πολυτεχνείου. Την Λορεντάνα την ξαναείδα μετά από μήνες, λίγο πριν δώσω εξετάσεις το καλοκαίρι. Πήγα ένα Σάββατο βράδυ και της χτύπησα το κουδούνι• δεν απάντησε και κατάλαβα ότι θα ήταν απέναντι, στο μπαράκι. Πήγα στο μπαρ και πράγματι ήταν εκεί. Το τι χαρά έκανε που με είδε! Της ξέφυγαν κάτι σιτσιλιάνικες λέξεις που ούτε που τις κατάλαβα. Ήταν όπως την ήξερα τα σαββατόβραδα: βαμμένη σαν να παίζει σε  ταινία του Φελλίνι, εφαρμοστό χρωματιστό φουστάνι, λουστρινένιες γόβες, βραχιόλια και σκουλαρίκια ψεύτικα, τα χέρια της φουσκωμένα από τα νερά και πάντα τα νύχια της κίτρινα από τους μύκητες. Ένα λεπτό ολόκληρο αγκαλιασμένες ήμασταν. Την αγαπούσα τόσο πολύ! Μου παρήγγειλε μαρτίνι και αφού πρώτα ρώτησε για μένα αν είχα προετοιμαστεί για το πτυχίο κι αν είμαι καλά εκεί που μένω, άρχισε να μου λέει τα δικά της: 

«Βιττόρια, έχω αγαπημένο! Το πιστεύεις; Να, κοίτα;» και μου κάνει νόημα με τα μάτια να κοιτάξω στο φλίπερ. Γυρνάω προς το φλίπερ, κοιτάω, ήταν κάποιος και έπαιζε, αλλά τον είχα πλάτη. Δεν τον έβλεπα στο πρόσωπο.

«Αγάπησα, Βιττόρια! Πρώτη φορά στη ζωή μου! Άκουγα κι εγώ τόσο καιρό να μιλάνε για τον έρωτα και νόμιζα ότι είναι αυτό που κάνεις με τον άντρα σου από υποχρέωση που είναι άντρας σου. Αλλά όταν αγαπάς, είναι διαφορετικά, χτυπάει αλλιώς η καρδιά σου. Μ’ αγαπάει και εκείνος, το νοιώθω. Είναι ανύπαντρος. Είχε ένα εργατικό ατύχημα στο εργοστάσιο που δούλευε νεαρός, του κόπηκε το αριστερό πόδι από το γόνατο και κάτω. Του έχουν βάλει ψεύτικο. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι το πρόβλημα αυτό ήταν ανασταλτικός παράγοντας στο να κάνει σοβαρή σχέση με γυναίκα. Απέφευγε να φλερτάρει, μου είπε, ντρεπόταν να πλησιάζει τα κορίτσια γιατί φοβόταν ότι θα τον απέρριπταν και μόνο κάτι ευκαιριακές γνωριμίες έχει κάνει. Έμεινε για χρόνια μόνος. Εμένα δεν με νοιάζει καθόλου αυτό. Είναι ο άνθρωπός μου. Είναι καλός. Του έχουν δώσει αναπηρική σύνταξη, αλλά μετά το ατύχημα, για να μη μένει άπραγος, γράφτηκε σε ωδείο κι άρχισε να κάνει μαθήματα βιολοντσέλου. Αγαπάει πολύ τη μουσική και τώρα είναι μέλος σε ορχήστρα εδώ, στο Μιλάνο. Στην αρχή δείλιαζε να με πλησιάσει, μου είπε. Γείτονάς μας είναι Βιττόρια, εδώ στο Κόρσικο μένει, κι ένα Σάββατο που βρέθηκε στο μπαράκι με είδε. Εσύ είχες φύγει, τα παιδιά είχαν βγει με τις παρέες τους, είχα πάει μόνη. Του άρεσα από την πρώτη στιγμή που με είδε, μου εξομολογήθηκε αργότερα, αλλά τον έπιασε ο συνηθισμένος του φόβος ότι σε μένα μπορεί να μην αρέσει και σηκώθηκε κι έφυγε. Ξανάρθε όμως το άλλο Σάββατο με την ελπίδα να με ξαναδεί. Είχα πάει, ευτυχώς και με τον τρόπο του τράβηξε την προσοχή μου. Παρατήρησα κάποια στιγμή κάποιον να με κοιτάει και να κοκκινίζει… Τι να σου πω βρε Ελληνίδα, πολλές φορές είναι τυχερά αυτά τα πράγματα – το λέτε εσείς αυτό στην Ελλάδα; Εμείς στη Σικελία το λέμε.

»Άσε που κι εγώ, αμήχανη ήμουν, σχεδόν φοβισμένη. Εκτός από σφουγγαρίσματα και μαγειρέματα, δεν ξέρω να κάνω τίποτ’ άλλο• δεν έχω ιδέα τι είναι το φλερτ, δεν έχω πάει σε πάρτι, δεν έχω πάει εκδρομές με φίλες, δεν πρόλαβα καλά καλά να κάνω φίλες. Βρέθηκα μικρή σε εκκλησία να παντρεύομαι κάποιον που τον είχα ξαναδεί μια φορά την ημέρα του προξενιού κι άλλη μία όταν με πήγε μια βόλτα να με κεράσει παγωτό, συνοδεία με τη μητέρα του. Μετά χήρεψα, μετά πείνασα κι έπρεπε να δουλέψω για τα παιδιά μου, μετά πήρα τα παιδιά και μετανάστευσα στον Βορρά. Και μια μέρα βλέπω κάποιον να με κοιτάει και να κοκκινίζει κι αισθάνθηκα άλλος άνθρωπος. Ερωτεύτηκα, αγάπησα σ’ αυτή την ηλικία, με παιδιά της παντρειάς, εγώ με τα πρησμένα χέρια και τα παραπανήσια κιλά. Ενρίκο, τον λένε. Είμαστε συνομήλικοι.

