Powered By Blogger

Translate

15 Αυγούστου 2020

Ανισότητες - Διήγημα

Φωτογραφία Βασίλης Μακρής - Λούνα Παρκ RODEO 1986, Μαρίνα Αλίμου 


Ανισότητες

Διήγημα                  

 

Η Λου είχε γεννηθεί σε τσίρκο, από τσιγγάνους της Ουγγαρίας. Οι γονείς της πνίγηκαν σε μια καταιγίδα που παρέσυρε τροχόσπιτα στον καταυλισμό που είχε κατασκηνώσει το τσίρκο, όταν ελάχιστα μέτρα δίπλα τους πέρασε χείμαρρος που ξεχείλισε. Ήταν ακριβώς 23 Απριλίου, η πρώτη ημέρα της Γιορτής της Άνοιξης, μια γιορτή που τη γιορτάζουν όλοι οι τσιγγάνοι της Γης. Δεν πρόλαβε κανείς από τον καταυλισμό να γιορτάσει. Μεσημέρι και ο ουρανός σκοτείνιασε απότομα, φύσηξε δαιμονισμένα κι ώσπου να καταλάβουν τι γίνεται άρχισε να πέφτει ο ένας κεραυνός μετά τον άλλον και ο αέρας να παρασέρνει τα πάντα. Κάποιοι φώναζαν και κάποιοι είχαν παγώσει από τον τρόμο. Το κακό κράτησε ελάχιστα λεπτά. Μετά απλώς συνέχισε να βρέχει κανονικά. Τότε κοιτάχτηκαν μεταξύ τους να δουν αν λείπει κάποιος. Έλειπαν οι γονείς της Λου και μια ράφτρα που φρόντιζε τη γκαρνταρόμπα των καλλιτεχνών. Οι σοροί τους δεν βρέθηκαν ποτέ. Η Λου ήταν τότε δέκα χρονώ. Τη στιγμή της ξαφνικής καταιγίδας δεν ήταν με τους γονείς της• είχε πάει στο χώρο με τα ζώα του τσίρκου που τ’ αγαπούσε πολύ κι όταν άρχισε η καταρρακτώδης βροχή και ο δυνατός άνεμος κουλουριάστηκε από τον φόβο της στο χοντρό πόδι του ελέφαντα. Άνοιξε τα χεράκια της όσο μπορούσε να το αγκαλιάσει και σφίχτηκε πάνω του. Έμεινε εκεί μέχρι που αργότερα τη βρήκε τρομαγμένη ο υπεύθυνος των ζώων. Την κράτησαν στο τσίρκο και τη μεγάλωναν σαν παιδί τους μαζί με τα παιδιά των άλλων εργαζόμενων. Την τακτοποίησαν σ’ ένα άλλο τροχόσπιτο, γιατί των γονιών της είχε πάθει μεγάλες ζημιές στην καταιγίδα και είχε αχρηστευτεί. Μάθαινε να διαβάζει και να γράφει. Το τσίρκο είχε δασκάλα που τους ακολουθούσε όπου πήγαινε, για να διδάσκει τα παιδιά τα βασικά, αριθμητική, γραμματική, ιστορία, γεωγραφία. Ήταν μια ηλικιωμένη παιδαγωγός που δεν είχε κανέναν στον κόσμο και μετά τη σύνταξη είχε ζητήσει μόνη της να μπει στην οικογένεια του τσίρκου πιο πολύ για συντροφιά, γιατί φοβόταν να πεθάνει μόνη. Δεν ήθελε χρήματα, παρόλο που κάτι της έδιναν. Το μόνο που ζήτησε ήταν να της παραχωρήσουν ένα τροχόσπιτο να το μετατρέψει σε σπίτι και να βάλει τα λιγοστά πράγματα που είχε, και τα βράδια να τρώει με τους ανθρώπους του τσίρκου. Δεν ήθελε τίποτ’ άλλο. Της έφτανε αυτό.

