Powered By Blogger

Translate

28 Απριλίου 2024

Η φίλη μου από την Τοσκάνη - Διήγημα




Τοσκάνη, στα περίχωρα της Σιένας

Empoli - Έμπολι
Fontana delle Naiadi o Dei Leoni
 Συντριβάνι των Ναϊάδων
ή των Λιονταριών


Όταν επέστρεφα το βράδυ από τη δουλειά έκανα ένα γρήγορο ντους, έτρωγα ένα σάντουιτς κι ένα φρούτο και καθόμουν στον υπολογιστή μέχρι να νυστάξω. Από την υπερένταση της δουλειάς δεν μπορούσα να κοιμηθώ αμέσως. Την Γκρέτα τη γνώρισα μια Παρασκευή βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, μέσα από κάποια εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης. Στο προφίλ της είχε μια φωτογραφία από τους λόφους της Τοσκάνης και τ’ όνομά της• Γκρέτα Ντε Κάρλι. Τίποτ’ άλλο. Μπήκα στις πληροφορίες. Κατοικούσε στο Έμπολι έγραφε, μια μικρή πόλη στα περίχωρα της Φλωρεντίας, περίπου είκοσι επτά χιλιόμετρα νοτιοδυτικά. Δεν είχε καμία άλλη πληροφορία, ούτε με τι ασχολείται, αν είναι παντρεμένη, αν έχει παιδιά, η ηλικία της, τίποτα. Η φωτογραφία από τους λόφους της Τοσκάνης, το όνομα Γκρέτα και η πόλη Έμπολι, κυρίως η πόλη αυτή, με έκαναν να μείνω αρκετά στο προφίλ της.

Συνειρμικά, γύρισα αρκετά χρόνια πίσω. Φοιτητική ζωή στην Ιταλία. Νυχτερινές προβολές στο σινεμά της πόλης με αφιερώματα σε Ιταλούς σκηνοθέτες. Με τους συμφοιτητές μου δεν χάναμε καμία προβολή. Ένα βράδυ είχαν αφιέρωμα στον Φραντσέσκο Ρόζι και παιζόταν η βραβευμένη ταινία του «Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι», από το ομώνυμο βιβλίο του Κάρλο Λέβι, με τον Τζιάν Μαρία Βολοντέ στο ρόλο του Κάρλο Λέβι, τη Λέα Μασάρι, την Ειρήνη Παπά και τον Σταύρο Τορνέ που εκείνα τα χρόνια εργαζόταν στη Ρώμη και είχε παίξει σε αρκετές ταινίες των αδελφών Ταβιάνι, του Ρομπέρτο Ροσελίνι, της Ανιές Βαρντά, του Φελλίνι και άλλων. Η συγκεκριμένη ταινία του Φραντσέσκο Ρόζι , «Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι», για κάποιους λόγους που δύσκολα μπορώ να εξηγήσω ακόμα και σήμερα, μαζί με την ταινία του Κάρλος Σάουρα «Cria Cuervos», συγκαταλέγεται σε αυτές που θέλω πάντα να υπάρχουν στην ταινιοθήκη μου και σε τακτά χρονικά διαστήματα να τις βάζω να τις βλέπω, κατά προτίμηση μόνη μου, και να κλαίω με την ησυχία μου.

Η Γκρέτα από το Έμπολι, λοιπόν. Με γοήτευσε. Με συγκίνησε. Και ας μην υπήρχε φωτογραφία της να τη δω. Και μόνο που κατοικούσε στο Έμπολι, μου αρκούσε. Της έστειλα αίτημα φιλίας και πήγα να κοιμηθώ. Ένοιωθα κούραση. Είχε πάει μία η ώρα. Αύριο, πρωινό ξύπνημα και δουλειά στο φαρμακείο. Το πρωί πριν φύγω κοίταξα στον υπολογιστή. Η Γκρέτα δεν είχε απαντήσει στο αίτημα φιλίας. Φαντάστηκα ότι ίσως δεν είχε ξυπνήσει ακόμα. Έφαγα βιαστικά ένα τοστ, ήπια λίγο τσάι, έβαλα το αδιάβροχο κι έφυγα. Έβρεχε. Ευτυχώς, βρήκα μια θέση στο λεωφορείο και κάθισα. Με κούραζε να πηγαίνω όρθια από τον Κόκκινο Μύλο που ήταν το σπίτι μου μέχρι το Χαλάνδρι που ήταν το φαρμακείο. Ο περισσότερος κόσμος στο λεωφορείο ήταν απορροφημένος στο κινητό του. Ακόμα και οι όρθιοι. Το δικό μου το είχα στην τσάντα μου. Δεν ασχολιόμουν και πολύ μαζί μου, παρά μόνο όταν χτυπούσε. Έκλεισα τα μάτια. Μπροστά μου ήρθε η εικόνα από τους λόφους της Τοσκάνης.

Αν μου έλεγαν να φύγω αυτή τη στιγμή, να αφήσω τη δουλειά  στο φαρμακείο και το τριάρι στον Κόκκινο Μύλο, να πάρω μόνο ένα πράγμα από τα υπάρχοντά μου και να πάω να ζήσω για πάντα κάπου αλλού, θα έπαιρνα τις φωτογραφίες των πεθαμένων γονιών μου και θα έφευγα για την Τοσκάνη. Θα μπορούσα κάλλιστα να ζω σε ένα δωμάτιο με κήπο σ’ ένα οποιοδήποτε χωριό της Τοσκάνης, κατά προτίμηση σε κάποιον αμπελώνα της περιοχής Κιάντι, εκεί όπου παράγονται τα φημισμένα ιταλικά κρασιά. Και να δουλεύω στους αμπελώνες. Ακόμα και εργάτρια σε οινοποιείο θα μπορούσα να ήμουν. Και τις Κυριακές να πήγαινα βόλτα στη Φλωρεντία, στη Σιένα, στην Πίζα.

Δέκα εννέα χρόνων πήγα στην Ιταλία και σπούδασα φαρμακευτική στο Μιλάνο. Στην Ελλάδα όπου επέστρεψα, δούλεψα αρχικά στο φαρμακείο ενός κρατικού Νοσοκομείου και μετά έπιασα δουλειά σε ιδιωτικό φαρμακείο στο Χαλάνδρι, όπου εργάζομαι μέχρι και σήμερα. Είχα έναν αποτυχημένο γάμο, δυο αποτυχημένες εγκυμοσύνες και κάποιες αποτυχημένες ερωτικές σχέσεις. Έχασα τους γονείς μου, και τους δύο μαζί, μέσα σε ένα χρόνο. Ολομόναχη πλέον, εγώ, οι ταινίες μου και τα βιβλία μου. Και δυο τρεις φίλες που βρισκόμαστε κάθε τόσο και πάμε στο θέατρο ή σε μπαράκια με ροκ.

Επέστρεψα στο σπίτι αργά το απόγευμα. Σάββατο. Γαλήνια ημέρα. Αύριο Κυριακή, και τη Δευτέρα είχα ρεπό. Έβρεχε ακόμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις έκανα μικρά κοντινά σχέδια. Όνειρα, ποτέ. Ότι θα ξυπνήσω αργά, θα μαγειρέψω με τη ησυχία μου, θα κάνω ένα ζεστό μπάνιο και το βραδάκι θα βάλω να δω την αγαπημένη Άννα Μανιάνι στη «Μπελίσιμα», του Βισκόντι. Είχα ξεχάσει το αίτημα που είχα στείλει στη Γκρέτα και μπαίνοντας στον υπολογιστή το θυμήθηκα. Είχε αποδεχτεί το αίτημα, πριν λίγες ώρες. Της έστειλα μήνυμα, ένα γεια κι ένα ευχαριστώ για την αποδοχή. Στα ιταλικά το έγραψα. Της είπα πως ξέρω τη γλώσσα. Μου απάντησε σε λίγο. «Είμαι παντρεμένη με Έλληνα», μου έγραφε. «Αγαπώ τη χώρα σας». «Και εγώ την Τοσκάνη», της απάντησα.

Η Γκρέτα έγινε η φίλη μου στην Ιταλία, στο Έμπολι, συγκεκριμένα. Ανταλλάσσαμε μηνύματα συνήθως το βράδυ. Της είπα ότι δουλεύω σε φαρμακείο, ότι επιστρέφω αργά στο σπίτι και αυτή μου είχε πει ότι ο άντρας της, ο Έλληνας, δούλευε μηχανοδηγός στον σιδηροδρομική σταθμό της Φλωρεντίας και επέστρεφε στο σπίτι ανάλογα τη βάρδια που είχε. Η ίδια δεν δούλευε. Παιδιά δεν είχαν. Μετά από μια σοβαρή ασθένεια τής είχαν αφαιρέσει τις ωοθήκες. Με τον καιρό, επικοινωνούσαμε στο messenger πολύ συχνά. Μόνη στο σπίτι εκείνη, μόνη κι εγώ, χαιρόμασταν να πιάνουμε κουβέντα. Της είχα ζητήσει να μου δείξει μια φωτογραφία της, να τη δω, καθώς στο προφίλ της δεν είχε βάλει φωτογραφία. Εμένα με έβλεπε, είχα αναρτήσει δυο φωτογραφίες μου: μια πρόσφατη και μια από τα φοιτητικά μου χρόνια στην Ιταλία. Μου απάντησε πως είχε σημάδια στο πρόσωπο από νεανική ακμή και ντρεπόταν να τη δω. «Γυναικεία φιλαρέσκεια», μου έγραψε. «Θα το ξεπεράσω κάποια στιγμή και θα σου στείλω φωτογραφία μου…» Χαμογέλασα.

«Περίγραψέ μου το Έμπολι», της είπα, «το έχω δει μόνο στο σινεμά. Πες μου πώς είναι οι δρόμοι, τα σπίτια σας…»

«Η πόλη μου είναι αγροτική περιοχή», μου απάντησε. «Βρίσκεται στην πεδιάδα του ποταμού Άρνου. Το σπίτι μου είναι ακριβώς στην κεντρική πλατεία, στην Piazza dei Leoni, την Πλατεία των Λεόντων - όπως την αποκαλούμε εμείς οι Εμπολέζοι. Το παράθυρο του καθιστικού μου βλέπει τη Φοντάνα των Ναϊάδων, ένα σιντριβάνι με ένα υπέροχο γλυπτό στο κέντρο που απεικονίζει τρεις νύμφες του γλυκού νερού, τρεις Ναϊάδες, να κάθονται σ’ έναν βράχο στολισμένο με φυτά. Είναι ένα έργο του 1826. Και οι τρεις νύμφες έχουν σηκωμένα τα χέρια στα μαλλιά, ότι μόλις βγήκαν από την πηγή και στραγγίζουν τα μαλλιά τους από τα νερά. Είναι εντελώς γυμνές και να φανταστείς ότι αυτό είχε ενοχλήσει τότε την πουριτανική κοινωνία και είχε τεθεί θέμα να καλυφθούν τα γυμνά μέρη με πέπλο, κάτι που τελικά δεν έγινε δεκτό. Στη βάση της Φοντάνας υπάρχουν τέσσερα λιοντάρια, που έδωσαν το όνομα στην πλατεία, Piazza dei Leoni.

