Powered By Blogger

Translate

18 Απριλίου 2021

Το τελετουργικό της Φαϊζά - Διήγημα


 

Το τελετουργικό της Φαϊζά 
                                                                                  Διήγημα
 

  

 

Η ηλικιωμένη γυναίκα μπήκε στο δωμάτιο βιαστική, ξυπόλητη. Κορμοστασιά στητή, παρά τα χρόνια και λεπτή. Γκρίζα μαλλιά, ξέπλεκα ως τους ώμους, μ’ ένα αραχνοΰφαντο λευκό ρούχο πρόχειρα ντυμένη. Έμοιαζε εξαϋλωμένη. Όμορφη κάποτε, ακόμα πάνω της σημάδια της παλιάς γοητείας. Τα μεγάλα της μάτια, τα λεπτά χαρακτηριστικά του προσώπου της, το απαλό άρωμα σαπουνιού που μοσχοβολούσαν τα χέρια της – μια συνήθεια που την είχε από παιδί, να πλένει τα χέρια με πράσινο σαπούνι, να τα σφουγγίζει με βαμβακερή πετσέτα και να τα αλείφει με αμυγδαλέλαιο για να διατηρούνται ενυδατωμένα.

   Φαϊζά, την έλεγαν. Γεννημένη στην Αίγυπτο, στην πόλη Φαγιούμ. Το σπίτι της ήταν δίπλα στο  Μπαχρ Γιούσεφ, το κανάλι που συνδέει τον ποταμό Νείλο με την πόλη Φαγιούμ. Ο πατέρας της δούλευε στο παζάρι, πουλούσε χουρμάδες της ερήμου, γκουάβα και μοσχολέμονο. Εκεί γνώρισε τον άντρα της, τον Ντομένικο. Αρχές του ’60. Ιταλός εκείνος. Συνόδευε τον έμπορο  πατέρα του στην Αίγυπτο από όπου προμηθεύονταν μπαχαρικά, για το μαγαζί τους στη Νάπολη. Πέρασαν από το παζάρι, στάθηκαν στον πάγκο με τους χουρμάδες της ερήμου, σηκώνει τα μάτια ο Ντομένικο, βλέπει τη Φαϊζά. Σηκώνει τα μάτια η Φαϊζά, μικρό κορίτσι τότε, βλέπει τον Ντομένικο. Λίγα χρόνια μεγαλύτερός της, εκείνος. Χαμόγελα, ντροπαλοσύνη, χαμηλωμένα βλέμματα μετά. Και το ίδιο βράδυ κιόλας η πρώτη τους συνάντηση. Η αγάπη τους μετά. Ο έρωτας. Η συνεννόηση στα αγγλικά στην αρχή. Έπειτα η Φαϊζά έμαθε άπταιστα ιταλικά για χάρη του αγαπημένου της και ασπάστηκε τον καθολικισμό. Οι γονείς της έκλαιγαν. Η μάνα της και οι αδελφές της το δέχτηκαν πιο εύκολα. Της δώρισαν μεταξωτά υφάσματα και βαμβακερά μελάγια λαφ -  τα μεγάλα σάλι στη γλώσσα τους που τυλίγουν τους ώμους και τον κορμό. Παντρεύτηκαν στην Νάπολη, στη συνοικία Σάντα Λουτσία και έμειναν εκεί. Βρήκαν σπίτι κοντά στο πατρικό του Ντομένικο, σ’ ένα λιθόστρωτο δρομάκι από αυτά που καταλήγουν στη θάλασσα, με τ’ απλωμένα ρούχα σε σχοινιά στερεωμένα από παράθυρο μέχρι το απέναντι παράθυρο.

Στα μέσα του ’60 γεννιέται η κόρη  τους. Την πεθερά της την έλεγαν Φιορέλα. Έτσι ονομάστηκε και η κόρη τους. Η σινιόρα Φιορέλα ήταν από τις πιο σεβάσμιες σινιόρες στη συνοικία Σάντα Λουτσία. Πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία και φεύγοντας έσκυβε ευλαβικά και φιλούσε το χέρι του παπά. Εκτός εκκλησίας, της φιλούσαν το χέρι οι νονοί της τοπικής Καμόρα. Τους είχε προσεγγίσει η ίδια. Όταν άρχισε να μεγαλώνει ο γιος της ο Ντομένικο, -  δεν είχε άλλο παιδί, της είχε πεθάνει ένα κοριτσάκι στη γέννα -, είχε πάει και είχε συναντήσει τον Μαρτσέλο, μέλος της οργάνωσης της περιοχής. Κλασική Ναπολετάνα η Φιορέλα, γέννημα θρέμμα του ιταλικού νότου, μίλαγε με τη  βαριά προφορά της διαλέκτου της περιοχής της. Του είχε πει:

«Με λένε Φιορέλα και είμαι μάνα. Θα πεις στο αφεντικό σου ότι, αν σκεφτεί να πλησιάσει τον γιο μου, να τον μπλέξει με τις δουλειές σας, θα σκοτώσω πρώτα το παιδί του, ξέρω πού μένει η οικογένεια του, μετά τη μάνα του και μετά τον ίδιο. Θα μείνετε μακριά από τον Ντομένικο. Κι επειδή εκτός από Ναπολετάνα είμαι και μάνα, σας βλέπω πρώτα σαν παιδιά μου και μετά σαν μαφιόζους. Κάθε μήνα θα έχετε από μένα το χαρτζιλίκι σας για τη χάρη που θα μου κάνετε να μην ενοχλείτε την οικογένειά μου. Τον γιο μου τον έχετε ήδη προσεγγίσει μια φορά, το έμαθα, γι’ αυτό ήρθα και σε βρήκα. Και να έρθει ο ίδιος να σας βρει, θα τον διώξετε. Ο άντρας μου έχει εμπορικό κατάστημα με ανατολίτικα μπαχαρικά και αιθέρια έλαια κοντά στην πλατεία Φορτσέλα. Θα μου προσέχετε το παιδί μου και το μαγαζί του άντρα μου. Θα είστε συνεπείς μαζί μου και θα είμαι κι εγώ συνεπής μαζί σας. Όπλο έχω. Φυλαγμένο. Φανείτε καλά παιδιά και μην αναγκάσετε τη γυναίκα που σας βλέπει σαν μάνα να το χρησιμοποιήσει».

Κανείς δεν πείραξε τη σινιόρα Φιορέλα και την οικογένειά της. Ο Μαρτσέλο, μετά από εκείνη την πρώτη τους συνάντηση, την είχε επισκεφτεί κάποια στιγμή στο σπίτι της και της είχε πει: «το αφεντικό, μου είπε να σου πω ότι σε σέβεται και σε εκτιμάει. Και ότι δεν θέλει τα χρήματά σου. Θα είμαστε μακριά από την οικογένειά σου και χωρίς να μας πληρώνεις». Η απάντηση της σινιόρας Φιορέλα ήταν κοφτή: «σου έχω πει, εκτός από Ναπολετάνα, είμαι και μάνα. Εγώ, θα δίνω αυτά τα χρήματα στην οργάνωσή σας, εσείς θα παίρνετε αυτά τα χρήματα χωρίς αντίρρηση και, εάν δεν τα θέλετε, θα τα δίνετε σε φτωχές οικογένειες. Στη Νάπολη έχουμε μπόλικες. Οι περισσότερες για την Καμόρα δουλεύουν, το ξέρετε. Θα μπορούσα να τα δίνω απευθείας εγώ, αλλά εάν τα δίνετε εσείς θα έχετε την ευκαιρία, έστω για λίγα λεπτά, να γίνεστε καλοί άνθρωποι. Συμβουλή, μάνας».

Στην κηδεία της, λίγα χρόνια αργότερα, παπάδες και μαφιόζοι έσκυβαν και προσκυνούσαν το φέρετρό της. Είχε πεθάνει από έμφραγμα. Δυο χρόνια αργότερα πέθανε και ο άντρας της, ο πεθερός της Φαϊζά και το μαγαζί με τα μπαχαρικά έμεινε στον Ντομένικο. 

Η Φαϊζά, με τα χρόνια, είχε γίνει Αιγύπτια και Ιταλίδα μαζί. Ένα κράμα μισιρλούς και βέρας Ναπολετάνας. Ερωτική, λάγνα, δουλευταρού, συνεισέφερε οικονομικά στην οικογένεια κρατώντας σπίτι και μαγαζί όταν ο Ντομένικο έλειπε μέρες σε επαγγελματικά ταξίδια στο εξωτερικό. Αγαπούσε πολύ τη μουσική, άκουγε την αγαπημένη της Αιγύπτια τραγουδίστρια Ούμ Καλσούμ με το ίδιο πάθος που άκουγε και την Ιταλίδα σοπράνο Ρενάτα Τεμπάλντι. Πιστή στον έρωτα που είχε νοιώσει κορίτσι τότε, για τον άντρα της. Δεν τον ξεπέρασε ποτέ. Τον λάτρευε. Κάθε δέκα χρόνια επετείου του γάμου τους ήταν μια ιδιαίτερη ημέρα γι’ αυτήν• ακολουθούσε ένα δικό της τελετουργικό που το τηρούσε με ευλάβεια: ξαναντυνόταν νύφη με το νυφικό που είχε φορέσει στον γάμο της, έδινε και στον Ντομένικο να φορέσει το γαμπριάτικο κοστούμι του, ετοίμαζε εορταστικό γεύμα και πίνοντας λευκό κρασί επαναλάμβανε συγκινημένη στον άντρα της και εκείνος σε αυτήν τους όρκους αγάπης που είχαν δώσει την ημέρα που παντρεύτηκαν, ότι θα είναι για πάντα μαζί, για πάντα αγαπημένοι, στη χαρά και στη λύπη. 

