Powered By Blogger

Translate

15 Ιανουαρίου 2022

Ραχήλ

 

Le violoncelle sous la pluie (Το τσέλο στη βροχή) 
Ο τσελίστας Maurice Baquet στο Παρίσι το 1957
Φωτογραφία Robert Doisneau 



Το πρωί μού τηλεφώνησε η Ραχήλ. «Θα ‘ρχόμουν να πιούμε τσάι μαζί», μου είπε, «αλλά κάθε μέρα γερνάω όλο και πιο πολύ. Σήμερα έχω έναν πόνο στην πλάτη που χθες δεν τον είχα. Είναι που χθες ήμουν κατά μία ημέρα νεότερη…»

 

Η Ραχήλ ζούσε είκοσι χρόνια στο Παρίσι με τον άντρα της και τον σκύλο της. Τους έχασε και τους δύο σε τροχαίο• επέζησε μόνο αυτή μ’ ένα ελαφρύ κούτσαμα στο δεξί της πόδι. Λίγους μήνες μετά πούλησε τον φούρνο που είχαν ανοίξει με τον άντρας της, μάζεψε τα πράματά της, πήρε όσα χρήματα τής είχαν μείνει στην τράπεζα και επέστρεψε στην Αθήνα για πάντα. Στο Παρίσι είχαν πάει με τον άντρα της ως οικονομικοί μετανάστες. Είχαν προκόψει. Ο φούρνος ήταν το πρώτο μαγαζί που άνοιξαν και πέτυχε. Ήταν διάσημος στην περιοχή που έμεναν. Ζυμωτό ψωμί, χωριάτικες τυρόπιτες, γαλλικός καφές, αρωματικό τσάι, κουλούρια πορτοκαλιού που μοσχοβολούσαν με το που άνοιγες την πόρτα. Παιδιά, δεν έκαναν. Η μόνη σκιά στο φωτεινό τους βλέμμα.

 

Μετά το τροχαίο και τους θανάτους επέστρεψε στη γειτονιά που γνώρισε και ερωτεύτηκε τον άντρα της, κάπου στον περιφερειακό του Υμηττού, κοντά στο παλιό στρατόπεδο. Εκεί κοντά την είχα γνωρίσει κι εγώ κάνα δυο χρόνια πριν μετοικήσει στο Παρίσι. Έβρεχε καταρρακτωδώς εκείνη την ημέρα και τρέξαμε και οι δύο να προφυλαχτούμε σ’ ένα γκαράζ με στέγη από ελενίτ. Γυρίσαμε, κοιταχτήκαμε, χαμογελάσαμε, γνωριστήκαμε. Κόπασε η βροχή, πήγαμε για καφέ στην πλατεία. Σαν να την ήξερα χρόνια… Κι όταν έφυγε για το Παρίσι ήταν σαν να έφευγε μια καλή, παλιά μου φίλη. Γράμματα όλο αυτό το διάστημα, τηλεφωνήματα, mails, κουβέντα, γέλια, στενοχώριες, χαρές. Το σπίτι που επέστρεψε ήταν το πατρικό του άντρα της, μια παλιά μονοκατοικία που αύριο-μεθαύριο θα δοθεί αντιπαροχή, πέντε λεπτά από το σπίτι που μένω. Μου τηλεφωνάει συχνά.

«Με τον πόνο στην πλάτη δεν μπορώ να έρθω», μου λέει σήμερα το πρωί, «αλλά θέλω να σου πω το όνειρο που είδα». Πίνει καφέ, ακούω τη γουλιά της. Καπνίζει. Ακούω την ανάσα της.

«Τον Μορίς Μπακέ, τον ήξερες;» με ρωτάει. Δεν περιμένει απάντηση, συνεχίζει. «Ήταν Γάλλος ηθοποιός, έπαιζε βιολοντσέλο. Τον είδα στον ύπνο μου απόψε. Έβρεχε, λέει, στο Παρίσι, ο άντρας μου και ο σκύλος μου είχαν πεθάνει, είχα βγει στους δρόμους να περπατήσω και μ’ έπιασε βροχή. Δεν ήθελα να επιστρέψω στο σπίτι, μου έλειπαν οι νεκροί μου. Κάθισα όρθια στο πεζοδρόμιο με σκυμμένο κεφάλι. Γινόμουν μούσκεμα αλλά δεν έφευγα.