»Εδώ βρίσκεται και η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα. Μάλιστα λέγεται ότι υπάρχει από τον 5ο αιώνα. Στο εσωτερικό της είναι το Μουσείο Τέχνης. Είναι όμορφη η πόλη μου. Περπατάς στα σοκάκια και βλέπεις χαρούμενα παιδιά και χαμογελαστούς ανθρώπους. Η αγάπη των συμπολιτών μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό είναι έκδηλη. Κάθε χρόνο το καλοκαίρι διοργανώνεται η παραδοσιακή Fiera del Corpus Domini, ένα φεστιβάλ διασκέδασης στο οποίο έρχονται όχι μόνο οι Εμπολέζοι αλλά και οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Στήνεται ένα μεγάλο Λούνα Παρκ για δέκα περίπου ημέρες, με ένα τεράστιο Καρουζέλ, με συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, λαβυρίνθους, ροντέο, τρενάκια σε τούνελ με φαντάσματα, βάρκες σε λίμνη, μέχρι και ελεύθερη πτώση σε φουσκωτά στρώματα γίνεται και επίδειξη πυροτεχνημάτων. Και το Φθινόπωρο διοργανώνεται το Πολιτιστικό Φεστιβάλ του Σεπτεμβρίου, όπου γιορτάζουμε τη μουσική μας, την τέχνη και γενικά την πλούσια πολιτιστική μας παράδοση. Σε προσκαλώ να έρθεις, να δεις την πόλη μου από κοντά και να γνωριστούμε…»

Όλο έλεγα να πάω κάποια στιγμή στο Έμπολι να συναντήσω τη Γκρέτα  κι όλο το άφηνα για αργότερα. Την είχα προσκαλέσει και εκείνη να έρθει όποτε θέλει στην Αθήνα να τη φιλοξενήσω, αλλά ήταν δύσκολο, μου απαντούσε. Μιλάγαμε στο messenger σχεδόν δύο χρόνια. Ένα μεγάλο μέρος της γνωριμίας μας ήταν την περίοδο της καραντίνας λόγω Covid και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δυσκολευόμασταν να ταξιδέψουμε. Άλλωστε, τα ταξίδια εκείνο το διάστημα, για τουριστικούς λόγους, είχαν απαγορευτεί κι έτσι η επαφή μας είχε περιοριστεί στο διαδίκτυο. Όσο για τη φωτογραφία της, επειδή κατά καιρούς δεν έπαυα να της το ζητάω διακριτικά, εντέλει μου έστειλε μία αλλά ήταν από τα παιδικά της χρόνια. «Σε αυτή τη φωτογραφία δείχνω ένα όμορφο κοριτσάκι», μου έγραφε. «Σήμερα δεν είμαι έτσι. Οι καταστάσεις και τα χρόνια με έχουν αλλάξει…» Κοίταξα τη φωτογραφία• ήταν μια μαυρόασπρη, αρκετά ταλαιπωρημένη, με σχισμές στο χαρτί. Είδα ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, κάπως σκυθρωπό.  Ήταν πέντε χρόνων, όπως μου είπε. Σήμερα η Γκρέτα ήταν πενήντα κι εγώ τέσσερα χρόνια μικρότερη. Εκείνη παντρεμένη με  Έλληνα μηχανοδηγό στα τρένα, εγώ χωρισμένη. Καμία από τις δύο δεν είχε παιδιά. Είχε ρωτήσει για τη ζωή μου, της είχα πει πολλά. Ο πρώην άντρας μου έκανε χρήση μαριχουάνας πριν ακόμα γνωριστούμε και χωρίς εγώ να το ξέρω. Δεν ξέκοψε ποτέ, ούτε όταν παντρευτήκαμε. Το έμαθα απότομα, μετά τον γάμο, όταν κάποια μέρα, Κυριακή ήταν, δεν δούλευα, ήρθε ένας φίλος του στο σπίτι και μου άφησε ένα δεματάκι να του δώσω. Ο άντρας μου έλειπε, ξενοδούλευε κάπου κυριακάτικα, από αυτές τις δουλειές του ποδαριού που έκανε, καθώς δεν είχε σταθερή δουλειά.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησα τον φίλο του.

«Αυτά, που πίνει», μου απάντησε.

«Τι πίνει;» του είπα απορημένη.

«Έλα, κάνεις ότι δεν ξέρεις; Τα μαύρα», είπε.

«Ποια μαύρα;»

«Να σου πω, έχω κι άλλες δουλειές, δεν θα ασχολούμαι με σένα και τις απορίες που έχεις για τον άντρα σου». Άφησε το δεματάκι στο τραπέζι της κουζίνας και έφυγε. Το άνοιξα. Είδα κάτι χόρτα. Τα ‘πιασα στα χέρια μου. Τα μύρισα. Άργησα να καταλάβω…

«Μόλις σήμερα ανακάλυψα ότι είμαι παντρεμένη με κάποιον που δεν γνωρίζω», του είπα το απόγευμα που επέστρεψε στο σπίτι. «Έχεις μια δική σου, προσωπική ζωή, που την κρατάς μυστική από μένα. Είμαι παντρεμένη μ’ έναν ξένο. Θα το διορθώσω όμως αυτό. Θα βγεις από τη ζωή μου αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Τα μαζεύεις και φεύγεις». «Είσαι σκληρή», μου απάντησε. «Είσαι άγνωστος», του απάντησα. «Θα τα κόψω, στο υπόσχομαι», είπε. «Ένας καλός λόγος να τα κόψεις είναι η πρόωρη εκσπερμάτωση που έχεις και που, όπως λένε τα ιατρικά άρθρα, οφείλεται και στο χασίς. Άρα τώρα υπάρχει μια καλή εξήγηση για το ένα λεπτό που τελειώνεις, με το που μπαίνεις μέσα μου».

Έβαλε τα κλάματα. Κλαψούριζε ότι με αγαπάει και με παρακαλούσε να του δώσω μια ευκαιρία να το κόψει. Εκεί έκανα το λάθος που δεν έπρεπε να κάνω. Τον λυπήθηκα και του έδωσα την ευκαιρία που μου ζήτησε. Πολύ σύντομα τα πράγματα χειροτέρεψαν. Έμαθα ότι μάζευε κάτι γνωστούς του άφραγκους και πήγαιναν στο Λουτράκι, στο εξοχικό κάποιας γυναίκας. Η γυναίκα αυτή, κάτοικος της Κηφισιάς ευκατάστατη και εθισμένη στο σεξ, πλήρωνε διάφορους νεαρούς που έβρισκε σε πλατείες, και κατά προτίμηση σε πλατείες της δυτικής Αττικής, έπαιρνε και φίλες της και πήγαιναν όλοι μαζί στο σπίτι που είχε στο Λουτράκι. Έκαναν παρτούζες, πίνοντας συγχρόνως χασίς και αλκοόλ. Και επειδή με το χασίς τα αγόρια γίνονταν λιώμα και δεν είχαν καλή στύση, οι γυναίκες είχαν μαζί τους κάτι ενέσεις και τους έκαναν που προκαλούσαν στύση για αρκετή ώρα. Στο τέλος, τους έδιναν ένα χαρτζιλίκι. Όλα αυτά τα έμαθα από έναν φίλο του που με πλησίασε μια μέρα και μου είπε: «εσύ είσαι καλό κορίτσι, μορφωμένο, τι θες με αυτόν; Ξέρεις πού πάει και τι κάνει;» Και μου τα είπε όλα. Τον ρώτησα γιατί τον μαρτύρησε. «Με έριξε στα χρήματα», είπε. «Στην τελευταία παρτούζα ήμουν κι εγώ. Αυτός κοιμήθηκε μαστουρωμένος στο μισάωρο πάνω κι εγώ συνέχισα για ώρα να πηδάω κάτι αλήτισσες που δεν χόρταιναν. Μου έδωσε τα λιγότερα με τη δικαιολογία ότι οι αλήτισσες ήσαν δική του γνωριμία».

Κάθε φορά που ο άντρας μου επέστρεφε από το Λουτράκι, και που εγώ νόμιζα ότι πήγαινε σε μια αποθήκη χάρτου στον Πειραιά και έκανε μεροκάματα στη φορτοεκφόρτωση, έμοιαζε σαν να είχε δουλέψει σε εκείνες τις οικοδομές που τις βλέπαμε παλιά στις μαυρόασπρες ταινίες της Φίνος Φιλμ, τότε που οι εργάτες ανέβαιναν τους ορόφους στο γιαπί από την κεκλιμένη σανίδα, με τον τενεκέ με το τσιμέντο στον ώμο και το καρό μαντήλι δεμένο στο μέτωπο για τον ιδρώτα. «Μας κράτησε περισσότερο ο χαρτέμπορος», μου έλεγε. «Είχε έρθει ένα φορτηγό με χαρτόνια από τη Γερμανία και έπρεπε να τα τακτοποιήσουμε όλα στην αποθήκη. Μας πλήρωσε παραπάνω». Κι έβγαζε από την τσέπη και μου έδινε κάτι τσαλακωμένα χαρτονομίσματα που είχε πάρει από την παρτούζα. Έκανε μπάνιο, τον άκουγα να ρεύεται κι έπεφτε για ύπνο. Τον έδιωξα μια και καλή, όσα κλάματα κι αν έβαλε. Λίγα χρόνια αργότερα έμαθα πως πέθανε από καρκίνο. Δεν λυπήθηκα. Ούτε χάρηκα. Το άκουσα όπως θα άκουγα για τον θάνατο ενός άγνωστου, ενός περαστικού που θα πέρναγε τυχαία από μπροστά μου. «Όσο πεθαίνουν παιδάκια στον πλανήτη από πείνα και άποροι ασθενείς που δεν έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν φάρμακα και όσο πνίγονται παιδάκια στη Μεσόγειο πάνω στα σαπιοκάραβα των δουλεμπόρων», έλεγα μέσα μου, «δεν έχω την πολυτέλεια να λυπάμαι για τον θάνατο ενός επαγγελματία άεργου με έφεση στο μαστούρωμα». Οικονομικά, μετά τον χωρισμό, δεν δυσκολεύτηκα, γιατί έτσι κι αλλιώς το σταθερό εισόδημα στο σπίτι από μένα ερχόταν. Αυτός, πιο πολύ φύρα ήταν. Έβρισκε περιστασιακές δουλειές, ίσα για να λέει ότι κάτι κάνει κι αυτός, κι όλο λογάριαζε με τους φίλους του να ανοίξουν ένα all day bar με δάνεια από τις τράπεζες και να γίνουν επιχειρηματίες. Ο συχωρεμένος ο πατέρας μου έλεγε μια ατάκα που μου άρεσε πολύ και την υιοθέτησα κι εγώ: «καλά κρασά».