Δέκα πέντε χρόνων η Λου ήταν ήδη ακροβάτρια. Όμορφο κορίτσι και με χαρακτήρα ιδιαίτερο. Δεν μίλαγε πολύ, δεν έπιανε εύκολα φιλίες ακόμα και με άτομα από το τσίρκο. Στα δέκα οκτώ της τη ζητούσαν κι άλλα τσίρκο να την πάρουν, της έδιναν μάλιστα περισσότερα χρήματα, αλλά εκείνη τους έλεγε ότι δεν θα έφευγε ποτέ από τα πατρικά της χώματα, από τη γη των γονιών της. «Μα, οι τσιγγάνοι των τσίρκο, δεν έχουν δικά τους χώματα…», της έλεγαν εκείνοι. «Γι’ αυτό δεν θα έρθω ποτέ σε εσάς», τους απαντούσε η Λου. «Γιατί δεν θα μπορέσετε ποτέ να καταλάβετε πόσο πολύ δένονται οι τσιγγάνοι με τη γη που πεθαίνουν. Η γη αυτή, γίνεται πατρίδα για εκείνους…» Ήταν ανεξάρτητη με μια δική της ερμηνεία που είχε δώσει στον όρο ανεξαρτησία. Από μικρό παιδί ήταν απόμακρη και δεν γελούσε εύκολα. Άλλαξε, όταν ερωτεύτηκε.

Είκοσι χρονώ γνωρίζει τον Τζίτζη. Είκοσι οκτώ, εκείνος. Επαγγελματίας ακροβάτης, αναγνωρισμένος στον χώρο, τον προσέλαβε το τσίρκο όταν ο προηγούμενος ακροβάτης δήλωσε πως για προσωπικούς του λόγους θα σταματήσει να εργάζεται. Γυμνασμένο σώμα, ευγενικός, ευχάριστος χαρακτήρας. Είχε σύζυγο από την οποία δεν πήρε ποτέ διαζύγιο παρότι είχαν διακόψει οριστικά τον γάμο πριν μερικά χρόνια. Εκτός το ατομικό νούμερο που θα είχε, θα συνεργαζόταν και με τη Λου, θα έκαναν ένα δύσκολο και ιδιαίτερα εντυπωσιακό νούμερο οι δυο τους και στο τέλος θα συμμετείχε σε ομαδικό νούμερο με όλους ακροβάτες. Στο ντουέτο με τη Λου εκείνος θα ισορροπούσε στο υψηλότερο σημείο και με όλους τους δυνατούς προβολείς πάνω του και η Λου θα βρισκόταν δυο μέτρα πιο κάτω. Όταν έμαθε η Λου τον σχεδιασμό του ντουέτο της με τον Τζίτζη, όπως ήταν φυσικό, αντέδρασε αμέσως. Δεν είχε σκοπό να δεχτεί άλλον ακροβάτη πάνω από το δικό της σύρμα. Πήγε στον διευθυντή. «Πιο πάνω από μένα είναι μόνο οι γονείς μου!» του είπε με θυμό. Εκείνος την κοίταξε με απόγνωση γιατί ήξερε το πείσμα της και καταλάβαινε τι θα επακολουθούσε. «Λου, κάποιες φορές νομίζω πως ξεχνάς ότι οι γονείς σου έχουν πεθάνει», της είπε. «Τους έχεις στην καρδιά σου, όμως. Αυτό είναι το ψηλό σημείο που τους έχεις τοποθετήσει. Όταν δουλεύεις ως ακροβάτρια…» Τον διέκοψε. «Όταν δουλεύω ως ακροβάτρια οι γονείς μου είναι μερικά μέτρα πιο ψηλά από μένα. Σε εκείνο το σημείο δεν βάζω κανέναν άλλον. Μόνο ο Θεός είναι πιο πάνω από εκεί. Κανείς άλλος. Ποιος Τζίτζη! Όταν θα κάνει το ατομικό του ακροβατικό θα τοποθετεί το σύρμα του όπου θέλει. Αλλά όταν θα είμαστε μαζί, το δικό μου σύρμα, θα είναι πιο πάνω από το δικό του. Πες του, ή δέχεται την πρότασή μου ή να ψάξει άλλο τσίρκο. Και μια άλλη εναλλακτική είναι να φύγω εγώ. Αποφασίζεις τι θες και μου λες». Γύρισε την πλάτη κι έφυγε με νεύρα.

