Powered By Blogger

Translate

27 Δεκεμβρίου 2023

Τρεις ιστορίες από το Κολωνάκι - Διήγημα

 

Χάρτης της Google 
Το παρκάκι πίσω από τη Μονή Πετράκη, γωνία Μονής Πετράκη και Ιασίου


Έζησα πολλά χρόνια στο Κολωνάκι και τα βιώματα από εκείνη την περίοδο είναι πάρα πολλά. Έγραψα αυτό σπονδυλωτό διήγημα που αποτελείται από τρεις σύντομες βιωματικές ιστορίες από τα χρόνια μου στο Κολωνάκι και το Μαράσλειο, και το έστειλα στο περιοδικό 
(δε)κατα, που εκδίδει ο ποιητής Ντίνος Σιώτης. Το δημοσίευσε στο 76ο τεύχος, χειμώνας 2023. Τον ευχαριστώ από καρδιάς.


Τρεις Ιστορίες από το Κολωνάκι

                                            Ιστορία πρώτη: Μπέμπα

 

 
        Την έλεγαν Ανδρομάχη, αλλά τη φώναζαν Μπέμπα. Είχε έρθει στην Αθήνα δέκα οκτώ χρόνων από την Αμφιλοχία - τον Καρβασαρά, όπως έλεγε η ίδια το χωριό της, από την ονομασία που είχε επί Τουρκοκρατίας, Karavan Sarai, επειδή στην περιοχή υπήρχε χάνι για να σταθμεύουν τα διερχόμενα καραβάνια. Είχε έναν πλούσιο θείο στην πρωτεύουσα, κατασκευαστή οικοδομών, τον κυρ Βασίλη, που επί χούντας και την ανοικοδόμηση που εκείνη την εποχή γινόταν στην Αθήνα με τις αντιπαροχές, είχε βγάλει πολλά λεφτά. «Έλα στην Αθήνα να σε παντρέψω μ’ ένα δικό μου παιδί», της είχε πει στις αρχές της χούντας. «Είναι πολιτικός μηχανικός και τον έχω στις οικοδομές μου, φτωχό παιδί από χωριό, αλλά κοντά μου θα έχει μέλλον». Ο φτωχός πολιτικός μηχανικός και η Μπέμπα από τον Καρβασαρά παντρεύτηκαν και ήρθαν να μείνουν στο Κολωνάκι, σε πολυκατοικία που μόλις είχε χτίσει ο πλούσιος κατασκευαστής θείος. Μέσα σε ελάχιστα χρόνια, Μπέμπα και πολιτικός μηχανικός, ήσαν ήδη νεόπλουτοι. Έκαναν παιδιά, πήραν υπηρέτρια, πιάνο, γούνες, έκαναν δεξιώσεις με μπουφέ που τον ετοίμαζε μετρ από την Κηφισιά,. Το όνειρό της Μπέμπας ήταν να πιει τσάι με τη Δέσποινα, τη γυναίκα του δικτάτορα Παπαδόπουλου. Δεν τα κατάφερε και το ‘χε μαράζι.
         Στην πρώτη επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, σε εκείνη τη μεγαλειώδη πορεία που η κεφαλή ήταν στην Αμερικάνικη Πρεσβεία και η ουρά στο Πολυτεχνείο, ο άντρας της Μπέμπας βγήκε στο δρόμο να δει τι συμβαίνει, γιατί τα συνθήματα της πορείας έφταναν μέχρι το διαμέρισμά τους η πολυκατοικία που έμεναν ήταν κοντά στη Μονή Πετράκη, προς τη μεριά της Βασιλίσσης Σοφίας. Πάει στη λεωφόρο ο πολιτικός μηχανικός και στέκεται στο πεζοδρόμιο απέναντι από το Χίλτον. Κοιτάει αποσβολωμένος  το ατέλειωτο πλήθος των διαδηλωτών που περνούσε από μπροστά του. Δεν πίστευε στα μάτια του. Γυρνάει και λέει σε έναν άλλον που στεκόταν δίπλα του: «Οι ίδιοι είναι, που γυρνάνε γύρω – γύρω;» Τον κοιτάει άγρια ο άλλος, μόνο που δεν τον έπιασε από τον γιακά, και του λέει δυνατά: «Τι λες, ρε μαλάκα! Ενάμισι εκατομμύριο κόσμος έχει βγει στους δρόμους! Η πρώτη πορεία μετά την πτώση της χούντας, καημένε!» Ο νεόπλουτος μηχανικός φεύγει και επιστρέφει στο σπίτι. Η Μπέμπα έπαιζε κουμ καν εκείνη την ώρα με τις φίλες της στην τραπεζαρία, είχαν στρώσει πράσινη τσόχα και το τραπέζι ήταν γεμάτο με ποτήρια ουίσκι. «Τελικά, τι φασαρία είναι αυτή που γίνεται, έξω;» τον ρωτάει, «πήγες να δεις ποιοι φωνάζουν;» «Πήγα», της απάντησε «Κάτι κουμουνιστές είναι, που γυρνάνε γύρω – γύρω το τετράγωνο και φωνάζουν έξω οι Αμερικάνοι». «Αμ, θα ξανάρθει ο Παπαδόπουλος», πετάγεται μια φιλενάδα της Μπέμπας και λέει, «πού θα πάει;» «Λίτσα;» φωνάζει μια άλλη στην υπηρέτρια, «άδειασε τα τασάκια, μωρή!»   
            Η Λίτσα η υπηρέτρια ήταν ένα φρόνιμο, σοβαρό κορίτσι, λιγομίλητο, καμιά εικοσαριά χρονώ τότε, που το είχαν στείλει οι γονείς του στην Αθήνα από το χωριό, να δουλέψει υπηρέτρια. Ήρθε απ’ ευθείας στο σπίτι της Μπέμπας, γιατί οι γονείς της και οι γονείς του πολιτικού μηχανικού ήσαν από το ίδιο χωριό και γνωρίζονταν. Αρκετά χρόνια αργότερα, η κοπέλα παντρεύτηκε έναν υδραυλικό από τους εργάτες που είχε στις οικοδομές του ο πλούσιος θείος εργολάβος, ο κυρ Βασίλης, κι έφυγε από το Κολωνάκι και πήγε σε δικό της σπίτι. Ο υδραυλικός ήταν προξενιό του πολιτικού μηχανικού ο οποίος την προίκισε κιόλας με ένα δυάρι επιπλωμένο στην Κυψέλη, και όλα αυτά επειδή, τα χρόνια που η Λίτσα δούλευε στο σπίτι του, εφτά – οκτώ περίπου, ο πολιτικός μηχανικός τη  βίαζε αλλά η Λίτσα δεν έλεγε κουβέντα σε κανέναν από φόβο μην τη διώξουν και την ξαναστείλουν στο χωριό. Μόνο η Μπέμπα το είχε καταλάβει αλλά δεν την ένοιαζε της αρκούσε που ζούσε ως πλούσια κυρία στο Κολωνάκι. Όταν η Λίτσα παντρεύτηκε κι έφυγε από το σπίτι, ο πολιτικός μηχανικός βίασε και την επόμενη υπηρέτρια που ήρθε, επίσης κοντοχωριανή του, αλλά εκείνη το χαιρόταν. Μάλιστα στις αρχές έκανε και όνειρα ότι μπορεί ο κύριός της να χώριζε την κυρία της και να παντρευόταν αυτήν και να έβγαινε η ευχή που της έδωσε η μάνα της όταν έφευγε από το πατρικό της: «παιδί μου, μακάρι να βρεις κάναν πλούσιο εκεί που πας στην Αθήνα και να κάνεις την τύχη σου». Βέβαια, τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε. Και για να συμπληρώνει το εισόδημά της, επειδή της άρεσαν τα λούσα και δεν της έφτανε ο μισθός της υπηρέτριας, την ημέρα που είχε ρεπό, συνήθως Κυριακή, πήγαινε στην πλατεία Κολωνακίου, βαμμένη καλοντυμένη, και χαμογελούσε προκλητικά σε πλούσιους ηλικιωμένους. Πηδιόταν μαζί τους μέχρι και μέσα στα αυτοκίνητά τους στον περιφερειακό του Λυκαβηττού που παρκάριζαν, πολλές φορές με τον οδηγό μέσα. Έβγαζε καλά χρήματα, έστελνε επιταγές στη μάνα της, στο χωριό, η οποία αγόραζε εμπριμέ σεντόνια με δόσεις και της έφτιαχνε την προίκα.
             Μεσημέρι καυτό, Ιούνης μήνας, κάνα δυο χρόνια που η οικογένεια κατοικούσε στο Κολωνάκι και η Μπέμπα είναι στο κρεβάτι και καπνίζει ξαπλωμένη. Είναι ταραγμένη. Τρέμει ολόκληρη. Η Λίτσα, η πρώτη υπηρέτρια, της φτιάχνει τον έναν καφέ μετά τον άλλον. Η Μπέμπα μιλάει στο τηλέφωνο με φιλενάδα της: «Δεν σου είπαν τι συνέβη; Ιδέα δεν έχεις για την Κάτια; Χθες βράδυ είχε πάει με τον άντρα της σε μια δεξίωση. Τάισε το μωρό, το κοίμισε και είπε στην υπηρέτρια να το προσέχει, να μείνει ξύπνια μέχρι να επιστρέψει με τον άντρα της από τη δεξίωση. Έφυγαν. Στη δεξίωση η Κάτια άρχισε κάποια στιγμή να μη νοιώθει καλά. Είχε μια ανησυχία. Έλεγε στον άντρα της, ‘μήπως ξύπνησε το παιδί και κλαίει; Μήπως με θέλει το παιδί κι εγώ λείπω;’ Ο άντρας της προσπαθούσε να την ησυχάσει. ‘Πάρε τηλέφωνο στο σπίτι’ της έλεγε, ‘να ησυχάσεις’. Κάθε δέκα λεπτά η Κάτια τηλεφωνούσε στο σπίτι της. ‘Όλα καλά;’ ρωτούσε την υπηρέτρια. ‘Όλα καλά, κυρία’, της απαντούσε εκείνη, ‘μην ανησυχείτε’. ‘Το παιδί;’ ‘Κοιμάται, είναι ήσυχο’. Σε λίγο, ξανά τηλεφώνημα. ‘Όλα καλά στο σπίτι;’ ‘Όλα καλά, κυρία’. ‘Εσύ, τι κάνεις; Έχεις ξαπλώσει;’ ‘Όχι κυρία, δεν ξαπλώνω για να προσέχω το παιδί’. ‘Και τι κάνεις, βλέπεις τηλεόραση;’ ‘Όχι κυρία, ετοιμάζω το ψητό για τον φούρνο’.
