Powered By Blogger

Translate

18 Ιανουαρίου 2019

Ένας άγγελος λιγότερος στον κόσμο, ένας ακόμα άγγελος στον ουρανό…


                                                                              

Ήταν 14 χρονώ αγόρι από το Μαλί. Πνίγηκε στην παγωμένη θάλασσα της Μεσογείου. Το όνομά του δεν το ξέρουμε και δεν θα το μάθουμε ποτέ. Δεν είχε κανένα χαρτί πάνω του. Ως «ταυτότητα» άφησε πίσω του πεθαίνοντας έναν σχολικό έλεγχο ραμμένο στη φόδρα των ρούχων του, σαν πανάκριβο documento, ότι ήταν καλός μαθητής. Στην παιδική ψυχή του ίσως αυτό να ήταν ένα επαρκές «εισιτήριο» για να τον αποδεχτούν στη νέα πατρίδα, που την έψαχνε αγωνιωδώς με μια βάρκα.

Αυτό συνέβη το 2015. Το μάθαμε σήμερα, το 2019, από την Ιταλίδα Cristina Cattaneo, η οποία για πολλά χρόνια υπήρξε ιατροδικαστής και έχει κάνει πολλές νεκροψίες σε μετανάστες που πνίγηκαν στη Μεσόγειο αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Faceless Wrecks, Raffaello Cortina Editore». Μεταξύ των εκατοντάδων θλιβερών ιστοριών απεγνωσμένων ανθρώπων, περιγράφει και την ιστορία αυτού του 14χρονου αγοριού από το Μάλι που πνίγηκε στη Μεσόγειο, χωρίς να έχει κανένα χαρτί πάνω του που να πιστοποιεί την ταυτότητά του, παρά μόνο αυτόν τον σχολικό έλεγχο από την πατρίδα του, για να δείξει όπου έφτανε ότι είναι καλός μαθητής...

Το σκίτσο του Makkox δημοσιεύτηκε σε ιταλική ενημερωτική ιστοσελίδα και δείχνει το παιδί στο βυθό όπου τον συγχαίρουν οι κάτοικοι της θάλασσας.

(Τα στοιχεία τα πήρα από το ειδησεογραφικό site: 

Ένας άγγελος λιγότερος στον κόσμο, ένας ακόμα άγγελος στον ουρανό…


3 Ιανουαρίου 2019


(Απόσπασμα από το νέο μου μυθιστόρημα, 
από το κεφάλαιο με τίτλο Αψυχογράφητοι)
   
Τα τελευταία δέκα χρόνια ζούσε μόνος. Ολομόναχος. Πάνω σ’ ένα νησί. Ένα πολύ μικρό νησί, θεωρητικά έναν παράδεισο. Στην πράξη ήταν κάτι παραπάνω από παράδεισος. Έμοιαζε με διαλογισμό της φύσης, με τη δύναμη που έχει η στιγμή όπου το πρώτο φως της ανατολής απορροφά με την ακτινοβολία του τα σκοτάδια. Ήταν ακριβώς αυτό. Η απόλυτη ομορφιά της δημιουργίας. Το βάθος της γαλήνης. Αυτό που αποκαλείται εσωτερική ευδαιμονία ή αλλιώς «νιρβάνα». Το σημείο εκείνο της ύπαρξης που αποκαλύπτεται σε όσους ασκούνται από τη θέση του μαθητή προκειμένου κάποια στιγμή να έρθουν σε επαφή με το θείο είναι εντός τους.

Ένα νησί εκπληκτικής ωραιότητας στο Αρχιπέλαγος Λα Μανταλένα, βόρεια της Σαρδηνίας, που είχε χαρακτηριστεί από την ιταλική κυβέρνηση ως «τόπος ιδιαίτερου φυσικού κάλλους» γι’ αυτό και προστατευόταν. Εδώ και χρόνια είχε κλείσει για το κοινό για να μην κινδυνεύσει το εύθραυστο οικοσύστημά του, και μόνο ορισμένες περιοχές παρέμεναν προσβάσιμες για τους τουρίστες.