Το νυφικό της το είχε φυλαγμένο προσεχτικά στο μπαούλο, μαζί με όλα τα νυφικά στολίδια. Αν και καθολικός ο γάμος που έκανε, καθώς είχε ήδη ασπαστεί τον καθολικισμό, εντούτοις στην εκκλησία είχε πάει ντυμένη νύφη της Αιγύπτου, με τις ευχές και τις ευλογίες της σινιόρας Φιορέλα. Η γαμήλια φορεσιά της ήταν ένα λευκό μεταξένιο εκπληκτικό φόρεμα κληρονομημένο από τη μητέρα της που και εκείνη με τη σειρά της το είχε κληρονομήσει από τη δική της μητέρα, ραμμένο από μια σπουδαία ράφτρα της Ανατολής και φυλαγμένο προσεχτικά για τις επόμενες νύφες της οικογένειας. Ήταν ένα από τα πιο παλαιά έθιμα της Αιγύπτου να θεωρείται τιμή για τις νεαρές Αιγύπτιες να κληρονομούν το νυφικό των προγόνων τους και να φέρονται σε αυτό με σεβασμό και ευγένεια• να το φυλάσσουν σύμφωνα με τις συμβουλές των γηραιότερων γυναικών τυλιγμένο σε λευκό βαμβακερό ύφασμα, σε χώρο καθαρό από υγρασία και οσμές. Η μητέρα τής Φαϊζά, παρόλο που η κόρη της θα παντρευόταν Ιταλό σε καθολική εκκλησία, της έδωσε τη χαρά να κληρονομήσει το νυφικό της γιαγιάς. 

Μακρύ ως το πάτωμα το νυφικό, εφαρμοστό στο σώμα, κλειστό ως το λαιμό, με μακριά μανίκια, σχεδιασμένο με τη θρησκευτική φιλοσοφία της πατρίδας της Φαϊζά που θέλει, η εσωτερική ομορφιά της γυναίκας, να μεταφέρεται προς τα έξω μ’ ένα φόρεμα που την υποδηλώνει, χωρίς απαραίτητα να χρειάζεται να φαίνονται γυμνά κάποια σημεία του σώματος• που θέλει, η θηλυκότητα να διαγράφεται στην επιβλητική στητή κορμοστασιά, τη λευκή, σύμβολο αθωότητας και καθαρότητας της νύφης. Το γαμήλιο αυτό φόρεμα, όπως τα περισσότερα κληρονομημένα γαμήλια φορέματα της Αιγύπτου, ήταν ένα έργο τέχνης, ένα ακριβό ύφασμα κεντημένο και διακοσμημένο στο χέρι με χρυσά νήματα, ανατολίτικα μοτίβα, πέτρες και δαντελένιες κορδέλες. Συμπληρωνόταν με το hijab, το πέπλο των μουσουλμάνων γυναικών που τυλίγεται στο κεφάλι, καλύπτει μέτωπο, μαλλιά και λαιμό, και πέφτει ανάλαφρα στους ώμους. Μεταξένιο και αυτό, με χειροποίητα κεντήματα και στολισμένο με αληθινές λευκές πέρλες. Στο γάμο της η Φαϊζά είχε συμπεριλάβει στο γαμήλιο τραπέζι ακόμα και το εορταστικό plov - το αρωματικό πιλάφι που συνοδεύει στην πατρίδα της το γεύμα των νεόνυμφων και των καλεσμένων. Συγχρόνως, είχε ακολουθήσει και το θρησκευτικό έθιμο των χριστιανών, για χάρη του Ντομένικο• είχε φτιάξει μόνη της τις μπομπονιέρες με τούλι και σατέν κορδέλα, βάζοντας σε κάθε μπομπονιέρα μονό αριθμό κουφέτων, συμβολικά ότι, όπως ένας μονός αριθμός δεν μπορεί ποτέ να διαιρεθεί, έτσι και το ζευγάρι δεν μπορεί κανείς να το χωρίσει.

