Powered By Blogger

Translate

18 Απριλίου 2022

Το όνομά της ήταν Λουλούδα - Διήγημα

 


Sir William Russell Flint, Green Slippers



                                Το όνομά της ήταν Λουλούδα 

                                                      

                                                        Διήγημα

 

  

 

Την έλεγαν Λουλούδα, βαφτισμένη Λουλούδω. Καταγόταν από τη Θύμαινα, το νησάκι κοντά στους Φούρνους, στο Ανατολικό Αιγαίο. Εκεί, της είχε πει η μητέρα της, είχε έρθει η οικογένειά της από τη Μικρά Ασία. Λουλούδω ήταν το όνομα της Μικρασιάτισσας γιαγιάς, έτσι βάφτισαν και την εγγονή• «αλλά και πάλι Λουλούδω θα σε βάπτιζα», της είχε πει η μητέρα της, «γιατί είχα διαβάσει μικρή το ποίημα του Διονυσίου Σολωμού ‘Ελεύθεροι Πολιορκημένοι’ και μου άρεσε πολύ ο στίχος που λέει:

                      Έργα και λόγια, στοχασμοί ― στέκομαι και κοιτάζω ―
                       Λούλουδα μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
                      Κι’ άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.
 Τι ωραίες κουβέντες που βρίσκουν οι ποιητές, Θεέ μου!», συνέχισε να λέει η μητέρα της. «Είπα πως, όταν παντρευτώ και κάμω κοριτσάκι, θα το βαφτίσω Λουλούδα! Ο Σολωμός μού έμαθε μια πανέμορφη  λέξη!»

Από τη Θύμαινα έφυγαν αρχές του ‘70 και ήρθαν στην Αθήνα. Οικονομικοί μετανάστες. Ο πατέρας της βρήκε δουλειά στην Κεντρική  Δημοτική Αγορά, τη Βαρβάκειο. Η μάνα της ήταν ράφτρα. Ήταν πολύ καλή ράφτρα. Είχε πάρει την τέχνη από τη Μικρασιάτισσα μητέρα της, τη Λουλούδω. Η μικρή Λουλούδα όταν έφυγαν από τη Θύμαινα ήταν πέντε χρονώ κοριτσάκι. Ήταν ντροπαλό παιδί και λιγομίλητο. Στο σχολείο δεν είχε καλή απόδοση κι αργότερα στο γυμνάσιο, όταν πέρασε και την τρίτη τάξη, είπε στους γονείς της ότι ήθελε να σταματήσει και να καθίσει δίπλα στη μητέρα της να μάθει ραφτική. Εκείνοι, δέχτηκαν. Η φιλόλογος του γυμνασίου, όταν ενημερώθηκε ότι η Λουλούδω δεν θα συνέχιζε το σχολείο, είχε καλέσει τη μητέρα της και της είχε πει: «καλό παιδί, η κόρη σας. Είναι ήσυχη και φρόνιμη. Δεν έχει μεγάλη έφεση στα γράμματα αλλά δεν πειράζει. Έχει μια ψυχική καλοσύνη δική της, αυτοδίδακτη. Αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι που την παρατηρούσα να κάθεται πάντα λίγο πιο πέρα από τις συμμαθήτριές της. Ποτέ με μεγάλες παρέες. Συνήθως, ήταν μόνη. Σαν να ήθελε να στέκεται απέναντι από τη ζωή και όχι μέσα στη ζωή. Σαν να ήθελε να κοιτάει τους άλλους από τη θέση του θεατή που παρακολουθεί μια θεατρική παράσταση χωρίς ο ίδιος να λαμβάνει μέρος σε αυτήν την παράσταση. Καλό κορίτσι, η Λουλούδω. Θα τη θυμάμαι σαν τη μαθήτρια που σταύρωνε τα χέρια της πάνω στο θρανίο και καθόταν απέναντί μου ήσυχη και ήσυχη επίσης απέναντι από τη φασαρία του διαλείμματος στην αυλή. Καλή τύχη, να έχει…»