»Αισθάνομαι να με πλησιάζει κάποιος. Βάζει μια μεγάλη ομπρέλα πάνω από το κεφάλι μου. Γυρνάω, τον κοιτάω. Ήταν ο Μορίς Μπακέ. Φορούσε με λευκή καπαρντίνα και κρατούσε ένα μεγάλο τσέλο. Μου χαμογελούσε. Έμοιαζε λίγο με τον άντρα μου. Είχε ένα γλυκό, παιδικό, αθώο βλέμμα και σκούρα καλοχτενισμένα μαλλιά, παρόλο τον παλιόκαιρο. Προσπαθούσε να κρατάει έτσι την ομπρέλα ώστε και εγώ να μην βρέχομαι και το τσέλο του.

»Πού πάτε; με ρώτησε. Πουθενά, του απάντησα. Τι κάνετε εδώ, χωρίς ομπρέλα στη βροχή, έξω από το σπίτι σας; Πενθώ τον άντρα μου, του απάντησα. Σοβάρεψε. Κοίταξε γύρω του. Το απέναντι πεζοδρόμιο ήταν σκεπαστό και είχε καμάρες. Ελάτε, μου είπε. Περάσαμε απέναντι. Πήγαμε κάτω από τις καμάρες. Σταθήκαμε κοντά στον τοίχο. Ο Μορίς Μπακέ έκλεισε την ομπρέλα του και την ακούμπησε πλάι του. Έβγαλε τη ράβδο στήριξης από τη θήκη που είχε μαζί του, την έβαλε χάμω, στο πεζοδρόμιο, και στερέωσε πάνω της το τσέλο. Έπειτα έβγαλε το δοξάρι. Άρχισε να παίζει όρθιος, δίπλα μου. Για σένα, μου είπε, και χαμογέλασε. Για να γαληνέψει ο πόνος σου…

»Το γνώριζα εκείνο το κομμάτι. Ήταν μια σονάτα για τσέλο του Μπραμς. Κάποιοι περαστικοί σταματούσαν και μας κοιτούσαν. Τους άρεσε η εικόνα, όπως έβλεπα στα μάτια τους. Σε λίγα λεπτά είχε σχηματιστεί ένας κύκλος γύρω μας από περαστικούς με βρεγμένα μαλλιά και παπούτσια και χρωματιστές όμορφες ομπρέλες. Ξέρεις, μέσα σε εκείνη τη μουντάδα του Παρισιού με τα λασπόνερα στους δρόμους και τα πεζοδρόμια, εμείς η παρέα με το φωτεινό βλέμμα μαζεμένοι γύρω από τις μελωδίες ενός τσέλου ήμασταν σαν πίνακας ιμπρεσιονιστή ζωγράφου που βγήκε στους δρόμους να δώσει χρώμα και φως στα σημεία που δεν φωτίζονταν. Νοιώθεις καλύτερα; γυρνάει κάποια στιγμή ο Μορίς Μπακέ και με ρωτάει. Ναι, του λέω και το πίστευα απόλυτα.

»Δεν θυμάμαι πόση ώρα καθίσαμε κάτω από την καμάρα με το τσέλο και τις μελωδίες, αλλά κάποια στιγμή είδα πως είχε βραδιάσει. Κρυώνω, του είπα. Κι εγώ, μου είπε. Έβαλε το τσέλο στη θήκη, τακτοποίησε τη ράβδο στήριξης και το δοξάρι και με κοίταξε. Ξέρω ένα μοτέλ στη Μονμάρτη, μου είπε. Στο φως της νύχτας διέκρινα ένα ρόδινο χρώμα στο πρόσωπό του. Τον ακολούθησα. Δεν ήθελα να επιστρέψω στο σπίτι. Μου άρεσε η συντροφιά του. Μείναμε στο μοτέλ τρεις μέρες. Εσώκλειστοι. Ευτυχισμένοι. Ελεύθεροι. Με μουσική από το τσέλο. Με πεσκανδρίτσα ψαρόσουπα με δάφνη και σαφράν, με κις λορέν με φρέσκα αυγά και μπέικον, με σουφλέ τυριών και ροζέ κρασί Προβηγκίας. Και πολλή αγάπη. Τίποτ’ άλλο.