Ήταν απελπισμένος ο διευθυντής. Δεν ήξερε πώς να χειριστεί το θέμα γιατί η Λου είναι ξεροκέφαλη και σε ό,τι αφορά τους γονείς της αδιαπραγμάτευτη. Μίλησε με τον Τζίτζη. Του είπε να προσπαθήσει να βρει αυτός μια λύση, να συζητήσει μαζί της μήπως και μπορέσει να την μεταπείσει. Ντρεπόταν που έφερε στον τσίρκο έναν επαγγελματία ακροβάτη όπως ο Τζίτζη και θα έπρεπε στο νούμερό του με τη Λου να ισορροπεί πιο χαμηλά από μια νεαρή και σχετικά άπειρη ακροβάτρια. 

Το βράδυ ο Τζίτζη πήγε στο τροχόσπιτο της Λου. Τη βρήκε να διαβάζει μια παλιά έκδοση με ποιήματα της Ανδαλουσίας που της είχε χαρίσει η δασκάλα. Στη Λου ασκούσε γοητεία ο Τζίτζη αλλά μέχρι τότε δεν του το είχε δείξει. Αποφάσισε αυθόρμητα να το δείξει εκείνο το απόγευμα. Μόλις τον είδε να μπαίνει στο τροχόσπιτο πήγε στην πόρτα, την κλείδωσε, τον κοίταξε αμίλητη και μετά πήγε στο μπουκάλι με το κρασί. Γέμισε δύο ποτήρια. Του προσέφερε το ένα. Ήπιε αμίλητη όλο το δικό της και άφησε το ποτήρι να πέσει από το χέρι της. Το ποτήρι έπεσε χάμω κι έσπασε. Δεν έδωσε σημασία εκείνη. Πάνω στα γυαλιά άφησε να πέσουν τα ρούχα της. Έμεινε γυμνή. Τον κοίταξε.

«Υπάρχει και ο έρωτας αν θες να είσαι πάνω από μένα», του είπε αργά και γλυκά. «Το δέχομαι. Αλλά, στα ακροβατικά, άσε να έχω την ψευδαίσθηση ότι είμαι πριγκίπισσα. Δεν είμαι, το ξέρω και το ξέρεις. Είσαι χίλιες φορές καλύτερος από μένα. Έχω όμως ανάγκη να το πιστεύω για να μπορώ να ισορροπώ στη ζωή μου. Πριγκίπισσα με έλεγαν οι γονείς μου. Μου έδινε δύναμη η πίστη που μου είχαν, ο θαυμασμός τους όταν με έβλεπαν να γυμνάζομαι από μικρό παιδί. Κανείς δεν με έκανε έκτοτε να νιώσω σημαντική. Λένε πως ο έρωτας σε κάνει να νιώθεις πολύ σημαντικός. Δείξ’ το μου, σε παρακαλώ. Το έχω ανάγκη, Τζίτζη...»

Ήταν η πρώτη φορά για τη Λου που έκανε έρωτα. Ο Τζίτζη ξεμυαλίστηκε μαζί της. Από εκείνη την ημέρα έκανε ό,τι ήθελε η Λου για να τη βλέπει ευτυχισμένη. Ο διευθυντής τού έλεγε ότι δεν είναι σωστό να αφήνει ένα εικοσάχρονο κορίτσι να ισορροπεί πιο πάνω από αυτόν, τον επαγγελματία.

