Powered By Blogger

Translate

21 Φεβρουαρίου 2020

«Η τρελή που δεν φοβόταν»


Κυριακή πρωί, με αχνιστό τσάι, μου αρέσει να ψάχνω στο internet και να βρίσκω σε ειδησεογραφικούς ιστότοπους ενδιαφέροντα άρθρα, κυρίως κοινωνικού περιεχομένου, και να τα διαβάζω όσο θα έχω τσάι στο φλιτζάνι. Συνήθως, με τραβάει ο τίτλος τους. Εκείνη την Κυριακή, ο τίτλος εκείνος με έκανε να ανατριχιάσω:

«Η γυναίκα που έθαβε τους γκέι με AIDS
για να μην μείνουν στα αζήτητα»
Υπότιτλος: Η συγκλονιστική ιστορία της «τρελής που δεν φοβόταν»

Το όνομά της, Ruth Coker Burks. Κοιτάζω τη φωτογραφία της• μια σοβαρή ξανθιά γυναίκα με ελαφρύ μακιγιάζ και διακριτικά σκουλαρίκια. Έχει σκύψει το βλέμμα και μοιάζει να κοιτάζει σε κάποιο γραπτό. Γύρω από τα μάτια και τα χείλη έχει λεπτές ρυτίδες από αυτές που τις χαρακτηρίζουμε ως «ρυτίδες σκέψης»: οι γνωστές γραμμές που σχηματίζονται σε συγκεκριμένα σημεία του προσώπου όταν η σκέψη είναι τέτοια που δεν επιτρέπει στους μύες να χαλαρώσουν, όταν οι μύες του προσώπου σκληραίνουν γιατί απλώς σκληρές είναι και οι εικόνες που έχουν αντικρίσει τα μάτια κι επίσης σκληρές και οι φωνές που έχουν ακούσει τα αφτιά και η ψυχή.   


Όταν ολοκλήρωσα το διάβασμα του άρθρου είχα πειστεί πως η Ruth είναι από τους ανθρώπους που θα ήθελα πάρα πολύ να είναι φίλη μου, ή ακόμα καλύτερα, συγγενής εξ αίματος. Παραθέτω το άρθρο:

 «Η Ruth Coker Burks ενδιαφέρθηκε για όλους εκείνους, κυρίως γκέι, που πέθαιναν από AIDS και οι οικογένειές τους τους εγκατέλειψαν. Ήταν το στήριγμά τους στις τελευταίες τους στιγμές. Έθαψε δεκάδες ανθρώπους αφού οι οικογένειές τους αρνήθηκαν να παραλάβουν τα νεκρά τους σώματα. Για πολλούς από αυτούς, είναι ο μόνος άνθρωπος που ξέρει πού είναι ο τάφος τους.

Όλα ξεκίνησαν το 1984 σε ένα διάδρομο νοσοκομείου. Η 25χρονη τότε Ruth Coker Burks επισκέφθηκε ένα φίλο της που είχε καρκίνο. Είχε υποβληθεί σε πέντε χειρουργικές επεμβάσεις κι έτσι η Ruth είχε περάσει πολλές μέρες σε εκείνο το νοσοκομείο για να είναι κοντά του. Τότε ήταν που την προσοχή της τράβηξε μία πόρτα, η οποία είχε απαγορευτικό εισόδου, και την οποία περνούσε μόνο μια νοσοκόμα.
Από περιέργεια ή από κάποια εσωτερική ανάγκη, μία μέρα αποφάσισε να περάσει αυτήν την απαγορευμένη πόρτα και να μπει μέσα στο δωμάτιο. Αντίκρισε τον άνθρωπο που κανένας δεν ήθελε να πλησιάσει. Είδε έναν άντρα εξαθλιωμένο, σχεδόν σκελετωμένο, που έπασχε από AIDS. Το βάρος του δεν ξεπερνούσε τα 45 κιλά. Εκείνος της ζήτησε να δει τη μητέρα του πριν πεθάνει.

Η Ruth μετέφερε την επιθυμία του στις νοσοκόμες. Εκείνες γέλασαν και της είπαν ότι ο συγκεκριμένος άντρας βρισκόταν εκεί ήδη έξι βδομάδες και κανένας δεν τον είχε αναζητήσει ή επισκεφθεί. Ζήτησε το τηλέφωνο της μητέρας του για να της μιλήσει και να της μεταφέρει την επιθυμία του γιου της.
Η μητέρα αρχικά της έκλεισε το τηλέφωνο. Η Ruth την ξαναπήρε και την έπεισε να την ακούσει, απειλώντας την ότι θα δημοσιοποιήσει το πιστοποιητικό θανάτου του γιου της στην τοπική εφημερίδα της περιοχής της και θα ανέφερε την αιτία του θανάτου του. Το τηλεφώνημα δεν είχε θετική κατάληξη. Η μητέρα είπε στην Ruth, ότι ο γιος της είναι αμαρτωλός και ότι για εκείνη είναι νεκρός, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν θέλει καν να παραλάβει το σώμα του όταν πεθάνει.

