Powered By Blogger

Translate

15 Ιουλίου 2025

«Παράθυρο με θέα το Μυρτώο Πέλαγος»


Το Μυρτώο Πέλαγος από τη Μονεμβασιά
Το Μυρτώο Πέλαγος από τη Μονεμβασιά

Το σπίτι της ήταν στο Λαύριο, στην άκρη ενός βράχου, αυθαίρετο και μόνο του. Κοντά στη θάλασσα. Της άρεσε να λέει ότι, από το παράθυρό της μπορούσε να κοιτάζει ολόκληρο το Μυρτώο Πέλαγο. Ότι, κάπου εκεί στον ορίζοντα όπου λαμποκοπάει τα μεσημέρια ο ήλιος είναι οι γειτόνισσές της, η Μήλος, η Σέριφος, η Κύθνος… Δεν είχε πάει ποτέ σε εκείνα νησιά, σε κανένα νησί δεν είχε πάει, αλλά θα πήγαινε. Της άρεσε να σκέφτεται ότι, κάποτε θα πήγαινε… 
              Ο πατέρας της δούλευε στο πολεμικό ναυτικό. Ελεγκτής φάρων. Δε ζούσε πια, και οι φάροι είχε μάθει πως, πολλοί από αυτούς, είχαν πλέον ερημώσει. Πόσο την έθλιβε να σκέφτεται εκείνους τους μεγάλους πέτρινους φάρους των διηγήσεων του πατέρα της, εγκαταλελειμμένους και σβηστούς…