«Και τι είναι σωστό;» του έλεγε ο Τζίτζη. «Ξέρει κανείς τι είναι σωστό και λάθος;»

«Μα, Τζίτζη, η Λου δίνει και το κακό παράδειγμα στις άλλες», του απαντούσε εκείνος. «Θα χαθεί η ιεραρχία. Θα μπαίνουν κοριτσόπουλα στο επάγγελμα του ακροβάτη και θα απαιτούν το σύρμα τους να είναι πιο πάνω από κορυφαίους ακροβάτες. Δεν θα υπάρχει ισορροπία, θα χαθεί το μέτρο. Θα υπάρχει ανισότητα μεταξύ σας…»

«Στον έρωτα, έτσι κι αλλιώς, είσαι χαμένος…», του απαντούσε ο Τζίτζη. «Δεν υπάρχει ισότητα, δεν υπάρχει ανισότητα, δεν υπάρχει μέτρο, δεν υπάρχει νους, δεν υπάρχει τίποτα… Τους ορισμούς της ισότητας και της ανισότητας τους θέτει η λογική. Στον έρωτα δεν έχεις λογική. Είσαι αναρχικός, έχεις τις δικές σου αρχές, τη δική σου κοσμοθεωρία. Οι κανόνες των άλλων δεν σε αφορούν, συγκρούεσαι μαζί τους. Αγαπάω, στο έχω ξαναπεί. Η μικρή, ισορροπεί πάνω από το κεφάλι μου και εγώ είμαι το δίχτυ ασφαλείας της. Μου λες να υποχωρήσω; Να την αφήσω να πέσει;»

 

Δυο χρόνια μετά, εμφανίστηκε στον καταυλισμό η πρώην γυναίκα του Τζίτζη. Ρώτησε ποια είναι η Λου. Της είπαν. Την πλησίασε. Εκείνη τη στιγμή η Λου είχε πάρει ένα πανέρι με άγρια χόρτα και τα ξέπλενε στη βρύση, λίγο πιο πέρα από τα τροχόσπιτα. Η γυναίκα πήγε κοντά της. Δεν έμοιαζε με τσιγγάνα. Είχε την εικόνα αστής• κομψό ταγιέρ, προσεχτικά χτενισμένη, δερμάτινα ακριβά παπούτσια. Η Λου διαισθητικά κατάλαβε ποια είναι. Σταμάτησε αυτό που έκανε και την κοίταζε για λίγο σιωπηλή.

«Ξαναθές τον άντρα σου;» της είπε μετά με φυσικότητα, σαν να είχαν να μιλήσουν από χθες. «Γι’ αυτό ήρθες;»

Η άλλη αιφνιδιάστηκε. Πήρε βαθιά ανάσα. Άργησε να απαντήσει.

«Ξαναθέλω έναν γάμο», είπε μετά στη Λου. «Όχι τον Τζίτζη. Αυτόν, όχι. Θέλω το διαζύγιο που δεν μου έχει δώσει. Αυτό. Τίποτ’ άλλο. Θέλω να ξαναπαντρευτώ».

«Τώρα το θυμήθηκες;» συνέχισε η Λου. «Τόσα χρόνια πού ήσουν;»

«Τόσα χρόνια δεν είχα ερωτευτεί. Τώρα ερωτεύτηκα. Τώρα μου χρειάστηκε το διαζύγιο. Ελπίζω να με καταλαβαίνεις, κι εσύ ερωτευμένη είσαι, υποθέτω».

Σώπασε λίγο η Λου. Άφησε το πανέρι με τα χόρτα και πλησίασε κοντά στη γυναίκα.

«Πώς σε λένε;»

«Ναΐμα».

«Δεν είσαι τσιγγάνα».

«Όχι. Κατάγομαι από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Έχω το όνομα της γιαγιάς μου. Το όνομα αυτό σημαίνει ‘αρχόντισσα’».