Αν κάτι αγαπούσε η Λουλούδα πολύ ήταν η θάλασσα, ιδίως όταν έβρεχε και ήταν φουρτουνιασμένη. Η θάλασσα τής έλειπε στη νέα γειτονιά που ήρθαν. Βρήκαν σπίτι στα Μυκονιάτικα, τη συνοικία των Αγίων Αναργύρων. Η μικρή μονοκατοικία που νοίκιασαν θύμιζε τη γειτονιά του νησιού της. Είχε πράσινη σιδερένια αυλόπορτα, τσιμεντένια αυλή με γλάστρες από τενεκέδες λαδιού και σκεπή με κεραμίδια. Χαμηλό σπιτάκι ήταν, με τρία δωμάτια, σόμπα στο χωλ και μωσαικό στα πατώματα. Αλλά δεν είχε θάλασσα κοντά του. Στο νησί, τη θάλασσα την έβλεπε από το παράθυρο της κουζίνας, την είχε ακριβώς απέναντί της. Στο σπιτάκι στα Μυκονιάτικα, από το παράθυρο της κουζίνας έβλεπε δυο τενεκέδες λαδιού που είχαν γίνει γλάστρες, με κόκκινα γεράνια ο ένας, κι ένα κοράλλι ο άλλος.

Η Λουλούδα έσκυβε το κεφάλι στα υφάσματα και έραβε αμίλητη. Ήσυχη, όπως είχε πει η φιλόλογος στη μητέρα της. Τα δάχτυλά της έπιαναν με καλοσύνη το ρούχο, σαν να ήταν έργο τέχνης που τους πρέπει σεβασμός, κι έφτιαχνε φουστάνια που τα έβλεπαν οι πελάτισσες και έλαμπαν τα μάτια τους. Στα χρόνια που έραβε, έφτασε να ράβει μέχρι και νυφικά, όχι πολύπλοκα αλλά από αραχνοΰφαντα υφάσματα και τούλια, σχεδόν παραμυθένια. Είχε γίνει η αγαπημένη μοδίστρα σε ολόκληρη την περιοχή των Αγίων Αναργύρων και πιο πέρα ακόμα• τη γνώριζαν και στον Πειραιά, είχε πλούσιες πελάτισσες που έμεναν στην Καστέλα.

Η ίδια, όμως, νυφικό δεν φόρεσε ποτέ.

Αγάπησε κάποτε έναν Ιταλό. Τον Σιμόνε. Τον γνώρισε ένα πρωί στον Πειραιά, στην αποθήκη υφασμάτων που πήγαινε για τα υφάσματά της. Θα ‘ταν είκοσι έξι χρονώ κοπέλα. Εκείνος είχε πάει στην αποθήκη για να αγοράσει κόκκινο καρό ύφασμα να φτιάξει τραπεζομάντιλα για το μαγαζί του. Είχε έρθει πριν αρκετά χρόνια στην Ελλάδα και μ’ έναν φίλο του Έλληνα είχαν ανοίξει συνεταιρικά μια ιταλική Trattoria κοντά στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Εκείνο το διάστημα θα άλλαζαν τη διακόσμηση του μαγαζιού και θα έβαζαν καινούργια τραπεζομάντιλα. Δεν ήθελαν να αγοράσουν έτοιμα• προτιμούσαν να διαλέξουν το ύφασμα μόνοι τους και να το δώσουν σε μοδίστρα να τους το ράψει. Και βέβαια, τα κόκκινα καρό τραπεζομάντιλα της τρατορίας του Σιμόνε, τα έραψε η Λουλούδα.

Τους σύστησε ο μαγαζάτορας, εκείνη την ημέρα. «Αν ψάχνετε για μοδίστρα να σας ράψει τα τραπεζομάντιλα», είπε στον Σιμόνε, «να σας γνωρίσω μία από τις καλύτερες μοδίστρες μας. Είναι πελάτισσά μου. Την ξέρω από μικρή. Η Λουλούδα μας».

Γύρισε ο Ιταλός στη Λουλούδα, της χαμογέλασε και της έδωσε το χέρι του. Η Λουλούδα έκανε το ίδιο. Ήταν ψηλότερός της. Σήκωνε τα μάτια και τον κοίταζε και κοκκίνιζε. Έπιασαν κουβέντα. Της ζήτησε να περάσει από την τρατορία μία από τις επόμενες ημέρες, να πάρει τα μέτρα για τα τραπεζομάντιλα. Έτσι γνωρίστηκαν.

