Ο Maurice Baquet στο Παρίσι με ομπρέλα και τσέλο
Το πρωί μού
τηλεφώνησε η Ραχήλ. «Θα ‘ρχόμουν να πιούμε τσάι μαζί», μου είπε, «αλλά κάθε
μέρα γερνάω όλο και πιο πολύ. Σήμερα έχω έναν πόνο στην πλάτη που χθες δεν τον είχα.
Είναι που χθες ήμουν κατά μία ημέρα νεότερη…»
Η Ραχήλ ζούσε είκοσι
χρόνια στο Παρίσι με τον άντρα της και τον σκύλο της. Τους έχασε και τους δύο
σε τροχαίο• επέζησε μόνο αυτή μ’ ένα ελαφρύ κούτσαμα στο δεξί της πόδι. Λίγους
μήνες μετά πούλησε τον φούρνο που είχαν ανοίξει με τον άντρας της, μάζεψε τα
πράματά της, πήρε όσα χρήματα τής είχαν μείνει στην τράπεζα και επέστρεψε στην
Αθήνα για πάντα. Στο Παρίσι είχαν πάει με τον άντρα της ως οικονομικοί
μετανάστες. Είχαν προκόψει. Ο φούρνος ήταν το πρώτο μαγαζί που άνοιξαν και
πέτυχε. Ήταν διάσημος στην περιοχή που έμεναν. Ζυμωτό ψωμί, χωριάτικες
τυρόπιτες, γαλλικός καφές, αρωματικό τσάι, κουλούρια πορτοκαλιού που
μοσχοβολούσαν με το που άνοιγες την πόρτα. Παιδιά, δεν έκαναν. Η μόνη σκιά στο
φωτεινό τους βλέμμα.
Μετά το τροχαίο και
τους θανάτους επέστρεψε στη γειτονιά που γνώρισε και ερωτεύτηκε τον άντρα της,
κάπου στον περιφερειακό του Υμηττού, κοντά στο παλιό στρατόπεδο. Εκεί κοντά την
είχα γνωρίσει κι εγώ κάνα δυο χρόνια πριν μετοικήσει στο Παρίσι. Έβρεχε
καταρρακτωδώς εκείνη την ημέρα και τρέξαμε και οι δύο να προφυλαχτούμε σ’ ένα
γκαράζ με στέγη από ελενίτ. Γυρίσαμε, κοιταχτήκαμε, χαμογελάσαμε, γνωριστήκαμε.
Κόπασε η βροχή, πήγαμε για καφέ στην πλατεία. Σαν να την ήξερα χρόνια. Κι όταν έφυγε για το Παρίσι ήταν σαν να έφευγε
μια καλή, παλιά μου φίλη. Γράμματα όλο αυτό το διάστημα, τηλεφωνήματα, mails,
κουβέντα, γέλια, στενοχώριες, χαρές. Το σπίτι που επέστρεψε ήταν το πατρικό του
άντρα της, μια παλιά μονοκατοικία που αύριο-μεθαύριο θα δοθεί αντιπαροχή, πέντε
λεπτά από το σπίτι που μένω. Μου τηλεφωνάει συχνά.
«Με τον πόνο στην
πλάτη δεν μπορώ να έρθω», μου λέει σήμερα το πρωί, «αλλά θέλω να σου πω το
όνειρο που είδα». Πίνει καφέ, ακούω τη γουλιά της. Καπνίζει. Ακούω την ανάσα
της.
«Τον Μορίς Μπακέ,
τον ήξερες;» με ρωτάει. Δεν περιμένει απάντηση, συνεχίζει. «Ήταν Γάλλος
ηθοποιός, έπαιζε βιολοντσέλο. Τον είδα στον ύπνο μου απόψε. Έβρεχε, λέει, στο
Παρίσι, ο άντρας μου και ο σκύλος μου είχαν πεθάνει, είχα βγει στους δρόμους να
περπατήσω και μ’ έπιασε βροχή. Δεν ήθελα να επιστρέψω στο σπίτι, μου έλειπαν οι
νεκροί μου. Κάθισα όρθια στο πεζοδρόμιο με σκυμμένο κεφάλι. Γινόμουν μούσκεμα
αλλά δεν έφευγα.
»Αισθάνομαι να με
πλησιάζει κάποιος. Βάζει μια μεγάλη ομπρέλα πάνω από το κεφάλι μου. Γυρνάω, τον
κοιτάω. Ήταν ο Μορίς Μπακέ. Φορούσε με λευκή καπαρντίνα και κρατούσε ένα μεγάλο
τσέλο. Μου χαμογελούσε. Έμοιαζε λίγο με τον άντρα μου. Είχε ένα γλυκό, παιδικό,
αθώο βλέμμα και σκούρα καλοχτενισμένα μαλλιά, παρόλο τον παλιόκαιρο.
Προσπαθούσε να κρατάει έτσι την ομπρέλα ώστε και εγώ να μην βρέχομαι και το
τσέλο του.