Ο Ντομένικο γελούσε με όλα αυτά, με την επιθυμία της να γιορτάζουν κάθε δέκα χρόνια την επέτειο του γάμου τους ντυμένοι με τα γαμπριάτικα ρούχα τους, αλλά δεν της χαλούσε το χατίρι. Φορούσε κι αυτός το κοστούμι που είχε βάλει στην εκκλησία, μεταποιημένο σε Ναπολετάνο ράφτη γιατί με τα χρόνια τον στένευε, καθόταν δίπλα της στο τραπέζι, έτρωγαν το αρωματικό plov που έφτιαχνε με μεγάλη επιτυχία η Φαϊζά, έπιναν λευκό κρασί και επαναλάμβαναν τους όρκους αγάπης. Και μετά χόρευαν. Οι δυο τους. Στη σάλα. Με το νυφικό της Αιγύπτου η  Φαϊζά, με τις ναπολετάνικες καντσονέτες στο πικ απ, με την κόρη τους τη Φιορέλα να τους κοιτάζει χαμογελαστή και κάθε φορά κατά μία δεκαετία μεγαλύτερη: μικρό κοριτσάκι την πρώτη φορά, φοιτήτρια κατόπιν, μητέρα δίδυμων αγοριών στη συνέχεια, έπειτα χωρισμένη, έπειτα συμβιβασμένη με το κενό μέσα της και απορημένη πώς μπόρεσαν οι γονείς της και πορεύτηκαν τόσα χρόνια μαζί, χωρίς ποτέ να ανταλλάξουν  μια πικρή κουβέντα…

 

Σήμερα, ήταν η επέτειος των εξήντα χρόνων γάμου τους. Η Φαϊζά μπήκε βιαστικά στην κρεβατοκάμαρα για να αρχίσει  να ετοιμάζει το τελετουργικό της• να ανοίξει το μπαούλο, να βγάλει το νυφικό και το hijab, να τα αερίσει, να πάει στην κουζίνα, να ετοιμάσει το plov. Είχε μόλις βγει από το μπάνιο• είχε πλυθεί με χειροποίητο σαπούνι και είχε αλείψει τα χέρια της με ενυδατική κρέμα. Γοητευτική ακόμα κοντά στα ογδόντα, η κορμοστασιά της χωρίς περιττό βάρος• στην προηγούμενη επέτειο του γάμου της, εβδομήντα χρόνων τότε, το νυφικό τής έκανε μια χαρά.

Κοίταξε το ρολόι. Κόντευε μεσημέρι, σκεφτόταν ότι έπρεπε να βιαστεί, ο Ντομένικο όπου να ‘ναι θα επέστρεφε από τη βόλτα κι έπρεπε και αυτός να ετοιμαστεί. Το μαγαζί με τα ανατολίτικα μπαχαρικά το είχε κλείσει όταν συμπλήρωσε τα συντάξιμα χρόνια. Η κόρη τους η Φιορέλα είχε σπουδάσει φιλόλογος και δίδασκε σε γυμνάσιο της Νάπολης. Δεν ήθελε να ασχοληθεί με το εμπόριο. Ούτε ο σύζυγός της ενδιαφερόταν για το εμπόριο• εκείνος ήταν μηχανικός αυτοκινήτων, αλλά έτσι κι αλλιώς αυτοί οι δύο κάποια στιγμή χώρισαν. Πέντε χρόνια μετά τη γέννηση των παιδιών τους ο άντρας της ζήτησε διαζύγιο, της είπε ότι είχε γνωρίσει μια άλλη γυναίκα και ήθελε να ζήσει μαζί της. Δεν ασχολήθηκε περισσότερο μαζί του η Φιορέλα, πήρε τα δίδυμα αγοράκια κι έφυγε, μετακόμισε στη γειτονιά των γονιών της για να της κρατάνε τα παιδιά όταν αυτή θα ήταν στο σχολείο. Δεν ήταν εύκολη η ζωή της. Ο πρώην σύζυγός της, που συμμετείχε οικονομικά στα έξοδα των παιδιών και μετά τον χωρισμό, λίγο μετά τον δεύτερο γάμο του πέθανε από σοβαρή πνευμονία, καθώς είχε ήδη επιβαρυμένους πνεύμονες• η Φιορέλα έκτοτε επωμίστηκε μόνη την ανατροφή και συντήρηση των παιδιών, κι επιπλέον είχε να φροντίζει και τους γονείς της όταν με τα χρόνια άρχισαν να παρουσιάζουν και οι δύο προβλήματα υγείας.

