Powered By Blogger

Translate

30 Ιουλίου 2022

Περασμένα Καλοκαίρια


Ελευσίνα 2018 - 2020. Φωτογραφία Βασίλης Μακρής.
(Στην εικόνα αυτή συνυπάρχουν με μια μεταφυσική σχέση και αρμονία
όσα δομούν μέσα μου την έννοια ''καλοκαίρι'':
ένα λευκό άγαλμα που η πέτρα του ζεματάει κάτω από τον ήλιο,
ένα φουγάρο εργοστασίου πιο πίσω
και το βάθος η θάλασσα
καθώς τη διασχίζει ένα εμπορικό καράβι. Τίποτ' άλλο).

 

Ελληνικό καλοκαίρι είναι ο παλιατζής που φωνάζει στις τρεις το μεσημέρι έξω από το ανοιχτό παράθυρό μου «παλιές μπαταρίες, παλιά θερμοσίφωνα».

Το βιβλίο με την αραβική ποίηση επίσης, κι αυτό κατακαλόκαιρο είναι, αφημένο πάνω στο τραπεζάκι της βεράντας με τον σελιδοδείκτη στους στίχους του Ομάρ Αμπί Ραμπία: «Δεν υπάρχει έρωτας πέρα από τον έρωτά μου. Μονάχα αν ξεπεράσεις το θάνατο και την τρέλα…» (Μετάφραση: Ελένη Κονδύλη - Μπασούκου).

Ο Κολομβιανός μετανάστης γείτονας στο απέναντι τριώροφο που φωνάζει στο κινητό, κι αυτό ελληνικό καλοκαίρι είναι, με την όμορφη μητέρα του με τα χρωματιστά φουστάνια και τα βραχιόλια, τα μαύρα μαλλιά και τα βαμμένα σπασμένα νύχια, που ακολούθησε τον γιο της στην άκρη του κόσμου, κι αυτή καλοκαίρι είναι, εξωτικό και ταυτόχρονα ελληνικό αγαπημένο καλοκαίρι. 

Η ζέστη,

αυτή η αφόρητη ζέστη με τα τζιτζίκια κρυμμένα στα πεύκα που δεν σταματάνε ούτε τη νύχτα, ίσως μόνο στις τρεις το πρωί οπότε και σωπαίνουν για λίγες ώρες και αχάραγα σχεδόν αρχίζουν πάλι όλα μαζί σαν συνεννοημένα – ναι, τα τζιτζίκια είναι μια κατηγορία από μόνα τους που ονομάζεται «καλοκαίρι».

Ο ιδρώτας.

Η ξυπολισιά πάνω στο δροσερό μαρμάρινο πάτωμα, το λεκιασμένο από το καρπούζι που έσταξε χάμω, αγαπημένο ελληνικότατο καλοκαίρι είναι. 

Η σκοτεινή ανάμνηση του Θ. που πήγε καλοκαιριάτικα μόνος στην Κρήτη κι όταν επέστρεψε μου αφηγήθηκε πως, η ομορφότερη ανάμνησή του από το νησί ήταν η Γερμανίδα που είχε κάτσει πάνω του νύχτα στην παραλία κι όπως ήταν ξαπλωμένος με τη  γυμνή τουρίστρια να κουνιέται πάνω του κοιτούσε τα αστέρια και τι μαγικά που ήταν… 

Ο τρίλεπτος έρωτας με τον Σ. στο αυτοκίνητό του, καλοκαίρι είναι και αυτός,

και η μυρωδιά του μετά πάνω στα ρούχα μου που τα φόραγα για ώρα χωρίς να πλυθώ για να τον μυρίζω - ένα μείγμα από εικοσιπεντάχρονο γυμνασμένο κορμί και αρωματικό σαπούνι μαζί με ιδρώτα, και στο μυαλό μου ο διάλογος μαζί του πριν φύγει: Εγώ: «Θα με σκέφτεσαι;» Εκείνος: «Μέχρι να βάλω το κλειδί στην πόρτα. Όταν μπω στο σπίτι ο νους μου θα πάει ακαριαία στη γυμνή από τη Μάνη που θα με περιμένει στο κρεβάτι…» Εγώ: «Μα, μόλις το έκανες μαζί μου…» Εκείνος: «Μωρό μου, σε λίγο θα το κάνω πάλι και με τη γυμνή από τη Μάνη που θα με περιμένει στο κρεβάτι. Πίστεψέ με, δεν λέω ψέματα…» Η αναθεματισμένη αλήθεια του και ο έρωτας μαζί του που διήρκησε όσο και το καλοκαίρι. Τρία λεπτά με μένα στο αμάξι του και την υπόλοιπη νύχτα με τη Μανιάτισσα στο κρεβάτι του. Και δεν έλεγε ψέματα. Το ήξερα. Ήταν καλοκαίρι και η αλήθεια του με έκαιγε πιο πολύ και από τους σαράντα βαθμούς υπό σκιά της Αθήνας. 