» Μιλάω πολύ, Ελληνίδα; Από χαρά το κάνω, μη με παρεξηγείς. Η αλήθεια είναι ότι σε σκεφτόμουν, ήθελα να είχα κάποιον κοντά μου να του μιλήσω, μια φίλη, μου ‘λειψες. Πεθύμησα να ερχόσουν σπίτι, να φτιάχναμε αραντσίνι, να πίναμε κρασί και να σου έλεγα για τον Ενρίκο. Ζήτησε να με παντρευτεί. Και τα παλιόπαιδά μου μ’ έχουν εγκαταλείψει. Δεν έχω έναν άνθρωπο να με πάει στην εκκλησία. Ο μεγάλος, όπως το φοβόμουν, έχει μπλέξει με τη μαφία. Δηλαδή, δεν μου το λέει καθαρά, αλλά στη ηλικία του να έχει πάντα γεμάτο πορτοφόλι χωρίς να εξηγεί τι δουλειά κάνει, τι άλλο να συμβαίνει. Εξαφανίζεται από το σπίτι για μέρες, έρχεται μετά με ακριβό αμάξι, μου δίνει λεφτά και εξαφανίζεται πάλι. Τον ρωτάω πού τα βρίσκει τα λεφτά και μου απαντάει: ‘Δεν κάνει να ξέρεις, γιατί έχεις πίεση’ και φεύγει. Του λέω ότι θέλω να ξαναπαντρευτώ, ότι τον χρειάζομαι να με συνοδέψει στην εκκλησία κι έχει έτοιμη την απάντηση: ‘Να σε πάει ο μικρός’.

»Ο μικρός, ευτυχώς, δεν έχει μπλέξει με δαύτους. Μετακόμισε στη Μόντσα, βρήκε μια καλή δουλειά σε μια βιομηχανία υφαντών, έχει πολλές τέτοιες βιομηχανίες η Μόντσα. Έχει δεσμό με μια κοπέλα από εκεί, κι όταν του λέω ‘έλα να πας τη μάνα σου στην εκκλησία’, γελάει. ‘Εδώ, δεν σκέφτομαι τον γάμο εγώ, το παιδί σου, και τον σκέφτεσαι εσύ, η μάνα μου;’ ‘Μα, αγαπάω’, του λέω. ‘Μην μας πιστεύεις εμάς τους άντρες, μάνα’, μου απαντάει με χαμόγελο. ‘Γέρασες και μυαλό δεν έβαλες’. Ελληνίδα, δεν μου λες, έρχεσαι να με πας εσύ στην εκκλησία; Κανονικά. Με νυφικό εγώ, με τα καλά σου εσύ. Κάνε μου τη χάρη, Βιττόρια. Θα χαρεί και ο Ενρίκο. Ούτε αυτός έχει οικογένεια. Αλλιώς, αν δεν βρούμε κάποιον, έχει σκεφτεί να βάλει αγγελία στο ωδείο, ότι ζητείται άντρας με κοστούμι να συνοδέψει νύφη στην εκκλησία…»

Την ημέρα που έδινα εξετάσεις για το πτυχίο μού έκαναν παρέα η Λορεντάνα και ο Ενρίκο. Μετά πήγαμε σε τραττορία, φάγαμε ραβιόλι με θαλασσινά και ήπιαμε λευκό κρασί. Σε μια βδομάδα παντρεύτηκαν. Έβαλα τα καλά μου και συνόδεψα τη Λορεντάνα στην εκκλησία των Αγίων Πέτρου και Παύλου, στο Κόρσικο. Πιο δακρυσμένη νύφη δεν νομίζω να ξαναδώ. Ήρθαν και οι δύο γιοι της και μετά τον γάμο έφυγαν αμέσως. Ο μαφιόζος ήρθε μ’ ένα πανάκριβο αυτοκίνητο και μια Ρωσίδα. Έδωσε στη μάνα του μια επιταγή με αρκετά χρήματα. Ο μικρός πέρασε από το σπίτι και της άφησε υφάσματα από τη βιομηχανία που δούλευε.

Έφυγα σε λίγες ημέρες και επέστρεψα στην Ελλάδα. Με τη Λορεντάνα και τον άντρα της είμαστε κοντά χάρη στην τεχνολογία. Τουλάχιστον μια φορά τη βδομάδα θα μιλήσουμε και θα ειδωθούμε μέσω skype. Την βλέπω χαμογελαστή στην κουζίνα με τη χοντρή χειμωνιάτικη ρόμπα και τα χέρια της πασαλειμμένα με ρύζι να πλάθει αραντσίνι. Πίσω στο τραπέζι βλέπω τον Ενρίκο με το βιολοντσέλο. Η Λορεντάνα μού είπε ότι ο Ενρίκο δεν την αφήνει ποτέ μόνη στην κουζίνα, φέρνει το βιολοντσέλο και της παίζει μελωδίες όσο εκείνη μαγειρεύει. Τους αγαπώ. Είναι συγγενείς μου. Είναι οικογένειά μου. Μιλάμε, γελάμε, σιωπούμε αρκετές φορές μπροστά στην ανοιχτή οθόνη, κάνουμε σχέδια να βρεθούμε το καλοκαίρι στην Ελλάδα ή στην Ιταλία.