»Ξημερώματα της τρίτης μέρας κάναμε έρωτα και χωρίσαμε. Χωρίς υποσχέσεις να ξαναβρεθούμε, χωρίς συναισθηματικά βάρη. Ανάλαφροι. Χορτασμένοι. Είσαι εντάξει; με ρώτησε. Είμαι ευτυχισμένη, του απάντησα. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα πρώτη. Ο διάδρομος του μοτέλ είχε φως. Είχε πολύ φως. Προχώρησα μέσα στο φως μέχρι που χάθηκα. Το φως δυνάμωνε. Ξημέρωνε. Ξύπνησα. Ήταν όνειρο, αγαπημένη μου φίλη…»

Είπαμε κι άλλα με τη Ραχήλ, την άκουγα να ανάβει συνέχεια τσιγάρα, είπαμε να πάμε θέατρο έστω και με την υποχρεωτική μάσκα για τον Covid και κλείσαμε. Θα μαγείρευε ψητό κατσαρόλας, μου είπε, θα έφτιαχνα ομελέτα με ντομάτα και τυρί, της είπα. Κλείσαμε.

 

(Δεν υπάρχει Ραχήλ. Δεν υπάρχει φίλη που μου τηλεφώνησε να μου πει ότι απόψε είδε στον ύπνο της τον Μορίς Μπακέ με το τσέλο του. Απλώς, έπαθα ξανά αυτό που παθαίνω όταν βλέπω μια φωτογραφία, έγχρωμη, μαυρόασπρη, δεν έχει σημασία, που μου αρέσει πολύ και στέκομαι κάμποσο και την κοιτάω, μέχρι που η φωτογραφία αρχίζει και μου υπαγορεύει μια ιστορία που θέλω πολύ να την καταγράφω. Και το κάνω. Στη συγκεκριμένη φωτογραφία είναι ο Maurice Baquet στο Παρίσι με την ομπρέλα και το τσέλο του, το 1957. Φωτογραφία Robert Doisneau).


Ανάρτηση στο facebook 15/01/2022




Κάπου στη Λιοσίων


Κάθε απόγευμα ο Φαΐζ από το Πακιστάν βοηθάει τον Ασημάκη από το χωριό Λεοντάρι της Βοιωτίας να ανέβει το πεζοδρόμιο με το αναπηρικό του καροτσάκι. Μένουν και οι δύο στην ίδια πολυκατοικία, κάπου στη Λιοσίων. Είναι η ώρα που ο Ασημάκης επιστρέφει από τη δουλειά του.

 «Θες τσιγάρα, Ασημάκη;», ο Πακιστανός. «Έχω, φίλε μου, ευχαριστώ», ο Έλληνας. «Όταν κλείσεις το μαγαζί σε περιμένω», του λέει ο Έλληνας. «Έχω φτιάξει κοτόσουπα» και μπαίνει με το αναπηρικό του καροτσάκι στην πολυκατοικία.

Ο Φαΐζ και ο Ασημάκης είναι χρόνια φίλοι. Ο ένας έχει το μαγαζί με τα ψιλικά στο ισόγειο της πολυκατοικίας, ο άλλος παίρνει ένα επίδομα αναπηρίας και συγχρόνως δουλεύει. Έτσι ζουν. Κανείς από τους δύο δεν έχει οικογένεια. Μοιράζονται το φαγητό και την παρέα. Βλέπουν μαζί ποδόσφαιρο στο διαμέρισμα του Φαΐζ που έχει μια τεράστια LG και στις χριστιανικές και μουσουλμανικές γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα και Κουρμπάν Μπαϊράμ, είναι μαζί.

Ο Ασημάκης έχει μάθει με το αναπηρικό καροτσάκι να κινείται σβέλτα στην κουζίνα του σπιτιού του. Μαγειρεύει ψητά στο φούρνο και λαχανικά στο γκριλ. Υπήρξε οικοδόμος στο χωριό του το Λεοντάρι, μέχρι που έπεσε από τη σκαλωσιά και χτύπησε στη μέση του. Άσχημο χτύπημα. Εγχειρήσεις, φυσιοθεραπείες, πόνοι, απογοήτευση. Δεν μπόρεσε να ξαναδουλέψει. Ήρθε στην Αθήνα και βρήκε δουλειά μέσω ΟΑΕΔ στο τηλεφωνικό κέντρο μιας εταιρείας• έχει και το επίδομα αναπηρίας και είναι ευχαριστημένος που στο χάος της πρωτεύουσας βρήκε έναν αδελφό, όπως αποκαλεί τον Φαΐζ, κι ένα δυάρι σ’ ένα ισόγειο χωρίς σκάλες. Στο υπόγειο μένει ο Φαΐζ. Πριν μερικά χρόνια αρραβωνιάστηκε μια συμπατριώτισσά του, τη Ζάχρα. Ήταν ερωτευμένος μαζί της. Πήγαινε στον Ασημάκη και του έλεγε: «Αδελφέ μου, απόψε θα έρθει η Ζάχρα, τι να της μαγειρέψω; Τι λουλούδια να πάρω; Πες μου εσύ που ξέρεις, που είσαι μεγαλύτερός μου». Τρία χρόνια διαφορά έχουν αυτοί οι δύο, Ασημάκης και Φαΐζ, σχεδόν συνομήλικοι, αλλά ο Πακιστανός τον σέβεται πολύ τον Έλληνα. Τριάντα οκτώ χρονώ σήμερα ο Ασημάκης, τριάντα πέντε ο Φαΐζ, τριαντάρης τότε, στον αρραβώνα του.

