Powered By Blogger

Translate

13 Ιουλίου 2022

Η φυλή της λευκής παντόφλας




Διάβαζα προ καιρού ένα άρθρο στο internet ότι οι νέες οικογένειες σήμερα, ηλικίες 30 και κάτι, έχουν υιοθετήσει τη λευκή μαλακή παντόφλα των ξενοδοχείων για να τη φορούν όσοι έρχονται στο σπίτι τους. Δηλαδή, όταν δέχονται φίλους, στο χωλ υπάρχουν πάντα αρκετά ζευγάρια με λευκές παντόφλες, αυτές τις λεπτές σαν τσιγαρόχαρτο, και υποχρεώνουν (ευγενικά, πάντα) τους φίλους να βγάλουν τα παπούτσια τους και να τις φορέσουν. Με τον τρόπο αυτό οι νεαροί οικοδεσπότες αποφεύγουν, λέει, τη βρωμιά των παπουτσιών στο χαλί ή στο παρκέ ή στο πάτωμα εν γένει. Κυρίως όμως, λένε, ότι με αυτόν τον τρόπο προστατεύουν την υγιεινή του παιδιού τους εάν αυτό είναι μικρό και ακόμα μπουσουλάει ή είναι μεγαλύτερο και απλά κυκλοφορεί στο σπίτι με τα καλτσάκια του.

Στο άρθρο μίλησαν δυο ζευγάρια που είπαν πόσο άνετα νοιώθουν και αυτοί και οι φίλοι τους όταν τα σαββατόβραδα μαζεύονται σε κάποιο σπίτι και ενώ ο καθένας φοράει τα δικά του ρούχα στα πόδια τους έχουν όλοι τα λευκά μαλακά παντοφλάκια των ξενοδοχείων για τους ξένους.

Κάπου εκεί το άρθρο τέλειωνε και δεν μπορώ να θυμηθώ αν ο τίτλος «η φυλή της λευκής παντόφλας» ήταν του άρθρου ή δικός μου.

Και βέβαια, καθόμουν μετά και σκεφτόμουν τα δικά μου. Δηλαδή, τι μουσική, για παράδειγμα, ακούν αυτά τα άτομα; Ροκ; Μπα! Χαρούλα με Θάνο Μικρούτσικο; Μπα! Τζορτζ Μπένσον σε τίποτα soul jazz σολαρίσματα; Μπα! Γιώργο Μαργαρίτη; Μπα! Ρόζα Εσκενάζι; Μπα! Παύλο Σιδηρόπουλο; Μανώλη Αγγελόπουλο; Μπα και ξανά μπα! Δεν μου «έδενε» η εικόνα της λευκής μαλακής παντόφλας και της δωδεκάποντης γόβας στο χωλ με όλους τους πιο πάνω καλλιτέχνες. Με τίποτα, όμως.

Μετά πήγαινα στα φαγητά. Και δηλαδή, σκεφτόμουν, τι τρώει άραγε η φυλή της λευκής παντόφλας στις μαζώξεις της; Σπιτική σπανακόπιτα που έφτιαξε κάποια κοπέλα από τη μάζωξη και την έφερε μέσα σε ταπεράκια; Μπα! Παστίτσιο με χωριάτικη χοντρή μπεσαμέλ τρία δάχτυλα και κιμά που υπήρχε στην κατάψυξη ένα μήνα; Μπα! Κεφτεδάκια με δυόσμο; Τυρόπιτα με φύλλο σε συνταγή της θείας Σούλας; Μπα και ξανά μπα. Δεν έβρισκα με τίποτα τι τρώει αυτή η φυλή με τα λευκά μαλακά παντοφλάκια ξενοδοχείου.

Άσε, δε, το κρασί! Δεν τους έκανα με τίποτα εικόνα να φοράνε λευκά μαλακά παντοφλάκια ξενοδοχείου και συγχρόνως να πίνουν για παράδειγμα το φημισμένο πανάκριβο σκούρο κρασί Ornellaia από την Τοσκάνη. Τους είχα ικανούς όλους αυτούς να πίνουν τσάι του βουνού ακόμα και με το φαγητό τους, ντοματοχυμό, νερό με λεμόνι, και τότε κάπως σχημάτιζα και μια αμυδρή εικόνα για το πιάτο τους, ότι μάλλον τρώνε αυτό το ανατολίτικο τυρί «τόφου» από γάλα σόγιας και ότι στο γεύμα τους υπάρχει απαραίτητα αβοκάντο, ρύζι μπασμάτι και αραβικές πιτούλες αντί για ψωμί.

Έπειτα το προχώρησα λίγο πάρα πέρα και προσπάθησα να τους κάνω εικόνα να κάνουν έρωτα: μάλλον, μου έκαναν άτομα που πηδιούνται στα μουγκά, για πέντε το πολύ λεπτά, και μετά η κοπέλα ισιώνει το σεντόνι για άλλα πέντε λεπτά και λέει στον σύντροφό της που είναι στο μπάνιο: «αγάπη, μη βάλεις πολλή κρέμα νυκτός, δεν έχουμε άλλο βαζάκι». (Αγάπη, σκέτο. Χωρίς το κτητικό «μου». Όχι «αγάπη μου». «Αγάπη», σκέτο. Οι κτητικότητες δεν μου ταίριαζαν με τα άτομα που φοράνε λευκά παντοφλάκια ξενοδοχείου. Τους νοιώθω κάπως ξένους ακόμα και μεταξύ τους. Ότι δεν έχουν κυλιστεί στα πατώματα για έναν έρωτα. Ότι δεν έχουν κλάψει. Δεν έχουν λερώσει το χαλί με ξερατό από μεθύσι στεναχώριας).