          »Πέρναγε η ώρα στη δεξίωση και η ανησυχία της Κάτιας μεγάλωνε. ‘Λες να συμβαίνει κάτι στο μωρό;’ έλεγε στον άντρα της. ‘Τι να συμβαίνει στο μωρό’, της απαντούσε εκείνος, ‘είναι το κορίτσι μαζί του, το προσέχει’. Η Κάτια ξανατηλεφωνούσε: ‘πώς είναι το παιδί;’ ρωτούσε την υπηρέτρια. ‘Καλά, κυρία, μην ανησυχείτε’, της απαντούσε εκείνη, ‘κοιμάται’. ‘Κι εσύ; Τι κάνεις; Βλέπεις τηλεόραση;’ ‘Όχι, κυρία, καθαρίζω τις πατάτες για το ψητό’, της απαντούσε το κορίτσι. Ξαφνικά η Κάτια έβαλε μια κραυγή και πάγωσαν όλοι στη δεξίωση. ‘Το παιδί μου! Το παιδί μου!’ φώναξε και βγήκε σαν τρελή από το σπίτι κι έτρεξε στο αυτοκίνητό τους. Ο άντρας της την πήρε και έφυγαν βιαστικά, αφού την έβλεπε έτσι αλαφιασμένη. Πήγαν γρήγορα στο σπίτι. Η Κάτια άνοιξε την πόρτα κι έτρεξε κατάχλωμη στην κουζίνα. Η υπηρέτρια ήταν όρθια στο τραπέζι κι έκοβε σαλάτα. Η Κάτια άνοιξε τον φούρνο. Τράβηξε το ταψί έξω. Μέσα στο ταψί ήταν το μωρό αλειμμένο με λάδι, αλάτι, ρίγανη και πιπέρι. Ούρλιαζε. Είχε αρχίσει η φωτιά του φούρνου να το καίει ‘Αφού δεν της είχα πει να φτιάξει ψητό! Τι ψητό έφτιαχνε! Το κατάλαβα! Το κατάλαβα!’ φώναξε η Κάτια και λιποθύμησε. Καθώς έπεφτε κάτω, ο άντρα της πρόλαβε κι έπιασε το μωρό από τα χέρια της».
            Η Μπέμπα μίλαγε στη φίλη της κι έτρεμε: «Η υπηρέτρια είχε ένα βαρύ ψυχικό νόσημα και οι γονείς της το ήξεραν αλλά το έκρυβαν μπας και μπορέσει και παντρευτεί. Δεν είπαν σε κανέναν τίποτα. Στο χωριό είχε μαχαιρώσει μια έγκυο κατσίκα, αφού πρώτα της έδεσε τα πόδια. Η μάνα της τότε είπε στον άντρα της, ‘αυτήν πρέπει να τη στείλουμε στην Αθήνα, να βρει καμιά δουλειά να ησυχάσουμε, γιατί εδώ τι να την κάνουμε; Να την κλείσουμε στο κατώι; Εγώ, δεν τη θέλω’. Και την έστειλαν στην Αθήνα, όπου μέσω ενός γνωστού βρήκε δουλειά ως υπηρέτρια σε πλουσιόσπιτο. Μετά το περιστατικό με το μωρό που το έβαλε στο ταψί να το ψήσει, την έβαλαν αμέσως στο Δαφνί. Οι γιατροί είπαν ότι, θα μπορούσε να είχε πάρει το μαχαίρι και να κόψει το παιδί σε μερίδες, σαν κοτόπουλο. Δεν ξέρουν γιατί δεν το έκανε».
           Όταν έκλεισε το τηλέφωνο  η Μπέμπα πήρε το ασανσέρ και πήγε έναν όροφο πιο πάνω, στο ρετιρέ. Εκεί έμενε ο πλούσιος θείος της, ο κυρ Βασίλης, ο κατασκευαστής, με τη γυναίκα του, τη Νία. Παιδιά δεν είχαν. Ο θείος έλειπε συνέχεια από το σπίτι του, πήγαινε σε ένα ξενοδοχείο στην Κηφισιά, κοντά στο Πεντελικόν, και έπαιζε χαρτιά όλη νύχτα. Η Νία τον απειλούσε ότι, αν δεν σταματήσει να χαρτοπαίζει θα πέσει από το μπαλκόνι και θα αυτοκτονήσει, και εκείνος της απαντούσε το εξής: «και να δω το κεφάλι σου να ανοίγει σαν καρπούζι, τα χαρτιά δεν τα κόβω». Το πήρε απόφαση εκείνη και σταμάτησε τις απειλές. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ήταν η Νία, συνομήλικη με τον κυρ Βασίλη, που από το φθινόπωρο και μέχρι την άνοιξη φορούσε κάνα δυο ζακέτες και μια ρόμπα χοντρή από πάνω γιατί κρύωνε, και στα μαλλιά της είχε μονίμως ένα τσεμπέρι επειδή πάγωνε το κεφάλι της, όπως έλεγε. Δεν έβγαινε ποτέ από το ρετιρέ, δεν πήγαινε πουθενά, ούτε εκκλησία, ούτε να ψωνίσει. Τα ψώνια τής τα έφερνε το παιδί του μπακάλη. Μέρα-νύχτα καθόταν ολομόναχη στο τεράστιο ρετιρέ και είχε σκεπάσει όλα τα έπιπλα με σεντόνια για να μην σκονίζονται. Η αγαπημένη της θέση ήταν η πολυθρόνα μπροστά στην τηλεόραση. Ο θείος ερχόταν στο σπίτι μόνο για να κάνει μπάνιο, να αλλάξει ρούχα και να ξαναφύγει βιαστικός. Κάποιες φορές, καθώς έφευγε και κατέβαινε με το ασανσέρ στο ισόγειο, τύχαινε να συναντήσει στην είσοδο τη Ζωίτσα που έβγαινε κουνάμενη λυγάμενη από την πόρτα. «Την είδες τη Ζωίτσα; Την είδες;», έλεγε στη θυρωρό αναψοκοκκινισμένος. «Την είδα κυρ Βασίλη μου», του απαντούσε εκείνη». «Στον τρίτο ήταν; Στη φίλη της που έχει τα ινστιτούτα καλλονής;» «Εκεί ήταν, ναι…» «Μου πήρε 500 δραχμές για μισή ώρα, η άτιμη», συνέχιζε ο κυρ Βασίλης χαμογελαστός. «Χαλάλι της, όμως. Είναι ωραίο κορίτσι. Θέλει να κάνει καριέρα στο σινεμά, μου είπε. Με ρώτησε αν ξέρω κάναν παραγωγό, κάνα σκηνοθέτη, να της γνωρίσω. Να μου το θυμηθείς, μια μέρα τη Ζωίτσα θα τη δούμε στην οθόνη».
            Στο ρετιρέ, λοιπόν με τη Νία που ήταν συνέχεια μόνη, πήγε η Μπέμπα μετά το τηλεφώνημα με τη φίλη της, για να ηρεμήσει λίγο. Η Νία είχε πάντα παγωμένο γάλα στο ψυγείο που άρεσε στην Μπέμπα και τη χαλάρωνε. Κάθισαν μπροστά στην τηλεόραση.  Η Μπέμπα έπινε κρύο γάλα σε φλυτζάνι και η Νία επίσης γάλα αλλά με κουτάλι από το κατσαρολάκι, που το είχε βάλει για να το ζεστάνει. Άρχισαν να συζητάνε.
          «Τι ωραίο λέγειν που έχει αυτός ο Παπαδόπουλος», η Νία.
          «Μα να βάλει το μωρό στο ταψί, να το ψήσει;» η Μπέμπα.
          «Θες να φας και κάνα φρούτο, μαζί με το γάλα;;»
          «Τι φρούτο έχεις θεία μου; Θα έτρωγα ένα μήλο αλλά στο σπίτι τα μήλα τα τρώνε όλα τα παιδιά».
           Σηκώνεται η Νία, πάει στο θυροτηλέφωνο.
          «Ρετιρέ! Ρετιρέ!» φώναζε κάτω, στο θυρωρείο. «Ρετιρέ! Φέρε μας ένα κιλό μήλα».
           Σε λίγο ήρθαν τα μήλα. Πλήρωσε η Νία, πήγε στην κουζίνα, καθάρισε κάνα δυο, τα πήγε στην Μπέμπα και κάθισε δίπλα της.
          «Μα να βάλει το μωρό στο ταψί η τρελή, για να το ψήσει;» η Μπέμπα.
          «Είδες τι σεμνή κυρία που είναι η Δέσποινα; Πού να σταθεί μπροστά της η θεατρίνα, η Κυβέλη!», η Νία.

 

                   Ιστορία δεύτερη: Καφέ στου Μπόκολα


Την Κυριακή το βραδάκι η Λου και η Νίκη πήγαιναν στην πλατεία Κολωνακίου για καφέ. Έδιναν ραντεβού στον Μπόκολα και όποια πήγαινε πρώτη έβρισκε τραπεζάκι, καθόταν και περίμενε την άλλη – τότε ακόμα δεν είχε γίνει παπουτσάδικο, ούτε αργότερα καφετέρια ξανά αλλά με άλλη ονομασία. Συνήθως, έφτανε πρώτη η Νίκη. Ήσαν συμμαθήτριες οι δυο τους στο Μαράσλειο, στο Κολωνάκι έμεναν και οι δύο, αλλά σε διαφορετικές γειτονιές.