Ο άντρας που κατοικούσε στο νησί, ένας Έλληνας, είχε διοριστεί με την ιδιότητα του φύλακα και συντηρητή, custode στα ιταλικά, αμέσως μόλις συνταξιοδοτήθηκε ο προηγούμενος φύλακας λόγω γήρατος. Το νησί θεωρείτο το πιο όμορφο από όλα τα νησιά, κατοικήσιμα και μη, του Εθνικού Πάρκου του Αρχιπελάγους Λα Μανταλένα χάρη στη Ροζ Παραλία του, La Spiaggia Rosa στα ιταλικά, η οποία είχε πάρει την απόχρωση αυτήν από τα μικροσκοπικά κομμάτια κοραλλιών και κοχυλιών τα οποία με τα χρόνια είχαν μετατραπεί σε σκόνη. Στην παραλία αυτήν είχαν γυριστεί το ’64 κάποιες σκηνές από την ταινία Κόκκινη Έρημος, Deserto Rosso, του Μικελάντζελο Αντονιόνι.

Ο φύλακας δεν έφευγε από εκεί. Μόνο μια βδομάδα τον χρόνο έλειπε, το είχε ζητήσει ο ίδιος, κάτι σαν άδεια, κι ερχόταν στην Ελλάδα. Πήγαινε στο νεκροταφείο, προσκυνούσε τους τάφους των γονιών του που τους είχε χάσει μικρός, έμενε τρεις τέσσερις μέρες σε ξενοδοχείο – πατρικό σπίτι δεν είχε, ούτε αδέλφια ή άλλους συγγενείς – και ξανάφευγε για την Ιταλία. Στο νησί έρχονταν ψαράδες με τις βάρκες τους και του έφερναν προμήθειες, τρόφιμα, ρούχα, ό,τι τους ζητούσε, μέχρι και φιλμ, καθώς του άρεσε να φωτογραφίζει το τοπίο του νησιού. Αγαπούσε τη φιλοσοφία και τη χειροτεχνία. Το μικρό σπίτι όπου έμενε ήταν διακοσμημένο με ξύλινα γλυπτά που τα έφτιαχνε από ξύλο κέδρων. Στους τοίχους υπήρχαν ξύλινα ράφια κατασκευασμένα από τον ίδιο γεμάτα με βιβλία. Είχε και δικό του καΐκι, ένα μηχανοκίνητο, αγορασμένο με τα χρήματα που είχε αποταμιεύσει σε τράπεζα της Σαρδηνίας. Η αγάπη του για το νησί ήταν μεγάλη. Ό,τι πλαστικό υλικό θα ξέβραζε στις ακτές του η θάλασσα το μάζευε αμέσως. Είχε ειδική σακούλα για τα σκουπίδια, που όταν γέμιζε την παρέδιδε στους βαρκάρηδες για να την πετάξουν σε χώρους απορριμμάτων στη Σαρδηνία. Τους χειμώνες, ακόμα κι όταν το κρύο ήταν έντονο, έβγαινε στην παραλία, έστω και για λίγο, καθόταν σ’ ένα βραχάκι και άκουγε σιωπηλός τους ήχους του ανέμου και του πελάγους. Μέχρι να σκοτεινιάσει. Ή άλλες φορές μέχρι να αρχίσει να ψιχαλίζει.

Δεν τον ενοχλούσε η μοναξιά. Δεν του ήταν επιβεβλημένη. Ήταν επιλογή του· όπως και η απουσία των ανθρώπων. Όταν επιθυμούσε συντροφιά, έπαιρνε το καΐκι του, τις Δέκα Νύχτες, όπως το είχε ονομάσει, και πήγαινε στη Σαρδηνία, στο Πόρτο Τσέρβο, ένα υπέροχο φυσικό λιμάνι στο βόρειο άκρο της Σαρδηνίας που κάποτε, παρθένο ακόμα από οικοδομικές παρεμβάσεις, γοήτευσε πρίγκιπες και σπουδαίους αρχιτέκτονες τοπίου και δημιουργήθηκε εκεί ένα πολυτελές τουριστικό θέρετρο. Στο Πόρτο Τσέρβο έμενε, μόνη κι αυτή, η φίλη του η Φαμπιόλα, μια παλιά πόρνη της Σαρδηνίας που τη γνώριζε χρόνια, σχεδόν από τους πρώτους μήνες που ήρθε και κατοίκησε στο νησί. Το σπίτι της, πάνω ψηλά στην αμφιθεατρική πλαγιά του χωριού, με μια εκπληκτική θέα στην Κόστα Σμεράλντα, το είχε κληρονομήσει αναπάντεχα από την ιδιοκτήτριά του, μια μοναχική γυναίκα στην οποία η μητέρα της δούλευε ως παραδουλεύτρα· δεν ήταν μεγάλο, δυο δωμάτια όλο κι όλο, αλλά για τη Φαμπιόλα ήταν μια στέγη, είχε να βάζει κάπου το κεφάλι της χωρίς την αγωνία του ενοικίου. Συνομήλικοι ήταν, γύρω στα πενήντα έξι και οι δύο, αλλά εκείνη έμοιαζε μεγαλύτερη. Σκληρή ζωή, νύχτες σκληρές, είχε σκληρύνει και η ίδια. Τα χαρακτηριστικά της μαλάκωναν μόνο όταν καθόταν να φάει μια μπουκιά φαΐ και να πιει ένα ποτήρι κρασί παρέα μ’ έναν φίλο. Όπως με τον αγαπημένο της φίλο τον 
Έλληνα.