 

Η Φαϊζά έβγαλε το νυφικό από το μπαούλο. Το τύλιγε μ’ ένα λευκό βαμβακερό ύφασμα, για να διατηρείται σε καλή κατάσταση, όπως την είχε συμβουλέψει η μητέρα της. Έφερε το μετάξι στα χείλη της. Το μύρισε. Μοσχοβολούσε… Το έσφιξε στα χέρια της, ακούμπησε το μάγουλό της στο ακριβό ύφασμα κι έκλεισε τα μάτια. Ήσαν όλα εκεί, μέσα στα κλειστά της μάτια• ο Νείλος, η γενέτειρα πόλη της Φαγιούμ, οι αδελφές της, οι γονείς της, το παζάρι, οι χουρμάδες της ερήμου, η γκουάβα, το μοσχολέμονο, οι μυρωδιές της Ανατολής, το βλέμμα του Ιταλού της… Ο έρωτας, η Νάπολη, ο Βεζούβιος απέναντι,  τα λιθόστρωτα σοκάκια, οι δυνατές φωνές των Ναπολετάνων, οι έντονες χειρονομίες τους, η λυρική φωνή του Ενρίκο Καρούζο στην άρια Una Furtiva Lagrima από την όπερα Το Ελιξίριο του Έρωτα, που της αφιέρωνε ο Ντομένικο. Χάιδεψε το ύφασμα με τρυφερότητα.

Άφησε το νυφικό πάνω στο κρεβάτι κι έβγαλε το ρούχο που φορούσε. Πήρε το νυφικό και το φόρεσε προσεχτικά. Το κορμί της με τα χρόνια είχε αδυνατίσει κι άλλο. Τα μπράτσα της ήσαν πολύ λεπτά. Σχεδόν το νυφικό σε αρκετά σημεία δεν εφάρμοζε στο σώμα, έδειχνε μεγαλύτερο. Ήταν ξυπόλητη. Περπάτησε σιγά στο δωμάτιο. Άκουσε το θρόισμα του μεταξιού. Κοίταξε στον μεγάλο καθρέφτη της ντουλάπας. Είδε τα ξέπλεκα μαλλιά της. Τα μάζεψε πρόχειρα μ’ ένα λαστιχάκι και πήρε από το μπαούλο το λευκό πέπλο με τις πέρλες, το νυφικό της hijab. Το έβαλε στο κεφάλι της. Τα χέρια της πονούσαν από τα αρθριτικά, δεν μπορούσε να τα σηκώσει ψηλά για να το τυλίξει καλά. Προσπάθησε. Πόναγε. Ξανακοίταξε στον καθρέφτη. Το hijab είχε τυλιχτεί κάπως πρόχειρα γύρω από τα μαλλιά και τον λαιμό αλλά δεν μπορούσε να το σάξει καλύτερα. Έριξε πάλι μια ματιά στο ρολόι . Έπρεπε να βιαστεί. Είχε να ετοιμάσει και το φαγητό, από στιγμή σε στιγμή θα επέστρεφε ο Ντομένικο.

«Μαμά;»

Γύρισε ξαφνιασμένη προς την πόρτα. Η Φιορέλα στεκόταν στο άνοιγμα και την κοίταζε.

Η Φαϊζά την κοίταξε με απορία. «Ποια είσαι;» τη ρώτησε.

Η Φιορέλα την πλησίασε αργά και την αγκάλιασε. Της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπο, το σκεπασμένο με το hijab.

«Η κορούλα σου, είμαι, μαμά μου. Η Φιορέλα…»

Η Φαϊζά κοίταζε την Φιορέλα με απορία, σαν να έβλεπε μια ξένη γυναίκα.

«Έλα να φορέσουμε τις παντόφλες, μαμά μου», της είπε η Φιορέλα. «Μην περπατάς ξυπόλητη, θα κρυώσεις».

Η Φιορέλα έβαλε με τρυφερότητα τη μητέρα της να καθίσει στο κρεβάτι. Έπειτα έσκυψε στα πόδια της και τη βοήθησε να φορέσει τις παντόφλες. Τα ποδαράκια της ήσαν αδυνατισμένα. Τα χάιδεψε. Σήκωσε τα μάτια και την κοίταξε με αγάπη.

«Πεινάς, μαμά μου;» τη ρώτησε.

Η Φαϊζά εξακολουθούσε να την κοιτάζει απορημένη.

«Περιμένω τον άντρα μου», είπε μετά, «τον Ντομένικο. Έχει βγει να κάνει μια βόλτα. Όπου να ‘ναι θα ‘ρθει να γιορτάσουμε την επέτειο του γάμου μας. Πρέπει να πάω στην κουζίνα, να ετοιμάσω το plov…»

Η Φιορέλα, καθισμένη ακόμα χάμω, στα πόδια της μητέρας της, εξακολουθούσε να την κοιτάζει με λατρεία.