«Αισθάνεσαι αρχόντισσα;»

«Σου είπα, μικρή. Ερωτεύτηκα. Άρα, ναι. Αισθάνομαι αρχόντισσα».

Η Λου κοίταξε τη Ναΐμα σιωπηλή.  Το βλέμμα της είχε ζεσταθεί.

«Είμαστε συγγενείς, Ναΐμα», είπε μετά. «Άνθρωποι που νοιώθουν πως αποκτούν αξίωμα επειδή ερωτεύτηκαν, είναι συγγενείς. Νοιώθω ότι ξαφνικά έχω αισθήματα για σένα. Είσαι αδελφή μου. Ερωτεύτηκες και ομολόγησες πως αισθάνθηκες αρχόντισσα. Είπες μεγάλη κουβέντα. Είμαι υπερήφανη που σε συνάντησα. Το διαζύγιο θεώρησε πως το έχεις. Άστο σε μένα αυτό. Ποιος Τζίτζη… Δεν υπάρχει Τζίτζη… Τώρα μιλάμε εμείς οι δύο σαν αδελφές. Τώρα μαθαίνω από την αδελφή μου ότι είναι αρχόντισσα επειδή αγαπάει. Και είμαι ευτυχισμένη. Θέλω να με επισκεφθείς μετά από καιρό και να μου πεις ότι είσαι ακόμα αρχόντισσα, ότι αγαπάς ακόμα, ότι δεν έπαψες να αγαπάς επειδή παντρεύτηκες. Έτσι αδελφή μου;»

Η Ναΐμα χαμογέλασε μάλλον πικρά.

«Δεν μπορώ να υποσχεθώ κάτι τέτοιο», είπε. Σώπασε για λίγο και συνέχισε.

«Ξέρεις, κάποτε είχα μια φίλη, έχει πεθάνει εδώ και χρόνια, που μου είχε πει μια κουβέντα που δεν την έχω ξεχάσει: ‘όταν ερωτεύομαι παθιασμένα’, είχε πει, ‘φροντίζω να παντρεύομαι για να πάψω να είμαι τόσο πολύ ερωτευμένη. Δεν αντέχω όλα αυτά του έρωτα, να σκέφτομαι πού είναι, να υποφέρω που άργησε, να υποψιάζομαι, να τρελαίνομαι..’ Είχε κάνει τέσσερις γάμους η φίλη μου. Κάπως έτσι, μικρή μου, λειτουργώ κι εγώ. Τον Τζίτζη τον πόθησα πολύ. Κοίταζε άλλες και πόναγα. Ήρθαν στιγμές που έλεγα να πέσει από κει πάνω που ισορροπεί, να τραυματιστεί, να σπάσει το πόδι του, να καθηλωθεί σε μια καρέκλα και να ασχολούμαι συνέχεια μαζί του κι αυτός αναγκαστικά να με έχει ανάγκη. Είναι άδικο αυτό, το ξέρω, αλλά έρχονταν στιγμές που σχεδόν το παρακαλούσα. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη στον έρωτα, δεν είσαι ίσος με τον άλλον, υπάρχει ανισότητα, θες να άρχεις πάνω στον άλλον, να εξουσιάζεις, θες να είσαι τα πάντα γι’ αυτόν, να μην υπάρχει Θεός, να είσαι εσύ θεός για εκείνον. Αναιρείς όσα πίστευες και ταυτίζεσαι με όσα σιχαινόσουν: την εξουσία, την έλλειψη δημοκρατίας, την απουσία διαλόγου… Είσαι ένας μικρός δυνάστης που για αυτόν ισότητα σημαίνει δυστυχία, διότι όχι, δεν πρέπει όλες οι γυναίκες να είναι ίσες απέναντι στα μάτια του αγαπημένου, δεν πρέπει ο αγαπημένος να έχει δικαιώματα πάνω στην ίδια του την ύπαρξη, πάνω στα ρούχα του• οι τσέπες υπόκεινται στον εξονυχιστικό έλεγχο που έχεις δικαίωμα να κάνεις, οι σκέψεις του επίσης, δεν είναι δικές του οι σκέψεις του, είναι δικές σου, ανήκουν πρωτίστως σε εσένα, στην κρίση σου, στην ανάκρισή σου. Θες να ξέρεις τι σκέφτεται ακόμα κι όταν είναι αφηρημένος».