Η Ruth επέστρεψε στο δωμάτιο προσπαθώντας να σκεφτεί τι θα του πει, αλλά εκείνος, λόγω του πυρετού, νόμιζε ότι στο δωμάτιο βρισκόταν η μητέρα του. «Μανούλα. Το ήξερα ότι θα έρθεις» της είπε και της έπιασε το χέρι. Η Ruth δεν του αποκάλυψε την αλήθεια. Τι νόημα θα είχε. Έμεινε δίπλα του φροντίζοντας τον για τις επόμενες ώρες, μέχρι που άφησε την τελευταία του πνοή.

Όταν επικοινώνησε με τη μητέρα του ξανά, για να της πει ότι ο γιος της έφυγε από τη ζωή, η μητέρα όχι μόνο δεν λύγισε στο άκουσμα της είδησης αλλά της είπε ότι δεν θέλει να θάψει το παιδί της.



Έτσι, η Ruth ανέλαβε και την ταφή του σε ένα κοιμητήριο το οποίο ήταν ουσιαστικά δικό της λόγω μιας παλιάς διαμάχης της μητέρας της με έναν θείο της, και τελώντας η ίδια μία «τελετή» αφού κανένας ιερέας δεν δεχόταν να την πραγματοποιήσει.
Αυτό το περιστατικό ήταν η αρχή. Όσο περνούσε ο καιρός γινόταν γνωστή ως η «τρελή που δεν φοβόταν», με αποτέλεσμα πολλοί να παραπέμπουν ασθενείς του AIDS σε εκείνη, για να μην τους αναλάβουν οι ίδιοι.
Μέσα σε περίπου μία δεκαετία είχε αναλάβει πάνω από 1.000 ανθρώπους, οι οποίοι πέθαιναν από AIDS, ενώ χρειάστηκε να θάψει η ίδια περισσότερους από 40, οι οποίοι θα έμεναν στα αζήτητα αφού κανείς δεν ήθελε να αναλάβει την ταφή τους.

Η κάλυψη των εξόδων για την φροντίδα αυτών των ανθρώπων γινόταν από χρήματα, τα οποία προέρχονταν πολλές φορές από την τσέπη της, από φίλους αλλά και από δωρεές.

Ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων προερχόταν από γκέι κλαμπ. «Πραγματοποιούσαν ένα drag show κάθε σαββατόβραδο και από εκεί έρχονταν τα λεφτά. Έτσι πληρώναμε φάρμακα, έτσι πληρώναμε το ενοίκιο. Εάν δεν ήταν οι drag queens, δεν ξέρω τι θα είχαμε κάνει» είχε πει σε συνέντευξή της.

Το 2010, στα 51 της χρόνια έπαθε εγκεφαλικό. Η ίδια πίστευε ότι ο πόνος που βίωνε δίπλα σε αυτούς τους ανθρώπους, που τους έβλεπε να αργοσβήνουν εγκαταλελειμμένοι από τις οικογένειές τους, συνετέλεσε σε αυτό.
Αυτό όμως που της έδινε δύναμη να συνεχίσει ήταν το να βλέπει ανθρώπους να νοιάζονται πραγματικά για τους φίλους και τους συντρόφους τους με ανιδιοτέλεια και αξιοπρέπεια.

«Έβλεπα εκείνους τους άντρες να φροντίζουν τους συντρόφους τους και να τους βλέπουν να πεθαίνουν. Τους έχω δει να τους κρατάνε μέσα στο ντουζ. Τους κράταγαν, ενώ εγώ τους έπλενα. Τους κουβαλούσαν στο κρεβάτι. Τους στέγνωναν και τους άπλωναν λοσιόν. Το έκαναν αυτό μέχρι το τέλος, γνωρίζοντας ότι σύντομα θα βρίσκονταν οι ίδιοι στη θέση τους. Θα μου πείτε ότι αυτό δεν είναι αγάπη και αφοσίωση; Εγώ, πάντως, δεν ξέρω πολλούς ετεροφυλόφιλους που θα έκαναν το ίδιο» έχει πει σε συνέντευξή της.

Πλέον, με το σύστημα υγείας να αντιμετωπίζει πολύ διαφορετικά τους ασθενείς του AIDS, η βοήθεια της έχει πάψει να είναι απαραίτητη. Υπάρχει όμως κάτι που θα ήθελε να δει πριν πεθάνει και το έχει εκφράσει... Είναι ένα είδος μνημείου σε εκείνο το κοιμητήριο, που η ίδια έθαψε δεκάδες ανθρώπους, στο οποίο θα αναγράφονται τα ονόματα όλων τους μαζί με την σημείωση: «Αυτό συνέβη. Το 1984 ξεκίνησε. Απλά συνέχισαν να έρχονται και να έρχονται. Και ήξεραν ότι κάποιος θα τους θυμόταν, θα τους αγαπούσε και θα τους φρόντιζε και ότι κάποιος θα έλεγε μία ευγενική κουβέντα για αυτούς, όταν θα πέθαιναν».

                                                                                         

 12/01/2020 newsbeast

                                                                    20/01/2020 newsbeast






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα απρεπή, κακόβουλα και κακόγουστα σχόλια θα διαγράφονται. Επίσης στηρίζω τη θέση ότι η ελληνική γλώσσα είναι από μόνη της πολιτισμός, καθώς είναι η γλώσσα του Οδυσσέα Ελύτη και του Ομήρου. Τα greeeklish όχι.