«Τελικά, βρήκες αγαπημένο ή να σου προξενέψω κανέναν από την πατρίδα μου;» μου λέει με τα ρύζια στα χέρια. Συγχρόνως, ακούω το βιολοντσέλο του Ενρίκο και βλέπω το χαμόγελό του.

«Όταν τον βρω, θα ανοίξεις το skype και θα τον δεις στην κουζίνα μαζί με εμένα, όπως βλέπω εγώ εσένα με τον Ενρίκο…»

«Τελικά, Ελληνίδα, εμείς οι δύο μοιάζουμε σε πολλά. Έχουμε μετατρέψει την κουζίνα μας σε δωμάτιο για τον αγαπημένο μας. Χθες έφερα και λουλούδια κι έβαλα, να ομορφύνω το χώρο, κοίτα;» Και μου δείχνει τα βασιλικά της, τη ρίγανη και το θυμάρι που έχει φυτέψει σε γλάστρες.

Κοιτάω τον Ενρίκο. Έχει μια γλυκιά και ήσυχη έκφραση στο πρόσωπό του, μια έκδηλη ευτυχία πάνω του. Παίζει βιολοντσέλο σαν να μη βρίσκεται σε κουζίνα αλλά σε μια πολυτελή αίθουσα μουσικής. Δίπλα του είναι το παράθυρο με το κουρτινάκι τραβηγμένο και διακρίνω αμυδρά τη γνωστή γειτονιά του Κόρσικο, μέσα σε εκείνη τη γνώριμη ομίχλη του Μιλάνου.

Λορεντάνα. Η μακρινή, η τόσο κοντινή, αγαπημένη μου φίλη…






                                                                          
Δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2021                                                                                                                          στο τεύχος Νο 67  του περιοδικού  

          «δε|κατα» με θέμα ελεύθερο.
                          
Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού, 
ποιητή και συγγραφέα, Ντίνο Σιώτη, 
                    για τη δημοσίευση. 





25 Ιουλίου 2021

Τι είναι η θάλασσα, μαμά; - Διήγημα

Paul César Helleu, Fleet of Sailboats

Τι είναι η θάλασσα, μαμά;