Καλοκαίρι είναι η ξυπόλητη τσιγγάνα που πουλάει καρβουνάκια, σκόρδα και σφουγγάρια στη λαϊκή, με το μικρό τσιγγανάκι στο πλάι να τρώει ξυλάκι παγωτό, με το μισό παγωτό να τρέχει λιωμένο πάνω στο λερωμένο μπλουζάκι του με τη στάμπα που γράφει Αστέρας Τρίπολης. 

Καλοκαίρι είναι τα χρέη του χειμώνα, του ρεύματος και του αερίου, που έγιναν διακανονισμοί και τους βρίσκεις καλοκαιριάτικα μπροστά σου.

Το οστεοφυλάκιο με τα οστά του πατέρα και της μητέρας, αυτός ο παγωμένος τεράστιος θάλαμος που μοιάζει με ανατριχίλα σε πύργο ταινίας θρίλερ, στον οποίο δεν πας τον χειμώνα γιατί η παγωνιά εκεί μέσα χειροτερεύει  χειμωνιάτικα οπότε πας από την άνοιξη και μετά, άρα καλοκαίρι είναι να μπορείς να πας στο οστεοφυλάκιο των γονιών σου για ένα κεράκι που θ’ ανάψεις. 

Το μωρό στην κούνια με την πάνα και την πιπίλα που κοιμάται σαν άγγελος που αντικρίζει τη νιρβάνα, καλοκαίρι είναι, με ριγμένα τα τούλια από την κορυφή της κούνιας να σχηματίζουν πυραμίδα, σαν τις βουδίστριες δασκάλες του ζεν που διαλογίζονται κάτω από πυραμίδα. 

Καλοκαίρι είναι η ανάμνηση της Μαρίας, πολλά χρόνια πριν, καθώς μου μιλούσε για τον Διονύση, στην οδό Ανθέων, μ’ ένα ποτήρι κρασί στο χέρι και μου έλεγε με βραχνή φωνή: «Μωρό μου, τον αγαπάω, πεθαίνω γι’ αυτόν, τι θα κάνω;» Καλοκαίρι και πάντα καλοκαίρι ήταν όταν έκλαιγε για τους έρωτές της. Ένα παράξενο πράγμα, σπάνια χώριζε χειμώνα. «Μεταφυσικό αυτό», έλεγε, δεν έβρισκε άλλη εξήγηση. Πάντα μια ζεστή αποπνικτική μέρα έμενε μόνη και το σπίτι της ερμητικά κλειστό, με το αιρ κοντίσιον ανοιχτό, παλιό μοντέλο, με εκείνο το ενοχλητικό βουητό και τα τσιγάρα να ανάβουν το ένα μετά το άλλο κι όλο ο Διονύσης στο στόμα της σαν έρπις που δεν θεραπεύεται και πονάει αναθεματισμένα: «Θέλω να τον παντρευτώ, να τον ξεπεράσω, με κάθε γάμο που κάνω ξεπερνάω ακαριαία αυτόν που παντρεύομαι…» Τέσσερις γάμους έκανε η Μαρία και στους τέσσερις χόρεψε ξυπόλητη οριεντάλ πάνω σε σπασμένα γυαλιά από τα ποτήρια που μόνη της τα έσπαγε, και πάντα καλοκαιριάτικα οι χωρισμοί της και το βουβό κλάμα της επίσης, ανάκατα με το μουρμουρητό της: «του είπα να πάμε στις Κυκλάδες φέτος το καλοκαίρι, να νοικιάσουμε ένα σπίτι σ’ ένα βράχο, να κοιτάμε το πέλαγο και να κοιμόμαστε νωρίς τα βράδια, και μου είπε πως αν ήξερε πως μετά τον γάμο θα ήμουν τόσο βαρετή θα ξόδευε τα χρήματα που στοίχισε το δαχτυλίδι αρραβώνων σε πούρα Αβάνας και θα εξακολουθούσε να με συναντάει μόνο τις Κυριακές, πριν την αθλητική Κυριακή…» 

Η Μαραθιά στη Φωκίδα, δίπλα στη Ναύπακτο, ελληνικό καλοκαίρι είναι. Οι πέτρες στη θάλασσα που τις κατεβάζει το ποτάμι, το καθαρό νερό της θάλασσας, το ξωκλήσι της Παναγιάς κάτω από τον ίσκιο των πλατανιών δίπλα στα κύματα, το βρωμόπαιδο με το βλέμμα του πάνω στη γύμνια μου όταν έκανα ηλιοθεραπεία, ελληνικό καλοκαίρι είναι. Εκείνο το βλέμμα του… Μια κατηγορία από μόνο του. Ένα ολόκληρο καλοκαίρι το βλέμμα του… 

Τα παγωτά Nirvana. Η σπιτική λεμονάδα σε συνταγή του Γιώργου. Το μαξιλάρι κατά τις τρεις το πρωί που είναι μούσκεμα από τον ιδρώτα στα μαλλιά. Η ανάγκη για μια γουλιά παγωμένο νερό. Κουζίνα με κλειστά μάτια και τουαλέτα μετά. Ελληνικό καλοκαίρι. 

