Powered By Blogger

Translate

23 Νοεμβρίου 2019

Νάσος Βαγενάς, «Πανωραία» - ποίηση

Το εξώφυλλο του βιβλίου έχει τη φωτογραφίας μιας νέας γυναίκας που αν δεν γνωρίζεις κάτι γι’ αυτήν, υποθέτεις ότι είναι από εκείνες τις όμορφες γυναίκες της δεκαετίας του ’30, ντυμένη για κάποιο χορό. Ο Νάσος Βαγενάς θα πει στο εσωτερικό του βιβλίου ότι είναι η Πανωραία, η αδελφή της γιαγιάς του, την ημέρα του γάμου της. 

Η ποιητική αυτή συλλογή κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κέδρος» το 2016, αλλά μόλις φέτος, το 2019, έπεσε στα χέρια μου. Είχα πάει στον εκδοτικό, το είχα πάρει, το είχα βάλει στην τσάντα μου και επέστρεφα στο σπίτι. Κατέβηκα στο μετρό, πήγα στην αποβάθρα, κάθισα σ’ ένα παγκάκι και περίμενα το τρένο. Στα λίγα λεπτά της αναμονής, έβγαλα το βιβλίο από την τσάντα για να το ξεφυλλίσω και να του ρίξω μια ματιά. Άρχισα να διαβάζω στην τύχη. Τελικά, έμεινα στο παγκάκι αρκετή ώρα. Άφησα και πέρασαν νομίζω τρεις συρμοί και μετά έφυγα. Δεν ήθελα, αλλά και ούτε μπορούσα, να σταματήσω να το διαβάζω. Είναι από τα ποιήματα εκείνα που συντονίζονται με κάποιες πολύ ευαίσθητες εσωτερικές χορδές μου κι αυτό με κάνει να αισθάνομαι πάρα πολύ κοντά στον ποιητή τους, να τον νιώθω αδελφό μου, να αισθάνομαι ξαφνικά ότι έχω συγγένεια μαζί του. (Αυτό του το είχα πει σε κάποια συνάντησή μας και εκείνος, σαν αγνός ποιητής, χαμογέλασε αμυδρά και χαμήλωσε το κεφάλι…)

Hall Groat II, Shell and Leaf With Pocket Watch



Νάσος Βαγενάς «Πανωραία» - Κέδρος 2016

Τη βλέπω στ’ όνειρό μου κάθε τόσο,
χλωμή, ξερακιανή, αλλοπαρμένη,
με πρόσωπο ένα δίχτυ από ρυτίδες,
να σιδερώνει το φόρεμα του γάμου της.

Καθρέφτη δεν είχε στο σπίτι. Κοιταζόταν
στο τζάμι μιας παλιάς φωτογραφίας της.




Claude Oscar Monet, Pioppi in Autunno


«Βροχή που πέφτει στο μάρμαρο πεθαίνει»,
είπε, Σάββατο των Ψυχών, στα Μνήματα,
αγγίζοντας το γιασεμί που είχε ανθίσει
δίπλα απ’ την πλάκα του Τσαταλμπασίδη.


Θυμάμαι το παχύ χαλί με τον ελέφαντα
-με τρόμαζε, δεν το πατούσα.
Το τύλιξε και το ‘δωσε στον γύφτο
για ένα φθηνό κιλίμι, ριγωτό.






Johannes Grenness, Woman Holding a Portrait


Μιλούσαν για φορέματα και χρώματα
κι ας φορούσαν όλες μαύρα
(στη θράκα  καίγονταν μανταρινόφλουδες,
έξω τα είχε σκεπάσει όλα το χιόνι).

Της Αργυρώς της άρεσε το πράσινο.
Της Κορνηλίας το μαβί.
Πορτοκαλί η Ευτέρπη.

                              «Εσύ;»,

«Εγώ…», σαν να ξύπνησε, «εγώ…
το χρώμα που έχει η νύχτα το πρωί».



Gustav Klimt
 Italian Garden Landscape illuminates the room



Νερά του Αγγίτη. Λαμπερή Πρωτομαγιά
στην εξοχή. Να πιάσουμε τον Μάη.
Στεφάνια, παπαρούνες στα μαλλιά.
Γύρω χορεύαν, τραγουδούσαν, όπως πέρσι
-λύρες ποντιακές κι ακορντεόν.
Τρυγόνια φτερουγίζαν χαμηλά.
Η αρκούδα με το ντέφι.

Ακίνητη καθόταν κάτω από τον πλάτανο
Σαν αίγα μαύρη, ολόμαυρη,
Μασώντας το σκοτάδι.





Sir Edward Burne-Jones, Woman's head
(detail from a sketchbook)


Μπορούσα να αισθανθώ τι αισθανόταν
Από τον τρόπο που μου κράταγε το χέρι.
Σφιχτά τις πιο πολλές φορές. Μα όταν περνούσαμε
απ’ το Μνημείο με τα πολλά ονόματα
μου το κρατούσε ακόμα πιο σφιχτά.