Διήγημα


        «Τι είναι, θάλασσα, μαμά;»
        «Θάλασσα, κοριτσάκι μου, είναι αυτό το νερό, που είμαστε τώρα μέσα…»
        «Και γιατί το λένε θάλασσα αυτό το νερό;»
        «Είναι μια μεγάλη έκταση, πολύ μεγάλη, πιο μεγάλη από τη γη∙ ξεκινάει από την ακτή που τα νερά της είναι ρηχά και προχωρώντας γίνεται πολύ βαθιά. Στο βυθό της υπάρχει μια ολόκληρη ζωή∙ έχει φυτά, ψάρια, έχει ωκεανούς, πελάγη, το νερό της έχει αλάτι και ιώδιο, κάνει πολύ καλό στον άνθρωπο η επαφή με το θαλασσινό νερό. Και όλη αυτή η υδάτινη έκταση ονομάζεται θάλασσα».
       «Και πού τελειώνει η θάλασσα, μαμά;»
       «Πολύ μακριά. Δηλαδή, αν φύγει κάποιος από δω που είμαστε εμείς τώρα, πάρει ένα καράβι και ταξιδέψει, θα βγει στην άλλη άκρη του κόσμου. Μπορεί να φτάσει και μέχρι την Αφρική, την Αμερική, την Αλάσκα, κάπου πολύ μακριά».
       «Περίγραψέ μου τη θάλασσα, μαμά… Είναι όμορφη;»
       «Είναι πολύ όμορφη η θάλασσα, αγάπη μου. Στην επιφάνειά της την ημέρα αντανακλάται ο ήλιος, είναι φωτεινή πολύ, και όταν σκοτεινιάζει αντανακλάται η νύχτα, το χρώμα της σκουραίνει∙ από μπλε γίνεται σχεδόν μαύρη. Άλλοτε έχει κύματα, άλλοτε είναι ήσυχη, τα καλοκαίρια είναι ζεστή, τους χειμώνες παγωμένη. Αν τη βάλεις στο στόμα σου θα δεις ότι είναι αλμυρή».
       «Θα δω ότι είναι αλμυρή, είπες… Θα δω, με το στόμα μου, δηλαδή; Θα καταλάβω με τη γεύση μου; Αυτό μου λες;»
        «Αυτό σου λέω, μωρό μου…»
        «Το σκούρο χρώμα που είπες πως έχει τη νύχτα και την αντανάκλαση του ήλιου που είπες πως έχει την ημέρα, αυτά πώς θα τα δω;»
        «Αυτά θα τα φανταστείς όπως θέλεις εσύ, καλό μου∙  θα κάνεις μια σκέψη όμορφη πολύ, που σου αρέσει, και θα θεωρήσεις ότι αυτό το όμορφο που σκέφτεσαι είναι η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας…»
        «Μαμά, να σε ρωτήσω κάτι;»
        «Ναι».
        «Όταν εσύ πεθάνεις, ποιος θα μου λέει τι είναι η θάλασσα και η νύχτα, η μέρα και ο ήλιος;»
        «Μέχρι τότε, δεν θα έχεις πολλές ερωτήσεις, θα σου έχω απαντήσει στις περισσότερες. Έπειτα, έχεις και τη δασκάλα σου στο σχολείο. Ξέρεις πόσα πράγματα έχει ακόμα να σε μάθει η δασκάλα σου;»
       «Πόσα;»
       «Πολλά!»
       «Αλλά δεν θέλω να πεθάνεις κι ας μην με μάθεις τίποτα εσύ. Ας μου τα μάθει όλα η δασκάλα μου, αρκεί εσύ να ζήσεις πολύ. Θα ζήσεις πολύ, μαμά μου;»
       «Αυτό, δεν μπορούμε να το ξέρουμε, αγάπη μου. Εύχομαι να ζήσω πολύ και να είμαστε πολλά χρόνια μαζί, αλλά κανείς δεν ξέρει πόσο θα ζήσει…»
       «Ούτε οι μητέρες;»
       «Ούτε».
       «Μα, γιατί; Αφού είναι μητέρες και οι μητέρες τα ξέρουν όλα!»
       «Μπα! Δεν νομίζω ότι οι μητέρες τα ξέρουν όλα».
       «Να σε ρωτήσω κάτι; Γιατί εγώ είμαι τυφλή και εσύ όχι;»
       «Γιατί εσύ γεννήθηκες με μια σπάνια ασθένεια των ματιών που δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να δει. Εγώ δεν γεννήθηκα με αυτή την ασθένεια».
       «Είδες που μου απάντησες; Είδες που τα ξέρεις όλα;»
       «Όλα δεν τα ξέρω, απαντάω μόνο σε ό,τι ξέρω».
       «Θα πεθάνεις;»
       «Όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν κάποτε».
       «Και οι μητέρες;»
       «Και οι μητέρες».
       «Και τα τυφλά παιδάκια τους ποιος τα προσέχει;»
       «Τα τυφλά παιδάκια, μαζί με τα γράμματα, μαθαίνουν και άλλα πράγματα∙ μαθαίνουν να φροντίζουν τον εαυτό τους και τα καταφέρουν μια χαρά».
       «Σε θέλω κοντά μου, μαμά».
       «Είμαι κοντά σου, μωρό μου».
       «Σε θέλω και όταν θα έχω μάθει να φροντίζω μόνη μου τον εαυτό μου. Σε θέλω για συντροφιά».