Τοσκάνη. Η αγαπημένη μου φυγή. Συνειδητή φυγή. Έλεγα, «ας μπω τώρα στο internet και να βάλω στην αναζήτηση Σιένα και περίχωρα». Και εμφανιζόταν  μια όαση ευτυχίας μπροστά στα μάτια μου: Μονταλτσίνο, Πιέντσα, η υπέροχη πεδιάδα Βαλ ντ’ Όρτσια, οι καταπράσινες εκτάσεις της, ο λόφοι με τα κυπαρίσσια, οι παπαρούνες την άνοιξη, οι διάσπαρτες αγροτικές κατοικίες από πέτρα και τα πατώματα από κεραμικά πλακάκια στο χρώμα της τερακότα.

Όταν επιτέλους χώρισα από τον άντρα μου και ένοιωσα να φεύγει ένα βάρος από την ψυχή μου για κάποιο διάστημα βούρλιζε το μυαλό μου η σκέψη να πουλήσω το σπίτι στον Κόκκινο Μύλο, - το πατρικό μου ήταν, κληρονομιά από τους γονείς μου -, να πάρω τα λεφτά και να φύγω. Να μετακομίσω στην Τοσκάνη. Νέα αρχή, ένα σπιτάκι κάπου με ενοίκιο, και να ψάξω για δουλειά. Κάπου θα έβρισκα. Τη γλώσσα την ήξερα. Δυσκολίες δεν θα είχα. Το σκεφτόμουν, το ξανασκεφτόμουν, έμπαινα στο ίντερνετ, κοίταζα την επαρχία της Τοσκάνης, τα χωριά, στεκόμουν στη Λούκα, στο Σαν Τζιμινιάνο, στο Κιάντι, έψαχνα, διάβαζα τα ενοίκια στα επιπλωμένα δυάρια, κάποια στιγμή ήμουν έτοιμη να δηλώσω παραίτηση στο φαρμακείο, να βάλω πωλητήριο στο πατρικό μου, να κάνω κατ’ αρχάς ένα πρώτο ταξίδι στην Τοσκάνη για να βρω σπίτι και μετά να επιστρέψω στην Αθήνα, να πάρω τα πράγματά μου και να φύγω. Κάπου εκεί ερωτεύτηκα πάλι και ο έρωτας με μπλόκαρε. Μου ματαίωσε τα σχέδια. Πέρασα καλά όμως μαζί του. Για όσο διάστημα κράτησε η σχέση μας ήμουν ευχαριστημένη. Ευτυχισμένη, όχι. Την ευτυχία την είχα πάντα συνδεδεμένη μέσα μου με το ταξίδι εκεί που θέλει η ψυχή να κάνει και την υπέρβαση να μπορέσεις να το κάνεις με κάθε κόστος.

Τον έλεγαν Σάκη. Βρωμόπαιδο. Δέκα χρόνια μικρότερός μου. Με ξεμυάλισε για τα καλά. Είχε ό,τι ήθελε από μένα. Είχε έρθει στο σπίτι μου κι έμενε, του έπλενα τα ρούχα, του μαγείρευα, σεξ όποτε και όσο ήθελε, και γέλιο άφθονο μαζί του. Γελούσαμε πολύ, με το παραμικρό. Όταν σμίγαμε το βράδυ στο σπίτι, η ζωή μας ήταν μποέμικη. Από το πρωί που θα πήγαινα εγώ στο φαρμακείο και εκείνος στο αεροδρόμιο που δούλευε στην φορτοεκφόρτωση των αποσκευών στο αεροπλάνο, ήμασταν δυο κουρασμένοι εργαζόμενοι άνθρωποι που δεν κατάφερναν ποτέ να συμβιβαστούν με τη ρουτίνα του αστικού τρόπου ζωής της μεγαλούπολης. Συγκοινωνίες, βροχή, καύσωνας, αναμονή στις στάσεις των λεωφορείων, μεσημεριανό τζανκ φουντ γεμάτο χοληστερίνη, λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι, νεύρα, βρισιές με το παραμικρό. Με το που μπαίναμε στο σπίτι πετάγαμε τα ρούχα μας χάμω, κάναμε μπάνιο και έρωτα με έναν παθιασμένο τρόπο σαν κάποιος ψυχίατρος να μας είχε συνταγογραφήσει το ιδανικό για την περίπτωσή μας αγχολυτικό και εμείς να τηρούσαμε τη δοσολογία με απόλυτη ευλάβεια.

Σχεδόν δυο χρόνια κράτησε η σχέση μας. Μέχρι που ένα βράδυ που επέστρεψα κουρασμένη από το φαρμακείο τον βρήκα γυμνό στο κρεβάτι με μια επίσης γυμνή κοπέλα. «Είπα να αλλάξουμε λίγο», μου είπε και η ανάσα του βρώμαγε κρασί, «και να το κάνουμε τρεις αντί για δύο…» Τον κοίταξα σαν να βλέπω έναν ξένο που ήρθε και έκανε κατάληψη στον προσωπικό μου χώρο και έπρεπε να τον πετάξω έξω όσο γίνεται πιο γρήγορα. «Έχω μια άλλη ιδέα», του είπα, «καλύτερη από τη δική σου: να τα μαζέψεις και να φύγεις». «Σε πειράζει να τη πηδήσω πρώτα πριν φύγω; Δεν το ‘χουμε κάνει ακόμα γιατί σε περιμέναμε», με ρωτάει. «Πάω να κάνω μπάνιο», του είπα. «Όταν βγω να έχετε ξεκουμπιστεί και οι δύο». Μπήκα στο μπάνιο, βγήκα, αυτοί δεν είχαν τελειώσει ακόμα. Πήγα στην κουζίνα και ζέστανα ένα κομμάτι παστίτσιο να φάω. Έπειτα ξάπλωσα στον καναπέ και από την κούραση με πήρε ο ύπνος αμέσως. Το πρωί που ξύπνησα ο Σάκης και το κορίτσι είχαν φύγει. Έλειπαν και όλα του τα ρούχα από την ντουλάπα. Έλειπαν και κάτι λίγα χρήματα από την τσάντα μου. Κλασικό κωλόπαιδο. Βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που μπήκε σφήνα στη ζωή μου ακριβώς τη στιγμή που σχεδίαζα να τα παρατήσω όλα και να μετακομίσω στην Τοσκάνη.

Λίγο μετά τον χωρισμό με τον Σάκη, γνώρισα τη διαδικτυακή μου φίλη Γκρέτα. Δυόμισι περίπου χρόνια αφότου μιλάγαμε μέσω μηνυμάτων, και αφού η επιδημία είχε υποχωρήσει και επιτρέπονταν ξανά τα ταξίδια, αποφάσισα να πάω στην Ιταλία να τη βρω, χωρίς να της πω τίποτα. Να της κάνω έκπληξη. Θα πήγαινα στη Φλωρεντία και από εκεί θα έπαιρνα το τρένο και σε σαράντα λεπτά θα ήμουν στο Έμπολι. Τις πληροφορίες τις πήρα από το internet. Από το φαρμακείο δικαιούμουν άδεια μια βδομάδα. Έβγαλα αεροπορικό εισιτήριο, ετοίμασα τα πράγματά μου, πήρα το laptop, ένα δώρο για την Γκρέτα κι έφυγα. Το πρόγραμμά μου ήταν το εξής: θα έφτανα στο Έμπολι και θα πήγαινα στην κεντρική πλατεία, στην Piazza dei Leoni. Η Γκρέτα μού είχε πει ότι το σπίτι της είναι ακριβώς εκεί. Το παράθυρο του καθιστικού της βλέπει στη Φοντάνα των Ναϊάδων. Θα πήγαινα στη Φοντάνα και θα καθόμουν σε ένα από τα περιμετρικά κολονάκια που είναι γύρω από τα λιοντάρια – φωτογραφία της πλατείας είχα δει στο διαδίκτυο. Θα έβγαζα το laptop. Θα της έστελνα μήνυμα: «βγες στο παράθυρο και κοίτα στη Φοντάνα• αυτή που βλέπεις είναι η φίλη σου από την Αθήνα».

Έφυγα πρωί με το αεροπλάνο για Φλωρεντία για να έχω την ημέρα μπροστά μου. Ένοιωθα έντονη συγκίνηση. Στο αεροδρόμιο της Φλωρεντίας ήπια καφέ όχι γιατί τον είχα ανάγκη, αλλά είχα ανάγκη να πιω έναν espresso που θα τον είχε φτιάξει Ιταλός ή Ιταλίδα στην Ιταλία. Πήρα μετά το τρένο και πολύ σύντομα ήμουν στο Έμπολι. Στην Piazza dei Leoni με πήγε ταξί. Με άφησε κοντά. Η Piazza ήταν στο ιστορικό κέντρο, που δεν μπαίνουν αυτοκίνητα. Κοίταζα γύρω μου σαν χαμένη. Νόμιζα ότι κάπου θα δω τον Σταύρο Τορνέ με την Ειρήνη Παπά και πιο κει θα διέκρινα τον Τζιάν Μαρία Βολοντέ.

Έσυρα τη βαλίτσα με τα ροδάκια ακριβώς στο κέντρο της πλατείας, εκεί που βρίσκεται η Φοντάνα των Ναϊάδων. Ήταν όπως ακριβώς την είχε περιγράψει η Γκρέτα. Τέσσερα μαρμάρινα λιοντάρια γύρω από το γλυπτό με τις τρεις γυμνές Ναϊάδες. Και γύρω από τη Φοντάνα, τα σπίτια της πόλης χτισμένα με τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική της μητροπολιτικής Φλωρεντίας, γενέτειρας της αναγέννησης. Ψηλές στοές, οι τοίχοι των σπιτιών γεμάτοι παράθυρα, κεραμοσκεπές και εκείνο το χρώμα που διακρίνει κάθε ιστορικό κέντρο των ιταλικών πόλεων• τερακότα και ώχρα. Στριφογύρισα γύρω από τον εαυτό μου και κοίταξα όλα τα κτίρια. Όποιο σπίτι κοίταζα θα μπορούσε να είναι το σπίτι της Γκρέτα. Πήγα σ’ ένα κολονάκι της Φοντάνα και κάθισα. Έβγαλα από την τσάντα μου το laptop. Ευτυχώς, υπήρχε internet. Άνοιξα το προφίλ της Γκρέτα. Πήγα στα μηνύματα. Της έγραψα: «Βγες στο παράθυρο και κοίτα στη Φοντάνα. Είμαι εκεί…» Με είχε πιάσει ταχυκαρδία. Χαρά που είχα! Επιτέλους, θα συναντούσα τη διαδικτυακή μου φίλη! Αμέσως είδα ότι το μήνυμα διαβάστηκε. Έστρεψα τα μάτια μου προς τα σπίτια. Κοίταξα τριγύρω. Περίμενα από κάποιο από όλα εκείνα τα παράθυρα να ξεπροβάλει μια γυναίκα, να κοιτάξει στη Φοντάνα και να χαμογελάσει.

Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και δεν έβλεπα καμία γυναίκα σε κανένα παράθυρο. Ξανακοίταξα το messenger. Εξακολουθούσα να έχω ένδειξη ότι το μήνυμα έχει διαβαστεί. Περίμενα. Κοίταζα τα παράθυρα. Τίποτα. Δεν έβλεπα κανέναν. Της ξανάγραψα: «Γκρέτα, είμαι κάτω, στη Φοντάνα. Βγες στο παράθυρο να με δεις…» Το έστειλα. Το μήνυμα διαβάστηκε και αυτό. Περίμενα. Ίσως είχα μεγαλύτερη ανυπομονησία από όσο θα έπρεπε και μου φαινόταν ότι ο χρόνος τρέχει. Έκανα πάλι κύκλο γύρω από τον εαυτό μου. Κοίταζα όλα τα σπίτια, όλα τα παράθυρα. Τίποτα. Καμία και κανείς δεν έβγαινε σε παράθυρο. Της ξανάστειλα μήνυμα. «Γκρέτα, στείλε μου ένα μήνυμα, τι κάνεις; Είσαι καλά; Έχω έρθει στην Ιταλία για να σου κάνω έκπληξη και είμαι κάτω από το σπίτι σου. Απάντησέ μου, βλέπω ότι τα μηνύματα τα διαβάζεις…»

Μισή ώρα ήμουν στη Φοντάνα, με τη βαλίτσα δίπλα μου και το laptop στα χέρια. Ήμουν προβληματισμένη. Δεν ήξερα τι συμβαίνει και η Γκρέτα, ενώ έβλεπα ότι διαβάζει τα μηνύματά μου, δεν μου απαντούσε. Κάποια στιγμή, επιτέλους βλέπω να μου έχει στείλει μήνυμα. Το διαβάζω με ανυπομονησία: «Κυρία, σας γράφω έναν αριθμό τηλεφώνου. Σας παρακαλώ τηλεφωνήστε μου όποτε μπορείτε και θα σας ενημερώσω για τη Γκρέτα. Είμαι νοσηλεύτρια». Ταράχτηκα. Κατά πάσα πιθανότητα η Γκρέτα ήταν άρρωστη και δεν το ήξερα. Κοίταξα τα κτίρια γύρω από την πλατεία. Κάτω από μία στοά είδα ένα καφέ. Πήγα με τη βαλίτσα. Κάθισα σε ένα τραπεζάκι. Δεν ένοιωθα πολύ καλά. Σκεφτόμουν ότι μπορεί να έκανα λάθος που σχεδίασα όλο αυτό το ταξίδι χωρίς να ενημερώσω πρώτα τη Γκρέτα, καθώς εντέλει έμαθα πως η Γκρέτα ήταν άρρωστη και δεν ήξερα τίποτα, μέχρι προχθές τουλάχιστον που ανταλλάξαμε το τελευταίο μας μήνυμα. Παρήγγειλα ένα πανίνι να φάω, ήμουν νηστική κι ένα ποτήρι μεταλλικό νερό. Πληρώνοντας, ρώτησα πού υπάρχει ξενοδοχείο. Μου είπαν στο σταθμό των τρένων. Έσυρα τη βαλίτσα με τα ροδάκια ξανά έξω από την πλατεία και από εκεί  ειδοποίησα ταξί που με πήγε σ’ ένα ξενοδοχείο απέναντι ακριβώς από τον σταθμό των τρένων. Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις μπήκα στο δωμάτιο ήταν να καθίσω στο κρεβάτι και να πάρω το κινητό μου.

Τηλεφώνησα σ τον αριθμό που μου έβλεπα στο messenger. Από τα πρώτα λεπτά της συνομιλίας μου με τη νοσηλεύτρια το σώμα μου σχεδόν έπεσε μόνο του προς τα πίσω, στο κρεβάτι, και κρατώντας το κινητό στο αφτί μου κοίταζα το ταβάνι μουδιασμένη.

«Είστε η νοσηλεύτρια που μου έστειλε το μήνυμα εκ μέρους της Γκρέτα;»

«Μάλιστα».

«Τι κάνει η Γκρέτα; Είναι καλά; Δεν ήξερα ότι είναι άρρωστη».

«Πόσο καιρό γνωρίζεστε, κυρία, με τη Γκρέτα;»

«Σχεδόν, τρία χρόνια. Διαδικτυακά γνωριζόμαστε. Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στο Έμπολι. Ήθελα  να τη γνωρίσω από κοντά. Και μάλιστα, δεν ξέρει τίποτα η Γκρέτα Ήρθα να της κάνω έκπληξη».

Σιωπή για λίγο από την άλλη μεριά.

«Σας έχει μιλήσει για τη ζωή της, κυρία;»

«Μάλιστα, μιλάμε. Κι εγώ της έχω μιλήσει για τον εαυτό μου και εκείνη μου έχει ανοιχτεί. Έχουμε πλέον φιλική σχέση, σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Έχουμε ταιριάξει. Δεν μας εμποδίζει το γεγονός ότι μιλάμε μέσω του διαδικτύου, νοιώθουμε ότι είμαστε φίλες από παιδιά. Δεν ξέρετε τι ανυπομονησία είχα να τη συναντήσω».

«Μου έχει πει ότι έχετε σπουδάσει στην Ιταλία».

«Ναι, σπούδασα φαρμακευτική στο Μιλάνο».

«Μάλιστα… Άρα, κάποια πράγματα από την ιατρική θα τα καταλαβαίνετε».

«Βέβαια. Πέστε μου, τι συμβαίνει;»

Σιωπή για λίγο. Και μετά:

«Εδώ που τηλεφωνήσατε, κυρία, είναι ψυχιατρείο. Βρίσκεται στη Φλωρεντία. Η Γκρέτα είναι ασθενής μας αρκετά χρόνια. Θα σας μιλήσω με απλά λόγια για να καταλάβετε, όχι με ιατρικούς όρους. Η Γκρέτα έχει επιλέξει να ζει μέσα από τις φαντασιώσεις της τις οποίες έχει κάνει πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα για τη Γκρέτα είναι ότι μένει στο Έμπολι, σ’ ένα σπίτι που τα παράθυρά του βλέπουν στη Φοντάνα των Ναϊάδων και τα βράδια βλέπει τον άντρα της να επιστρέφει από τη δουλειά του, από τον σταθμό τρένων. Αν επιχειρήσει κάποιος να την επαναφέρει στην πραγματικότητα η Γκρέτα θα υποφέρει, είναι κάτι πολύ οδυνηρό για αυτήν• είναι μια βίαιη κίνηση που την ταρακουνάει από την επίπλαστη γαλήνη και την ταράζει, όπως έγινε με το μήνυμα που της στείλατε νωρίτερα, ότι είστε κάτω από το σπίτι της. Άκουσα ξαφνικά ουρλιαχτά, ήμουν δίπλα, σε άλλο δωμάτιο ασθενούς και τρόμαξα. Έτρεξα γρήγορα κοντά της. Την είδα να ουρλιάζει και να χτυπάει τα χέρια της στον τοίχο. Της έδωσα αμέσως φάρμακο για να ηρεμήσει. Σε λίγο αποκοιμήθηκε.

»Κοίταξα το laptop. Είναι κάτι που έχουμε την άδεια να το κάνουμε, για την προστασία των ασθενών. Διάβασα το μήνυμα που της στείλατε ότι βρίσκεστε στο Έμπολι και είστε κάτω από το παράθυρό της. Δυστυχώς η πληροφορία αυτή στη Γκρέτα είχε αρνητικό αντίκτυπο. Βρέθηκε μπροστά στον κίνδυνο να απομακρυνθεί από τις φαντασιώσεις της και να έρθει αντιμέτωπη με την αληθινή ζωή που την αποφεύγει μετά μανίας. Είδε πως κινδυνεύει να μαθευτεί πως ζει σε ψυχιατρείο και όχι σε σπίτι με θέα τη Φοντάνα των Ναϊάδων και επίσης να αποκαλυφθεί το ψέμα της ότι είναι παντρεμένη• με λίγα λόγια είδε πως βρίσκεται πολύ κοντά στο να μάθει  η φίλη της από την Ελλάδα  πως τίποτα από όλα αυτά που της έχει διηγηθεί για τη ζωή της δεν είναι αλήθεια. Και την έπιασε κρίση. Βγήκε έξω από τα ασφαλή όρια που έχει θέσει η ίδια γύρω από τον εαυτό της για να την προστατεύουν, όπως νομίζει, από τον πόνο, και έπαθε πανικό. Είναι αυτό που λέμε στην καθημερινότητα, ‘βγήκε εκτός ορίων’, έξω από το σχεδιάγραμμα που έχει φτιάξει μόνη της στο μυαλό της και το οποίο απεικονίζει με ακρίβεια τα όρια που διαχωρίζουν τον κόσμο της από τον κόσμο των άλλων, ή τα σύνορα, σαν να λέμε, που χωρίζουν το ‘κράτος’ της  από το ‘κράτος’ της σκληρής πραγματικότητας που δεν την αποδέχεται. Άργησα να τη συνεφέρω. Μέχρι να την πιάσουν τα χάπια και να ησυχάσει, χτυπιόταν.