Ήταν από την Τοσκάνη ο Σιμόνε, από ένα χωριό περίπου τριάντα χιλιόμετρα έξω από την Πίζα. Santa Luce, το όνομά του - Άγιο Φως, στα ελληνικά. «Είναι γεμάτο σιτάρι και σιωπή το χωριό μου», της είπε ο Σιμόνε, «γεμάτο φως και γαλήνη. Τον Ιούνιο ανθίζουν τα χωράφια με τις λεβάντες, η εικόνα τους σε μαγεύει. Λίγο πιο πέρα είναι η Όαση Santa Luce, ένας υγρότοπος που σταματούν τα πουλιά που ταξιδεύουν στην Αφρική για να πιούν νερό. Δεν είναι τυχαίο το όνομα του χωριού μου, μικρή μου Λουλούδα… Η ηρεμία είναι διάχυτη στην περιοχή, σαν να βρίσκεσαι ολόκληρος μέσα σ’ ένα φως που σε ξεκουράζει. Μάλιστα η περιοχή αυτή επιλέχτηκε για να δημιουργηθεί εκεί ένα βουδιστικό κέντρο Θιβετιανού Βουδισμού στο οποίο έχει έρθει κάποιες φορές και έχει διδάξει ο Δαλάι Λάμα. Και μόνο η καθαρή φύση του τοπίου είναι ύψιστος διαλογισμός. Θα ‘θελα να πάμε μαζί κάποια φορά. Εγώ, πηγαίνω κάθε χρόνο. Οι γονείς μου είναι αγρότες• ο πατέρας μου ασχολείται με τις ελιές και η μητέρα μου με την παραγωγή μελιού. Ίσως να ήμουν κι εγώ αγρότης αν δεν μου έκανε την πρόταση ο φίλος μου ο Έλληνας να έρθω στον Πειραιά και να ανοίξουμε μια ταβέρνα. Ευτυχώς, το μαγαζί πήγε καλά και δεν το μετάνιωσα που έφυγα από τα χωράφια…»

Επτά χρόνια έμεινε με τον Σιμόνε η Λουλούδα. Σιωπηλή και ερωτευμένη. Δεν του μίλαγε για τα όνειρά της. Άλλωστε, δεν είχε πολλά όνειρα. Υπήρχαν φορές μάλιστα που δεν είχε καθόλου όνειρα. Της αρκούσε μόνο να έχει τη δουλειά της, να ράβει όμορφα φορέματα για τα κορίτσια που της ζητούσαν κάτι ξεχωριστό για τον καλό τους, της αρκούσε να μπορεί να φροντίζει τους γονείς της και να συναντιέται με τον Σιμόνε στο σπίτι του στην Καλλίπολη. Εκεί έμενε αυτός. Συνήθως πήγαινε στο σπίτι του τη Δευτέρα που η τραττορία ήταν κλειστή. Της άρεσε να του αγοράζει γλάστρες για το μπαλκόνι του και να φυτεύει σε αυτές αρωματικά φυτά. Τον πρώτο χρόνο της γνωριμίας τους, στην επέτειό τους, του είχε φέρει μια λεμονιά. Εφτά χρόνια αργότερα, η λεμονιά είχε γίνει ολόκληρο δένδρο.

«Δεν θα παντρευτείτε, κοριτσάκι μου;» τη ρωτούσε η μητέρα της.

«Δεν συζητάμε για γάμο, μαμά μου», της απαντούσε η Λουλούδα.

«Και τι λέτε; Τι συζητάτε; Περνάει ο καιρός, αγάπη μου…»

«Λέμε για την Τοσκάνη, μαμά μου, του λείπει πολύ το χωριό του, μου μιλάει συχνά για την πατρίδα του. Θέλει να πάμε να γνωρίσω τους γονείς του. Όπως μου το περιγράφει, το μέρος που γεννήθηκε θα πρέπει να είναι πολύ όμορφο».

«Αφού θέλει να σου γνωρίσει τους γονείς του, αυτό είναι καλό, σημαίνει ότι θέλει να κάνει τη σχέση σας πιο επίσημη».

«Δεν ξέρω μαμά μου τι θέλει, ειλικρινά. Ξέρεις ότι δεν τον ρωτάω».