       «Θα βρεις όμως και άλλες παρέες. Θα έχεις φίλες, φίλους. Ήδη δεν κάνεις παρέα με τις συμμαθήτριές σου; Κι όταν μεγαλώσεις θα έχεις τη δική σου οικογένεια. Θα έχεις συντροφιά τον άντρα σου και τα παιδιά σου».
       «Θα τα βλέπω τα παιδιά μου;»
       «Όχι, καρδιά μου, αλλά θα τα αγκαλιάζεις, θα τα φιλάς… Ξέρεις πόσο πολύτιμο είναι αυτό; Η αγάπη που θα δίνεις και θα παίρνεις θα σε κάνει ευτυχισμένη. Αυτό δεν θες; Να είσαι ευτυχισμένη;»
       «Θέλω να μην είμαι μόνη».
       «Δεν θα είσαι μόνη».
       «Πού το ξέρεις;»
       «Δεν είπαμε ότι θα έχεις τη δική σου οικογένεια;»
       «Πώς είσαι σίγουρη ότι θα έχω τη δική μου οικογένεια;»
       «Όλοι οι άνθρωποι έχουν οικογένεια».
       «Δεν έχουν όλοι».
       «Οι περισσότεροι».
       «Εγώ, θα είμαι στους περισσότερους;»
       «Βεβαίως!»
       «Πώς είσαι τόσο σίγουρη;»
       «Είσαι ένα όμορφο καλό παιδί. Είσαι κοινωνικό. Αγαπάς τους ανθρώπους. Κορίτσια όπως εσύ, δεν δυσκολεύονται να δημιουργήσουν οικογένεια».
       «Θα είναι τυφλός αυτός που θα παντρευτώ;»
       «Δεν το ξέρουμε από τώρα αυτό…»
       «Εάν δεν είναι τυφλός, θα θέλει να με παντρευτεί;»
       «Γιατί να μη θέλει;»
       «Είμαστε μπελάς εμείς οι τυφλοί, γι’ αυτό».¨
       «Καθόλου μπελάς δεν είστε. Μην το λες αυτό. Είστε ιδιαίτεροι άνθρωποι εσείς οι τυφλοί αγάπη μου, αυτό είστε. Ιδιαίτεροι».
       «Τι σημαίνει, ιδιαίτερος άνθρωπος, μαμά;»
       «Σημαίνει ότι έχει το χάρισμα να αντιλαμβάνεται πολλά περισσότερα με τη νόησή του παρά με την όραση. Υπάρχουν άνθρωποι που ενώ βλέπουν με τα μάτια, με τη νόηση αντιλαμβάνονται ελάχιστα».
       «Θες να πεις ότι εγώ βλέπω με το νου μου;»
       «Αυτό θέλω να πω».
       «Και τη θάλασσα γιατί δεν μπόρεσα να τη δω κι έβαλα εσένα να την περιγράψεις;»
       «Δεν είναι απαραίτητο ότι δεν μπορείς να δεις τη θάλασσα. Υπάρχουν έννοιες που εσύ τις αντιλαμβάνεσαι και τις βλέπεις καλύτερα από εμένα».
       «Πες μου ένα παράδειγμα».
       «Τι χρώμα έχει η θάλασσα, μωρό μου; Πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ την έννοια του χρώματος;»
        «Μαμά, με δυσκολεύεις!»
        «Αυτή είναι η απάντησή σου;»
        «Όχι, περίμενε, θα σου απαντήσω».
        «Περιμένω».
        «Λοιπόν… Είπες, τι χρώμα έχει η θάλασσα… Και ρωτάς εμένα που δεν ξέρω τι είναι τα χρώματα… Αλλά θες να μάθεις, πώς αντιλαμβάνομαι τα χρώματα με το νου. Και μου έχεις πει ότι, η θάλασσα είναι φωτεινή την ημέρα και σκούρα το βράδυ».
       «Ναι».
       «Ακούω τους ανθρώπους, μαμά μου, να λένε: ‘τι ωραίο λουλούδι είναι αυτό, τι ωραίο χρώμα που έχει…’ ή ‘τι ωραίο φόρεμα που φοράς, τι ωραία χρώματα που έχει’. Άρα, χρώμα είναι κάτι που κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται θαυμασμό για κάτι, να αισθάνεται ευχαρίστηση. Εάν λοιπόν εγώ αισθανθώ ευχαρίστηση που κολυμπάω στη θάλασσα έστω και χωρίς να τη βλέπω, αυτή η ευχαρίστηση μέσα μου δεν είναι ένα ‘χρώμα’; Δεν είναι αυτό που νοιώθει εκείνος που βλέπει ένα κόκκινο λουλούδι, για παράδειγμα, και το θαυμάζει; Εγώ, δεν ξέρω τι είναι το κόκκινο, αλλά ξέρω τι θα πει ‘ευχαρίστηση’. Κάπως έτσι, μαμά μου, αντιλαμβάνομαι τα χρώματα, ως ένα ερέθισμα που σου αλλάζει τη διάθεση περνώντας μέσα από το οπτικό σου νεύρο. Σε μένα το ερέθισμα περνάει απ’ ευθείας μέσα μου, χωρίς μεσάζοντες…»
      «Μιλάς σαν μεγάλη...»
      «Είμαι μεγάλη, μαμά μου. Εσύ με βλέπεις μικρή, που με βλέπεις με το οπτικό σου νεύρο και όχι με το μέσα σου».