Ως εδώ άντεξα να κάνω εικόνα ανθρώπους στην καθημερινότητά τους που δεν τους ξέρω, και που μου είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να μπω στη λογική τους.

Συνήλθα, κάνοντας εικόνα τις δικές μου παρέες και συνήθειες. Θυμήθηκα έντονα μία από αυτές: Σάββατο βράδυ, πριν χρόνια, βρέχει καταρρακτωδώς, έχουμε κανονίσει να μαζευτούμε οι φιλενάδες στης Μαρίας στο Χαλάνδρι. Φτάνουμε με βρεγμένα μαλλιά και ρούχα και καθόμαστε στο σαλόνι. Η Μαρία φέρνει πετσέτες του μπάνιου και μας στεγνώνει τα μαλλιά. Μας σερβίρει κόκκινο κρασί να ζεσταθούμε και πάει στο πικ απ. Βάζει το «κοιμήσου εσύ κι εγώ θα ονειρεύομαι». Λατρεία αυτό το κομμάτι. Η Θέτις λικνίζεται μόνη της με κλειστά μάτια, μετά ξαπλώνει στον καναπέ με τις μπότες της. Τις βρεγμένες. «Μωρό μου, να τις βγάζω;» ρωτάει τη Μαρία. «Όχι μωρό μου», απαντάει εκείνη, «χέστηκα για τον καναπέ, εσύ να είσαι καλά…». Μετά παραγγέλνουμε ψητό κοτόπουλο σούβλας από ψησταριά του Χαλανδρίου. Το κατασπαράζουμε. Η Μαρία τρελαίνεται για τις πέτσες τις αλειμμένες με το χοντρό πιπέρι. Τις τρώει και στο τέλος δεν πάει να πλύνει τα χέρια της. Τα σφουγγίζει με μια χαρτοπετσέτα και ανάβει με λαδωμένα δάχτυλα τσιγάρο. Το σαλόνι της μυρίζει αποφάγια από κοτόπουλο και βαριά τσιγάρα. Μετά τελειώνει ο δίσκος με τη Χαρούλα και η Μαρία βάζει Μπέλλου με λαδωμένα δάχτυλα. «Ψέματα ήτανε ό,τι κι αν έλεγα, ψέματα ήτανε, δεν σ' αγαπούσα, είμαι παλιόπαιδο και σε βασάνισα, γιατί, λοιπόν, να κλαις για μένα, να πονάς». Κι έρχεται το πρωί και μπαίνει ένα χειμωνιάτικο φως από τις γρίλιες. Βρέχει ακόμα μ’ ένα σιγανό τσουρ τσουρ. Τα παπούτσια μας είναι ακόμα νωπά. Το ίδιο και το καλσόν που φοράμε. Το σαλόνι εξακολουθεί να βρωμάει αποφάγια από κοτόπουλο σούβλας και βρεγμένη δερματίνη από τις μπότες. Μια καύτρα από το τσιγάρο της Θέτιδας πέφτει στο ανατολίτικο ριχτάρι του καναπέ της Μαρίας και ανοίγει τρύπα. Γυρνάει η Θέτις και κοιτάει τη Μαρία ένοχα. «Δεν πειράζει, μωρό μου», της λέει εκείνη, «εσύ να είσαι καλά».

Έχει μπει για τα καλά η Κυριακή. Καλούμε ταξιά και φεύγουμε. Φιλιά, αγκαλιές.

Πολλά χρόνια μετά από αυτές τις μαζώξεις η Μαρία δεν ζει, η Θέτις ποιος ξέρει πού βρίσκεται, η Χαρούλα και η Μπέλλου εξακολουθούν να είναι θεάρες και η μυρωδιά από τη βρεγμένη δερματίνη μπότας είναι ακόμα συνυφασμένη μέσα μου με τα βροχερά βράδια που τα ζέσταινε ένα ποτήρι κρασί, ένα μπούτι κοτόπουλου σούβλας και η αγάπη μιας φιλίας. Ευκαιριακής ή όχι φιλίας δεν με αφορά. Με αφορά η ζεστασιά της στιγμής εκείνης. Ακόμα και με τη βρεγμένη μπότα στο πόδι. Που δεν βγήκε ποτέ για να αντικατασταθεί με μαλακά λευκά παντοφλάκια ξενοδοχείου, παρόλο που τα πόδια μας κρυώνανε, παρόλο που λερώναμε την αυθεντική Μπουχάρα από το Πακιστάν της Μαρίας. Ε, και; Εμείς να είμαστε καλά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα απρεπή, κακόβουλα και κακόγουστα σχόλια θα διαγράφονται. Επίσης στηρίζω τη θέση ότι η ελληνική γλώσσα είναι από μόνη της πολιτισμός, καθώς είναι η γλώσσα του Οδυσσέα Ελύτη και του Ομήρου. Τα greeeklish όχι.