 

Δέκα χρόνια είχαν περάσει από τότε. Η Λου εξακολουθούσε να είναι με τον Τζίτζη και να τον αγαπάει, κι αυτός εκείνη. Στο τσίρκο πολλά άτομα είχαν αλλάξει. Η δασκάλα είχε πεθάνει, ο διευθυντής είχε αποσυρθεί, τη διεύθυνση την είχε αναλάβει μια εταιρεία που διαχειριζόταν υπαίθρια θεάματα, τα ζώα σιγά-σιγά επέστρεφαν στον φυσικό τους χώρο έπειτα από καταγγελίες που έκαναν φιλοζωικές εταιρείες. Αλλά τα ακροβατικά, οι κλόουν και οι άλλοι ήταν πάντα λαμπεροί, με γυαλιστερές στολές και δυνατά φώτα πάνω τους. Ο Τζίτζη είχε δώσει το διαζύγιο στη Ναΐμα και είχε κάνει πρόταση γάμου στη Λου. Εκείνη δεν την είχε δεχτεί. Δεν είχε επηρεαστεί από την κουβέντα με τη Ναΐμα τότε, αλλά κάτι στην ιδέα να παντρευτεί τον Τζίτζη την ενοχλούσε.

«Θέλω μόνο ένα παιδί από σένα», του είχε πει κάποτε. «Ίσως δύο, και τρία. Αλλά όχι γάμο. Δώσε μου παιδιά, αντί για δαχτυλίδι…»

«Κρατάς από τους τσιγγάνους γονείς σου», της είχε απαντήσει ο Τζίτζη. «Ισχυρός δεσμός αυτός. Δεν θα μπορέσω ποτέ να σπάσω αυτόν τον δεσμό ή να τον χαλαρώσω λίγο και να ‘ρθω να χωθώ ανάμεσά σας. Πάντα οι τσιγγάνοι μέσα σου θα είναι λίγα εκατοστά πιο πάνω από μένα…»

Χαμογελούσε η Λου όταν τον άκουγε να της μιλάει για γάμο και τσιγγάνους και του προσέφερε κρασί γυμνή, όπως έκανε την πρώτη μέρα που ο Τζίτζη είχε έρθει στη σκηνή της. Ήταν το μόνο που έκανε τον Τζίτζη να σταματάει να σκέφτεται, να σταματάει να μιλάει κι απλώς να τη φιλάει.

Θα πήγαιναν στην Ανδαλουσία τον επόμενο μήνα. Θα έδιναν παραστάσεις σε πολλές πόλεις. Στο τσίρκο είχαν όλοι χαρά. Έκαναν κάθε μέρα πρόβες ο καθένας το πρόγραμμά του. Ο Τζίτζη εξακολουθούσε να ισορροπεί σε σύρμα που βρισκόταν δυο μέτρα κάτω από το σύρμα της Λου. Δεν της είχε χαλάσει ποτέ το χατίρι. Ήταν κάποια από εκείνες τις ημέρες με τις πρόβες που συνέβη το ατύχημα. Ανεβαίνοντας ο Τζίτζη στον στύλο γλίστρησε κι έπεσε από ύψος. Ένα πολύ σοβαρό κάταγμα στο δεξί του πόδι κι ένα χτύπημα στο κεφάλι που ήθελε προσοχή – όχι απότομες κινήσεις, όχι σκύψιμο. Σχεδόν, είχε γίνει άλλος άνθρωπος μετά από αυτό. Είχε αφήσει γένια, είχε μελαγχολήσει. Είχε κάνει εγχείρηση και για καιρό θα έπρεπε να κινείται με αναπηρικό καροτσάκι. Δεν μπόρεσε να πάει στην περιοδεία στην Ανδαλουσία και δεν πήγε ούτε η Λου. Έμεινε κοντά του και ένοιωθε να τον αγαπάει όλο και πιο πολύ. Έμεναν  στο τροχόσπιτό τους, μόνοι στο χωράφι έξω από την πόλη που κατασκήνωνε το τσίρκο, όλοι οι άλλοι είχαν φύγει.