Της έλεγε ο πατέρας της, - μικρούλα αυτή ακόμα, ένα παιδάκι που όλο γέλαγε κοντά στα κύματα και χωνότανε στη θάλασσα σαν να ‘τανε η θάλασσα λιβάδι και τα κύματα στάχυα που τα θρόιζε ο άνεμος… -, της έλεγε, «Ροδή μου, αύριο θα φύγω, θα πάω στη Φολέγανδρο, θα επισκεφθούμε με το πλοίο το φάρο της Ασπρόπουντας.  Όταν θα επιστρέψω, θα σου διηγηθώ την ιστορία του!»
Στην επιστροφή του πατέρα της μάθαινε πως, ο φάρος της Ασπρόπουντας χτίστηκε το ’19 κι όταν πρωτολειτούργησε, άναβε με φυτίλι, ενώ αργότερα απέκτησε μηχανισμό πετρελαιοατμού και ότι δίπλα στο κτίριο του φάρου βρίσκεται το σπιτάκι των φαροφυλάκων. Άλλοτε πάλι μάθαινε για τον κυλινδρικό φάρο της Άνδρου, που βρίσκεται απέναντι ακριβώς από το ενετικό κάστρο της Χώρας και ότι είναι ο μοναδικός φάρος στην Ελλάδα χτισμένος πάνω σε βράχο που βρίσκεται μέσα στη θάλασσα.
Τα ταξίδια του πατέρα της στους φάρους, ήταν και δικά της ταξίδια. Κι ας μην τα έκανε ποτέ. Τα είχε ζήσει όλα, από τις περιγραφές του πατέρα της. Το φως των φάρων το έβλεπε στα μάτια του, όταν εκείνος της αγόραζε παγωτό και την πήγαινε βόλτα στην παραλία του Λαυρίου, και μαζί με τις φωνές των γλάρων είχε στα αφτιά της και τις παραμυθένιες διηγήσεις του για  τους μοναχικούς φαροφύλακες που όλη μέρα κι όλη νύχτα είχαν στην αγκαλιά τους ένα τρανζιστοράκι γεμάτο παράσιτα, για ν’ ακούνε τραγούδια και ειδήσεις.
Πέθανε νέος ο πατέρας της, σ’ ένα ταξίδι στο Φισκάρδο της Κεφαλονιάς, από βαρύ κρυολόγημα. Η μάνα της έκτοτε μίλαγε λίγο, είχε μελαγχολήσει, και ντυμένη στα μαύρα έτρεχε στα μεταλλεία του Λαυρίου, όπου εργαζόταν ως το απόγευμα. Η Ροδή πήγαινε στη θάλασσα κι ανάμεσα στις φωνές των γλάρων περίμενε ν’ ακούσει τη φωνή του πατέρα της να της περιγράφει τον πέτρινο φάρο στο ακρωτήρι Μαλέα, στη Μονεμβασιά, με τις επικίνδυνες φουρτούνες της περιοχής. Δεν την άκουγε, όμως, τη φωνή του, και την έπαιρνε το παράπονο… Θα ‘ταν δεκατεσσάρων χρονώ τότε, όταν εκείνος πέθανε, και μέχρι να τελειώσει το λύκειο η ζωή της ήταν η διαδρομή σχολείο – σπίτι – θάλασσα. Τους χειμώνες με το βαρύ υγρό κρύο έμενε στο δωμάτιό της, πήγαινε στο παράθυρο και κοίταζε για ώρα μακριά, το Μυρτώο πέλαγο. Αν τη ρώταγες εκείνες τις στιγμές τι σκέφτεται να κάνει όταν τελειώσει το σχολείο, αν θα ‘θελε να σπουδάσει ή να πάει κάπου να εργαστεί, θα σου απαντούσε πως θα ‘θελε πάρα πολύ να μπορέσει μια μέρα  ν’ αγοράσει μια φωτογραφική μηχανή και ν’ αρχίσει να ταξιδεύει σε όλους τους φάρους της Ελλάδας, να τους φωτογραφίζει και να βγάλει κατόπιν ένα λεύκωμα με την ιστορία τους, αφιερωμένο στη μνήμη του πατέρα της και σε όλους όσους είχαν κάνει το ίδιο μ’ αυτόν επάγγελμα, εκείνο του ελεγκτή φάρων.
Δεκαεφτά χρονώ γνωρίζει τον Γιώργο. Δέκα χρόνια μεγαλύτερός της εκείνος, εργάτης στο λιμάνι. Έμεινε έγκυος μαζί του, λίγο πριν τελειώσει την τελευταία τάξη του λυκείου. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς γέννησε την κόρη της. Αυτόν, εντωμεταξύ, τον είχε χάσει. Όταν του είπε ότι είναι έγκυος τον είδε να χλομιάζει και να βουβαίνεται. «Πες κάτι, Γιώργο», του είχε πει φοβισμένη κοιτώντας τον με αγωνία, «θα τα πούμε την Κυριακή, που θα ξανασυναντηθούμε», της είχε απαντήσει εκείνος μουδιασμένος, αλλά ήρθε η επόμενη Κυριακή, ήρθε η Δευτέρα, ανησυχούσε η Ροδή, τον περίμενε, τίποτα εκείνος, δεν ερχόταν. Δεν ήθελε να πάει στο σπίτι του να τον ψάξει, για να μην τον κάνει να αισθανθεί ότι τον πιέζει. Τη δεύτερη Κυριακή που δεν φάνηκε, ξεκίνησε να τον βρει. Θεόκλειστο το σπίτι του. Παράθυρα, πόρτες, σφαλιστά όλα… Χτύπησε, ξαναχτύπησε, τίποτα. Από τα πολλά, βγήκε στο πάνω μπαλκόνι η ηλικιωμένη κυρία που του νοίκιαζε το σπίτι. «Τον Γιώργο θες κορίτσι μου;» τη ρώτησε σκυμμένη προς τα κάτω. «Έφυγε. Την προηγούμενη βδομάδα. Μου έδωσε το νοίκι αυτού του μήνα, έβαλε τα πράγματά του σ’ ένα φορτηγάκι κι έφυγε. Δεν είπε πού πάει. Άφησε και τη δουλειά του, έμαθα…»  Έμενε μόνος ο Γιώργος, η Ροδή ήξερε πως είχε μια μάνα μόνο και μια αδελφή, έτσι της είχε πει, που έμεναν κάπου στην Πετρούπολη, αλλά πού να πάει να ψάξει, που ούτε διεύθυνση είχε ούτε ονόματα ήξερε…
Γέννησε την κόρη της ένα πρωί του Δεκέμβρη, μόνη της, η μάνα της είχε φύγει για τα μεταλλεία, σε λίγες μέρες έπαιρνε άδεια για τα Χριστούγεννα. Είχε στενοχωρηθεί πολύ η μητέρα της με την απόφαση της Ροδής να κρατήσει το παιδί. Όταν άκουσε για την εγκυμοσύνη, σωριάστηκε σε μια καρέκλα κατάχλωμη. Κι όταν έμαθε ότι ο Γιώργος είχε εξαφανιστεί αλλά η Ροδή θα το κρατούσε το παιδί γιατί το ήθελε, έβαλε τα κλάματα. «Ορφανή από πατέρα, φτωχή και με παιδί… Ποιος θα σε στεφανωθεί, τώρα…», μουρμούραγε μέσα στο κλάμα της και το αδύναμο κορμί της τρανταζόταν από τα αναφιλητά. Η Ροδή είχε πάει κοντά της και την είχε αγκαλιάσει σφιχτά. Της φίλαγε τρυφερά τα μαλλιά. «Μην κλαις, μανούλα μου»της έλεγε γλυκά, «μη μου στενοχωριέσαι… Όπως λες κι εσύ, δεν έχω πατέρα, δεν έχω χρήματα, εξαφανίστηκε κι ο Γιώργος… Μείναμε πάλι οι δυο μας… Θα έχουμε, όμως, αυτό το παιδάκι ν’ ακούμε το γέλιο του, τη φωνούλα του… Ε, μανούλα μου; Δεν θα ‘ναι χαρά αυτό; Δεν είναι ευτυχία να δίνεις αγάπη σ’ ένα πλάσμα, χωρίς να προσμένεις τίποτα από αυτό; Μη μου στενοχωριέσαι… Θέλω να πιστεύεις ότι, όλα θα πάνε καλά…» Η μάνα της σταμάτησε να κλαίει, σκούπισε τα μάτια της κι έμεινε για ώρα χωμένη στην αγκαλιά της κόρης της, σιωπηλή και χαμένη στις σκέψεις της, είχε αρχίσει να ησυχάζει ή, τουλάχιστον, είχε αρχίσει να το παίρνει απόφαση. Έπειτα σηκώθηκε αναστενάζοντας και πήγε στην κουζίνα να ετοιμάσει τη σούπα που έτρωγαν το βράδυ…
Εντέλει η Ροδή γέννησε μόνη της, λίγο μετά τα χαράματα που η μάνα της έφυγε για τα μεταλλεία. Γέννησε γρήγορα και εύκολα, προς στιγμή φοβήθηκε, αλλά τελικά ούτε που κατάλαβε πώς έγινε. Πήρε το μωρό στην αγκαλιά της, ξαπλωμένη ακόμα στο κρεβάτι, έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να σκέφτεται ποιο απ’ όλα τα ονόματα των φάρων που είχε ακούσει από τον πατέρα της θα μπορούσε να δώσει στο  παιδί. Εκείνο έκλαιγε, το χάιδευε τρυφερά η Ροδή και κάποια στιγμή του ψιθύρισε, «θα σε λένε Βασιλίνα, αγαπούλα μου… Νομίζω πως είναι πολύ ωραίο όνομα… Μου έλεγε ο παππούς σου για έναν όμορφο, τετράγωνο φάρο στην Εύβοια, που τον λένε Βασιλίνα… Μ’ αρέσει… Να δεις που όταν μεγαλώσεις θα αρέσει και σε σένα…» Σχεδόν αμέσως είχε ανοίξει η πόρτα και είχε μπει η κυρία Λυγερή, αδελφική φίλη της μητέρας της· της είχαν δώσει κλειδί κι έμπαινε χωρίς να χτυπάει κουδούνι, την έστελνε η μητέρα της Ροδής καθημερινά τις τελευταίες