Κάποια φορά η Λου καθυστερούσε να έρθει. Η Νίκη είχε βρει ένα τραπεζάκι στον Μπόκολα και καθόταν. Στο διπλανό τραπεζάκι ήταν μια κυρία μόνη και κοίταζε τη Νίκη συνέχεια. Η Νίκη δεν έδινε σημασία. Η κυρία φαινόταν αρχόντισσα, αυτές τις Κολωνακιώτισσες με το ακριβό φινετσάτο ντύσιμο, τα ξανθά καλοχτενισμένα μαλλιά, τα πολλά και χρυσά κοσμήματα, το ελαφρύ μακιγιάζ και τα ακριβά τσιγάρα με τον χρυσό αναπτήρα Dupont. Μια ηλικιωμένη που έχει γεράσει όμορφα. Έμοιαζε με την Τασώ Καββαδία στους ρόλους της, στητή πλάτη αγέρωχο βλέμμα, μορφωμένη, με έναν αέρα ανθρώπου κοσμογυρισμένου και γι’ αυτό χορτάτου. Κάποια στιγμή η κυρία σηκώνεται από το τραπεζάκι της και πλησιάζει τη Νίκη. Χαμογελάει. Της χαμογελάει και η Νίκη. Και ακολουθεί ο εξής διάλογος. Μιλάει πρώτη η κυρία:

«Καλησπέρα, δεσποινίς μου!»

«Καλησπέρα».

«Βλέπω, καπνίζετε. Μπορώ να δανειστώ τον αναπτήρα σας; Δεν ξέρω τι έπαθε ο δικός μου και δεν ανάβει».

Η Νίκη δίνει ευγενικά τον αναπτήρα της στην κυρία – ένας αντιανεμικός Zippo που η κυρία δυσκολεύτηκε να τον ανάψει και όταν τον άναψε μύρισε βενζίνη. Ανάβει το τσιγάρο η κυρία και επιστρέφει με χαμόγελο τον αναπτήρα στη Νίκη.

«Μόνη, είστε;» τη ρωτάει συνέχεια χαμογελαστή.

«Περιμένω μια φίλη μου», της απαντάει η Νίκη.

«Να σας κάνω παρέα μέχρι να έρθει η φίλη σας;»

«Ευχαρίστως», της λέει η Νίκη.

Κάθεται η κυρία ρίχνοντας και μια ματιά στο τραπεζάκι της όπου είχε αφήσει τα πράγματά της.

«Δεν νομίζω να με κλέψουν», λέει χαριτολογώντας, «άλλωστε δίπλα μου είναι το τραπεζάκι».

Κοιτάζονται. Η Νίκη έχει αμηχανία με την ξένη κυρία ξαφνικά στο τραπεζάκι της.

«Με τι ασχολείστε, δεσποινίς;»

«Πάω στο Γυμνάσιο (εξατάξιο τότε). Τελευταία τάξη. Τελειώνω φέτος».

«Εδώ, στο Μαράσλειό μας;»

«Μάλιστα».

«Ω! Τι μικρούλα που είστε! Μπορώ να σας μιλάω στον ενικό;»

«Βεβαίως».

«Και μετά το γυμνάσιο; Τι σκέφτεσαι να κάνεις, κορίτσι μου;»

«Θα σπουδάσω. Θα δώσω στο Πολυτεχνείο, αρχιτεκτονική».

«Σπουδαία! Εργάζεσαι τώρα; Θέλω να πω, εκτός από το σχολείο, ασχολείσαι και με κάτι άλλο;»

«Πηγαίνω φροντιστήριο για να προετοιμαστώ για τις εξετάσεις μου».

Σιωπή για λίγο. Και μετά η κυρία λέει:

«Να σε ρωτήσω, θα σε ενδιέφερε  συγχρόνως με το σχολείο και τις σπουδές σου να βγάζεις και κάποια χρήματα;»

«Να δουλεύω, λέτε; Μα, δεν έχω χρόνο, έχω διάβασμα».

Τραβάει μια τζούρα από το τσιγάρο της η κυρία και ρωτάει:

«Οι γονείς σου; Δουλεύουν;»

«Μάλιστα, και οι δύο. Μη φανταστείτε τίποτα πλούσιοι Κολωνακιώτες, υπάλληλοι είναι. Κανονικά, θα έπρεπε να δουλεύω κι εγώ, αλλά εύχομαι να τους βοηθήσω μετά τις σπουδές μου».

Η κυρία πλησιάζει το κεφάλι της πιο κοντά στη Νίκη. Της λέει με σιγανή φωνή:

«Σου έχω μια πρόταση να βγάζεις πολλά λεφτά, με λίγες μόνο ώρες εργασίας».

Ξαφνιάζεται η Νίκη.

«Πώς;»

«Άκου. Γνωρίζω πολλούς κυρίους που είναι πλούσιοι. Τους αρέσουν τα νέα και όμορφα κορίτσια όπως εσύ. Θα στους γνωρίσω. Θα πηγαίνεις μαζί τους σ’ ένα αριστοκρατικό διαμέρισμα εδώ, στο Κολωνάκι, δικό μου είναι το διαμέρισμα. Θα παίρνεις πολλά χρήματα. Και δώρα. Οι κύριοι που σου λέω είναι γενναιόδωροι. Μετά το σχολείο σου, δυο – τρεις φορές τη βδομάδα, θα έρχεσαι να με βρίσκεις. Σε λίγο καιρό θα είσαι πλούσια. Και άμα θέλεις, σπούδασε. Αλλά σε λίγο διάστημα θα έχεις τόσα λεφτά που δεν θα έχεις ανάγκη το Πολυτεχνείο. Και σου μιλάω για καθαρή δουλειά. Με γνωστούς μου θα πηγαίνεις, που τους γνωρίζω, του περιβάλλοντός μου. Γιατροί, δικηγόροι, επιχειρηματίες, με ακριβά αυτοκίνητα και εχέμυθοι, έτσι; Παντρεμένοι όλοι. Δεν θα μαθευτεί ποτέ τίποτα. Θα σου δώσω ωραία ρούχα να φοράς και κοσμήματα. Σε λίγο καιρό τα κοσμήματα και τα ρούχα θα είναι δικά σου. Και αυτοκίνητο θα αποκτήσεις. Θα στο κάνω δώρο εγώ. Έλα κοντά μου και θα σε κάνω βασιλοπούλα. Μια κοπέλα που την είχα τρία χρόνια τώρα είναι παντρεμένη στο Μόντε Κάρλο με ιδιοκτήτη πολυτελών γιοτ και έχει πάρει μαζί της και τους γονείς της που εδώ στην Ελλάδα ήσαν μεροκαματιάρηδες οι άνθρωποι. Λοιπόν; Τι λες; Θα βοηθήσεις και τους γονείς σου, που μου είπες ότι δουλεύουν και οι δύο…»

Κατακόκκινη και σοκαρισμένη η Νίκη. Ήθελε να ανοίξει η γη και να την καταπιεί. Και ξαφνικά εκείνη τη στιγμή, για καλή της τύχη έρχεται και η Λου.

«Α! Η φίλη μου!» Φωνάζει η Νίκη.

Η κυρία γυρνάει, κοιτάει τη Λου, σηκώνεται από τη θέση της και λέει στη Νίκη:

«Τα απογεύματα είμαι εδώ, ή μέσα ή έξω κάθομαι, θα με δεις. Έλα να με βρεις όποτε θέλεις; Έτσι, χρυσό μου;»

Πάει στο τραπεζάκι της και καπνίζοντας κοιτάει τα κορίτσια.

«Μην κάθεσαι, Λου», λέει η Νίκη στη φίλη της. «Μας περιμένει η Γωγώ στην Καρνεάδου, πάμε».

Απορημένη η Λου, ακολουθεί τη Νίκη. Λίγο πιο πέρα της λέει:

«Ποια είναι η Γωγώ; Γιατί φύγαμε από τον Μπόκολα; Δεν είπαμε να καθίσουμε εκεί για καφέ;»

«Ψέματα είπα, για να φύγουμε. Την είδες αυτή που καθόταν μαζί μου, όταν ήρθες; Αυτή που έμοιαζε με την Τασώ Καββαδία;»

«Ναι, την είδα».

«Ξέρεις τι ήρθε και μου είπε;»

«Τι;»

«Να πηγαίνω με άντρες και να βγάζω χρήματα. Τους άντρες τούς ξέρει αυτή. Θα πηγαίνω σ’ ένα διαμέρισμα εδώ, στο Κολωνάκι, και θα βγάζω πολλά λεφτά».

«Ασ’ στο διάλο!!!!!»

«Μάλιστα».

«Και τι της είπες;»

«Δεν πρόλαβα να της πω τίποτα, ήρθες εσύ».

Γυρνάει η Λου το κεφάλι της πίσω και κοιτάει προς τον Μπόκολα.

«Μην κοιτάς Λου! Τι κοιτάς;»

«Ήθελα να ξαναδώ αυτή που μου λες».

«Την είδες;»

«Όχι. Με εμποδίζει αυτή η κίτρινη Lotus που παρκάρει συνέχεια έξω από το περίπτερο. Λοιπόν, Νίκη, δεν θα ξαναπάμε στον Μπόκολα, θα δίνουμε ραντεβού στη Λυκόβρυση».

«Και στη Λυκόβρυση που είχαμε πάει προ ημερών, θυμάσαι, τότε που δεν βρήκαμε τραπεζάκι στον Μπόκολα, με κοίταζε μια ηλικιωμένη με χρυσά βραχιόλια. Έχω την εντύπωση ότι η πλατεία μας έχει γεμίσει με ηλικιωμένες που μοιάζουν με την Τασώ Καββαδία. Δεν θα ξανάρθουμε εδώ».