       Ήμουν δώδεκα χρονώ κοριτσάκι, μαμά, όταν κάναμε αυτή την κουβέντα. Ήταν Αύγουστος, ο καιρός ζεστός. Είχαμε πάει στο σπίτι της θείας, στον Πλαταμώνα∙ εσύ, ο μπαμπάς κι εγώ. Με έπαιρνες το πρωί και πηγαίναμε στη θάλασσα. Πόσο μου άρεσε! Μου άρεσε κάτι που δεν μπορούσα να το δω. Και σου έκανα ένα σωρό ερωτήσεις για τη θάλασσα και το χρώμα της. Δεν μπορούσα να κατανοήσω την απεραντοσύνη της, τα όριά της… Είναι που, εμείς οι τυφλοί, ουσιαστικά, δεν έχουμε όρια. Ίσως είναι μια μορφή ελευθερίας αυτό, μία μη δέσμευση του νου όταν του ζητάμε να αναλογιστεί - για παράδειγμα - τι είναι αυτό που αποκαλείται ‘φύση’. Δεν είναι εύκολη η απάντηση. Εντέλει, τίποτα στη ζωή δεν είναι εύκολο, μαμά…
       Κάποτε σε είχα ακούσει να κλαις. Ήμουν μικρή, πήγαινα στο δημοτικό. Δεν ήξερα πώς είναι το κλάμα, πώς είναι τα δάκρυα που είχα χαϊδέψει στο πρόσωπό σου. Σε πλησίασα πιάνοντας τον τοίχο, σε βρήκα, σε αγκάλιασα. Μ’ έσφιξες πάνω σου. Ένοιωσα τα δάκρυά σου, τα αναφίλητά σου. «Γιατί, μαμά;» σε είχα ρωτήσει στενοχωρημένη και μου είχε πει ότι, είναι που γεννήθηκα τυφλή, γι’ αυτό κλαις∙ ότι είναι ένα πρόβλημα αυτό που παρουσιάζεται πολύ σπάνια και δυστυχώς δεν θεραπεύεται. Κι έκλαιγες… Ένοιωσα μητέρα σου για λίγο, μαμά μου. Σε χάιδευα, σε παρηγορούσα, έπιανα τα δάκρυά σου, δεν μπορούσα να τα δω αλλά ήξερα πως είναι κάτι υγρό που βγαίνει από τα μάτια σου και από πιο μέσα ακόμα, από την καρδιά σου… «Μη στενοχωριέσαι, μαμά μου», σου έλεγα, «έχω εσένα κι έτσι μπορώ να δω τον κόσμο όλο. Εσύ θα μου μιλάς για τα δένδρα κι εγώ θα τα βλέπω, θα μου μιλάς για τα σπίτια και θα τα βλέπω, για τους ανθρώπους, τη θάλασσα, τον ουρανό, τη νύχτα και τη μέρα… Αφού είσαι μαμά, είσαι τα μάτια μου, έτσι δεν είναι;» 
         Άλλαξε η διάθεσή σου, μαμά! Με τα δάκρυα ακόμα στα μάγουλά σου άρχισες να γελάς ευτυχισμένη, να με σφίγγεις πάνω σου και να με φιλάς. Δεν την ξεχνώ αυτή τη στιγμή. Αλλά βέβαια, πέθανες∙ έγινε αυτό που πάντα φοβόμουν και στο έλεγα. Πέθανες πριν προλάβεις να γεράσεις, πριν προλάβω να νοιώσω σιγουριά ότι δεν θα πεθάνεις νωρίς. Έφυγες δυο χρόνια μετά τον μπαμπά. Ήμουν στη σχολή, στο τελευταίο έτος στο Πανεπιστήμιο. Θυμάσαι, ήθελα πάντα να σπουδάσω Φυσική και στο έλεγα από το γυμνάσιο ακόμα. Είχα πάει στο Πανεπιστήμιο να πάρω πληροφορίες και είχα μάθει για τις κατευθύνσεις και τα εργαστήρια της σχολής αυτής. Πόσο ενθουσιασμένη ήμουν! «Μαμά μου», σου έλεγα με χαρά, «στη σχολή αυτή θα μάθω τι σημαίνει Ανιχνευτής ακτινοβολίας, τι είναι ο Ήρεμος Ήλιος, ο Ηλιακός άνεμος, ο ενεργός Ήλιος, το Ηλιακό μαγνητικό πεδίο, οι Εσωτερικοί πλανήτες, το Εσωτερικό του Ήλιου, η Φυσική των αστέρων, οι Γεωμαγνητικές καταιγίδες. Μαμά μου, θα δω! Το καταλαβαίνεις; Θα μάθω με τα μαθήματα να βλέπω όσα δεν βλέπω με τα μάτια!» Έτσι σου έλεγα. Όμως, έφυγες ξαφνικά, όπως και ο μπαμπάς. Δεν πρόλαβες να μου κάνεις παρέα στο πτυχίο.
         Σήμερα είμαι καθηγήτρια Φυσικής στο ίδιο Πανεπιστήμιο που σπούδασα. Έχω το πατρικό μας σπίτι, τους φοιτητές μου, τα λουλούδια μου στην αυλή, έχω φορέματα με όμορφα χρώματα – όπως μου λένε οι πωλήτριες που μου τα πουλάνε. Αλλά, πέρα από εμένα, δεν έχω κανέναν άλλον στη ζωή. Είχες πει ότι κάποτε θα έχω οικογένεια. Να, που δεν έχω, όμως. Ότι θα έχω παιδιά. Ούτε παιδιά έχω και κοντεύω τα σαράντα. Λίγους μήνες νωρίτερα χώρισα από τον σύντροφό μου. Ήμασταν μαζί  έξι χρόνια. Καθηγητής είναι και αυτός, στο ίδιο Πανεπιστήμιο με εμένα. Μου είχε ζητήσει να τον παντρευτώ. Φοβήθηκα, μαμά. Σου φαίνεται παράξενο; Και όμως, φοβήθηκα. Ότι, δεν θα κατάφερνα να δω ποιον παντρεύομαι. Ότι, δεν είχα μπορέσει στα χρόνια που ήμασταν μαζί να αποκωδικοποιήσω τον χαρακτήρα του. Δείλιασα. Είχε άγνωστες πτυχές που, εσείς που βλέπετε, τις αποκαλείτε σκοτεινές κι εγώ τις λέω ανεξερεύνητες. «Τι αισθάνθηκες την πρώτη φορά που σου είπαν ότι είσαι τυφλή;» με είχε ρωτήσει κάποτε. Μούδιασα, μαμά, μόλις μου έκανε αυτή την ερώτηση. Ένοιωσα ότι εκείνη τη στιγμή είχα έναν άγνωστο άνθρωπο δίπλα μου, παρόλο που ήμασταν μαζί ήδη τρία χρόνια. Σοκαρίστηκα γιατί δεν ήξερε, γιατί περίμενε από μένα την τυφλή να μάθει∙ γιατί δεν είχε μπει ποτέ στον κόπο να έρθει στη θέση μου, στη θέση των ανθρώπων που αντιλαμβάνονται τη ζωή με την ψυχή και όχι με τη λογική. Ένοιωσα μόνη. Ολομόναχη. Και είχα πλάι μου τον σύντροφό μου. «Βρες ό,τι απάντηση θες» του είχα πει. «Αν θες να μου δίνεις χαρά όμως, μη με ρωτάς. Καλύτερα να μου δίνεις απαντήσεις παρά ερωτήσεις. Μην παίζεις με το μυαλό μου, είναι κουρασμένο. Έχει ανάγκη να χαλαρώνει. Καλύτερα να με χαϊδεύεις, να παίζεις με το σώμα μου…»