»Είναι αρκετά χρόνια, κυρία, που βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση.   Κάποιες φορές είχε καλυτέρευση και επέστρεφε στο πατρικό της σπίτι. Οι γονείς της ζούσαν ακόμα. Τώρα έχουν πεθάνει. Αδέλφια δεν έχει. Είχε μία σκληρή εμπειρία όταν ήταν κοπελίτσα και από τότε δεν συνήλθε ποτέ. Δέκα οκτώ χρόνων γνώρισε κάποιον και τον ερωτεύτηκε. Την αγάπησε και εκείνος και της έκανε πρόταση γάμου. Η Γκρέτα ήταν τρισευτυχισμένη. Έραψε νυφικό σε μια σπουδαία ράφτρα της Φλωρεντίας. Την ημέρα που έκανε την τελευταία πρόβα του νυφικού μπήκαν τρεις ληστές στο ατελιέ της ράφτρας και απείλησαν με όπλο να τους δώσουν λεφτά. Στο ατελιέ εκείνη την ώρα ήταν μόνο η ράφτρα και η Γκρέτα. Η ράφτρα είχε κάτι λίγα χρήματα, τους τα έδωσε. Εκείνοι θύμωσαν γιατί ήθελαν κι άλλα. Έδεσαν το στόμα και στις δύο και τις βίασαν. Η ράφτρα είχε την καρδιά της. Έπαθε έμφραγμα και πέθανε κατά τη διάρκεια του περιστατικού. Ο ιατροδικαστής αργότερα είπε πως η  γυναίκα βιάστηκε πεθαμένη. Σε λίγες μέρες τούς συνέλαβαν και τους τρεις καθώς επιχειρούσαν να ληστέψουν ένα υποκατάστημα τράπεζας. Τι να το κάνεις, όμως… Η Γκρέτα δεν συνήλθε ποτέ. Νοσηλεύτηκε για ένα μήνα σε ψυχιατρείο, βγήκε, και από τότε έπλασε μια φανταστική ιστορία μέσα στην οποία αποφάσισε να ζει και να απαρνηθεί την πραγματικότητα: ότι τελικά παντρεύτηκε τον καλό της, ότι παιδιά δεν μπόρεσε να κάνει γιατί είχε ένα πρόβλημα και ότι ο αγαπημένος της είναι Έλληνας που εργάζεται μηχανοδηγός στα τρένα. Ίσως να επέλεξε να φαντασιώνεται πως ο άντρας της είναι Έλληνας επειδή παλιά είχε γνωρίσει μια παρέα Ελλήνων φοιτητών που έμεναν στο Έμπολι και σπούδαζαν Καλές Τέχνες στη Φλωρεντία, και τους είχε συμπαθήσει.

»Ο αρραβωνιαστικός της ήταν λογιστής και ήταν Ιταλός. Ήταν καλό παιδί αλλά όταν η Γκρέτα μπήκε στο ψυχιατρείο την παράτησε γιατί δεν μπορούσε να διαχειριστεί το σοκ που δέχτηκε και ο ίδιος. Οι απανωτοί βιασμοί πού υπέστη από τους βιαστές τής προκάλεσαν ανεπανόρθωτα εσωτερικά τραύματα και της αφαιρέθηκαν οι ωοθήκες. Αυτός είναι ο λόγος που δεν θα μπορούσε έκτοτε να κάνει παιδιά. Το πατρικό της σπίτι ήταν σε ένα χωριό τριάντα χιλιόμετρα έξω από τη Φλωρεντία, αλλά με τον αρραβωνιαστικό της έκαναν σχέδια να μείνουν στο Έμπολι, γι’ αυτό και πάντα φαντασιώνεται ότι κατοικεί στο Έμπολι, στην κεντρική πλατεία. Εδώ και χρόνια δεν έχει κανέναν δικό της. Οι γονείς της έχουν πεθάνει. Η Γκρέτα χειροτέρευε. Με εισαγγελική εντολή την έφεραν στο ψυχιατρείο. Δεν μπορεί να φύγει από δω. Δεν έχει πού να πάει. Στην κλινική τής γίνεται θεραπεία και παρακολουθείται σε καθημερινή βάση.

» Μου δείχνει την αλληλογραφία που έχει μαζί σας στο messenger και ξέρω πως της έχετε ζητήσει να σας δείξει φωτογραφία της για να τη δείτε και ξέρω επίσης πως σας έστειλε κάποια από τα παιδικά της χρόνια. Είδατε ένα κοριτσάκι όμορφο και συγχρόνως κάπως θλιμμένο. Είχε πάντα μια μελαγχολία στο βλέμμα, έχουν πει οι γονείς της, και πάντα ήταν ένα εσωστρεφές παιδί. Γι’ αυτό και αρρώστησε τόσο βαριά μετά το περιστατικό. Ήταν ευαίσθητη, δεν άντεξε. Μπορώ να σας την περιγράψω για να έχετε κάπως μια εικόνα. Γιατί, αν ζητήσετε να τη δείτε από κοντά μόνο κακό θα της κάνετε. Είναι μια γυναίκα που έχει παρατήσει τον εαυτό της, που μόνο στις φαντασιώσεις της ασχολείται μαζί του επειδή μόνο εκεί ο εαυτός της είναι όμορφος και αξίζει να τον περιποιείται. Θεωρεί πως ο πραγματικός της εαυτός είναι βιασμένος, γι’ αυτό και δεν τον θέλει. Έχει γκρίζα μαλλιά εδώ και αρκετά χρόνια, αφυδατωμένη επιδερμίδα και πολλές ρυτίδες που δεν δημιουργήθηκαν απαραίτητα από τα χρόνια αλλά πιο πολύ από τη διάθεσή της και την εσωτερική κόπωση που νοιώθει. Τα μάτια της είναι μεγάλα, φωτεινά αλλά έχουν αυτό το παράξενο φως που δεν μοιάζει φυσιολογικό… Δεν τρώει πολύ, είναι λεπτούλα. Και ακούει πολλή κλασική μουσική. Αυτό αρέσει στους γιατρούς γιατί, ο Μπαχ που προτιμά, δίνει ένα ροδαλό χρώμα στο πρόσωπό της, ένα χρώμα ευεξίας. Είστε ελεύθερη, κυρία, να διαχειριστείτε όπως θέλετε από δω και πέρα τη σχέση σας μαζί της. Ή να συνεχίσετε την αλληλογραφία που είχατε με μηνύματα και να προσποιείστε ότι πιστεύετε αυτά που σας λέει ή να απομακρυνθείτε. Μην την πιέσετε μόνο, σας παρακαλώ, να αποδεχτεί ή έστω να δει, την πραγματικότητα. Αυτό είναι έργο των γιατρών. Η πραγματικότητα για τη Γκρέτα είναι ένα τέρας που απειλεί να τη βιάσει για δεύτερη φορά. Δεν τη θέλει. Λυπάμαι που μάθατε αυτή τη δυσάρεστη αλήθεια για τη φίλη σας…» 

Πριν επιστρέψω στην Ελλάδα πήγα στη Φλωρεντία και έκανα μια μεγάλη βόλτα. Στο χέρι μου κρατούσα το δώρο που είχα φέρει να δώσω στη Γκρέτα. Ήταν μια χειροποίητη ασημένια κορνίζα και είχα σκοπό να της ζητήσω να φωτογραφηθούμε μαζί στη Φοντάνα των Ναϊάδων και να της αφήσω μετά τη φωτογραφία με την κορνίζα ως ανάμνηση της συνάντησής μας. Περιπλανήθηκα στους λιθόστρωτους δρόμους της πανέμορφης αναγεννησιακής πόλης. Παντού το κάλλος των γλυπτών, των ναών, των παλιών σπιτιών και κήπων. Πέρασα έξω από τον καθεδρικό ναό, τη  Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε, είδα το Καμπανίλε – το Καμπαναριό, σε σχέδιο του φημισμένου αρχιτέκτονα Τζότο• πέρασα από την Πιάτσα ντέλα Σινιορία – την πλατεία των ‘Αρχόντων’, αυτό το μεγάλο υπαίθριο μουσείο. Έκανα βόλτα κατά μήκος του ποταμού Άρνου και πήγα στο Πόντε Βέκιο – την Παλιά Γέφυρα. Κατέληξα στη συνοικία Όλτραρνο. Ήπια κρασί και έφαγα σπαγγέτι με τυριά. Φεύγοντας, άφησα στην καρέκλα της τρατορίας το πακέτο με το δώρο της Γκρέτα.

Σκεφτόμουν τι έπρεπε να κάνω από δω και πέρα. Ήταν δύσκολο για μένα. Την είχα συνηθίσει τη Γκρέτα. Είχα συνηθίσει την καλημέρα της το πρωί, την καληνύχτα της το βράδυ, τα ζεστά της λόγια: «ανυπομονώ να έρθεις στην Ιταλία», μου έγραφε σε κάποιο της μήνυμα, «να πάμε εκδρομή στην Τοσκάνη που τόσο σου αρέσει. Θα σε πάω στα χωριά του Κιάντι να αγοράσουμε κρασί από τους αμπελώνες της Καστελίνα ιν Κιάντι και στην Πιέντσα να πάρουμε το ωραιότερο τυρί πεκορίνο. Θα πάμε στη Φλωρεντία να αγοράσουμε κεραμικά από το Μερκάτο Τσεντράλε. Και κάποιο βράδυ θα ‘θελα να με βοηθήσεις να μαγειρέψουμε ένα ελληνικό φαγητό για τον άντρα μου. Ονειρεύομαι ότι καθόμαστε οι τρεις μας γύρω από το τραπέζι, πίνουμε κρασί, συζητάμε και σχεδιάζουμε μια εκδρομή το καλοκαίρι σε κάποιο νησί της Ελλάδας. Δεν θα είναι όμορφα;»  

Κατ’ αρχάς έπρεπε να βρω να της πω κάτι για το μήνυμα που της είχα στείλει από τη Φοντάνα. Θα της έλεγα ότι τάχα δεν ήταν αλήθεια, δεν είχα έρθει ποτέ στο Έμπολι. Αστειευόμουν. Ήθελα απλώς να γελάσουμε… Δεν ξέρω αν θα με πίστευε αλλά δεν έβρισκα κάτι άλλο να της πω. Και πλέον δεν ξέρω αν θα ‘θελα να συνεχίσω να συμμετέχω, τώρα πια συνειδητά, στο παιχνίδι του μυαλού της, να δέχομαι να είμαι μέρος της φαντασίωσής της. Θα αραίωνα σιγά – σιγά την αλληλογραφία μαζί της. Η Γκρέτα ζούσε μέσα σε ένα επικίνδυνο παραμύθι. Δεν υπήρχε λόγος να αποτελώ μέρος του. Τη συμπονούσα και την εκτιμούσα βαθύτατα. Την κατανοούσα. Ίσως κάποιες φορές της έστελνα ευχές σε γιορτές. Αλλά μέχρι εκεί. Τίποτα άλλο. Η πραγματικότητα για μένα ήταν η μοναχική ζωή μου, η δουλειά μου, η πόλη με τη βουή και τον θόρυβό της, οι δυο τρεις φίλες μου και οι βόλτες μαζί τους αραιά και πού σε κάνα μπαράκι με ροκ, και πάντα βαθιά στη σκέψη μου ακολουθούσε και εκείνο το σχέδιο που έλεγε να φύγω, να παραιτηθώ από το φαρμακείο, να πουλήσω το τριάρι στον Κόκκινο Μύλο, να πάρω τα λεφτά και να πάω να ζήσω στην Τοσκάνη.






Δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2024 στο τεύχος  Νο 77  του περιοδικού  

«δε|κατα» με θέμα:

«Εκτός Ορίων». 


Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού ποιητή και συγγραφέα Ντίνο Σιώτη,  για τη δημοσίευση.   


           



3 Απριλίου 2024

Η Μαρία Κάλλας στο ατελιέ της Μαντάμ Μπίκι


Η Μαρία Κάλλας στο ατελιέ της Μαντάμ Μπίκι



 

Την σινιόρα Ελίζα την γνώρισα πριν χρόνια στο τρένο. Φεύγαμε και οι δύο από το Μιλάνο, εγώ για τη Νοβάρα, πήγαινα σε φίλους, εκείνη στο Τορίνο. Πιάσαμε αμέσως κουβέντα. Κλασική Ιταλίδα του νότου, μου χαμογέλασε ζεστά και μου προσέφερε σοκολατάκι. Της είπα ότι θυμίζει την Άννα Μανιάνι και τα μάτια της έλαμψαν. Είχε λεπτά δάχτυλα, περιποιημένα, αλλά παρατήρησα ότι στις άκρες είχαν μικρές κοκκινίλες.

«Από τη βελόνα είναι», μου είπε, όταν πρόσεξε ότι το πρόσεξα. «Είμαι μοδίστρα. Ράβω από κοριτσάκι». Φινετσάτη γυναίκα παρά την προχωρημένη ηλικία της, καλίγραμμο σώμα, όμορφο πρόσωπο, τα μαλλιά της πλούσια όπως της Άννα Μανιάνι, και μοσχοβολούσε ένα λεπτό άρωμα που το έφτιαχνε μόνη της, όπως είπε. Τρώγαμε σοκολατάκια και μου μίλαγε για την πιο σημαντική, όπως κατάλαβα, στιγμή της ζωής της: τη συνάντησή της στο Μιλάνο, στο ατελιέ της Μαντάμ Μπίκι, με τη Μαρία Κάλλας.

«Μπίκι (Bicchi) ήταν το χαϊδευτικό της», μου είπε. «Την έλεγαν Ελβίρα. Ήταν σπουδαία ράφτρα. Είχε πελάτες από όλη την Ευρώπη. Αρχές του ‘50 ήμουν μικρό κοριτσάκι. Η δασκάλα της ραπτικής μ’ έστειλε στο ατελιέ της Μαντάμ Μπίκι να δανειστώ παριζιάνικα πατρόν, για το μάθημα. Σαν να μπήκα σε ναό, αισθανόμουν. Η μυρωδιά από τα ακριβά υφάσματα, τα κρύσταλλα στους πολυελαίους, η εσάνς των γυναικών, μ’ έπιασε δέος. Είχα σταθεί σε μια γωνιά μουδιασμένη. Η Κάλλας πέρασε από μπροστά μου σαν αερικό, σαν dea (θεά) που χαμογέλασε στους θνητούς και οι θνητοί εκστασιάστηκαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή. Κανείς δεν μου είπε ότι εκείνη που βλέπω ήταν η Μαρία Κάλλας. Είδα μια οπτασία να εισβάλει στο χώρο και ο χώρος να γίνεται ολόκληρος η οπτασία εκείνη. Είπα αυθόρμητα, ‘αυτή είναι η Μαρία Κάλλας!’. Μου συστήθηκε μόνη της, με το φως της. Ντιβίνα! Μετά από αρκετή ώρα με πλησίασε η γραμματέας και με ρώτησε τι θέλω. Έφυγα με τα πατρόν στα χέρια. Τα έσφιγγα πάνω μου, τα μύριζα και νόμιζα ότι μοσχοβολούσαν Κάλλας!  

»Τέλειωσα τη σχολή, δούλεψα σε μοδίστρες, γνώρισα τον άντρα μου, ερωτευτήκαμε, παντρευτήκαμε. Άνοιξα δικό μου ατελιέ. Στον άντρα μου είχα μιλήσει για τη συνάντηση με την Κάλλας, πριν ακόμα παντρευτούμε. Την πρόταση γάμου μού την έκανε στη Σκάλα του Μιλάνου. ‘Σου έχω μια έκπληξη’, μου είπε. Είχε δυο εισιτήρια για την όπερα Poliuto, με σοπράνο τη Μαρία Κάλλας. Καθόμασταν στο φουαγιέ λίγο πριν την έναρξη και εκεί μου έκανε την πρόταση. Ζήσαμε ευτυχισμένοι. Τον έχασα πέρυσι. Έχουμε μια κόρη που συνεχίζει το ατελιέ μου, έχει σπουδάσει σχέδιο υψηλής ραπτικής. Στο Τορίνο, πάω σε έκθεση υφασμάτων».

Στη Νοβάρα κατέβηκα. Με αγκάλιασε σφιχτά.

Πέρασαν τα χρόνια και πρόσφατα στο internet, σ’ ένα αφιέρωμα στην Κάλλας, διάβασα κάτω από μια φωτογραφία: «Maria Callas in Madame Biki's atelier, a favorite designer, ‘50». Η σινιόρα Ελίζα εδώ και χρόνια θα έχει πεθάνει. Δεν είχαμε ανταλλάξει τηλέφωνα. Αυτές οι συναντήσεις έχουν τη γοητεία τους ακριβώς επειδή δεν υπόκεινται στη φθορά του χρόνου. Μια περιστασιακή γνωριμία μπορεί να σημαδέψει τη μνήμη χίλιες φορές πιο δυνατά από μια σχέση που φθείρεται στην καθημερινότητα. 



 (γράφτηκε στις 28 Ιουνίου 2020) 



30 Μαρτίου 2024

Ο Maurice Baquet στο Παρίσι με ομπρέλα και τσέλο


                                     Ο Maurice Baquet στο Παρίσι με ομπρέλα και τσέλο



Το πρωί μού τηλεφώνησε η Ραχήλ. «Θα ‘ρχόμουν να πιούμε τσάι μαζί», μου είπε, «αλλά κάθε μέρα γερνάω όλο και πιο πολύ. Σήμερα έχω έναν πόνο στην πλάτη που χθες δεν τον είχα. Είναι που χθες ήμουν κατά μία ημέρα νεότερη…»

Η Ραχήλ ζούσε είκοσι χρόνια στο Παρίσι με τον άντρα της και τον σκύλο της. Τους έχασε και τους δύο σε τροχαίο• επέζησε μόνο αυτή μ’ ένα ελαφρύ κούτσαμα στο δεξί της πόδι. Λίγους μήνες μετά πούλησε τον φούρνο που είχαν ανοίξει με τον άντρας της, μάζεψε τα πράματά της, πήρε όσα χρήματα τής είχαν μείνει στην τράπεζα και επέστρεψε στην Αθήνα για πάντα. Στο Παρίσι είχαν πάει με τον άντρα της ως οικονομικοί μετανάστες. Είχαν προκόψει. Ο φούρνος ήταν το πρώτο μαγαζί που άνοιξαν και πέτυχε. Ήταν διάσημος στην περιοχή που έμεναν. Ζυμωτό ψωμί, χωριάτικες τυρόπιτες, γαλλικός καφές, αρωματικό τσάι, κουλούρια πορτοκαλιού που μοσχοβολούσαν με το που άνοιγες την πόρτα. Παιδιά, δεν έκαναν. Η μόνη σκιά στο φωτεινό τους βλέμμα.

Μετά το τροχαίο και τους θανάτους επέστρεψε στη γειτονιά που γνώρισε και ερωτεύτηκε τον άντρα της, κάπου στον περιφερειακό του Υμηττού, κοντά στο παλιό στρατόπεδο. Εκεί κοντά την είχα γνωρίσει κι εγώ κάνα δυο χρόνια πριν μετοικήσει στο Παρίσι. Έβρεχε καταρρακτωδώς εκείνη την ημέρα και τρέξαμε και οι δύο να προφυλαχτούμε σ’ ένα γκαράζ με στέγη από ελενίτ. Γυρίσαμε, κοιταχτήκαμε, χαμογελάσαμε, γνωριστήκαμε. Κόπασε η βροχή, πήγαμε για καφέ στην πλατεία. Σαν να την ήξερα χρόνια.  Κι όταν έφυγε για το Παρίσι ήταν σαν να έφευγε μια καλή, παλιά μου φίλη. Γράμματα όλο αυτό το διάστημα, τηλεφωνήματα, mails, κουβέντα, γέλια, στενοχώριες, χαρές. Το σπίτι που επέστρεψε ήταν το πατρικό του άντρα της, μια παλιά μονοκατοικία που αύριο-μεθαύριο θα δοθεί αντιπαροχή, πέντε λεπτά από το σπίτι που μένω. Μου τηλεφωνάει συχνά.

«Με τον πόνο στην πλάτη δεν μπορώ να έρθω», μου λέει σήμερα το πρωί, «αλλά θέλω να σου πω το όνειρο που είδα». Πίνει καφέ, ακούω τη γουλιά της. Καπνίζει. Ακούω την ανάσα της.

«Τον Μορίς Μπακέ, τον ήξερες;» με ρωτάει. Δεν περιμένει απάντηση, συνεχίζει. «Ήταν Γάλλος ηθοποιός, έπαιζε βιολοντσέλο. Τον είδα στον ύπνο μου απόψε. Έβρεχε, λέει, στο Παρίσι, ο άντρας μου και ο σκύλος μου είχαν πεθάνει, είχα βγει στους δρόμους να περπατήσω και μ’ έπιασε βροχή. Δεν ήθελα να επιστρέψω στο σπίτι, μου έλειπαν οι νεκροί μου. Κάθισα όρθια στο πεζοδρόμιο με σκυμμένο κεφάλι. Γινόμουν μούσκεμα αλλά δεν έφευγα.

»Αισθάνομαι να με πλησιάζει κάποιος. Βάζει μια μεγάλη ομπρέλα πάνω από το κεφάλι μου. Γυρνάω, τον κοιτάω. Ήταν ο Μορίς Μπακέ. Φορούσε με λευκή καπαρντίνα και κρατούσε ένα μεγάλο τσέλο. Μου χαμογελούσε. Έμοιαζε λίγο με τον άντρα μου. Είχε ένα γλυκό, παιδικό, αθώο βλέμμα και σκούρα καλοχτενισμένα μαλλιά, παρόλο τον παλιόκαιρο. Προσπαθούσε να κρατάει έτσι την ομπρέλα ώστε και εγώ να μην βρέχομαι και το τσέλο του.