«Και τι θα κάνουμε;»

«Θα δίνουμε ραντεβού στο παρκάκι».

«Στα παγκάκια;»

«Γιατί, τι έχουν τα παγκάκια; Είδες τι πάθαμε στον Μπόκολα».

«Εντάξει».

Νίκη και Λου, εκείνο το βραδάκι ήπιαν καφέ στο κυλικείο του Ευαγγελισμού που εφημέρευε και μετά κατηφόρισαν προς την Ντέμπεσι.

Αφού, λοιπόν, είπαν να μην ξαναδώσουν ραντεβού στον Μπόκολα, την επόμενη φορά κανόνισαν να βρεθούν στο παρκάκι απέναντι από τον Μπόκολα, την πλατεία Φιλικής Εταιρείας. Κάθισαν σ’ ένα παγκάκι, κάπνιζαν και συζητούσαν. Σάββατο βράδυ, άνοιξη ζεστή, και αργότερα θα πήγαιναν και πάλι στη Ντέμπεσι. Παρατηρούσαν ότι, για αρκετή ώρα, τις κοιτούσε μια κοπελίτσα που ήταν λίγο πιο πέρα, στο παρκάκι επίσης.

«Τι κοιτάει, αυτή, Λου;»

«Δεν ξέρω, άστην, μη δίνεις σημασία».

«Λου, κάτι θέλει, μας κοιτάει συνέχεια».

«Φοβάσαι; Ένα σωρό κόσμος είναι εδώ».

«Λου, έρχεται προς το μέρος μας».

Πράγματι, η κοπελίτσα πλησιάζει προς τα κορίτσια. Είναι κοντούλα και μαζεμένη. Μοιάζει με κορίτσι της επαρχίας που δεν έχει ξεθαρρέψει στην Αθήνα. Έρχεται μπροστά τους, κοιτάει τη Νίκη και της λέει:

«Μπορώ να σου πω;»

Ξαφνιάζονται τα κορίτσια.

«Πες μου», λέει η Νίκη.

«Θέλω να είσαι μόνη σου Πάμε πιο πέρα να σου πω».

Κοιτάζονται τα κορίτσια.

«Νίκη, μην πας. Φοβάμαι».

«Μη φοβάσαι, Λου, εδώ πιο πέρα θα είμαστε. Θα μας βλέπεις».

Νίκη και κοπελίτσα πάνε πιο πέρα, στο οπτικό πεδίο της Λου πάντα. Η Νίκη κοιτάει την κοπελίτσα απορημένη.

«Πες μου», της λέει.

Εκείνη, χαμηλώνει το κεφάλι σα να ντρέπεται.

«Έκανα πιάτσα εδώ πιο κοντά και με πήρε αυτός ο κύριος με το αυτοκίνητό του». Δείχνει προς το δρόμο, στο κάτω μέρος της πλατείας, όπου φαινόταν ένα αυτοκίνητο σταματημένο με αναμμένα τα φλας, έξω ακριβώς από το Βρετανικό Συμβούλιο. Διακρινόταν ένας κύριος στο τιμόνι που κοίταζε την κοπελίτσα και τη Νίκη. Η κοπελίτσα συνέχισε:

«Με θέλει για τη γυναίκα του, γι’ αυτό βγήκε, για να πάρει γυναίκα από το δρόμο. Στη γυναίκα του αρέσουν οι γυναίκες και βγαίνει αυτός να της βρει. Αλλά εγώ είμαι εγχειρισμένη, δεν μπορώ να πάω… Δεν θέλουν άντρα που εγχειρίστηκε, θέλουν κανονική γυναίκα, όχι από εγχείρηση… Σε είδε να κάθεσαι στο παγκάκι με το άλλο κορίτσι, υπέθεσε ότι για να κάθεστε εδώ ίσως κάνετε πιάτσα, και με έβαλε να έρθω να σε ρωτήσω αν θες να πας εσύ στη θέση μου, που είσαι γυναίκα. Πληρώνει καλά. Θα πας με τη γυναίκα του και αυτός θα κοιτάει».

Η Νίκη κοίταζε την κοπελίτσα μουδιασμένη. Χαμογέλασε αμήχανα.

«Δεν κάνω πιάτσα», της είπε, «κάθομαι εδώ με τη φίλη μου για λίγο, και μετά θα πάμε να βρούμε τα αγόρια μας…»

Απομακρύνθηκε η κοπελίτσα, επέστρεψε στο παγκάκι η Νίκη και η Λου την περίμενε γεμάτη αγωνία. Η Νίκη τής είπε τα καθέκαστα. Γελάσανε και φύγανε. Περπατούσαν αργά, συζητώντας σε όλο το δρόμο, το δρώμενο με την εγχειρισμένη.

Περασμένα μεσάνυχτα έφτασαν στη Ντέμπεσι, το υπόγειο κλαμπ πίσω από το Χίλτον, που έπαιζε ροκ μουσική. Εκείνη τη στιγμή έπαιζε Doors, το Roadhouse Blues. Στην πίστα είχε ανέβει κάποιος και χόρευε μόνος του. Η Λου πήγε στο μπαρ και παρήγγειλε ποτά και για τις δυο τους. Η Νίκη κατέβηκε στο υπόγειο, να πάει στην τουαλέτα. Κατεβαίνοντας, είδε κόσμο στο χολ. Εφτά οχτώ αγόρια είχαν κάνει κύκλο και είχαν κατεβάσει τα παντελόνια τους. Στη μέση του κύκλου ήσαν δυο κορίτσια που σύχναζαν στη Δεξαμενή.. Ήσαν γυμνές και οι δύο και η μία χάιδευε την άλλη. Τα αγόρια γύρω τους τραβούσαν μαλακία κι έχυναν πάνω τους. Η Νίκη στάθηκε προς στιγμή και κοίταξε. Στον κύκλο με τα αγόρια ήταν και ο Τάσος. Αυτός ανέβαινε με τους φίλους του στις ταράτσες των πολυκατοικιών, στην Πατριάρχου Ιωακείμ, Λουκιανού και αλλού, και κλέβανε ακριβά ρούχα που ήσαν απλωμένα, κυρίως τζιν παντελόνια Wrangler. Έκλεβαν και δαντελένια σουτιέν και τα χάριζαν στις φίλες τους. Έπειτα η Νίκη μπήκε σε μια τουαλέτα. Ο Morrison μόλις τέλειωνε και ξεκινούσε το Smoke on The Water με τους Deep Purple. Η Νίκη βγήκε από την τουαλέτα. Τα αγόρια και τα γυμνά κορίτσια ήσαν ακόμα εκεί. Κάποια από τα αγόρια αυνανίζονταν ακόμα, κάποια κούμπωναν το παντελόνι τους. Η Νίκη ανέβηκε πάνω και πήγε στη Λου. Ήπιε μια γουλιά από το ποτό της και σκέφτηκε τον Γιάννη που είχε καιρό να τον δει. Κοίταξε γύρω.




                Ιστορία τρίτη: Όταν το Datsun ήρθε στο Κολωνάκι



Οδός Χάριτος. Το πρώτο τοστάδικο Έβερεστ που άνοιξε στην Ελλάδα. Η Χάριτος τότε ήταν ακόμα δρόμος αυτοκινήτων, δεν είχε γίνει πεζόδρομος. Χαμός στο Έβερεστ από παιδιά. Κορυφαία τα τοστ και τα σάντουιτς που έφτιαχνε. Ήταν το μόνο μέρος που μπορούσε να πηγαίνει η Κωνσταντίνα. Εκεί της επέτρεπε η θεία της η Κολωνακιώτισσα, πουθενά αλλού.

 Η Κωνσταντίνα ήταν ένα φτωχό παιδί που η μητέρα του το έδωσε σε μια πλούσια συγγενή να το μεγαλώσει, γιατί η ίδια δεν μπορούσε οικονομικά. Την πήρε την Κωνσταντίνα η συγγενής στο Κολωνάκι, μια χήρα από νεαρή ηλικία χωρίς δικά της παιδιά, οπότε η οικογένεια του κοριτσιού ευελπιστούσε ότι η Κολωνακιώτισσα μακρινή συγγενής ίσως και να άφηνε κληρονομιά το διαμέρισμα στο Κολωνάκι στην κόρη τους. Η θεία ήταν φανατική θεούσα. Το σπίτι μύριζε μονίμως λιβάνι και το καντήλι δεν έσβηνε ποτέ. Έβαζε την μικρή Κωνσταντίνα, δέκα τριών, δέκα τεσσάρων χρονώ κοριτσάκι, να πηγαίνει στη Μονή Πετράκη και να εξομολογείται κάθε βδομάδα και κάθε Κυριακή να μεταλαμβάνει. Και βόλτες στο Κολωνάκι όχι η Κωνσταντίνα, γιατί το Κολωνάκι ήταν πονηρό και θα διέφθειρε τη μικρή Κωνσταντίνα, σύμφωνα με την πλούσια θεία. Μόνο στο Έβερεστ τής επέτρεπε να πηγαίνει και εκεί όχι συχνά, μια φορά το μήνα. Τις υπόλοιπες ημέρες η Κωνσταντίνα ήταν στο σπίτι και διάβαζε γιατί, συν τοις άλλοις, έπρεπε και να είναι και καλή μαθήτρια, στο Μαράσλειο.