«Φαίνεται καλό παιδί, Λουλούδω μου. Και εγώ και ο μπαμπάς τον συμπαθούμε. Όποτε έρχεται στο σπίτι μας η επίσκεψή του μας γεμίζει χαρά. Μακάρι να πάτε στην Τοσκάνη και να γυρίσεις να μου πεις ότι μιλήσατε για γάμο…»

Στο χωριό του, τη Santa Luce, πήγαν δύο φορές στη διάρκεια της σχέσης του. Εκείνος πήγαινε σχεδόν κάθε καλοκαίρι. Είχε ανάγκη, της έλεγε, να φεύγει από τη φασαρία του λιμανιού του Πειραιά και να ξεκουράζεται για λίγες ημέρες στη γαλήνη του χωριού του και ότι αυτό το ταξίδι ήθελε να το κάνει μόνος. Το σεβόταν εκείνη. Δεν είχε αντίρρηση. Την πρώτη φορά που πήγαν μαζί ήταν άνοιξη και αργότερα ξαναπήγαν ένα χειμώνα. Όταν είδε το μέρος η Λουλούδα τού είπε ότι θα μπορούσε κάλλιστα να ζήσει εκεί για πάντα, ότι θα μπορούσε να μετακομίσει στο χωριό του και να έφευγε μόνο τα καλοκαίρια για να πηγαίνει στο νησάκι της, τη Θύμαινα. Ότι, ευχαρίστως θα μπορούσε να μοιράζεται τη ζωή της ανάμεσα στη Santa Lucia και τη Θύμαινα• θα  ήταν ευτυχισμένη. Δεν θα ήθελε τίποτ’ άλλο. Ο τόπος εκείνος της ταίριαζε. Είχε την ησυχία που άρεσε στην ψυχή της και τη γαλήνη που άρεσε στην καρδιά της να ταυτίζεται. Είχε απέραντη ομορφιά και μια ανεξήγητη θεία οσμή στον αέρα από καθαρότητα και αγνότητα. Η Λουλούδα όλη μέρα χανόταν στα χωράφια και τους αγρούς. Είχε ζητήσει από τους γονείς του Σιμόνε να της μάθουν τις αγροτικές δουλειές που έκαναν καθημερινά. Ο σινιόρ Μάρκο, ο πατέρας του και η σινιόρα Ροζαρίνα, η μητέρα του, με το χρυσό μέλι που έφτιαχνε με άρωμα τριαντάφυλλο. Γλυκύτατοι άνθρωποι. Αγρότες. Όμορφοι όπως η φύση που καλλιεργούσαν…

Η Λουλούδα ξυπνούσε σχεδόν χαράματα, έβγαινε στον κήπο και κοίταζε με δέος την ανατολή απέναντί της. Έπειτα ετοίμαζε το πρωινό για όλους και πήγαινε στο μποστάνι να ποτίσει το μάραθο, το σέλινο, τον κόλιανδρο και τις φράουλες πιο πέρα, που φύτευε η σινιόρα Ροζαρίνα. Θα ‘θελα να έχει οικογένεια σε αυτό τον τόπο, σε αυτούς τους αγρούς. Παιδιά να παίζουν στα χωράφια και σκυλιά να τρέχουν στο χωματόδρομο…

«Η κορούλα σας είναι καλό παιδί, αλλά είναι σαν να στέκεται πάντα δυο βήματα απέναντι από τη ζωή, σαν να μη θέλει να μπει μες στη ζωή και να τη ζήσει. Μοιάζει σαν να στέκεται λίγο πιο πέρα από τους ανθρώπους», θυμόταν να λέει η φιλόλογός της στη μητέρα της, την ημέρα που θα έφευγε για πάντα από το σχολείο. Εντέλει, όσο κι αν η Λουλούδα ήθελε παιδιά δικά της και σκυλιά να βλέπει να παίζουν στους χωματόδρομους δεν μίλησαν ποτέ για γάμο με τον Σιμόνε. Εκείνη ντρεπόταν να του το πει και εκείνος δεν είχε θίξει ποτέ αυτό το θέμα.

Εφτά χρόνια αργότερα ξεκίνησε ένα απόγευμα να πάει στην τραττορία χωρίς να έχουν δώσει ραντεβού και χωρίς να το έχει σχεδιάσει από πριν. Ένοιωσε ξαφνικά την ανάγκη μα κάνει μια βόλτα στον Πειραιά• ήταν άνοιξη και ο καιρός ήταν γλυκός. Ήθελε να πει στον Σιμόνε να φύγει νωρίτερα από το μαγαζί αν μπορεί και να πάνε στην Καστέλα για παγωτό. Αυτό το απλό πράγμα. Ένα παγωτό στην Καστέλα με τον αγαπημένο της. Δεν ζητούσε πολλά.