«Παράξενος είσαι», του είχε πει στις αρχές, όταν είχαν πρωτογνωριστεί. «Συναναστρέφεσαι με πόρνες και γλαροπούλια... Από πάντα έτσι ήσουν;»

Δεν ήταν άσχημη η Φαμπιόλα. Απεναντίας. Για την ηλικία της και το επάγγελμά της ήταν όμορφη γυναίκα. Λίγο πριν τα τριάντα της είχε κάνει ένα παιδί μ’ έναν μαφιόζο που δεν πρόλαβε να τον παντρευτεί γιατί τον σκότωσαν σε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Εκείνος της είχε τάξει ότι μαζί του θ’ αλλάξει η ζωή της, θα σταματούσε την πορνεία και θα ασχολιόταν με την οικογένειά τους. Άρχιζε να ράβει το νυφικό της η Φαμπιόλα, πέντε μηνών έγκυος, και τότε εκείνον τον εκτέλεσαν. Γέννησε το παιδί, ένα αγοράκι, κι έπιασε δουλειά στην κουζίνα ενός ξενοδοχείου, έπλενε πιάτα. Δεν ήθελε να επιστρέψει στους δρόμους. Τα έφερνε δύσκολα βόλτα. Είχε χάσει ήδη τη μάνα της, πατέρα ή αδέλφια δεν είχε, και ζούσε μόνη της στο νοίκι. Δύο χρόνων το παιδί ανέβασε υψηλό πυρετό και πέθανε από μηνιγγίτιδα. Σάλεψε η Φαμπιόλα. Κλείστηκε σε μοναστήρι για κάνα χρόνο, μετά την ξανατράβηξε η γοητεία που είχαν οι νύχτες στο Πόρτο Τσέρβο, όταν από μακριά φαίνονταν τα φώτα από τα πλοία που έρχονταν, κι επέστρεψε στο λιμάνι. Άδεια και σκληρή. Χωρίς παιδί, χωρίς χρήματα, χωρίς καμία απολύτως προοπτική. Όταν κοιμόντουσαν οι πελάτες της, έλεγε στον φίλο της τον Έλληνα, έψαχνε τις τσέπες τους και τους έκλεβε ό,τι είχαν και δεν είχαν· ιταλικά χρήματα, ξένα νομίσματα, ρολόγια, τα πάντα. Δεν τους άφηνε τίποτα. Το πρωί, άλλοι τη χτυπούσαν, άλλοι άνοιγαν την πόρτα κι έφευγαν βλαστημώντας. Πάντως κανείς δεν έδειχνε συμπόνια, όπως παραπονιόταν στον Έλληνα, να την πλησιάσει, να κάνει μια προσπάθεια να αφουγκραστεί το κενό μέσα της, εκείνο που το γέμιζε με κλεψιές αρπάζοντας στα κρυφά άψυχα αντικείμενα, ενώ το μόνο που ήθελε ήταν κάποιος να την αγαπήσει. Κι όσο αυτό της έλειπε, τόσο σκλήραινε κι έκλεβε, και τόσο τριγυρνούσε τις νύχτες στο λιμάνι να βρει πελάτες. Λίγα χρόνια μετά, ειδοποιήθηκε από δικηγόρο ότι έχει κληρονομήσει μια μονοκατοικία με δύο δωμάτια, ψηλά στον βράχο, από πελάτισσα της μητέρας της η οποία δεν είχε κανέναν συγγενή ή άλλο κληρονόμο.