«Δεν θα έρθει ο μπαμπάς μας, μανούλα μου…», της είπε με τρυφερότητα.

 

Το Αλτσχάιμερ είχε παρουσιαστεί στην Φαϊζά σχετικά νωρίς, είχε πει ο γιατρός που έκανε τη διάγνωση. Πριν δέκα σχεδόν χρόνια, σε ηλικία εβδομήντα χρόνων, η Φαϊζά παρουσίασε τα πρώτα συμπτώματα, λίγους μήνες μετά τον ξαφνικό θάνατο του Ντομένικο• από έμφραγμα κι αυτός, όπως η μητέρα του, η σινιόρα Φιορέλα. Η Φαϊζά έκτοτε άρχισε σιγά – σιγά να ξεχνάει πολλά και βασικά πράγματα• ότι πέθανε ο άντρας της, ότι έχει μια κόρη, δυο εγγονούς, ότι η πόλη έξω από το σπίτι της ήταν η Νάπολη και πολλά άλλα. Θυμόταν μόνο τον γάμο της, το νυφικό της και το ότι κάθε δέκα χρόνια ήθελε να γιορτάζει την επέτειο του γάμου της ντυμένη νύφη της Αιγύπτου. Αναπολούσε, επίσης, την Φαγιούμ. Προφανώς, παρόλη την ασθένειά της, τη γενέτειρα πόλη της τη θυμόταν καλά.

«Μα, τι είναι αυτό το Αλτσχάιμερ, γιατρέ;» είχε ρωτήσει στενοχωρημένη η Φιορέλα τον γιατρό που εξέτασε τη μητέρα της. «Γιατί εμένα δεν με θυμάται; Η κόρη της, είμαι. Δεν θα έπρεπε, εμένα τουλάχιστον, να με έχει στη μνήμη της; Είναι δυνατόν; Έχει ξεχάσει ακόμα και ότι έχει πεθάνει ο πατέρας μου, αλλά τον  ίδιο, ως σύζυγό της και ως φυσιογνωμία, τον θυμάται πεντακάθαρα. Παίρνει τη φωτογραφία του από το κομοδίνο, την κοιτάζει και την ακούω να λέει: ‘πόσο όμορφος είσαι, Ντομένικο’…»

«Το Αλτσχάιμερ είναι απώλεια μνήμης, κυρία», της είχε απαντήσει ο γιατρός. «Είναι η συνηθέστερη αιτία άνοιας. Τα εγκεφαλικά κύτταρα εκφυλίζονται και πεθαίνουν, πυροδοτώντας μια σταθερή επιδείνωση της μνήμης και της νοητικής λειτουργίας. Δεν πρόκειται για απλή λησμοσύνη. Όσο η νόσος εξελίσσεται η απώλεια μνήμης επιδεινώνεται. Σε μεταγενέστερα στάδια της νόσου ο άνθρωπος μπορεί να ξεχάσει ακόμη και σημαντικές πληροφορίες για τον εαυτό του και τα αγαπημένα του πρόσωπα». [1]

«Ναι, αλλά, γιατρέ, η μητέρα μου έχει επιλεκτική απώλεια μνήμης. Απώλεσε τη μνήμη της για μένα, το παιδί της, απώλεσε τη μνήμη της για τον θάνατο του πατέρα μου, αλλά θυμάται με καταπληκτικές λεπτομέρειες την ημέρα του γάμου της, τι φορούσε, τι έφαγε, τι τραγούδια άκουγε. Εάν επιχειρήσω να δώσω μια κάποια εξήγηση και πω ότι επέλεξε να κρατήσει στη μνήμη της μονάχα αυτά που την ευχαριστούν, δηλαδή τον γάμο της με τον πατέρα μου, τότε θα πρέπει να δεχτώ ότι μέσα σε αυτά τα ευχάριστα που επέλεξε να θυμάται, δυστυχώς δεν υπάρχω εγώ, η κόρη της. Με πονάει αυτό, ξέρετε, γιατρέ…»