»Πού πάτε; με
ρώτησε. Πουθενά, του απάντησα. Τι κάνετε εδώ, χωρίς ομπρέλα στη βροχή, έξω από
το σπίτι σας; Πενθώ τον άντρα μου, του απάντησα. Σοβάρεψε. Κοίταξε γύρω του. Το
απέναντι πεζοδρόμιο ήταν σκεπαστό και είχε καμάρες. Ελάτε, μου είπε. Περάσαμε
απέναντι. Πήγαμε κάτω από τις καμάρες. Σταθήκαμε κοντά στον τοίχο. Ο Μορίς
Μπακέ έκλεισε την ομπρέλα του και την ακούμπησε πλάι του. Έβγαλε τη ράβδο
στήριξης από τη θήκη που είχε μαζί του, την έβαλε χάμω, στο πεζοδρόμιο, και
στερέωσε πάνω της το τσέλο. Έπειτα έβγαλε το δοξάρι. Άρχισε να παίζει όρθιος,
δίπλα μου. Για σένα, μου είπε, και χαμογέλασε. Για να γαληνέψει ο πόνος σου…
»Το γνώριζα εκείνο
το κομμάτι. Ήταν μια σονάτα για τσέλο του Μπραμς. Κάποιοι περαστικοί σταματούσαν
και μας κοιτούσαν. Τους άρεσε η εικόνα, όπως έβλεπα στα μάτια τους. Σε λίγα
λεπτά είχε σχηματιστεί ένας κύκλος γύρω μας από περαστικούς με βρεγμένα μαλλιά
και παπούτσια και χρωματιστές όμορφες ομπρέλες. Ξέρεις, μέσα σε εκείνη τη
μουντάδα του Παρισιού με τα λασπόνερα στους δρόμους και τα πεζοδρόμια, εμείς η
παρέα με το φωτεινό βλέμμα μαζεμένοι γύρω από τις μελωδίες ενός τσέλου ήμασταν
σαν πίνακας ιμπρεσιονιστή ζωγράφου που βγήκε στους δρόμους να δώσει χρώμα και
φως στα σημεία που δεν φωτίζονταν. Νοιώθεις καλύτερα; γυρνάει κάποια στιγμή ο
Μορίς Μπακέ και με ρωτάει. Ναι, του λέω και το πίστευα απόλυτα.
»Δεν θυμάμαι πόση
ώρα καθίσαμε κάτω από την καμάρα με το τσέλο και τις μελωδίες, αλλά κάποια
στιγμή είδα πως είχε βραδιάσει. Κρυώνω, του είπα. Κι εγώ, μου είπε. Έβαλε το
τσέλο στη θήκη, τακτοποίησε τη ράβδο στήριξης και το δοξάρι και με κοίταξε.
Ξέρω ένα μοτέλ στη Μονμάρτη, μου είπε. Στο φως της νύχτας διέκρινα ένα ρόδινο
χρώμα στο πρόσωπό του. Τον ακολούθησα. Δεν ήθελα να επιστρέψω στο σπίτι. Μου άρεσε
η συντροφιά του. Μείναμε στο μοτέλ τρεις μέρες. Εσώκλειστοι. Ευτυχισμένοι.
Ελεύθεροι. Με μουσική από το τσέλο. Με πεσκανδρίτσα ψαρόσουπα με δάφνη και
σαφράν, με κις λορέν με φρέσκα αυγά και μπέικον, με σουφλέ τυριών και ροζέ
κρασί Προβηγκίας. Και πολλή αγάπη. Τίποτ’ άλλο.
»Ξημερώματα της
τρίτης μέρας κάναμε έρωτα και χωρίσαμε. Χωρίς υποσχέσεις να ξαναβρεθούμε, χωρίς
συναισθηματικά βάρη. Ανάλαφροι. Χορτασμένοι. Είσαι εντάξει; με ρώτησε. Είμαι
ευτυχισμένη, του απάντησα. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα πρώτη. Ο διάδρομος του
μοτέλ είχε φως. Είχε πολύ φως. Προχώρησα μέσα στο φως μέχρι που χάθηκα. Το φως
δυνάμωνε. Ξημέρωνε. Ξύπνησα. Ήταν όνειρο, αγαπημένη μου φίλη…»
Είπαμε κι άλλα με τη
Ραχήλ, την άκουγα να ανάβει συνέχεια τσιγάρα, είπαμε να πάμε θέατρο έστω και με
την υποχρεωτική μάσκα για τον Covid και κλείσαμε. Θα μαγείρευε ψητό κατσαρόλας,
μου είπε, θα έφτιαχνα ομελέτα με ντομάτα και τυρί, της είπα. Κλείσαμε.
(Δεν υπάρχει Ραχήλ. Δεν υπάρχει φίλη που μου τηλεφώνησε να
μου πει ότι απόψε είδε στον ύπνο της τον Μορίς Μπακέ με το τσέλο του. Απλώς,
έπαθα ξανά αυτό που παθαίνω όταν βλέπω μια φωτογραφία, έγχρωμη, μαυρόασπρη, δεν
έχει σημασία, που μου αρέσει πολύ και στέκομαι κάμποσο και την κοιτάω, μέχρι
που η φωτογραφία αρχίζει και μου υπαγορεύει μια ιστορία που θέλω πολύ να την
καταγράφω. Και το κάνω. Στη συγκεκριμένη φωτογραφία είναι ο Maurice Baquet στο
Παρίσι με την ομπρέλα και το τσέλο του, το 1957. Φωτογραφία Robert Doisneau).
(γράφτηκε στις 15 Ιανουαρίου 2022)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα απρεπή, κακόβουλα και κακόγουστα σχόλια θα διαγράφονται. Επίσης στηρίζω τη θέση ότι η ελληνική γλώσσα είναι από μόνη της πολιτισμός, καθώς είναι η γλώσσα του Οδυσσέα Ελύτη και του Ομήρου. Τα greeeklish όχι.