Ο Τζίτζη δεν μίλαγε πολύ. Είχε ένα ποτήρι με κρασί δίπλα του κι έπινε. Η Λου δεν τον άφηνε να πίνει πολύ, έπαιρνε και χάπια, δεν έπρεπε να συνδυάζονταν με αλκοόλ είχε πει ο γιατρός.

«Θέλω να παντρευτούμε, Τζίτζη», του είπε μια μέρα ξαφνικά. Έβρεχε. Η μπόρα, κάθε φορά, της θύμιζε την καταιγίδα που χάθηκαν οι γονείς της. Εκείνος την κοίταξε έκπληκτος και βουβός. Η Λου τον πλησίασε. Γονάτισε μπροστά στην αναπηρική του καρέκλα.

«Πάντα κάποιος φόβος θα υπάρχει μέσα μας», του είπε. «Παλιά, φοβόμουν τις μπόρες. Έχασα τους γονείς μου σε μπόρα. Ακόμα τις φοβάμαι. Γνώρισα εσένα. Σ’ αγάπησα. Μετά, μπήκε ο φόβος μέσα μου ότι θα σε χάσω. Είχα κι άλλον φόβο. Φοβόμουν τον θάνατο. Έβλεπα το προστατευτικό δίχτυ από κάτω όταν έκανα ακροβατικά κι έλεγα ότι αν πέσω μπορεί να σχιστεί, να μην αντέξει το βάρος μου, κι ακόμα χειρότερα μπορεί να χτυπήσω μεν αλλά να μην πεθάνω, να μείνω παράλυτη. Εάν υπάρχει Θεός, Τζίτζη, μας βάζει καθημερινά να παίζουμε σ’ ένα πολύ λεπτό παιχνίδι ισορροπίας. Ισορροπούμε ανάμεσα στη λογική και την παράνοια, ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, ανάμεσα στην ευτυχία και τη δυστυχία, τον πλούτο και τη φτώχεια, την ελευθερία και τη σκλαβιά. Ανάμεσα στον έρωτα και τη μοναξιά…»

Σώπασε λίγο. Έμεινε γονατιστή μπροστά του. Πήρε τα χέρια του, τα φίλησε.

«Είμαι έγκυος, Τζίτζη…»

Εκείνος σάστισε. Η Λου συνέχισε.

«Αλλά δεν ξέρω αν πρέπει να δεχτείς να με παντρευτείς έτσι καθηλωμένος στην αναπηρική καρέκλα… Έχω την αίσθηση ότι θα αποκτήσω νέο φόβο, ότι με παντρεύτηκες επειδή έχεις ανάγκη τη φροντίδα μου. Θα ήθελα να ήσουν υγιής, να κάναμε πρόβα, να ισορροπούσαμε στο κενό χωρίς δίχτυ και να σου έλεγα ότι δέχομαι την πρότασή σου…»

Ο Τζίτζη ήταν χλωμός αλλά τα μάτια του είχαν μια παράξενη λάμψη. Ίσως χαράς, ή και ευτυχίας ακόμα.