«Αυτή είναι μια εξήγηση που δεν έχει επιστημονική βάση», της απάντησε ο γιατρός. «Είναι μια πρόχειρη και εύκολη ανάλυση, που σας φορτώνει με ανοχές παρά σας ανακουφίζει. Και, εάν το προχωρήσουμε πιο πέρα και σας πω ότι, η μητέρα σας επέλεξε ασυνείδητα να κρατήσει στη μνήμη της ένα ρομαντικό κοριτσίστικο πεδίο, ένα ροζ συννεφάκι που της προσφέρει την παιδιάστικη χαρά και την ψευδαίσθηση ότι κάποτε είχε ζήσει ένα παραμύθι; Ότι, και πάλι ασυνείδητα, επέλεξε να μη θυμάται την ενήλικη ζωή της, αυτή με τα προβλήματα και τον πόνο που ένοιωσε με τον θάνατο του πατέρα σας; Ναι, είστε το παιδί της, αλλά ίσως η ίδια μέσα της, ακόμα κι όταν σας γέννησε, να εξακολουθούσε να ζει στις όχθες του Νείλου σαν μια κοπελίτσα που χαίρεται τον έρωτά της με τον γαλάζιο πρίγκιπα, και το γεγονός ότι έγινε μάνα να της προσέθεσε κάποιες ευθύνες που ως κοπελίτσα δεν τις άντεχε. Ναι, θυμάται τον γάμο με τον πατέρα σας αλλά δεν θυμάται τον θάνατό του, τον έχει βγάλει από την μνήμη της• το γεγονός αυτό, ως τραγικό, επέλεξε να το απολέσει, ίσως γιατί θεώρησε ότι, αν το ξεχάσει, θα πονάει λιγότερο ή καθόλου.

»Μην εμπλέκεστε, κυρία Φιορέλα, με βαθιές αναλύσεις και εξηγήσεις για τέτοιους είδους ψυχικές και νευρολογικές ασθένειες• ακόμα και η ψυχιατρική επιστήμη φτάνει μέχρι ενός ορισμένου σημείου. Από εκεί κι έπειτα τα μονοπάτια εξερεύνησης των λειτουργιών του ανθρωπίνου εγκεφάλου είναι άγνωστα. Ίσως να πρέπει κι εσείς, μέσα από τον πόνο τού να μη σας αναγνωρίζει η ίδια σας η μάνα, να πρέπει να μεγαλώσετε κι άλλο κι από κόρη της να γίνεται μητέρα της και να τη φροντίσετε, χωρίς να περιμένετε τίποτα από αυτήν• ούτε καν την αναγνώριση».

«Γιατρέ, αυτά που μου λέτε, εκτός από ιατρικά, μου ακούγονται και κάπως φιλοσοφικά…»

«Φιλοσοφία είναι η ιατρική, σινιόρα Φιορέλα. Κάποια κύτταρα του εγκεφάλου της μητέρας σας της δίνουν την εντολή να φορέσει το νεανικό νυφικό της και να νοιώσει τη χαρά της νύφης, τη στιγμή που κάποια άλλα κύτταρα που θα έπρεπε να της δώσουν την εντολή να πάει δυο λουλούδια στον τάφο του πατέρα σας, δεν υπάρχουν πια• επισήμως, θεωρούνται απολεσθέντα. Και που η ιατρική δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πώς και γιατί εκφυλίστηκαν και χάθηκαν».

 

«Έφτιαξα εγώ plov, μανούλα μου», είπε η Φιορέλα στη Φαϊζά και τη βοήθησε να σηκωθεί από το κρεβάτι. Με τις παντόφλες η Φαϊζά και το μεταξωτό νυφικό της, το hijab ριγμένο πρόχειρο στα μαλλιά, ακολούθησε την κόρη της στην τραπεζαρία, χωρίς να γνωρίζει ότι η γυναίκα που την κρατάει από το χέρι είναι κόρη της. Η Φιορέλα την έβαλε να καθίσει στην καρέκλα και εκείνη κάθισε δίπλα της, όπως θα έκανε ο πατέρας της. Το τραπέζι ήταν ήδη στρωμένο και υπήρχαν δυο πιάτα με plov και δυο ποτήρια με λευκό κρασί. Η Φιορέλα άρχισε αργά – αργά να ταΐζει τη μητέρα της στο στόμα, σαν να ταΐζει τη μικρή της κορούλα. Της έδωσε να πιει και λίγο κρασί. Η Φαϊζά, μετά από μερικές κουταλιές plov και λίγο κρασί, άρχισε να κοιτάζει την Φιορέλα με ζεστασιά, τα μάτια της έλαμπαν. Η Φιορέλα έπιανε το αδύνατο γεροντίστικο χεράκι της μητέρας της και το φιλούσε.

«Θέλεις να βάλω μουσική;» τη ρώτησε, αφού είδε ότι η μητέρα της είχε φάει αρκετά.

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της η Φαϊζά, μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο.