μέρες όσο πλησίαζε η ώρα της γέννας, για να κρατάει συντροφιά στην ετοιμόγεννη κόρη της. Σε λίγες μέρες ήταν Χριστούγεννα, στο σπίτι έκαιγε η μεγάλη ξυλόσομπα, το κλάμα του μωρού έκανε τη Ροδή να αισθάνεται πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από αυτή τη στιγμή και στο Λαύριο εδώ και μέρες έριχνε χιονόνερο. Ο πατέρας της, τους χειμώνες, της περιέγραφε τους χιονισμένους φάρους που αντίκριζε στα ταξίδια του, όπως ο φημισμένος φάρος στο ακρωτήρι Ταινάρου, που άμα χιόνιζε και ο αέρας άσπριζε από τις νιφάδες, ο φάρος - έλεγε ο πατέρας της - έμοιαζε με στρατιώτη στητό στη θέση του, πέτρινο και φωτεινό, που δεν εγκαταλείπει στιγμή τη μάχη με τις φουρτούνες…
Τελικά, το πρώτο της ταξίδι έξω από το Λαύριο το έκανε όταν η κορούλα της η Βασιλίνα έγινε τεσσάρων χρόνων. Την πήρε μαζί της, πήρε και τη μάνα της που εκείνες τις μέρες είχε άδεια από τα μεταλλεία, τέλη καλοκαιριού ήταν, η ίδια δούλευε περιστασιακά στη λαϊκή αγορά σ’ έναν ψαρά, πήρε και τα μεροκάματα που είχε μαζέψει κι έφυγαν και οι τρεις για το τη Ζάκυνθο. Ο φάρος Σκινάρι, στο ακρωτήρι με τις γαλάζιες σπηλιές, ήταν ο πρώτος που έβλεπε στην πραγματικότητα, από τους φάρους των διηγήσεων του πατέρα της. Είχε αγοράσει μια φθηνή φωτογραφική μηχανή. Έβγαλε το φάρο δεκάδες φωτογραφίες, πότε μόνο του, πότε με τη Βασιλίνα και τη μάνα της μπροστά, πότε με το φως της ανατολής, πότε με της δύσης, σε άλλες φωτογραφίες να φαίνονται και οι γλάροι, σε άλλες μονάχα ο φάρος και ο ουρανός.
«Ροδή μου», της έλεγε τα μεσημέρια η μάνα της λίγο μετά το φαγητό στην ψαροταβέρνα, όταν η Ροδή έβαζε σιωπηλή μερικές ρόγες σταφύλι στο στόμα και κοίταζε τη θάλασσα, «πρέπει κάποια στιγμή να δεις τι θα κάνεις στη ζωή σου… Έτσι θα συνεχίσεις; Μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά να τρέχεις από φάρο σε φάρο να βγάζεις φωτογραφίες; Να παντρευτείς Ροδή μου.., κοίτα να βρεις κάνα καλό παιδί και να το πάρεις… Στενοχωριέμαι να σε βλέπω μόνη… Αν ζούσε ο πατέρας σου…»
«Αν ζούσε ο πατέρας, τι, μάνα;» τη διέκοπτε η Ροδή. «Για πες τη συνέχεια, ή μάλλον, άσε, θα πω εγώ τη συνέχεια, γιατί την ξέρω καλύτερα από σένα… Λοιπόν, αν ζούσε ο πατέρας, μάνα, θα είχε ένα πρόσωπο φωτεινό από τη χαρά για την εγγονή του και θα με ρώταγε σε ποιο φάρο θα ήθελα να πάμε στο επόμενο ταξίδι μας. Εγώ θα σκεφτόμουν λίγο και μετά θα του έλεγα να πάμε στον Άγιο Φωκά, στην Πάρο, ή στη Μεγίστη, στο Καστελλόριζο. Και τότε εκείνος ξέρεις τι θα έκανε; Θυμάσαι τι έκανε όταν του ζητούσα να πάμε όλοι μαζί ένα ταξίδι στους φάρους; Θα γύριζε την κασετίνα με τα τσιγάρα του ανάποδα, θα έβγαζε το στυλό απ’ το τσεπάκι του, θα έκανε τους λογαριασμούς του πάνω στην κασετίνα - έτσι έκανε πάντα, θυμάσαι; - και θα μου έλεγε, Ροδή μου, αυτό το μήνα δεν μας φτάνουν τα  λεφτά να πάμε ταξίδι στους φάρους… Αλλά θα προσπαθήσουμε να πάμε το καλοκαίρι στη Λευκάδα, να δεις τον φάρο που λέγεται Δουκάτο, έτσι καρδιά μου;” Ο πατέρας, μάνα, δεν θα νοιαζόταν αν το παιδί θα είχε μάνα παντρεμένη. Θα γινόταν εκείνος πατέρας του παιδιού. Θα αναπλήρωνε εκείνος το κενό. Πώς είναι ο φάρος; Τις νύχτες; Στις φουρτούνες; Που απλώνει το φως του στο πέλαγο; Για τους κινδύνους; Έτσι ήταν ο πατέρας μου, μάνα… Ο φάρος μου».