«Σε λίγες μέρες επιστρέφει το τσίρκο», της είπε τρυφερά. «Εσύ, θα είσαι έγκυος κι εγώ με πόδι σακατεμένο. Μπορούμε να ζήσουμε κοντά τους και να αρχίσουμε να κάνουμε παιδιά. Θα βοηθάς στην κουζίνα, πλένεις καταπληκτικά τα άγρια χόρτα, κι εγώ μπορώ να γίνω ο δάσκαλος που ψάχνουν να προσλάβουν. Θα ξαναμπορέσεις κάποτε να κάνεις ακροβατικά. Είναι σίγουρο. Θα μπορείς για χρόνια να εργάζεσαι. Και δεν χρειάζεται να παντρευτούμε, είχες δίκιο όταν μου έλεγες ότι προτιμάς να με αγαπάς και να φοβάσαι μη με χάσεις, παρά να με παντρευτείς και να φοβάσαι μη με χάσεις. Έτσι κι αλλιώς, για να παραφράσω τον Ευριπίδη στην Ελένη που είπε: ‘τι είναι θεός, τι μη θεός, τι το ανάμεσά τους’, τι είναι ζωή, αγαπημένη μου, τι μη ζωή, τι το ανάμεσά τους… Μπλεχτήκαμε πολύ με τα αντίθετα που μας κυκλώνουν από παντού. Ισότητα, ανισότητα, δίκιο, άδικο, σωστό, λάθος, μαζί, χώρια. Θέλω να μπορώ να εξισορροπώ τις ανισότητες. Θέλω να μπορώ να κάθομαι σε αυτήν την αναπηρική καρέκλα χωρίς να κάνω προσπάθεια να νοιώθω ευτυχισμένος. Θέλω να είμαι πατέρας χωρίς να κάνω προσπάθεια να είμαι πατέρας. Θέλω να μη σκέφτομαι τι μέρα θα ξημερώσει αύριο. Μπορεί να βρέχει, μπορεί να έχει λιακάδα. Μπορεί να χαθούμε, μπορεί και να μη χαθούμε. Ισορροπούμε πάνω σε έννοιες ουσιαστικά άχρηστες και ψυχικά ζημιογόνες. Σε λίγο θα είμαστε τρεις. Ίσως μετά, τέσσερις. Σε λίγο δηλαδή, θα είμαστε ομάδα. Νομίζω Λου, και είναι πιο εύκολο να ζεις σε ομάδα, όπως είναι το τσίρκο, παρά σε μη ομάδα. Όταν ζεις μόνος σε παρασύρει ο εαυτός σου σε ατελείωτες σκέψεις. Με το τσίρκο, με την ομάδα, δεν έχεις την πολυτέλεια να σκέφτεσαι τον εαυτό σου. Ανεβαίνεις στο σχοινί και ξέρεις πως μαζί σου ισορροπεί ολόκληρη η ομάδα…»

Έπιασε να βρέχει πιο πολύ. Έμειναν για αρκετή ώρα έτσι, εκείνος στην αναπηρική καρέκλα, εκείνη γονατιστή μπροστά στα πόδια του. Αμίλητοι. Ήσυχοι. Αργά τη νύχτα η Λου τον βοήθησε να ξαπλώσει και ξάπλωσε στα χέρια του. Το τροχόσπιτό τους το αγαπούσε σαν σπίτι της. Ήταν όμορφο, καθαρό, περιποιημένο, το διακοσμούσε πάντα με λουλούδια από τους αγρούς κι εκείνο που της άρεσε περισσότερο και τη χαλάρωνε ήταν η μυρωδιά από το γάλα που έβαζε να ζεσταθεί...

 

                     



Δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο του 2020 στο καλοκαιρινό τεύχος 62 του περιοδικού «δε|κατα» με θέμα: 

«Οι Ανισότητες είναι υπαρκτές και δεν αστειεύονται». 

Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού, ποιητή και συγγραφέα, Ντίνο Σιώτη, 
για τη δημοσίευση.