Η Φιορέλα σηκώθηκε και πήγε στο σκρίνιο. Ακόμα υπήρχε εκεί το παλιό κασετόφωνο του πατέρα της και στο συρτάρι οι κασέτες με τη μουσική που άρεσε στους γονείς της. Βρήκε την κασέτα με τον Ενρίκο Καρούζο στην άρια Una Furtiva Lagrima, από την όπερα Το Ελιξίριο του Έρωτα. Άνοιξε τον ήχο και πλησίασε τη μητέρα της.

«Ο μπαμπάς, θα σε σήκωνε και θα χορεύατε… Θες να χορέψουμε οι δυο μας;» της είπε τρυφερά.

Η Φαϊζά σηκώθηκε από την καρέκλα της. Άνοιξε τα χέρια της κι αγκάλιασε την κόρη της - που δεν θυμόταν ότι είναι η κόρη της. Η Φιορέλα την έσφιξε απαλά πάνω της κι άρχισαν να λικνίζονται αργά σ’ ένα ήσυχο μπλουζ, με την υπέροχη λυρική φωνή του Καρούζο. Το νυφικό της Φαϊζά σερνόταν στο πάτωμα και λαμποκοπούσε το μετάξι του στο φως του μεσημεριού. Το ανατολίτικο λευκό πέπλο την έκανε να μοιάζει με θεά της Αιγύπτου, άχρονη και άυλη. Η Φιορέλα τής χάιδευε τρυφερά την πλάτη με μάτια υγρά από τη συγκίνηση. Πλέον, η Φιορέλα ήταν πενήντα οκτώ χρόνων. Τα δίδυμα αγόρια της είχαν γενέθλια πριν λίγες ημέρες, είχαν κλείσει τα τριάντα. Ήσαν στο Τορίνο και οι δύο, δούλευαν προγραμματιστές υπολογιστών σε εταιρεία βιομηχανικών προϊόντων. Κάπου – κάπου επισκέπτονταν τη μητέρα τους και τη γιαγιά τους στη Νάπολη, αλλά σπάνια, λόγω της δουλειάς τους. Η Φιορέλα ήθελε λίγα ακόμα χρόνια για να βγει στη σύνταξη και εξακολουθούσε να είναι φιλόλογος σε λύκειο της Νάπολης. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, δέκα χρόνια πριν, είχε μετακομίσει και έμενε στο πατρικό μαζί με τη μητέρα της, για συντροφιά και για να τη προσέχει. Είχε έναν σύντροφο εδώ και μερικά χρόνια, αλλά τίποτα το σοβαρό. Χωρισμένος και εκείνος, με παιδιά μεγάλα, απλώς έκανε ο ένας συντροφιά στον άλλον κάποιες ώρες τη βδομάδα και μετά καθένας επέστρεφε στο σπίτι του και στα προβλήματά του. Ήταν επιλογή τους να ζούνε έτσι, έρωτας μεγάλος δεν υπήρχε, μια αμοιβαία συμπάθεια και εκτίμηση μόνο, τίποτ’ άλλο, και ήσαν μαζί περισσότερο με τη δύναμη της συνήθειας.

Είχε δίκιο ο γιατρός. Έτσι απαλά όπως βαστούσε τη μάνα της στα χέρια κατάλαβε ότι αυτή η αδύνατη γερόντισσα δεν ήταν τίποτ’ άλλο από μια κοπελίτσα που είχε χάσει το δρόμο της και από το φόβο της δεν θυμόταν ούτε πού είναι το σπίτι της… Τη λάτρευε! Με ή χωρίς Αλτσχάιμερ, με ή χωρίς να την ακούει να την αποκαλεί «κόρη μου». Όσα και να είχε απολέσει η μνήμη αυτής της γερόντισσας λόγω της ασθένειας, η ζεστασιά που εξέπεμπε ως μάνα δεν είχε χάσει ούτε στάλα από τη δύναμή της. Έξω η γειτονιά της Σάντα Λουτσία είχε θόρυβο από τα παιδιά που έτρεχαν διαολεμένα με τις βέσπες, η ζέστη του Μαΐου ήταν ήδη αισθητή , και μέσα στο πατρικό της σπίτι με τη μάνα της τη Φαϊζά ντυμένη Αιγύπτια νύφη χόρευε απαλά στη μελωδία της άριας από την όπερα ‘Το Ελιξίριο του Έρωτα’, χωρίς να σκέφτεται απολύτως τίποτα. Απλώς, χόρευε. Σαν να μην υπήρχε αύριο…



[1] Πληροφορίες από ιατρική ιστοσελίδα στο διαδίκτυο





Δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2021              στο τεύχος Νο 65  του περιοδικού  
                  «δε|κατα» με θέμα: 

                          «Απώλεια» 

Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού, ποιητή και συγγραφέα, Ντίνο Σιώτη, 
                    για τη δημοσίευση.