          Μείναμε άλλα τρία χρόνια μαζί, μαμά, μετά την πρόταση γάμου κι ύστερα χωρίσαμε. «Θέλω οικογένεια», μου είπε στην τελευταία μας συζήτηση. «Κι εγώ», του είχα απαντήσει. «Τότε; Γιατί δεν λες το ναι, να παντρευτούμε;» «Γιατί δεν μπόρεσα να σε δω». «Να δεις τι; Αφού είσαι τυφλή…» «Χωρίς να ξέρω τι είναι το σκοτάδι», του είπα, « είσαι αυτό που εσείς οι άλλοι αποκαλείτε ‘σκοτεινό’. Δεν μπόρεσα να σε δω χωρίς αυτό το ‘σκοτεινό’ που σε περιβάλλει. Μου είσαι άγνωστος, δεν ανοίχτηκες, δεν δόθηκες». «Είσαι κλεισμένη στον εαυτό σου», μου είχε απαντήσει, «επειδή δεν βλέπεις. Δεν έχω να σου δείξω τίποτα. Φοβάσαι να ανοιχτείς. Αυτό είναι όλο». «Ακόμα κι έτσι να είναι», του απάντησα, «γιατί δεν προσπάθησες ποτέ να με μάθεις να μη φοβάμαι;» «Καθηγητής της Φυσικής είμαι», είπε ετοιμόλογα, «όχι ψυχίατρος». «Αυτό έπρεπε να μου το πεις από την αρχή από πρώτη μέρα που με γνώρισες», του είπα, «και όχι μετά από έξι χρόνια». Πήγα στην πόρτα, μαμά μου, την άνοιξα και του είπα να φύγει. Έφυγε αμίλητος και δεν ξανασυναντηθήκαμε ποτέ. Αυτός σίγουρα θα με ξαναείδε στο Πανεπιστήμιο aλλά δεν μου μίλησε.
        Λες να είμαι αυστηρή, μαμά, με τους ανθρώπους; Αλλά και πάλι, δεν ξέρω τι σημαίνει αυστηρότητα. Η έννοια της αυστηρότητας είναι μία από τις έννοιες που δεν έχουν αποσαφηνιστεί εντός μου. Τι θα πει δηλαδή ‘αυστηρότητα’ στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους…  Τι θα πει ‘χαλαρότητα’... Επίσης, τι θα πει ‘συμβιβασμός’… Δεν πρόλαβες να μου απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, έφυγες… Ήμουν τριάντα έξι χρόνων όταν χώρισα. Τώρα κοντεύω τα σαράντα. Έχω δυο φίλες, τρεις γειτόνισσες που λέμε καλημέρα καλησπέρα, τη δουλειά μου στο Πανεπιστήμιο και τη θάλασσα στον Πλαταμώνα. Αγόρασα ένα μικρό σπίτι λίγο πιο πέρα από το σπίτι της θείας. Κάποιες φορές πηγαίνω μόνη μου, όταν δεν έχω μάθημα στο Πανεπιστήμιο, κάποιες άλλες με τις φίλες μου. Η μία είναι χωρισμένη και η άλλη παντρεμένη αλλά παίρνει αντικαταθλιπτικά για να αντέχει τον δυστυχισμένο γάμο της για χάρη των παιδιών της.
        Η θάλασσα, μαμά! Πόσο μου αρέσει! Πόσο με γεμίζει! Βουτάω μέσα της το σώμα μου και εκείνη βουτάει μέσα στην ψυχή μου! Μυρίζω ιώδιο και αλμύρα! Μυρίζω ωκεανούς, έστω και αν δεν ξέρω καλά – καλά τι είναι ωκεανός! 
        Είπα ταξίδια και τι θυμήθηκα, λες: είναι ένας γεράκος στον Πλαταμώνα, παλιός ψαράς. Δεν τον ξέρεις, δεν τον είχαμε γνωρίσει τότε. Παρόλο που είναι αρκετά ηλικιωμένος ψαρεύει ακόμα, πιο πολύ γιατί δεν μπορεί να αποχωριστεί τη θάλασσα. Έχει ένα καΐκι που το έχει ονομάσει Σαρδέλλα. «Τους αγίους και την Παναγιά, που ονομάζουν οι άλλοι τις βάρκες τους», μου έχει πει, «εγώ τους έχω στην προσευχή μου και στον σταυρό μου∙ εκεί είναι η θέση τους για μένα. Από την άλλη, αν έδινα το όνομα της κυράς μου, θα μουρμούραγε η μάνα μου η συχωρεμένη γιατί ήθελε να βάλω το δικό της. Κι αν έβαζα το όνομα της μάνας μου θα μουρμούραγε η κυρά μου. Πήρα κι εγώ το πινέλο και ζωγράφισα μια ωραία σαρδέλλα στο καϊκάκι μου και ησύχασα. Θες να σε πάω μια βόλτα με τη Σαρδέλλα;» Έτσι γνώρισα τον γεράκο τον ψαρά, μαμά μου. Μπαίνω στη Σαρδέλλα του και πάω βόλτα στη θάλασσα. Τι αίσθηση είναι αυτή, μαμά μου, της ακτινοβολίας της θάλασσας! Τη νοιώθω πάνω μου, στα χέρια μου, στο σώμα μου, στο πρόσωπό μου, στα μάτια μου! ‘Βλέπω’ τη θάλασσα, μαμά, από τη ζέστα που μου δίνει η αύρα της και η μυρωδιά της! Άσε που έχω μάθει ένα σωρό καινούργιες λέξεις από τον γεράκο: το μαγειρικό σκεύος που εμείς ονομάζουμε γάστρα στη γλώσσα των ναυτικών είναι το υποθαλάσσιο μέρος του σκάφους∙ άρμη λένε το νερό της θάλασσας και μαλάγρα το φαγητό που ρίχνουν οι ψαράδες για να προσελκύουν τα ψάρια∙ για τους άνεμους έχουν δικές τους λέξεις∙ αποβόρι λένε τον ασθενή βόρειο άνεμο και απόσπερο τον δυτικό, και τον δυνατό αέρα με βροχή τον λένε δρόλαπα∙ η σαλαμούρα είναι το νερό που έχει μεγάλη ποσότητα αλατιού για να διατηρούνται να ψάρια∙ ρεμέντζο λένε το χοντρό σχοινί για να δένουν τα σκάφη και άρμπουρο το κατάρτι του πλοίου∙ όταν μπλέκουν οι άγκυρες μεταξύ τους το λένε μετζαβόλτα και όταν κάποιος ρίχνει τα δίχτυα στη θάλασσα, καλάρει.