Τα βασιλικά. Το κοράλλι. Ο πορτοκαλί ιβίσκος. Η λεβάντα. Το δενδρολίβανο. Το πελαργόνι. Το πότισμα όταν πέφτει ο ήλιος. Ελληνικό καλοκαίρι. 

Το ΒΟΞ στα Εξάρχεια, ελληνικό καλοκαίρι από τα καλά, από τα πολύ καλά, με Γούντι Άλεν και μπύρα από το μεταλλικό κουτί και πιτόγυρο από τον Κάβουρα. Βόλτες μετά, με το φεγγάρι να φωτίζει τα νεοκλασικά στον περιφερειακό του Λυκαβηττού και η Δεξαμενή τα χαράματα με το πήδημα στα όρθια πίσω από τους θάμνους. Η ανάσα του. Ο ήχος του φερμουάρ στο παντελόνι του που ανεβαίνει. Που φεύγει μετά μ’ ένα «γεια, τα λέμε». Το σκληρό πρόστυχο στόμα του που δε μιλούσε ποτέ για αγάπη. 

Ελληνικό καλοκαίρι είναι το αγωνιώδες μέτρημα που κάνεις στο ημερολόγιο να τελειώσει επιτέλους το καλοκαίρι, να φύγει η ανυπόφορη ζέστη, να αδειάσει το μετρό από τους τουρίστες που πηγαίνοντας για το αεροδρόμιο κοιμούνται με τα πόδια πάνω στις βαλίτσες, και εσύ κουρασμένη πας στο σπίτι, δεν ταξιδεύεις και έχεις πολύ καιρό να γεμίσεις μια βαλίτσα και να μπεις σ’ ένα αεροπλάνο. Καλοκαίρι είναι να τελειώνει ο Αύγουστος και η δροσιά του Σεπτέμβρη να σε ανακουφίζει, να βάζεις Janis Joplin να ακούς χωρίς να ιδρώνεις παρά μόνο να ανατριχιάζεις με τη θεία φωνή και μετά να θες και Τζόνι Μίτσελ και λευκό μαρτίνι με μπόλικο πάγο και μετά να θες και Ρόρι Γκάλαχερ κι άλλο μαρτίνι και χαράματα να θες να ακούσεις Μπέλλου ή αλλιώς Σωτηρία τη λατρεμένη, να την ακούς να λέει λίγο πριν φανεί η ανατολή πίσω από τον Υμηττό: «απ’ τις βαθιές μου τις πληγές το αίμα αργοσταλάζει και τώρα που ζητώ στοργή κανείς δεν με κοιτάζει – περιπλανώμενη ζωή, περιπλανώμενο κορμί». 

Τίποτ’ άλλο δεν είναι καλοκαίρι παρά η ανάμνηση ενός παγωτού χωνάκι που γλείφαμε μαζί και ενώναμε τις γλώσσες μας στη λιωμένη σοκολάτα και ξανά το ίδιο το επόμενο Σάββατο το βράδυ και πάλι το ίδιο το επόμενο Σάββατο, μέχρι να ‘ρθει το φθινόπωρο, μέχρι τις πρώτες ψύχρες, μέχρι τον χωρισμό. Τον επόμενο χωρισμό. Καλοκαίρι είναι ο στίχος της Μαριανίνας που χάθηκε πρόσφατα και νωρίς, αφού ευτυχώς πρόλαβε και έγραψε τον πιο μεστό της στίχο: «όλη η ζωή μου ήταν ένας χωρισμός». Καλοκαιρινός χωρισμός, συμπληρώνω εγώ. Και το κλείνω εδώ.

                                                                   

Δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2022 στο τεύχος  Νο 70

      του περιοδικού  «δε|κατα» με θέμα: «Ελληνικό Καλοκαίρι».     

   Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού  ποιητή και συγγραφέα,

                                                 Ντίνο Σιώτη,  για τη δημοσίευση.                                                                                              



                                                           




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα απρεπή, κακόβουλα και κακόγουστα σχόλια θα διαγράφονται. Επίσης στηρίζω τη θέση ότι η ελληνική γλώσσα είναι από μόνη της πολιτισμός, καθώς είναι η γλώσσα του Οδυσσέα Ελύτη και του Ομήρου. Τα greeeklish όχι.