Η Κωνσταντίνα δεν είχε πολλές παρέες στο σχολείο ούτε στη γειτονιά, δεν ήθελε η Κολωνακιώτισσα θεία. Οι παρέες μπορεί να διέφθειραν τη μικρή προστατευόμενη και να μην της επέτρεπε κατόπιν ο παπάς στη Μονή Πετράκη να κοινωνήσει. Κάνα δυο φίλες είχε μόνο και αυτές με το στανιό. Μία από αυτές, η Μπία - από το Ευλαμπία. Η Μπία, πλουσιοκόρη. Στην οδό Ραβινέ το σπίτι της, τεράστιο, όλος ο όροφος, μοντέρνοι οι γονείς της, νέοι στην ηλικία, είχαν δύο μπουτίκ, μία στη Σκουφά και μία στην Κηφισιά, ψήφιζαν ΚΚΕ εσωτερικού και τσακώνονταν με την υπηρέτριά τους που ψήφιζε Καραμανλή επειδή ήταν ωραίος άντρας – όπως τους έλεγε. Η Κωνσταντίνα κάποιες φορές τηλεφωνούσε στην Μπία κρυφά από τη θεία, όταν εκείνη κοιμόταν, και της μιλούσε σιγά, γιατί είχε ανάγκη να μιλήσει με μια φίλη.

«Μπία, είμαι στενοχωρημένη».

«Τι έγινε Κωνσταντίνα μου;»

«Θέλω να γυρίσω στο πατρικό μου κι ας μην έχω να φάω».

«Τι συμβαίνει, θα μου πεις; Έχεις προβλήματα με τη θεία σου;»

«Όχι ακριβώς με τη θεία, αλλά με τους παπάδες στη Μονή Πετράκη που με στέλνει η θεία να εξομολογηθώ».

«Πάλι για εξομολόγηση πήγες;»

«Πάλι».

«Μα, καλά, τι αμαρτίες πρόλαβες να κάνεις από την τελευταία φορά;»

«Καμία. Αλλά η θεία λέει ότι για να κοινωνήσω πρέπει πρώτα να έχω εξομολογηθεί για να είμαι καθαρή να λάβω τη θεία κοινωνία».

«Κι άμα δεν πας να εξομολογηθείς και της πεις ψέματα, ότι πήγες; Έλα στο σπίτι μου να καθίσεις και της λες ότι πήγες στη Μονή Πετράκη».

«Κι άμα το μάθει και με διώξει από το σπίτι της; Οι δικοί μου δεν έχουν λεφτά να με πάρουν στο σπίτι μας».

«Πώς να το μάθει;»

«Τους γνωρίζει τους παπάδες στη Μονή Πετράκη. Τους δίνει λεφτά για τους φτωχούς».

«Και τώρα τι έγινε και είσαι στενοχωρημένη;»

«Ξέρεις τι με ρώτησε ο παπάς; ‘Έχεις βγάλει τρίχες στο μουνάκι σου;’»

«Τι σε ρώτησε;»

«Δεν μπορώ να φωνάξω, θα ξυπνήσει η θεία. Αν έχω βγάλει τρίχες στο μουνάκι μου».

«Ο παπάς;»

«Ναι».

«Και εσύ, τι έκανες; Τι του απάντησες;»

«Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου. Ντράπηκα. Κοίταξα το πάτωμα. Και ξέρεις τι μου είπε μετά;»

«Τι;»

«Λες αλήθεια, παιδί μου; Γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός αν λες ψέματα. Δείξε μου το μουνάκι σου να δω αν λες αλήθεια».

«Α, τον παλιάνθρωπο! Εγώ θα το έλεγα στη μαμά μου! Το είπες στη θεία σου;»

«Όχι. Σηκώθηκα και έφυγα τρέχοντας και δεν είπα τίποτα στη θεία γιατί θα με έλεγε ψεύτρα. Τους παπάδες τους πιστεύει πολύ. Αυτόν θα πίστευε, όχι εμένα».

«Μην στενοχωριέσαι Κωνσταντίνα μου, θες να το πούμε στη μητέρα μου και να μιλήσει αυτή στη θεία σου;»

«Όχι, όχι. Ξέρεις τι θέλω; Να σου πω;»

«Πες μου».

«Να πάμε μια βόλτα να ξεσκάσω λίγο. Όλο μέσα, μέσα, έχω σκάσει».

«Πώς να πάμε αφού η θεία σου δεν σε αφήνει να βγαίνεις;»

«Άκου. Την άλλη βδομάδα θα μπει στο ΝΙΜΙΤΣ για εξετάσεις, ίσως χρειαστεί να εγχειρήσει το πόδι της, το κότσι. Οπότε, μπορούμε να βγούμε και να επιστρέψουμε όποτε θέλουμε. Όχι πολύ αργά βέβαια, γιατί δεν θέλω να της λέω ψέματα».

Πράγματι, την άλλη βδομάδα η πλούσια θεία μπήκε στο ΝΙΜΙΤΣ για εξετάσεις. Η Κωνσταντίνα έμεινε δυο βράδια μόνη. Το πρώτο από αυτά βγήκε με την Μπία βόλτα. Πήγαν στην πλατεία Κολωνακίου να φάνε τοστ στο Έβερεστ. Η Κωνσταντίνα θα μπορούσε να αργήσει κάπως να γυρίσει στο σπίτι. Ήταν ευτυχισμένη. Κοίταζε τα φώτα στη Χάριτος, τα καταστήματα, τις μπουτίκ, τον κόσμο, σαν παιδάκι έκανε από τη χαρά της. Γελούσε ολόκληρη. Κάποια στιγμή και ενώ βρίσκονταν ακόμα στη Χάριτος και έτρωγαν παγωτό μετά το τοστ, άκουσαν φασαρία. Γυρνάνε προς το μέρος που ακουγόταν η φασαρία. Απέναντί τους ακριβώς, εκεί, στη Χάριτος, ήταν ένα κλαμπ. Εκείνη τη στιγμή βλέπουν να βγαίνει από το κλαμπ ένας άντρας μ’ έναν άλλον νεότερο άντρα, και οι δυο τους να τραβάνε από τα μαλλιά μια γυναίκα. Που, όπως είδαν μετά καλύτερα τα κορίτσια, ήταν μια τραβεστί με ξανθιά περούκα. Οι δύο άντρες χτυπούσαν άγρια την τραβεστί και δεν έμπαινε κανείς ανάμεσά τους να τους χωρίσει. Η ξανθιά περούκα κάποια στιγμή έμεινε στα χέρια του ενός άντρα και ο άντρας αυτός την κοπανούσε στο κεφάλι της τραβεστί. Εκείνη έκλαιγε και φώναζε. Ήταν ψηλόσωμη, με ψηλές γόβες, μίνι εφαρμοστό φόρεμα και έντονο βάψιμο. Οι δύο άντρες την κλωτσούσαν και τη χτύπαγαν. Η τραβεστί έκλαιγε κι έπιανε το ξυρισμένο κεφάλι της να το προστατεύσει από τα χτυπήματα. Οι άλλοι συνέχιζαν να την χτυπάνε και να την κλωσάνε, δεν την άφηναν από τα χέρια τους, μέχρι που έφτασαν και οι τρεις μαζί στην πλατεία. Μπία και Κωνσταντίνα ακολουθούσαν το δρώμενο όπως και διάφοροι άλλοι. Έξω από τον Μπόκολα είχαν παρκάρει πρόχειρα, με αναμμένα τα φλας, ένα Datsun, δίπλα στην κίτρινη Lotus. Πετάνε στα μούτρα της τραβεστί την ξανθιά περούκα, μπαίνουν στο Datsun και φεύγουν. Η τραβεστί κουλουριάστηκε κάτω στο πεζοδρόμιο κι έκλαιγε. Κάποιοι άντρες από το κλαμπ της Χάριτος που παρακολουθούσαν τη σκηνή από απόσταση, όταν απομακρύνθηκε το Datsun την πλησίασαν και προσπαθούσαν να τη συνεφέρουν.

Πλησίασε και η Κωνσταντίνα με τη Μπία, όπως και οι περαστικοί που παρακολουθούσαν. Ακούει η Κωνσταντίνα την τραβεστί να λέει μέσα στο κλάμα της:

«Ο πατέρας μου ήταν και ο αδελφός μου… Κάποιοι τους είπαν ότι στην Αθήνα που ήρθα δεν σπουδάζω αλλά δουλεύω ως τραβεστί και πήραν το Datsun και ήρθαν να με βρουν…»

Το θέμα είναι ότι, η όλη σκηνή, μέσα στην τραγικότητά της, άρεσε πολύ στην Κωνσταντίνα. Γυρνάει και λέει στη Μπία:

«Μπία, αυτά γίνονται εδώ στο Κολωνάκι; Έχει πάντα κόσμο που τσακώνεται και κάποιοι παρακολουθούν τρώγοντας σάντουιτς και κορνάρουν τα αυτοκίνητα και άλλοι γελάνε και άλλοι σφυρίζουν και γίνεται όλος αυτός ο χαμός; Να ξανάρθουμε Μπία μου! Ξεσκάω στην πλατεία!»

«Όχι Κωνσταντίνα μου», της λέει η Μπία, «δεν συμβαίνουν πάντα αυτά. Έτυχες πάνω σε αυτό το γεγονός και αυτό είναι όλο».

«Όχι, Μπία μου! Άκου που σου λέω», επέμενε η Κωνσταντίνα. «Κάτι ξέρει η θεία που δεν με αφήνει να έρχομαι στη πλατεία. Φαίνεται, θα γίνονται συχνά αυτά τα πράγματα, Πόσο μου άρεσε απόψε η βόλτα μας! Πόσο διασκέδασα! Να ξανάρθουμε στο Έβερεστ, έτσι; Σε παρακαλώ! Τι ωραία πέρασα! Το φαντάζεσαι να ήμουν τώρα στο γεροντίστικο σπίτι της θείας που μυρίζει λιβάνι; Ούτε που τον θυμάμαι τον γέρο τράγο που με ρώτησε για το μουνάκι μου! Να ξανάρθουμε, Μπία μου στο Everest

Τα μάτια της ήταν φωτεινά και έλαμπε ολόκληρη.

 

 


Δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2023 στο τεύχος  Νο 76

      του περιοδικού  «δε|κατα» με θέμα: «κατα - στροφές».     

   Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού  ποιητή και συγγραφέα,

                                                 Ντίνο Σιώτη,  για τη δημοσίευση.    

 

 


23 Οκτωβρίου 2023

Τέσσερις Καρχαρίες Σε Μπλε Βελούδο - Διήγημα

 

Στον ειδησεογραφικό ιστότοπο pet-sitting.gr διάβασα πριν λίγο καιρό, Ιούλιο του 2023, την ακόλουθη είδηση και κατόπιν έγραψα αυτό το διήγημα.

 

«Καρχαρίες εθισμένοι στην κοκαΐνη γλεντούν με ναρκωτικά που πετάχτηκαν στα ανοιχτά της Φλόριντα. Τεράστιες δέσμες κοκαΐνης ξεβράστηκαν στις παραλίες της Φλόριντα, που μεταφέρονταν λαθραία από τη Νότια και την Κεντρική Αμερική. Συχνά απορρίπτονται στη θάλασσα (τόσο για να δοθούν στους λαθρεμπόρους όσο και για να αποφύγουν την επιβολή του νόμου) και τα ρεύματα και οι παλίρροιες τους σπρώχνουν στην ακτή. Οι ψαράδες αφηγούνται ιστορίες καρχαριών που κατανάλωναν ναρκωτικά που έχουν διοχετευτεί στην περιοχή με τα ωκεάνια ρεύματα και ενεργούν με απροσδόκητους τρόπους».



 



     Τέσσερις καρχαρίες σε μπλε βελούδο

Διήγημα

 

Το κήτος είχε ξεβραστεί στην ακτή του νησιού. Τεράστιο. Αποκρουστικό. Προκαλούσε δέος. Σαν βάρκα που είχε αναποδογυρίσει, ήταν. Το δέρμα του είχε χρώμα γκρι που γυάλιζε στον ήλιο. Ήταν τοποθετημένος λοξά. Το μεγάλο στόμα του ήταν ανοιχτό, τα δόντια του είχαν μια απόκοσμη όψη και τα μάτια του ήταν ανοιχτά. Φαινόταν ζωντανό. Κουνούσε με μια ελαφριά, σαν ετοιμοθάνατη αργή κίνηση, τα πτερύγια της ουράς του. Κάπου – κάπου κουνούσε και το σώμα του, σαν να έψαχνε τη θάλασσα, σαν να ήθελε να μπει ξανά στο νερό.

Όταν το είδε η γυναίκα στην ερημική παραλία έβγαλε μια δυνατή φωνή φόβου. Το είδε από ψηλά, από τα βράχια που στεκόταν. Πήγαινε συχνά στα βράχια, καθόταν και κοίταζε το πέλαγος. Περίμενε τον ναυτικό που της είχε υποσχεθεί κάποτε ότι θα επιστρέψει και δεν επέστρεψε ποτέ. Τα χρόνια είχαν περάσει. Τότε ήταν κοπέλα. Τώρα πια όχι. Αλλά τον περίμενε ακόμα. Με το που είδε το κήτος άφησε τα βράχια και άρχισε να τρέχει. Τα τσόκαρα που φορούσε βγήκαν από τα πόδια της. Έτρεχε και σκόνταφτε στις κοφτερές πέτρες. Λαχανιασμένη έφτασε στο χωριό της. Σαράντα σπίτια, μια εκκλησία, ένα καφενείο και μπακάλικο μαζί, ένα πέτρινο σχολείο. Νησιώτισσα ήταν, αλλά τέτοιο πράμα άλλη φορά δεν είχε ξαναδεί να ξεβράζει η θάλασσα. Μπήκε ξυπόλητη και λαχανιασμένη στο καφενείο. Πέντε συγχωριανοί της, οι δύο έπαιζαν τάβλι.

«Τι ‘ναι κυρά μου;»

«Τρεχάτε!» Φώναζε και κοβόταν η ανάσα της από το λαχάνιασμα.

«Τι συμβαίνει;»

«Κάτω στον γιαλό η θάλασσα έχει ξεβράσει ένα μεγάλο σκυλόψαρο. Είναι ζωντανό. Το είδα. Μοιάζει με καρχαρία».

Οι συγχωριανοί της την κοίταξαν ξαφνιασμένοι.

«Τι καρχαρίας, κυρά μου; Στα μέρη μας, καρχαρίας; Εδώ ούτε σκυλόψαρα δεν έχουμε».

«Έχει πιάσει τον μισό γιαλό με το σώμα του σας λέω. Τεράστιος. Και ζωντανός. Ελάτε να δείτε. Τον είδα ψηλά, από τα βράχια κι έτρεξα να σας το πω. Έχασα και τα τσόκαρά μου από το τρέξιμο».

Οι συγχωριανοί της κοίταξαν τα πόδια της. Ήταν γυμνά και ματωμένα.

«Άντε σπίτι να φορέσεις παπούτσια κι έλα να πάμε στην παραλία να μας τον δείξεις», της είπε ο ένας από αυτούς.

Τρέχει εκείνη σπίτι της και βάζει κάτι παλιοπέδιλα. Σε λίγα λεπτά οι θαμώνες του καφενείου, μαζί με τον πρόεδρο του χωριού και τη γυναίκα κατέβαιναν στον γιαλό. Δεν πλησίασαν πολύ. Στάθηκαν λίγα μέτρα μακριά από το κήτος και το κοίταζαν. Ήταν όπως τους το είχε περιγράψει η γυναίκα. Ένας τεράστιος καρχαρίας, σαν αναποδογυρισμένη βάρκα και ζωντανός. Κουνούσε αργά τα πτερύγια της ουράς του. Άνοιγε το στόμα του και τα λευκά δόντια ήσαν ανατριχιαστικά κάτω από τον μεσημεριανό ήλιο.

«Πρόεδρε, τι λες να κάνουμε;» ρωτάει ο ένας.

«Πρέπει να έρθει εδώ ο γιατρός, ο κτηνίατρος, να δει τον καρχαρία, να μας πει τη γνώμη του. Ας πάει κάποιος να το φωνάξει».

Φεύγει ένας να φωνάξει τον κτηνίατρο. Όταν επέστρεψε, είχαν έρθει μαζί του καμιά εικοσαριά άτομα. Ο κτηνίατρος, ο παπάς του χωριού, ο δάσκαλος, κάτοικοι, παιδάκια. Κοίταζαν όλοι το κήτος με ανοιχτό στόμα και από απόσταση. Φοβόντουσαν. Δεν το πλησίαζε κανείς. Εκείνα τα δόντια του, κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του, άστραφταν σαν λευκές λάμες. Όλοι έλεγαν ότι το κήτος έπρεπε να ξαναμπεί στη θάλασσα, αλλά δεν ήξεραν με ποιο τρόπο θα το έσπρωχναν.

«Είναι κι αυτό ένα πλάσμα του Θεού», είπε ο παπάς.

«Ναι, παπά μου, αλλά δεν πρέπει να μπει στη θάλασσα το πλάσμα του Θεού; Εκεί είναι το φυσικό του περιβάλλον», του είπε ο πρόεδρος.

«Να μπει, παιδί μου, και βέβαια να μπει στη θάλασσα, αλλά ποιος κοτάει να το πλησιάσει; Εσύ, κοτάς;»

Έκανε τον σταυρό του ο πρόεδρος. «Έχω οικογένεια, πάτερ», είπε στον παπά.

«Κι επειδή έχεις οικογένεια; Οι οικογενειάρχες, δηλαδή, δεν πάνε στον πόλεμο άμα γίνει πόλεμος; Θες να πεις ότι, τον καρχαρία, πρέπει να βάλουμε κάναν εργένη να τον σπρώξει στη θάλασσα; Μην έρθεις την Κυριακή να κοινωνήσεις. Δεν σε κοινωνών με αυτά που λες».

«Παπά», πετάγεται ο κτηνίατρος, «και όλοι μαζί να δοκιμάσουμε να σπρώξουμε τον καρχαρία, δεν θα μπορέσουμε να τον ρίξουμε στη θάλασσα. Ούτε που θα κουνηθεί από τη θέση του. Είναι γύρω στα οκτώ με δέκα μέτρα, τον βλέπεις. Ξέρεις πόσο μπορεί να ζυγίζει; Μπορεί και δύο χιλιάδες κιλά. Μετακινείται αυτό το κήτος, κατά τη γνώμη σου;»

«Και τι θα κάνουμε, παιδί μου; Να το αφήσουμε να ψοφήσει το ζωντανό πάνω στην άμμο;»

«Απόψε αναγκαστικά θα μείνει εδώ και το πρωί θα τηλεφωνήσω σ’ έναν φίλο μου ωκεανογράφο στην Αθήνα. Αυτός θα ξέρει να μας πει τι να κάνουμε. Άσε που δεν πιστεύω ότι ο καρχαρίας θα ζει μέχρι αύριο…»

«Μα, και νεκρός να είναι», είπε ο παπάς, «θα τον αφήσουμε εδώ στην παραλία;» Δεν απάντησε ο κτηνίατρος.

Έφυγαν όλοι και επέστρεψαν στο χωριό. Εκτός τη γυναίκα που είχε δει τον καρχαρία.