Δεκαπέντε χρόνια ταξίδια, χειμώνες και καλοκαίρια, με φουρτούνες και με κάλμες, πότε παρέα με την κόρη της και τη μητέρα της, πότε μόνη, απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλες τις θάλασσες όπου δούλεψε ο πατέρας της. Τον πρώτο καιρό με την παλιά φθηνή φωτογραφική της μηχανή κι αργότερα με την καινούργια, την ακριβή. Φάρος Μαντόνα των Παξών, Κανδελιούσσα Νισύρου, Μεγίστη Καστελλόριζου, Μεγάλο Έμβολο - Αγγελοχώρι  Θεσσαλονίκης, Αργυρόνησος Ευβοϊκού κόλπου, Μανδήλι Καρύστου, Σπαθί Σερίφου, Μεγανήσι Λέσβου, φάρος της Πάτρας.
Τα πρώτα χρόνια δούλευε συνέχεια στον ψαρά. Έπειτα, παράλληλα με τα ταξίδια της, άρχισε να γράφει τις θαλασσινές της εντυπώσεις από τα άγρια μέρη των φάρων. Πήγε τα κείμενά της σε εφημερίδες και περιοδικά. Άρεσαν. Άρχισε να συνεργάζεται με έντυπα. Άρχισε να πληρώνεται καλύτερα από ο,τι στον ψαρά. Συνέχιζε να γράφει για τις θάλασσες και να φωτογραφίζει φάρους. Σταμάτησε να δουλεύει στον ψαρά. Η ζωή της είχε αρχίσει να γίνεται περίπου όπως τη φανταζόταν μικρή….
Σήμερα η Βασιλίνα της είναι είκοσι χρονώ κοπέλα. Σπουδάζει ιστορικός τέχνης. Η Ροδή, κοντεύει τα σαράντα. Η μητέρα της έχει πάρει σύνταξη κι όλη μέρα ασχολείται με τα γεράνια, τους ιβίσκους, το δενδρολίβανο και τη λεβάντα στον κήπο τους. Μπόρεσε και το ανακαίνισε εκείνο το σπιτάκι στο βράχο, η Ροδή. Δεν θέλησε να φύγει από εκεί. Πήρε δάνειο και σχεδόν το έχτισε από την αρχή. Τα βραδάκια που βγαίνει στον κήπο και το κοιτάζει απ’ έξω, όμορφο και φωτεινό, με επένδυση πέτρας και ξύλινα τεράστια παράθυρα που αφήνουν όλο το φως του πελάγους να μπαίνει στα δωμάτια, της αρέσει να φαντάζεται ότι, το πατρικό της μοιάζει με φάρο που όλη νύχτα τον χτυπάνε τα κύματα κι αυτός το πρωί με το φως της ανατολής δείχνει στητός κι αγέρωχος, ένας πέτρινος στρατιώτης που μένει σταθερός στη θέση του, μεσ’ στη μανία της θάλασσας…
Πριν μερικά χρόνια παντρεύτηκε τον Ηλία. Επαγγελματίας σκίπερ αυτός, καπετάνιος σε ιστιοφόρο, δουλεύει τους καλοκαιρινούς μήνες και μέχρι τον Σεπτέμβρη σε ιστιοφόρα που νοικιάζονται για κρουαζιέρες σε τουρίστες, και τους χειμώνες παίζει μπουζούκι και τραγουδάει αρχοντορεμπέτικα σε ταβέρνα του Λαυρίου. Εκεί τον γνώρισε η Ροδή, ένα Σάββατο βράδυ που είχε βγει με δυο φίλες της. Ταίριαξαν, έσμιξαν, τα βρήκαν. Τον αγάπησε. Κι εκείνος. Σε λίγους μήνες της ζήτησε να παντρευτούν.
«Ηλία, εάν παντρευτείς εμένα», του είχε πει σοβαρή η Ροδή που δεν μάσαγε τα λόγια της, «ουσιαστικά παντρεύεσαι τρεις γυναίκες. Θα πάρεις επίσης τη μάνα μου και την κόρη μου. Η κόρη μου εξώγαμη. Δεν έχουμε χωρίσει ποτέ εμείς οι τρεις. Και ούτε πρόκειται. Άντρας στο σπίτι δεν έχει μπει. Τα καταφέρνουμε μόνες μας επειδή λειτουργούμε σαν ομάδα. Άμα, λοιπόν, είναι να μπεις στο σπίτι μας, να μπεις αντρίκια. Το παιδί μου να το αγαπήσεις και μάλιστα να το υιοθετήσεις. Να σ’ έχει πατέρα. Σ’ ακούω, λέγε… Εγώ, την πρόταση που μου έκανες, την άκουσα σαν τρεις γυναίκες και απαντάω για λογαριασμό και των τριών μας ‘ναι’. Εσύ, τι έχεις να μας πεις;»
Ο Ηλίας είχε χαμογελάσει. Από μικρό παιδί είχε μεγαλώσει στο λιμάνι και στις θάλασσες. Δεν έλεγα πολλά λόγια, αλλά έκανε πάντα τους γύρω του να νοιώθουν ότι μπορούν να τον εμπιστευτούν. «Πες και στις άλλες γυναίκες μου», της είχε απαντήσει τρυφερά, «ότι θα σας κάνω και τις τρεις ευτυχισμένες…»