»Πού πάτε; με ρώτησε. Πουθενά, του απάντησα. Τι κάνετε εδώ, χωρίς ομπρέλα στη βροχή, έξω από το σπίτι σας; Πενθώ τον άντρα μου, του απάντησα. Σοβάρεψε. Κοίταξε γύρω του. Το απέναντι πεζοδρόμιο ήταν σκεπαστό και είχε καμάρες. Ελάτε, μου είπε. Περάσαμε απέναντι. Πήγαμε κάτω από τις καμάρες. Σταθήκαμε κοντά στον τοίχο. Ο Μορίς Μπακέ έκλεισε την ομπρέλα του και την ακούμπησε πλάι του. Έβγαλε τη ράβδο στήριξης από τη θήκη που είχε μαζί του, την έβαλε χάμω, στο πεζοδρόμιο, και στερέωσε πάνω της το τσέλο. Έπειτα έβγαλε το δοξάρι. Άρχισε να παίζει όρθιος, δίπλα μου. Για σένα, μου είπε, και χαμογέλασε. Για να γαληνέψει ο πόνος σου…

»Το γνώριζα εκείνο το κομμάτι. Ήταν μια σονάτα για τσέλο του Μπραμς. Κάποιοι περαστικοί σταματούσαν και μας κοιτούσαν. Τους άρεσε η εικόνα, όπως έβλεπα στα μάτια τους. Σε λίγα λεπτά είχε σχηματιστεί ένας κύκλος γύρω μας από περαστικούς με βρεγμένα μαλλιά και παπούτσια και χρωματιστές όμορφες ομπρέλες. Ξέρεις, μέσα σε εκείνη τη μουντάδα του Παρισιού με τα λασπόνερα στους δρόμους και τα πεζοδρόμια, εμείς η παρέα με το φωτεινό βλέμμα μαζεμένοι γύρω από τις μελωδίες ενός τσέλου ήμασταν σαν πίνακας ιμπρεσιονιστή ζωγράφου που βγήκε στους δρόμους να δώσει χρώμα και φως στα σημεία που δεν φωτίζονταν. Νοιώθεις καλύτερα; γυρνάει κάποια στιγμή ο Μορίς Μπακέ και με ρωτάει. Ναι, του λέω και το πίστευα απόλυτα.

»Δεν θυμάμαι πόση ώρα καθίσαμε κάτω από την καμάρα με το τσέλο και τις μελωδίες, αλλά κάποια στιγμή είδα πως είχε βραδιάσει. Κρυώνω, του είπα. Κι εγώ, μου είπε. Έβαλε το τσέλο στη θήκη, τακτοποίησε τη ράβδο στήριξης και το δοξάρι και με κοίταξε. Ξέρω ένα μοτέλ στη Μονμάρτη, μου είπε. Στο φως της νύχτας διέκρινα ένα ρόδινο χρώμα στο πρόσωπό του. Τον ακολούθησα. Δεν ήθελα να επιστρέψω στο σπίτι. Μου άρεσε η συντροφιά του. Μείναμε στο μοτέλ τρεις μέρες. Εσώκλειστοι. Ευτυχισμένοι. Ελεύθεροι. Με μουσική από το τσέλο. Με πεσκανδρίτσα ψαρόσουπα με δάφνη και σαφράν, με κις λορέν με φρέσκα αυγά και μπέικον, με σουφλέ τυριών και ροζέ κρασί Προβηγκίας. Και πολλή αγάπη. Τίποτ’ άλλο.

»Ξημερώματα της τρίτης μέρας κάναμε έρωτα και χωρίσαμε. Χωρίς υποσχέσεις να ξαναβρεθούμε, χωρίς συναισθηματικά βάρη. Ανάλαφροι. Χορτασμένοι. Είσαι εντάξει; με ρώτησε. Είμαι ευτυχισμένη, του απάντησα. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα πρώτη. Ο διάδρομος του μοτέλ είχε φως. Είχε πολύ φως. Προχώρησα μέσα στο φως μέχρι που χάθηκα. Το φως δυνάμωνε. Ξημέρωνε. Ξύπνησα. Ήταν όνειρο, αγαπημένη μου φίλη…»

Είπαμε κι άλλα με τη Ραχήλ, την άκουγα να ανάβει συνέχεια τσιγάρα, είπαμε να πάμε θέατρο έστω και με την υποχρεωτική μάσκα για τον Covid και κλείσαμε. Θα μαγείρευε ψητό κατσαρόλας, μου είπε, θα έφτιαχνα ομελέτα με ντομάτα και τυρί, της είπα. Κλείσαμε.

(Δεν υπάρχει Ραχήλ. Δεν υπάρχει φίλη που μου τηλεφώνησε να μου πει ότι απόψε είδε στον ύπνο της τον Μορίς Μπακέ με το τσέλο του. Απλώς, έπαθα ξανά αυτό που παθαίνω όταν βλέπω μια φωτογραφία, έγχρωμη, μαυρόασπρη, δεν έχει σημασία, που μου αρέσει πολύ και στέκομαι κάμποσο και την κοιτάω, μέχρι που η φωτογραφία αρχίζει και μου υπαγορεύει μια ιστορία που θέλω πολύ να την καταγράφω. Και το κάνω. Στη συγκεκριμένη φωτογραφία είναι ο Maurice Baquet στο Παρίσι με την ομπρέλα και το τσέλο του, το 1957.  Φωτογραφία Robert Doisneau).

 

 

    (γράφτηκε στις 15 Ιανουαρίου 2022)

 

29 Μαρτίου 2024

Μπλε Γυναίκα

 

Jodhpur, Rajasthan, India



Μπλε γυναίκα,
περιστέρι πάνω στα όνειρά σου, γαλάζο,
στέκεται ακίνητο, σαν τα όνειρα που δεν πέταξαν ποτέ –
Πόρτα ανοιχτή, για ποιον… Για ποιους…
Έφυγαν όλοι, έρχονται και φεύγουν όλοι -
και το γαλάζο περιστέρι μοιάζει να μην έχει ουρανό να πετάξει.
Τα μάτια σου, γριά γυναίκα, δεν θυμάσαι να χαμογέλασαν…
Το στόμα σου το κρατάς κρυφό
απ’ τις εικόνες, απ’ τους περαστικούς, απ’ τη ζωή.. 
Μπλε γριά γυναίκα, σ’ αγαπώ –
στην ηλικία σου θα ΄χω μια κάμαρα γαλάζα απέναντι στο πέλαγο,
θα ΄χω ένα περιστέρι πάνω στα όνειρά μου να το περιμένω να πετάξει,
θα ΄χω τα χείλη μου κλειστά επειδή μιλάω με σιωπές
κι αυτές μού αποκρίνονται,
κι ακόμα θα ‘χω ένα λευκό μαντίλι στα μαλλιά μου –
ίσως πάλι να έχω ολόασπρα μαλλιά 
ολόιδιο με το νυφικό μαντίλι που το φοράς ολόκληρη ζωή…
Μπλε γυναίκα, σ’ αγαπώ.

(Τρίτη 26/3/2013)



Artista di strada

Artista di strada 


 

Έχω μια φίλη στη Ρώμη, δημοσιογράφο, και προχθές μου έστειλε την πιο πάνω φωτογραφία μ’ ένα μικρό κείμενο. Το εξής:

«Αυτός, είναι ένας Artista di strada, (μου έγραφε), «καλλιτέχνης δρόμου», δηλαδή. Εδώ, αναπαριστά το άγαλμα ενός πολιτικού του μεσαίωνα. Έτυχε να γνωριστούμε ένα απόγευμα, όταν τέλειωσε τη δουλειά του. Μάζεψε τα πράματά του και πριν πάει στο σπίτι του πέρασε από το bar απέναντι, να πιει ένα καπουτσίνο. Ήμουν στο μπαρ από ώρα και τον κοιτούσα πίσω από την τζαμαρία. Ήρθε και κάθισε δυο τραπεζάκια πιο πέρα. Έδειχνε να κρυώνει. Κάποια στιγμή, έβηξε. Τον πλησίασα και τον ρώτησα αν θέλει παρέα. Με κοίταξε με τα πράσινα μάτια του. Ήθελε.

«Τι κάνεις στους δρόμους;» τον ρωτάω.

Το πρόσωπό του είχε ακόμα τη μπογιά από το μακιγιάζ του αγάλματος που είχε κάνει.

«Μαζεύω χρήματα», είπε. «Θέλω να πάω στη Νορβηγία να βρω τους φίλους μου. Έχω τελειώσει τη Σχολή Καλών Τεχνών. Και οι φίλοι μου το ίδιο. Ο πατέρας του ενός έχει γκαλερί στο Όσλο. Σκοπεύει να κάνει μια έκθεση σε μερικούς μήνες με έργα νέων καλλιτεχνών από όλη την Ευρώπη. Είδε κάποια έργα μου με κάρβουνο πάνω σε καμβά και του άρεσαν. Με συμπεριέλαβε στην έκθεση».

Σιωπή για λίγο, αυτός έπινε τον καπουτσίνο του κι εγώ το τρίτο λευκό μαρτίνι.

«Είμαι δημοσιογράφος», του λέω μετά. «Θες να γράψω για σένα στο έντυπο που εργάζομαι; Ακούγεται ενδιαφέρον όλο που μου λες και η δουλειά που κάνεις μέχρι να βρεις τα χρήματα να φύγεις…»

Φιλενάδα μου, η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν πολύ ομιλητικός, με το στανιό του τα ‘παιρνα, αλλά μου διηγήθηκε κάτι που μου άρεσε πολύ. Αφού μου ανέφερε κάποια στοιχεία από τη ζωή του, πού γεννήθηκε, πού μεγάλωσε, κτλ, του ζήτησα να μου αφηγηθεί καμιά παράξενη ιστορία που ενδεχομένως του έχει συμβεί στους δρόμους που στέκεται ως άγαλμα. Εκεί η ματιά του άλλαξε κάπως, σαν να έγινε θλιμμένη.

Πριν μερικούς μήνες πήγαινε και στεκόταν σε μια άλλη γειτονιά, μου είπε. Είχε διαλέξει ένα απόμερο κάπως σημείο, πιο πολύ για να μην τον χτυπάει το κρύο. Ένα απόγευμα, καθώς σκεφτόταν να φύγει γιατί ένοιωθε ήδη κουρασμένος, είδε από μακριά να έρχεται προς το μέρος του μια γυναίκα. Φαινόταν γύρω στα πενήντα, ήταν μάλλον αχτένιστη και παραπατούσε κάπως. Πλησίασε το παιδί που έκανε το άγαλμα, στάθηκε μπροστά του, στο ένα χέρι βαστούσε ένα μπουκάλι μπύρα και στο άλλο ένα τσιγάρο άφιλτρο. Σήκωσε τα μάτια, τον κοίταξε, την κοίταξε κι αυτός, και η γυναίκα μισοζαλισμένη του λέει: «Μη μου κουνάς εμένα τα μάτια παριστάνοντάς μου τον ζωντανό, σας ξέρω εσάς τα αγάλματα… Κάθε μέρα πάω και κάθομαι κάτω από ένα και του μιλάω. Κάποιες φορές παρασύρομαι και νομίζω ότι είστε αληθινοί άνθρωποι που με ακούτε, αλλά μη νομίζεις ότι με κοροϊδεύετε. Σας ξέρω. Άψυχα είστε. Χειρότερα και από άνθρωποι».