Στάθηκε στο πεζοδρόμιο, στον κεντρικό δρόμο, ακριβώς απέναντι από την τραττορία και περίμενε να ανάψει το φανάρι πράσινο για τους πεζούς. Στο σημείο που στεκόταν η τραττορία ήταν ακριβώς μπροστά της. Πίσω από τη φωτισμένη τζαμαρία διέκρινε τον Σιμόνε. Καθόταν με μια κοπέλα σ’ ένα τραπέζι και της χάιδευε τα μαλλιά. Συγκεκριμένα, έβλεπε μια πολύ τρυφερή σκηνή ανάμεσά τους. Εκείνη πλησίαζε το πρόσωπό της κοντά του και τον φιλούσε πεταχτά στα χείλη και εκείνος χαμογελούσε να τη χάιδευε συνέχεια.

Το φανάρι άναψε πράσινο. Η Λουλούδα δεν πέρασε απέναντι. Δεν μπορούσε. Είχε μουδιάσει. Στεκόταν εκεί και είχε κολλήσει το βλέμμα στον Σιμόνε και στην κοπέλα. Άναψε κόκκινο το φανάρι, μετά ξανάναψε πράσινο για τους πεζούς, αλλά η Λουλούδα δεν κουνιόταν από τη θέση της. Πέρασαν αρκετά λεπτά. Για την ακρίβεια, πέρασε αρκετή ώρα. Το απογευματινό φως άρχισε σιγά – σιγά να σκουραίνει. Τότε μόνο έσκυψε το κεφάλι, γύρισε προς τα πίσω και απομακρύνθηκε. Πήγε στη στάση και πήρε το λεωφορείο για τους Αγίους Αναργύρους. Μπήκε στο σπίτι σιγά, οι γονείς της ήσαν στην κάμαρά τους. Κάθισε στη ραπτομηχανή της κι άρχισε μέχρι τα μεσάνυχτα να ράβει το φόρεμα που της είχε παραγγείλει η κυρία Δέσποινα, η γειτόνισσά της.

Τον Σιμόνε τον είδε τη Δευτέρα που πήγε στο σπίτι του.

«Τι έχεις;» της είπε εκείνος. «Σε βλέπω στενοχωρημένη».

«Σε είδα στην τραττορία να χαϊδεύεις μια κοπέλα», του είπε μουδιασμένα η Λουλούδα. «Είχα έρθει χωρίς να το έχουμε κανονίσει, για να σου πω να πάμε μια βόλτα. Αλλά δεν μπήκα στο μαγαζί μετά από αυτό που είδα. Έφυγα…»

Άργησε να μιλήσει εκείνος. Κοίταζε έξω από το παράθυρο.

«Είμαι ερωτευμένος μαζί της, Λουλούδα», της είπε σε λίγο. « Λυπάμαι… Δεν ήξερα πώς να στο πω. Τη γνώρισα εδώ στο μαγαζί, πριν έξι μήνες. Είχε έρθει με φίλες της να γιορτάσουν τα γενέθλιά της. Είναι από την Κολομβία. Είναι οικονομική μετανάστρια. Ήρθε στον Πειραιά πριν μερικά χρόνια, να βρει δουλειά. Βοηθάει εργαζόμενες μητέρες• κρατάει τα παιδιά, σιδερώνει ρούχα, πλένει, τα πηγαίνει σε παιδικές παραστάσεις. Αλλά θέλει να φύγει και να πάει στην Ιταλία να εργαστεί. Είναι ο αδελφός της εκεί. Στο Μιλάνο. Μετανάστης και αυτός. Θέλω να πάω μαζί της. Σκέφτομαι να ανοίξω ένα εστιατόριο στα περίχωρα του Μιλάνου, σε κάποια εργατική συνοικία. Εγώ, αυτή και ο αδελφός της. Θα πουλήσω το μερίδιό μου στην τραττορία στον συνέταιρό μου και θέλω να κάνω ένα καινούργιο ξεκίνημα στην Ιταλία. Άλλωστε, εκεί είναι η πατρίδα μου, θα είμαι και πιο κοντά στο χωριό μου. Το Μιλάνο απέχει περίπου τριακόσια χιλιόμετρα από την Τοσκάνη. Πας και αυθημερόν. Συγχώρα με, Λουλούδα μου. Ειλικρινά. Αλλά την ερωτεύτηκα… Δεν το προσπάθησα. Έγινε μόνο του. Εσένα θα σε έχω πάντα στην καρδιά μου, δεν θα βγεις ποτέ. Σε νοιάζομαι, το ξέρεις. Όμως, η αγάπη μου για σένα εδώ και καιρό έχει γίνει φιλική, σχεδόν συγγενική. Σε βλέπω σαν αδελφή μου…»

Ήταν η τελευταία φορά που είδε τον Σιμόνε.