       Με τον γέρο ψαρά, μαμά, σχεδόν αρχίζω και μαθαίνω τι είναι η θάλασσα… Μπαίνω στη Σαρδέλλα και καταλαβαίνω ότι κάτω από τα πόδια μου είναι ο βυθός, το βένθος – όπως λένε οι ναυτικοί. Καταλαβαίνω τι σημαίνει το ρήμα ‘επιπλέω’. Αισθάνομαι ότι αιωρούμαι μεταξύ γης και ουρανού, κάπου ανάμεσα στον κόσμο και στη απουσία του κόσμου. Στη θάλασσα παύω να είμαι μόνη, μαμά. Η μοναξιά είναι ένα αίσθημα που στο προσφέρει το πλήθος με την οχλαγωγία του. Όταν απουσιάζει το πλήθος, ο κόσμος, είσαι πλήρης. Σχεδόν, ενώνεσαι με το σύμπαν. Πώς να νοιώσεις μοναξιά;
         Ξέρεις, ο φίλος μου ο γέρο ψαράς θέλει να μου γνωρίσει κάποιον, λέει∙ έναν αμπελουργό, από την Πιερία. Έχει φιλικές σχέσεις με την οικογένειά του χρόνια. Είναι περίπου στην ηλικία μου, χωρισμένος, χωρίς παιδιά. Καλό παιδί, είπε ο ψαράς, μου μοιάζει∙ μοναχικός κι αυτός σαν κι εμένα. Έχει έναν αμπελώνα στην κωμόπολη Κίτρος, λίγο πιο έξω από την Κατερίνη∙ παράγει ένα κρασί εξαιρετικής ποιότητας που το εξάγει. Στο Κίτρος, είπε ο ψαράς, ανασαίνεις το οξυγόνο του Ολύμπου που είναι στα νότια∙ αισθάνεται τον αέρα του Μύτικα, της κορυφής του. Δυτικά είναι τα Πιέρια Όρη, το μέρος που κατοικούσαν οι Μούσες, οι κόρες του Δία και της Μνημοσύνης. Και τρία χιλιόμετρα ανατολικά είναι ο Θερμαϊκός κόλπος. «Θα οσφραίνεσαι τη θαλασσινή αύρα», είπε ο γέρο ψαράς, «και θα νοιώθεις ευτυχία…» 
         Θα σου πω μια μικρή ιστορία, μαμά μου, που φτιάχνει ο νους μου, αυτό που εσείς οι άλλοι ονομάζεται ‘εικόνα’: βλέπω λοιπόν, ότι δέχομαι να συναντήσω τον αμπελουργό. Με συνοδεύει στον αμπελώνα στο Κίτρος ο γέρο ψαράς μου. Ο αμπελουργός πλησιάζει κοντά μου και με χαιρετάει, αλλά δεν τον βλέπω. Απλώνω το χέρι και σφίγγω το δικό του. Με το άγγιγμα αρχίζω σιγά – σιγά και τον διακρίνω. Καθόμαστε στον κήπο του – διότι το σενάριό μου τοποθετεί απαραίτητα έναν κήπο στη σκιά του Ολύμπου. Μου δίνει να πιώ από το κρασί που παράγει. Πίνω και είναι σαν κάποιος να μου προσέφερε νάμα. Του το λέω. Χαμογελάει. Δεν βλέπω το χαμόγελό του, αλλά ξέρω πως χαμογελάει. Μιλάμε αρκετή ώρα, λέμε διάφορα. Το απόγευμα περνάει χωρίς να το καταλάβουμε. Για όλους εσάς αρχίζει 
να σουρουπώνει∙ για μένα αρχίζει ο Όλυμπος να εκπέμπει ακόμα πιο δυνατά την ακτινοβολία της οντότητάς του. Τη νοιώθω. Εισπράττω γαλήνη και μόνο που πίνω ένα ποτήρι κρασί και φιλοξενούμαι σ’ έναν κήπο στη γειτονιά που κατοικούσαν κάποτε οι Μούσες. Κάπου εκεί, μαμά μου, η ιστορία που φτιάχνω λέει πως ίσως και να νοιώσω ότι δεν έχω πια ερωτήματα για το τι είναι θάλασσα, τι είναι μοναξιά, τι είναι ο κόσμος… Κάπου εκεί δεν θέλει ο νους μου να συνεχίσει άλλο να εξυφαίνει σενάρια. Μπορεί και να μην υπάρχει συνέχεια, ή μπορεί να μη θέλει να δώσει  συνέχεια ο νους μου. Δεν ξέρω…   
       Λέω να πω στον γέρο φίλο μου ψαρά να με πάει να γνωρίσω τον αμπελουργό. Δεν έχει σημασία αν τη ιστορία αυτή, την εικόνα για εσάς, τη ζήσω και στην πραγματικότητα. Θέλω να αγαπήσω, μαμά, να ερωτευτώ. Αν δεν είναι ο αμπελουργός θα είναι κάποιος άλλος. Θέλω να βουτήξω στον έρωτα όπως βουτάω στη θάλασσα. Ίσως και να μην κατανοήσω ποτέ τι είναι η θάλασσα. Ίσως και να μην κατανοήσω ποτέ τι είναι ο έρωτας. Αλλά θέλω να βουτήξω στα βαθιά…

                                                                        
                                                                           Δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2021              στο τεύχος Νο 66  του περιοδικού  
                  «δε|κατα» με θέμα: 

                          «Θάλασσα» 

Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού, ποιητή και συγγραφέα, Ντίνο Σιώτη, 
                    για τη δημοσίευση.