Σε λίγες μέρες η Ροδή θα έκανε την παρουσίαση του βιβλίου, ένα πολυτελές λεύκωμα με φωτογραφίες των φάρων της Ελλάδας και συνεντεύξεις από τους παλιούς ελεγκτές φάρων, του πολεμικού ναυτικού. Της πήρε χρόνια να το ολοκληρώσει. Αλλά έμεινε ευχαριστημένη. Ήταν ακριβώς όπως το ονειρευόταν και βέβαια αφιερωμένο στον πατέρα της. Η παρουσίαση θα γινόταν στην ταβέρνα που τραγουδούσε ο Ηλίας, με καλεσμένους συναδέλφους του πατέρα της, φίλους από τα περιοδικά, συμμαθήτριες και γείτονες από το Λαύριο.
Πάντα, όταν άνοιγε την πόρτα του σπιτιού της για να φύγει, αναπόφευκτα τα μάτια της έπεφταν στη θάλασσα. Κοντοστεκόταν πάντα, ακόμα κι όταν βιαζόταν. Κοίταζε μακριά, το πέλαγο, το λαμπύρισμα της θάλασσας κάτω από τον ήλιο ή το φεγγάρι κι έλεγε δυο κουβέντες στον πατέρα της. Μέσα της. Ένα «γεια σου μπαμπά μου…» Όταν έφευγε εκείνο το απόγευμα για την παρουσίαση του βιβλίου της, με τον άντρα της, την κόρη της και τη μάνα της, έμεινε τελευταία να κλειδώσει την πόρτα. Οι άλλοι προχώρησαν. Κλείδωσε κι έστρεψε τα μάτια στη θάλασσα. Ο ήλιος έδυε. Μαγευτικό το χρώμα στο Μυρτώο πέλαγο…
«Πατέρα μου», είπε ψιθυριστά, «αν κάτι έμαθα πολύ καλά κοντά σου, από τότε που ήμουν μικρό κοριτσάκι μ’ ένα μαντολάτο στο στόμα, είναι ότι η αγάπη είναι ένας τεράστιος φάρος στην καρδιά, που τον φροντίζει - ώστε να είναι πάντα αναμμένος - ένας αγαπημένος πατέρας: ο πατέρας μας, ένας άγιος, ένας θεός, ένας πατέρας τέλος πάντων…»   

                                                                                                
Πρώτο βραβείο:

EYELANDS 2ος ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ

Θέμα διαγωνισμού: «Ελλάδα»




Δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2025 στο τεύχος  Νο 82  του περιοδικού  

«δε|κατα» με θέμα: «Αιγαίο»


Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού ποιητή και συγγραφέα Ντίνο Σιώτη, 

 για τη δημοσίευση.   

         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα απρεπή, κακόβουλα και κακόγουστα σχόλια θα διαγράφονται. Επίσης στηρίζω τη θέση ότι η ελληνική γλώσσα είναι από μόνη της πολιτισμός, καθώς είναι η γλώσσα του Οδυσσέα Ελύτη και του Ομήρου. Τα greeeklish όχι.