Επέστρεψε στη ραπτομηχανή της, στους γονείς της. Επέστρεψε στα νυφικά που έραβε στα κορίτσια στους Αγίους Αναργύρους. Πάντα απέναντι από τις επιθυμίες της, πάντα απ’ έξω από τα θέλω της. Μακριά πολύ από τα όνειρά της. Τα σχεδόν, ανύπαρκτα. Δεν υπήρξε άλλος άντρας στη ζωή της. Τα χρόνια περνούσαν σαν νεράκι. Ο Σιμόνε άρχισε να ξεθωριάζει στη μνήμη της. Η Τοσκάνη όμως όχι. Είχε έντονα μπροστά της το χωριό Santa Luce, τα χρυσαφένια χωράφια με τα στάχυα, τους ελαιώνες, την Όαση, τα αποδημητικά πουλιά, τη γαλήνη, το βουδιστικό κέντρο Θιβετιανού Βουδισμού, τις λεβάντες στο φως της ανατολής. Δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε ο Σιμόνε, αν πήγε στο Μιλάνο, αν άνοιξε καινούργιο μαγαζί, αν επισκέπτεται το πατρικό του στην Τοσκάνη, αν έκανε οικογένεια με την κοπέλα από την Κολομβία. Τίποτε… Εκείνη, μόνο έραβε, έραβε, έραβε.

Πρώτα έχασε τον πατέρα της και λίγους μήνες μετά τη μητέρα της. Ηλικιωμένοι πια και οι δύο, συνταξιούχοι, γονείς μέχρι την τελευταία στιγμή.

 «Κοίτα τώρα που θα πεθάνουμε», της έλεγαν, «να μην μείνεις μόνη. Κοίτα να βρεις ένα καλό παιδί, να παντρευτείς». Συνταξιούχος πια και η ίδια, συνέχισε να ράβει μόνο για να περνάει την ώρα της. Είχε κουραστεί. Πολύ αργότερα, μάζεψε τα πράματά της και μετακόμισε στη Θύμαινα. Εβδομήντα χρόνων. Λεπτή κορμοστασιά, ήσυχη, γαλήνια στο βλέμμα, με τη ραπτομηχανή στις αποσκευές της, τα ρούχα της, κάποια πράματα της μητέρας και του πατέρα της, και τις φωτογραφίες που είχε βγάλει στην Τοσκάνη. Σε καμία ο Σιμόνε. Σε όλες το τοπίο μονάχα• το μποστάνι της σινιόρας Ροζαρίνα, το σκυλί του σινιόρ Μάρκο, οι λεβάντες, ο ήλιος, ο ορίζοντας, ο μάραθος, ο κόλιανδρος, οι φράουλες, το φως.

Πλέον στη Θύμαινα, το σπίτι της ήταν κοντά στη θάλασσα.  Ξαναπήγε στο σπίτι των γονιών της. Εκεί ήταν. Μισοτσακισμένο, ερειπωμένο. Το έφτιαξε από την αρχή, με τις οικονομίες και τη σύνταξή της. Φύτεψε τις γλάστρες της, φύτεψε το κήπο της. Κοίταζε τη θάλασσα και γαλήνευε. Το πέλαγο ήταν έξω από την πόρτα της. Πήγαινε στο κοιμητήριο του χωριού και καθόταν ώρες. Είχε μεταφέρει τα οστά των γονιών της αλλά δεν άναβε μόνο το δικό τους καντήλι. Άναβε σχεδόν όλα τα καντηλάκια των τάφων. Της έπαιρνε ώρα. Και μετά πήγαινε άκρη – άκρη στη μάντρα του νεκροταφείου και κοίταζε απέναντι. Η θάλασσα, τα κύματα, οι βάρκες, οι γλάροι. Πόση γαλήνη ένοιωθε! Αλλά δεν υπήρχε απόσταση. Δεν υπήρχε «απέναντι», «δίπλα», «πιο πέρα», «μακριά», «κοντά». Δεν υπήρχε τίποτα που να τη χωρίζει από όσα της έδιναν χαρά. Μόνο η  ένωση μαζί τους υπήρχε. Μόνο η ένωση…








Δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2022 στο τεύχος  Νο 69 του περιοδικού
«δε|κατα» με θέμα 
                               «Απέναντι».
                          
Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού   ποιητή και συγγραφέα, Ντίνο Σιώτη,                                   για τη δημοσίευση.