Ήταν ερημιά και το φεγγάρι αντανακλούσε στη θάλασσα. Η θάλασσα ήρεμη. Τη νύχτα έπεφτε ο αέρας. Είχε γαλήνη εκείνη η ώρα. Οι γλάροι είχαν σωπάσει. Καράβι στο πέλαγο δεν φαινόταν. Μόνο το θεόρατο κήτος άστραφτε κάτω από το φως του φεγγαριού. Η γυναίκα παρατήρησε ότι εδώ και ώρα δεν είχε κουνηθεί καθόλου η ουρά του. Ούτε είχε ανοιγοκλείσει τα σαγόνια του. Το στόμα του ήταν ανοιχτό, μια τρομαχτική εικόνα μεσ’ στη νύχτα. Τα λευκά δόντια του έμοιαζαν με μαρμάρινο γλυπτό καλλιτέχνη που είχε καταφέρει να αποδώσει με ακρίβεια την ανατριχίλα που προκαλεί το ανοιχτό στόμα ενός καρχαρία. Η γυναίκα τον πλησίασε δειλά. Σκεφτόταν ότι, και ζωντανός να ήταν, τι θα μπορούσε να της κάνει έξω από το φυσικό του περιβάλλον; Παρόλα αυτά, ήταν σίγουρη ότι ο καρχαρίας είχε πεθάνει. Έκανε ακόμα μερικά βήματα προς αυτόν. Τη χώριζαν δυο τρία μέτρα από τον καρχαρία. Στάθηκε και τον κοίταζε. Ήταν νεκρός. Το βλέμμα του καρφωμένο στο φεγγάρι, τα σαγόνια του σαν σπηλιά με κοφτερούς σταλακτίτες στην είσοδό της και το σώμα του ένα βουναλάκι λείο που το σκέπαζε λες ένα σατέν ύφασμα στο χρώμα του γραφίτη. Πλησίασε κι άλλο κοντά του. Είχε πεθάνει ο καρχαρίας, ήταν σίγουρο. Άφησε τη ματιά της να χωθεί στο βάθος του στόματός του. Από τι να πέθανε, άραγε, αναρωτήθηκε. Πώς βγήκε στην ξηρά αυτό το κήτος; Ποια δύναμη το έσπρωξε και το έβγαλε στην αμμουδιά που έπαιζε παιδί;

Ανέβηκε ξανά στα βράχια. Κάθισε χάμω. Είχε βρει μια μικρή γούβα ανάμεσα στα βράχια που είχε λείες πέτρες. Τα μάτια της στο πέλαγος, εκεί από όπου περίμενε τόσα χρόνια να επιστρέψει ο καλός της. Έγειρε το σώμα της, το μάζεψε σε στάση εμβρύου και κουλουριάστηκε στη γούβα. Ο απαλός ήχος της θάλασσας τη νανούριζε. Αποκοιμήθηκε. Δεν ήταν πρώτη φορά που κοιμόταν κοντά στη θάλασσα. Πολλά βράδια της άνοιξης και του καλοκαιριού, ακόμα του Σεπτέμβρη όταν ήταν ζεστός, έχοντας μαζί της μια μαλακή ζακέτα για να ακουμπάει το κεφάλι της, αποκοιμιόταν πάνω στο βράχο.   

Είδε όνειρο. Ότι υπήρχε τρόπος, λέει, να μάθουν πώς πέθανε ο καρχαρίας: να χρησιμοποιήσουν εκείνη την επιστημονική μέθοδο, που είχε δει κάποτε σε μια ταινία.

Πάνε μερικά χρόνια, όταν στο θερινό σινεμά στη χώρα του νησιού έγινε ένα αφιέρωμα σε Ιταλούς σκηνοθέτες. Είχε δει όλες τις ταινίες του αφιερώματος αγαπούσε πολύ τον κινηματογράφο και ιδιαίτερα τον ιταλικό. Και από όλες τις ταινίες την είχε εντυπωσιάσει περισσότερο κάποια που λεγόταν «4 Μύγες σε Πράσινο Βελούδο» ο ελληνικός τίτλος, «4 Μύγες σε Γκρι Βελούδο» ο ιταλικός, του Ιταλού σκηνοθέτη Ντάριο Αρτζέντο, γνωστού για τις ταινίες τρόμου που σκηνοθετούσε, όπως έλεγαν οι πληροφορίες στο πρόγραμμα του αφιερώματος. Η υπόθεση της ταινίας ήταν ότι γίνονταν κάποιοι φόνοι στο περιβάλλον του πρωταγωνιστή, ιδιαίτερα ειδεχθείς, οι οποίοι για αρκετό διάστημα παρέμεναν ανεξιχνίαστοι. Μέχρι που η αστυνομία αποφάσισε να εφαρμόσει τη λεγόμενη Οπτογραφία, μια μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα και κατόπιν απορρίφθηκε από την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα ως εγκληματική. Σύμφωνα με τη μέθοδο αυτή, το ανθρώπινο μάτι «γράφει» στον αμφιβληστροειδή την τελευταία εικόνα που είδε ο άνθρωπος λίγο πριν πεθάνει. Έτσι, αν φωτογραφηθεί το μάτι του νεκρού, θεωρητικά υπάρχει η δυνατότητα να φανεί η εικόνα που είδε ο άνθρωπος πριν ξεψυχήσει.

Στην ταινία του Ντάριο Αρτζέντο «4 Μύγες σε Πράσινο Βελούδο» η αστυνομία χρησιμοποίησε τη μέθοδο αυτή για να δημιουργήσει την εικόνα του τελευταίου πράγματος που είδε το θύμα. Ο τεχνικός που επεξεργάστηκε την εικόνα είπε πως, αυτό που φάνηκε, ήταν «τέσσερις μύγες σε γκρι βελούδο». Αρχικά οι ερευνητές της αστυνομίας δεν μπορούσαν να βγάλουν συμπέρασμα από τη συγκεκριμένη εικόνα. Μέχρι που κάποια στιγμή το μυστήριο λύθηκε. Ο δολοφόνος ήταν γυναίκα που φορούσε στο λαιμό ένα μενταγιόν. Το μενταγιόν ήταν μια μύγα κλεισμένη σε γυαλί και καθώς το μενταγιόν αιωρούνταν από την κίνηση του σώματος της γυναίκας, έδινε την εντύπωση πολλών μυγών πάνω σε γκρι φόντο. Ήταν η εικόνα που είχε δει το θύμα λίγο πριν πεθάνει από τα χέρια της γυναίκας με το μενταγιόν.

Η γυναίκα στο βράχο είδε στο όνειρο πως ζήτησε από την αστυνομία να ακολουθήσει την ίδια μέθοδο και για τον καρχαρία, για να δουν τι είδε ο καρχαρίας λίγο πριν πεθάνει, και άρα μπορέσουν ίσως να απαντήσουν στο ερώτημα πώς βρέθηκε στην παραλία και τι ήταν εκείνο που τελικά τον σκότωσε.  Η αστυνομία, λέει, δέχτηκε. Ήρθε στο νησί ειδικός φωτογράφος της αστυνομίας και φωτογράφησε τα ανοιχτά νεκρά μάτια του καρχαρία. Επεξεργάστηκαν κατόπιν σε ειδικά εργαστήρια την εικόνα και είδαν ότι στο βλέμμα του καρχαρία είχαν αποτυπωθεί τέσσερις μεγάλοι καρχαρίες με φόντο το γαλάζιο χρώμα της θάλασσας.

Και όχι μόνο αυτό. Η γυναίκα είδε ακόμα στο όνειρο ότι η μέθοδος της Οπτογραφίας είχε εξελιχθεί και πλέον υπήρχε η δυνατότητα η στατική εικόνα της φωτογραφίας να αποκτήσει κίνηση. Έτσι, αυτό που είχε δει ο καρχαρίας λίγο πριν πεθάνει, μπορούσαν τώρα να το δουν ολοκάθαρα σαν σε  βίντεο. Η εικόνα έδειξε μια ομάδα από καρχαρίες βαθιά στη θάλασσα να συμπεριφέρονται παράξενα, σαν να έπαιζαν μεταξύ τους όπως τα παιδάκια στην παιδική χαρά. Έκαναν κύκλους με το ογκώδες σώμα τους, έπειτα κολυμπούσαν προς την επιφάνεια της θάλασσας, έβγαζαν τα σαγόνια τους έξω στο νερό, ξαναβυθίζονταν, στροβιλίζονταν με χορευτικές φιγούρες μπαλέτου και όλα αυτά με φόντο το πανέμορφο θαλασσί χρώμα της θάλασσας που ακτινοβολούσε από το δυνατό φως του ήλιου. Παράλληλα, κάτι μεγάλα καφετιά δέματα τυλιγμένα με μονωτική ταινία έπεφταν στη θάλασσα από καράβια και οι καρχαρίες άνοιγαν τα τεράστια σαγόνια τους και ξέσκιζαν το περιτύλιγμά τους. Και τότε, μια λευκή σκόνη ξεχυνόταν στο τεράστιο στόμα τους και οι καρχαρίες τρώγοντάς την έκαναν σαν τρελοί, σαν δελφίνια που χορεύουν σε πισίνες επιδείξεων.  Άνοιγαν τα τεράστια σαγόνια τους και όλη αυτή η λευκή σκόνη, που ήταν κοκαΐνη, μαζί με μικρά ψαράκια που περνούσαν τυχαία από εκεί, έμπαινε στο στόμα τους, οι καρχαρίες την έτρωγαν και χοροπηδούσαν και χτυπούσαν τα πτερύγιά τους δεξιά και αριστερά και τα δέματα τελειωμό δεν είχαν. Δεκάδες καφετιά δέματα έπεφταν στη θάλασσα και πριν προλάβουν να φτάσουν στον βυθό δεκάδες κοφτερά δόντια καρχαριών έπεφταν πάνω τους και τα έτρωγαν.

Στο όνειρο της γυναίκας, ο καρχαρίας που αργότερα βρέθηκε στο νησί, μεσ’ στη σαστιμάρα του άρχισε, λέει, σιγά – σιγά να απομακρύνεται από τους άλλους, χορεύοντας. Και όπως έφευγε από το κοπάδι η ματιά του είχε σταθεί σε τέσσερις καρχαρίες που τους έβλεπε να απομακρύνονται από κοντά του, με φόντο το μπλε βελούδινο χρώμα της θάλασσας. Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που κατέγραψαν τα μάτια του. Έπειτα άρχισε να ζαλίζεται. Στριφογύρναγε στο νερό σαν να είχε χάσει τον προσανατολισμό του. Κάποια στιγμή έδειχνε ότι δεν άντεχε άλλο. Σταμάτησε να κινείται και αφέθηκε να τον οδηγήσει το ρεύμα του ωκεανού. Μόνο τα πτερύγιά του κουνούσε ελαφρά, κάπου – κάπου. Τον ξέβρασε η θάλασσα στο νησί. Για αρκετές ώρες ήταν ζωντανός. Μετά, αποκοιμήθηκε. Μετά πέθανε. Εκεί, τέλειωνε και το όνειρο της γυναίκας.