Ο καλλιτέχνης μού είπε ότι η γυναίκα κάθισε καμιά ώρα μπροστά του, έπινε και κάπνιζε το ένα μετά το άλλο και παρέπαιε, ενώ συγχρόνως του μιλούσε συνέχεια. Είχε βραδιάσει για τα καλά, το παιδί ήθελε να φύγει, από την υγρασία και την ακινησία πονούσε όλο του το σώμα, αλλά λυπόταν τη γυναίκα. Εκείνη πράγματι νόμιζε ότι είχε σταθεί κάτω από άγαλμα. Του εξιστορούσε τη ζωή της και τα λόγια της τις περισσότερες φορές ήταν ασυνάρτητα. Από τα συμφραζόμενα έβγαινε νόημα. Του έλεγε ότι έψαχνε τη μάνα της και τον πατέρα της από μικρό παιδί, ότι τα καλοκαίρια πηγαίνει στο νεκροταφείο και κοιμάται δίπλα σε αγάλματα αγγέλων και ότι, όταν αποκοιμιέται, έρχονται αληθινοί άγγελοι και την αγκαλιάζουν… Ότι είχε φάει πολύ ξύλο στη ζωή της γι’ αυτό και αγαπούσε τα αγάλματα, επειδή εκείνα δεν τη χτυπούσανε… Ότι είχε μια γάτα που της είχε κοπεί το ένα πόδι από αυτοκίνητο που πέρασε από πάνω της, αλλά η γάτα της είχε χαθεί και σε εκείνο το σημείο η γυναίκα έβαλε τα κλάματα… Από τα πολλά, άρχισε τα βουρκώνει και ο καλλιτέχνης. Δεν άντεχε τη δυστυχία της γυναίκας. Η γυναίκα είδε τα δάκρυά του, κι ενώ στην αρχή ξαφνιάστηκε, μετά άρχισε να γελάει δυνατά, υστερικά. «Σαν τους άντρες είστε κι εσείς τα αγάλματα, ρε σεις!», φώναζε, «ψεύτες!» Το παιδί έκλαιγε για τα καλά κι αυτή γελούσε σαν τρελή, είχε ένα ανατριχιαστικό γέλιο. Ξαφνικά, σηκώνει το μπουκάλι, πίνει την τελευταία γουλιά και το πετάει με δύναμη πάνω στο παιδί, στο άγαλμα κατά τη γνώμη της. Το μπουκάλι βρήκε το παιδί στο στήθος. Πόνεσε πολύ. Έκανε έναν μορφασμό πόνου κι ασυναίσθητα έβαλε το χέρι του στο σημείο του πόνου. Καμπούριασε λίγο. Η γυναίκα, όταν είδε αυτή την κίνηση του ‘αγάλματος’ σάλεψε περισσότερο. Άρχισε να ουρλιάζει ότι το άγαλμα είναι μαγεμένο, ότι αυτή του άνοιξε την ψυχή της κι αυτό την κοροϊδεύει για να την τρομάξει, και συνεχίζοντας να γελάει υστερικά και να φωνάζει απομακρύνθηκε παραπατώντας και χάθηκε στα στενά της Ρώμης. Κάποιοι περαστικοί είχαν σταθεί τα τελευταία λεπτά και παρακολουθούσαν, έπειτα έφυγαν και αυτοί και το παιδί έμεινε μόνο. Είχε λαχανιάσει, μου είπε, από την ένταση που είχε. Δεν ήξερε αν είχε κάνει καλά που είχε αφήσει εκείνη τη δυστυχισμένη γυναίκα να πιστεύει ότι αυτό που βλέπει ήταν άγαλμα, ή μήπως έπρεπε να σταματήσει αυτό που έκανε και να της εξηγήσει την αλήθεια. Για μέρες δεν μπορούσε να δουλέψει. Νόμιζε ότι θα δει να έρχεται από μακριά η μεθυσμένη με το παρανοϊκό βλέμμα κι αυτός δεν θα μπορεί να τη βοηθήσει και θα ξαναβάλει τα κλάματα…

«Πόσο ακόμα θα αντέχω να κοιτάω τον κόσμο σαν άγαλμα που δεν συμμετέχει σε αυτό που βλέπει», μου είπε στο τέλος το παιδί, φιλενάδα. «Ξέρεις τι γύρισε και μου κοπάνησε η κοπέλα που με εγκατέλειψε πριν λίγο καιρό; ‘Εσείς οι καλλιτέχνες είστε νάρκισσοι. Θέλετε να σας κοιτάει ο κόσμος, αλλά όχι να κοιτάτε εσείς τον κόσμο. Μένετε απαθείς στα δρώμενα γύρω σας, ενώ φροντίζεται με αριστοτεχνικό τρόπο να τραβάτε την προσοχή με την απάθειά σας’. Γι’ αυτό βούρκωσαν τα μάτια μου με την δυστυχισμένη που με πέρασε για αληθινό άγαλμα. Εκείνη ζούσε την κόλασή της κι εγώ την παρακολουθούσα από απόσταση ασφαλείας…»

Φιλενάδα μου, αυτά μου είπε ο καλλιτέχνης, ήπιε τον καπουτσίνο του και χάθηκε κι αυτός στα στενά της Ρώμης. Θα την γράψω κάπου την ιστορία του, μ’ αρέσει. Φιλιά!!



(γράφτηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2019)





27 Μαρτίου 2024

Η κοπέλα από το χωριό Scanno

 

Scanno, περιοχή στην επαρχία L'Aquila,
στο Abruzzo της κεντρικής Ιταλίας

Το χωριό λέγεται Scanno, είναι επαρχία της L’Aquila, περίπου 80 χλμ ανατολικά της Ρώμης. Στα μικράτα μου ντυνόμουν κι εγώ έτσι, με τα μαλλιά μου όμως λυτά. Είδα αυτή την κοπέλα σε κάποιο ιταλικό site και είπα πως δεν αποκλείεται να είναι κάποια μακρινή συγγενής μου που απλώς δεν έτυχε να σμίξουμε ποτέ σε κάποιο από αυτά τα οικογενειακά τραπέζια που σμίγουν οι συγγενείς σε κάθε γάμο ή βάφτιση – κάθε 20 δηλαδή χρόνια. Δεν ξέρω γιατί αλλά με την Ιταλία η σχέση μου ήταν πάντα μεταφυσική. Εάν αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που ζούμε, τότε ίσως παλαιότερα να έχω ζήσει κάπου στα περίχωρα της Ρώμης ή το πιο πιθανό σε κάποιο χωριό της Τοσκάνης. Η κοπέλα της φωτογραφίας μού είναι γνώριμη, οικεία, την κοιτάω και είναι σαν να την έχω ρωτήσει σε κάποια στάση λεωφορείου από πού πήρε τη φούστα της – το συνηθίζω να το κάνω αυτό με τις γυναίκες που φοράνε όμορφες μακριές φούστες από λεπτό ύφασμα, που τις φυσάει ο αέρας πέρα δώθε. Τις έχω ακόμα αυτές τις φούστες στην ντουλάπα μου και ας μην τις φορώ πια.
Κοιτάζοντάς την αναρωτήθηκα πώς είναι άραγε τώρα με τον κορωνοϊό, αν είναι καλά, αν έχει κάποια ανάγκη, κάποια στενοχώρια, αν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτήν. Κάποιοι άνθρωποι μάς είναι άγνωστοι και είναι πολύ μακριά μας, είναι πολίτες άλλης χώρας, και όμως αισθανόμαστε πως τους νοιαζόμαστε και τους αγαπάμε. Κάποιοι άλλοι πάλι είναι τόσο κοντά μας, τόσο ασφυκτικά δίπλα μας, σχεδόν τους συναντάμε κάθε μέρα στο δρόμο και στη λαϊκή, σχεδόν τριάντα χρόνια είναι γείτονες και φίλοι μας, και ταυτόχρονα είναι τόσο παγερά αδιάφοροι και ξένοι στα μάτια μας, τόσο ανύπαρκτοι στη σκέψη μας...


(γράφτηκε στις 12 Μαρτίου 2020, κατά τη διάρκεια του lockdown λόγω κορωνοϊού)


19 Μαρτίου 2024

Πίσω από μια μισάνοιχτη πόρτα

 

Palazzo Ducale, Venezia


Σήμερα, στον φούρνο της γειτονιάς, συνάντησα την Άννα. Αγόραζε κουλούρια άγλυκα, για τον σκύλο της. «Αισθάνομαι ότι θα αρχίσουμε να κοιτάμε τη ζωή πίσω από μια πόρτα μισάνοιχτη», μου λέει. «Γιατί το λες αυτό;», τη ρωτάω. «Όταν πεθαίνουν άνθρωποι σημαντικοί», μου απαντάει, «κλείνει μια πόρτα πίσω τους. Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ολόκληρο το δωμάτιο. Το φωτεινό δωμάτιο. Το καλό. Το κυριακάτικο. Αυτό με το λευκό τραπεζομάντιλο και τις μουσικές που μιλάνε για ρόδα αμάραντα. Πέθανε και ο αέρας που σήκωσε φεύγοντας, μισόκλεισε την πόρτα. Γι’ αυτό το λέω» είπε.

Έφυγε, μασουλώντας ένα κουλούρι. Από την άλλη, δεν θυμάμαι αν την Άννα τη συνάντησα στ’ αλήθεια ή αν σκαρφίστηκα μια συνάντηση μαζί της για να καταγράψω κάποια λόγια που θα ήθελα να ακούσω από μια γειτόνισσα που θα συναντούσα το πρωί στο φούρνο. Ο θάνατος του Μίκη μ’ επηρέασε βαθύτατα. Μου υπαγορεύει αποσπάσματα από διηγήματα που καλούμαι να τα ολοκληρώσω. Επίσης, «Άννα» δεν υπάρχει. Έγραψα αυτό που ήρθε στο μυαλό μου βλέποντας αυτή την εικόνα από το Palazzo Ducale, στη Βενετία.

 

  (γράφτηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2021, 

μερικές ημέρες μετά τον θάνατο του Μίκη 

που έφυγε στις 2 Σεπτεμβρίου 2021)