 Εντέλει, ο Φαΐζ μαγείρευε στην καλή του το «ιερό κρέας» των μουσουλμάνων, το «Χαλάλ», που όπως είχε εξηγήσει στον Ασημάκη είναι το κρέας το επιτρεπτό από τον ισλαμικό νόμο καθώς προέρχεται από τελετουργική σφαγή ζώων κατά την οποία ο μουσουλμάνος σφαγέας επικαλείται τον Αλλάχ. Συνοδευτικό με το Χαλάλ έφτιαχνε σπανάκι με πατάτες, άσπρα ρεβίθια, γλυκό ρύζι, πίτα και προσέφερε στη Ζάχρα αναψυκτικό τριαντάφυλλο, που της άρεσε.

Λίγους μήνες μετά τους αρραβώνες η Ζάχρα άφησε ένα γράμμα στον Φαΐζ ότι χωρίζουν και επιστρέφει μόνιμα στο Ισλαμαμπάντ. Του εξηγούσε ότι οι γονείς της ήταν εξ αρχής αντίθετοι με αυτόν τον αρραβώνα, ότι είχαν άλλα όνειρα γι αυτήν, καθώς την προόριζαν για έναν πλούσιο μακρινό της ξάδελφο και ότι εκείνη δεν ήθελε να τους χαλάσει το χατίρι• εντέλει είχε δεχτεί το προξενιό. Για μήνες ο Φαΐζ πήγαινε τα βράδια όταν έκλεινε το μαγαζί στο σπίτι του Ασημάκη και έκλαιγε. Ο Ασημάκης κάποιες φορές καλούσε στο διαμέρισμα δυο κορίτσια από ένα μπορντέλο στη Λιοσίων. Κάπως να περάσει καλά και να ξεχαστεί ο αδελφός του ο Πακιστανός, κάπως να περάσει καλά και να ξεχαστεί κι ο ίδιος…

Με τον καιρό ο Φαΐζ την ξεπέρασε τη Ζάχρα. Με τον αδελφό του τον Έλληνα συνέχισαν να βλέπουν ποδόσφαιρο στην τεράστια LG, να μαγειρεύει ο ένας για τον άλλον, πότε – πότε να καλούν κοπέλες για συντροφιά και κάπως έτσι να περνάει ο χρόνος, η ζωή, να περνούν οι μέρες και οι νύχτες στη Λιοσίων, τη γεμάτη υπόγεια και ισόγεια δυάρια με Πακιστανούς και Έλληνες.

 

 

ΥΓ. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αλήθεια. Ή μπορεί και να είναι, να υπάρχουν αυτοί οι δύο τύποι, και να μην το ξέρω. Αλλά έπαθα πάλι αυτό που παθαίνω όταν βλέπω μια εικόνα που με εμπνέει να γράψω δυο λόγια σ’ ένα χαρτί – σ’ ένα word, εν προκειμένω. Τη συγκεκριμένη φωτογραφία τη βρήκα στο internet. Αμέσως φαντάστηκα ότι στο υπόγειο της πολυκατοικίας αυτής μένει κάποιος Φαΐζ από το Πακιστάν και στο ισόγειο κάποιος Ασημάκης από το Λεοντάρι της Βοιωτίας. Φαντάστηκα επίσης ότι, κάποια όμορφη Πακιστανή Ζάχρα που κάποτε είχε έρθει στην Ελλάδα επιστρέφει στο πατρικό της σπίτι στο Ισλαμαμπάντ, φοράει το ακριβό χρυσοκέντητο νυφικό που της έραψε η ράφτρα η μητέρα της και παντρεύεται τον πλούσιο μακρινό της ξάδελφο που της υπέδειξε ο πατέρας της. Και ότι, κάπως έτσι είναι η ζωή.



(Ανάρτηση στο facebook 07/11/2021)