 

Χαράματα στο πέλαγο και η γυναίκα ξύπνησε. Πρώτη της κίνηση να στρέψει τα μάτια στη θάλασσα μπας και δει το καράβι με τον καλό της να έρχεται. Δεν είδε τίποτα. Οι γλάροι πετούσαν κοντά της, άκουγε τη χαρακτηριστική φωνή τους. Γύρισε και κοίταξε κάτω, προς την παραλία. Το κουφάρι τού καρχαρία έστεκε εκεί, απόκοσμα τρομαχτικό καθώς το φώτιζε το πρώτο φως της μέρας. Έφερε στη μνήμη της με κάθε λεπτομέρεια το όνειρο που είδε.

Σηκώθηκε κι έτρεξε στο χωριό. Πήγε στο σπίτι της κι έριξε νερό στο πρόσωπό της. Έφτιαξε τσάι. Το ήπιε βιαστικά. Έπειτα έφυγε και πήγε να βρει τον θείο της. Έμενε μόνος, λίγο πιο πέρα. Τον είδε στο μποστάνι του να σκαλίζει.

«Θείε, καλημέρα. Θα χρειαστώ το πριόνι σου».

Γύρισε, την κοίταξε εκείνος.

«Καλημέρα παιδί μου, Τι να το κάνεις το πριόνι;»

«Είναι ένα κήτος κάτω, στην παραλία. Δεν το έμαθες; Από χθες είναι. Το ‘βγαλε η θάλασσα ζωντανό. Σήμερα έχει ψοφήσει. Είναι καρχαρίας. Το είπε και ο κτηνίατρος που το είδε. Θα μου δώσεις το πριόνι σου;»

«Και το πριόνι τι το θες;»

«Να ανοίξω την κοιλιά του, θείε. Να δω τι έχει. Είδα όνειρο ότι έφαγε κάτι παράξενο που πέταξαν οι άνθρωποι στη θάλασσα και μετά ο καρχαρίας ψόφησε».

«Ε, και; Τι σε νοιάζει εσένα πώς ψόφησε ο καρχαρίας; Ίδια η μάνα σου είσαι. Κι εκείνη έτσι ήταν. Περίεργος άνθρωπος. Και πεισματάρα. Εγώ που την είχα αδελφή και πάλι δεν την καταλάβαινα. Ξέρω πως, αν δεν σου δώσω το πριόνι, θα με σκάσεις και στο τέλος θα το πάρεις. Θες να έρθω μαζί σου; Πώς θα πριονίσεις μόνη σου το κήτος; Εύκολο το θεωρείς; Κάτσε να έρθω, να σε βοηθήσω. Ίδια η μάνα σου είσαι».

Θείος και ανιψιά έφυγαν για την στην παραλία. Ο θείος είχε μαζί του το πριόνι. Έφτασαν στα βράχια. Κοίταξαν κάτω, στην ακτή. Το κήτος ήταν ψόφιο. Σαν απόκοσμο τέρας ήταν.

«Είδες, θείε, πόσο μεγάλος είναι;»

«Τι ’ν’ τούτο, κόρη μου; Αυτό είναι θεριό! Το βλέπεις και τρομάζεις. Και θέλεις να ανοίξουμε την κοιλιά του;»

«Θέλω».

Κατέβηκαν από τα βράχια και πήγαν στην παραλία. Ο θείος, αν και πρωί, ίδρωνε. Πριόνιζε, ξαναπριόνιζε, τεράστια η κοιλιά του κήτους. Είχε σκαρφαλώσει πάνω του και έμοιαζε με εργάτη που δουλεύει στο σκαρί κάποιου καρνάγιου. Σιγά – σιγά ο ήλιος ανέβαινε ψηλά. Ο θείος δεν σταματούσε. Ήξερε πως, αν δεν έκανε το χατίρι της ανιψιάς του, θα το έκανε εκείνη μόνη της. Πριόνιζε με τον ήχο των γλάρων να αναμιγνύεται με τον ανατριχιαστικό ήχο του πριονίσματος. Ξαφνικά, αναφώνησε.

«Κόρη μου! Τι είν’ όλα τούτα;»

Σκαρφαλώνει η ανιψιά του στο κήτος, γλιστράνε τα παλιοπέδιλα, της φεύγουν, ξαναμένει ξυπόλητη. Σκύβει στην ανοιγμένη κοιλιά, κοιτάει. Άνοιξε τα μάτια της τεράστια. Δέματα τυλιγμένα με καφέ χοντρό χαρτί, άλλα κλειστά, άλλα ανοιγμένα, μια σκόνη λευκή σκορπισμένη παντού στην κοιλιά του καρχαρία, και κοιτώντας καλύτερα διέκρινε και κάτι ανθρώπινα μέλη. Πόδια, χέρια, κεφάλια κομμένα, μικρά σωματάκια παιδιών, και χαρτιά, πολλά χαρτιά. Σαστισμένη απλώνει το χέρι και παίρνει ένα χαρτί. Το κοιτάει. Ήταν φύλλο από διαβατήριο. Πιο κει, ένα ολόκληρο διαβατήριο. Το παίρνει. Το ανοίγει. Βλέπει τη φωτογραφία μιας κοπέλας. Διαβάζει το όνομα. Φατιμέ. Χώρα προέλευσης Συρία. Δίπλα του κι άλλο διαβατήριο. Το ανοίγει. Η φωτογραφία ενός άντρα. Αχμάντ. Χώρα προέλευσης Συρία. Ανάμεσά τους κοκαΐνη. Σκόνη λευκή, ανάκατη με άψυχα σώματα. Και κορμάκια παιδιών διαμελισμένα και όλα αυτά πασπαλισμένα με κόκα.

«Τι ‘ν’ όλα τούτα, κόρη μου;»

«Η εικόνα της ανθρωπότητας, θείε μου.  Η τροφή του καρχαρία. Η ανθρωπότητα ό,τι δεν θέλει το πετάει στη θάλασσα: πρόσφυγες, κοκαΐνη, ναυάγια που δεν περισυλλέγονται…»

«Τι κάνουμε τώρα, παιδί μου;»

«Φωνάζουμε τον παπά να διαβάσει μια προσευχή στις ψυχές τους και κάπου θα πρέπει να θάψουμε τα άψυχα σώματα. Δεν μου πάει να ανακατευτούν οι πεθαμένοι πρόσφυγες με την πεταμένη κόκα… Πάω στο χωριό θείε, να φωνάξω τον παπά και τους συγχωριανούς, να σκάψουμε πριν νυχτώσει».  

Λίγη ώρα μετά είχε μαζευτεί όλο το χωριό στην παραλία. Κοίταξαν την κοιλιά του κήτους, έμειναν βουβοί, σταυροκοπήθηκαν και άρχισαν να σκάβουν τάφους. Ήρθε το σούρουπο και ακόμα έσκαβαν. Μισά σώματα έθαβαν. Δαγκωμένα κεφάλια και πόδια. Μικρά παιδιά χωρίς χέρια. Σπάραζε η ψυχή τους αλλά δεν ήθελαν να αφήσουν άταφους τους νεκρούς.

Γέμισε η ακτή με λάκκους και οι λάκκοι γέμισαν με σορούς που βγήκαν από την κοιλιά του κήτους. Και οι λάκκοι έγιναν τάφοι. Και οι τάφοι σκεπάστηκαν με άμμο, και ο παπάς έψαλε, και οι χωρικοί μαζέψανε κοχύλια και σχημάτισαν πάνω στους τάφους σταυρούς. Ηλιοβασίλεμα βουβό που έκαιγε την ψυχή και το κουφάρι του καρχαρία άδειο πλέον από κόκα και πρόσφυγες. Όλοι μαζί στο τέλος οι νησιώτες κάτοικοι έσπρωξαν το άδειο κουφάρι του κήτους και το έσυραν με κόπο στη θάλασσα. Μπήκαν στα κύματα ως το γόνατο, άντρες γυναίκες, μικρά παιδιά. Το έσπρωχναν μέχρι που το είδαν η δύναμη της θάλασσας να το τραβάει μέσα. Χάθηκε σε λίγο. Απομακρύνθηκαν σιωπηλοί οι νησιώτες, έφυγαν για το χωριό και πίσω τους γυάλιζαν στο απογευματινό φως οι σταυροί από κοχύλια πάνω στους τάφους.

Η γυναίκα δεν τους ακολούθησε. Πήγε στους βράχους και στάθηκε και κοίταζε μακριά το πέλαγο, εκεί από όπου είχε δει τους ναυτικούς του χωριού της να επιστρέφουν μετά από μήνες στις αγαπημένες τους.

 

 

                                                                                Βικτώρια Μακρή

 

 

Στη μνήμη του Αντώνη Καργιώτη που πνίγηκε το βράδυ της Τρίτης 5/9/2023 στο λιμάνι του Πειραιά στα απόνερα του Blue Horizon, όταν το πλήρωμα τον έριξε στη θάλασσα, καθώς εκείνος προσπαθούσε να ανέβει στον καταπέλτη του  πλοίου για να ταξιδέψει στην Κρήτη.




Δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2023 στο τεύχος  Νο 75

      του περιοδικού  «δε|κατα» με θέμα: «Ό,τι να ΄ναι, αρκεί να ΄ναι καλογραμμένο».     

   Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού  ποιητή και συγγραφέα,

                                                 Ντίνο Σιώτη,  για τη δημοσίευση.