Ζακέτα μαύρη, με ασημί κουμπιά, σφικτόπλεκτη,
(δώρο της Αργυρώς στον αρραβώνα της),
με τρύπα στο πλευρό από ξιφολόγχη
τη μέρα της σφαγής (Σεπτέμβρης του ’41).

Τη φόραγε αμαντάριστη κι έξω από το σπίτι.





Odilon Redon, Sailing Boat with Two Passengers
(La Barque)

«Αυτά που πέρασαν γυρνούν σαν κύμα.
Εσύ πότε έμαθες να κολυμπάς;»,
με ρώτησε όταν επιστρέφοντας απ’ την Καβάλα
είπα πως είδα τη θάλασσα για πρώτη φορά.

Βλέποντας ένα πούπουλο να κατεβαίνει
από τον ουρανό, καθώς ξημέρωνε,
«από πουλί είναι», είπε, «μην ευφραίνεστε,
Σάββατο δεν δουλεύουν οι άγγελοι».

Κάργες κατέβαιναν στον κήπο όταν σκοτείνιαζε.
Εκείνη ανάμεσά τους με ησύχαζε
ταΐζοντας τες μουσκεμένο ψωμί.
«Μαύρες τις λένε γιατί δεν ξέρουν
τι χρώμα έχει το μέσα τους».





Odilon Redon, Bouquet of flowers in a blue vase


Φυσούσε ασταμάτητα όλη μέρα
-ο αέρας έπαιρνε δέντρα κι υπόστεγα-
βροχή κατακλυσμός, ποτάμια οι δρόμοι,
κι ακούγονταν πως κάποιοι είχαν πνιγεί.

Εκείνη, καθισμένη στο παράθυρο,
Ατάραχη, κεντούσε σιγοτραγουδώντας
σ’ ένα παλιό λινό τραπεζομάντηλο
γαρύφαλα, ανεμώνες, πασχαλιές.









Pierre Auguste Renoir, Landscape by the Seine
The Argenteuil Bridge


Και η γιαγιά μου η Ασημένια, που ήταν πάντα
μ’ ένα τεφτέρι στο χέρι λογαριάζοντας,
δεν άντεξε: «Συμμαζέψου! Μη σπαταλάς!
Δεκάρα δεν θα σε μείνει για το Πάσχα».
                                                 
Εκείνη αγρίεψε:
«Μόνο οι γέροι θυμούνται το μέλλον!».
Έπειτα προς το μέρος μου, γαλήνια:
«Αυτό γραφ’ το στον τάφο μου».






                 Νάσος Βαγενάς «Πανωραία» - εκδόσεις Κέδρος, 2016


Ο Νάσος Βαγενάς (Δράμα, 8 Μαρτίου 1945), γιος του μεταφραστή Αχιλλέα Βαγενά και της Μάρθας Ιωακειμίδου, είναι Έλληνας ποιητής της Γενιάς του ’70, δοκιμιογράφος, κριτικός, μεταφραστής και πανεπιστημιακός. Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιταλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, Συγκριτική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Essex και στο Cambridge, King’s College. Υπήρξε Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης.

Το 1980 του απονέμεται το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου-Μελέτης για το βιβλίο του Ο ποιητής και ο χορευτής, το οποίο αποποιείται.
Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου-Μελέτης το 1995 για το βιβλίο του Η Ειρωνική γλώσσα: Κριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία και με το Κρατικό Βραβείο ποίησης το 2005 για την ποιητική συλλογή Στέφανος, ενώ το 2009 του απονεμήθηκε το Μακεδονικό Βραβείο για το σύνολο του έργου του.
Έχει λάβει επίσης το Διεθνές Βραβείο Ποίησης Circe Sabaudia για τη συλλογή του Σκοτεινές μπαλλάντες και άλλα ποιήματα, το Διεθνές Βραβείο Ποίησης Attiglio Bertolucci για το συνολικό ποιητικό του έργο, όπως και το Διεθνές Βραβείο Ποίησης Branko Radicevic. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες, στα αγγλικά, στα ιταλικά, στα ολλανδικά, στα ισπανικά, στα ρουμανικά κτλ.
Το 2013 βραβεύθηκε «για το σύνολο του δοκιμιακού του έργου», από την Ακαδημία Αθηνών.

Giuseppe Pellizza da Volpedo, Tramonto

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα απρεπή, κακόβουλα και κακόγουστα σχόλια θα διαγράφονται. Επίσης στηρίζω τη θέση ότι η ελληνική γλώσσα είναι από μόνη της πολιτισμός, καθώς είναι η γλώσσα του Οδυσσέα Ελύτη και του Ομήρου. Τα greeeklish όχι.