Artista di strada |
Έχω μια φίλη στη Ρώμη,
δημοσιογράφο, και προχθές μου έστειλε την πιο πάνω φωτογραφία μ’ ένα μικρό
κείμενο. Το εξής:
«Αυτός, είναι ένας
Artista di strada, (μου έγραφε), «καλλιτέχνης δρόμου», δηλαδή. Εδώ, αναπαριστά
το άγαλμα ενός πολιτικού του μεσαίωνα. Έτυχε να γνωριστούμε ένα απόγευμα, όταν
τέλειωσε τη δουλειά του. Μάζεψε τα πράματά του και πριν πάει στο σπίτι του
πέρασε από το bar απέναντι, να πιει ένα καπουτσίνο. Ήμουν στο μπαρ από ώρα και
τον κοιτούσα πίσω από την τζαμαρία. Ήρθε και κάθισε δυο τραπεζάκια πιο πέρα.
Έδειχνε να κρυώνει. Κάποια στιγμή, έβηξε. Τον πλησίασα και τον ρώτησα αν θέλει
παρέα. Με κοίταξε με τα πράσινα μάτια του. Ήθελε.
«Τι κάνεις στους
δρόμους;» τον ρωτάω.
Το πρόσωπό του είχε
ακόμα τη μπογιά από το μακιγιάζ του αγάλματος που είχε κάνει.
«Μαζεύω χρήματα», είπε.
«Θέλω να πάω στη Νορβηγία να βρω τους φίλους μου. Έχω τελειώσει τη Σχολή Καλών
Τεχνών. Και οι φίλοι μου το ίδιο. Ο πατέρας του ενός έχει γκαλερί στο Όσλο.
Σκοπεύει να κάνει μια έκθεση σε μερικούς μήνες με έργα νέων καλλιτεχνών από όλη
την Ευρώπη. Είδε κάποια έργα μου με κάρβουνο πάνω σε καμβά και του άρεσαν. Με
συμπεριέλαβε στην έκθεση».
Σιωπή για λίγο, αυτός
έπινε τον καπουτσίνο του κι εγώ το τρίτο λευκό μαρτίνι.
«Είμαι δημοσιογράφος»,
του λέω μετά. «Θες να γράψω για σένα στο έντυπο που εργάζομαι; Ακούγεται
ενδιαφέρον όλο που μου λες και η δουλειά που κάνεις μέχρι να βρεις τα χρήματα
να φύγεις…»
Φιλενάδα μου, η αλήθεια
είναι ότι δεν ήταν πολύ ομιλητικός, με το στανιό του τα ‘παιρνα, αλλά μου
διηγήθηκε κάτι που μου άρεσε πολύ. Αφού μου ανέφερε κάποια στοιχεία από τη ζωή
του, πού γεννήθηκε, πού μεγάλωσε, κτλ, του ζήτησα να μου αφηγηθεί καμιά
παράξενη ιστορία που ενδεχομένως του έχει συμβεί στους δρόμους που στέκεται ως
άγαλμα. Εκεί η ματιά του άλλαξε κάπως, σαν να έγινε θλιμμένη.
Πριν μερικούς μήνες
πήγαινε και στεκόταν σε μια άλλη γειτονιά, μου είπε. Είχε διαλέξει ένα απόμερο
κάπως σημείο, πιο πολύ για να μην τον χτυπάει το κρύο. Ένα απόγευμα, καθώς
σκεφτόταν να φύγει γιατί ένοιωθε ήδη κουρασμένος, είδε από μακριά να έρχεται
προς το μέρος του μια γυναίκα. Φαινόταν γύρω στα πενήντα, ήταν μάλλον αχτένιστη
και παραπατούσε κάπως. Πλησίασε το παιδί που έκανε το άγαλμα, στάθηκε μπροστά
του, στο ένα χέρι βαστούσε ένα μπουκάλι μπύρα και στο άλλο ένα τσιγάρο άφιλτρο.
Σήκωσε τα μάτια, τον κοίταξε, την κοίταξε κι αυτός, και η γυναίκα μισοζαλισμένη
του λέει: «Μη μου κουνάς εμένα τα μάτια παριστάνοντάς μου τον ζωντανό, σας ξέρω
εσάς τα αγάλματα… Κάθε μέρα πάω και κάθομαι κάτω από ένα και του μιλάω. Κάποιες
φορές παρασύρομαι και νομίζω ότι είστε αληθινοί άνθρωποι που με ακούτε, αλλά μη
νομίζεις ότι με κοροϊδεύετε. Σας ξέρω. Άψυχα είστε. Χειρότερα και από
άνθρωποι».
Ο καλλιτέχνης μού είπε
ότι η γυναίκα κάθισε καμιά ώρα μπροστά του, έπινε και κάπνιζε το ένα μετά το
άλλο και παρέπαιε, ενώ συγχρόνως του μιλούσε συνέχεια. Είχε βραδιάσει για τα
καλά, το παιδί ήθελε να φύγει, από την υγρασία και την ακινησία πονούσε όλο του
το σώμα, αλλά λυπόταν τη γυναίκα. Εκείνη πράγματι νόμιζε ότι είχε σταθεί κάτω
από άγαλμα. Του εξιστορούσε τη ζωή της και τα λόγια της τις περισσότερες φορές
ήταν ασυνάρτητα. Από τα συμφραζόμενα έβγαινε νόημα. Του έλεγε ότι έψαχνε τη
μάνα της και τον πατέρα της από μικρό παιδί, ότι τα καλοκαίρια πηγαίνει στο
νεκροταφείο και κοιμάται δίπλα σε αγάλματα αγγέλων και ότι, όταν αποκοιμιέται,
έρχονται αληθινοί άγγελοι και την αγκαλιάζουν… Ότι είχε φάει πολύ ξύλο στη ζωή
της γι’ αυτό και αγαπούσε τα αγάλματα, επειδή εκείνα δεν τη χτυπούσανε… Ότι
είχε μια γάτα που της είχε κοπεί το ένα πόδι από αυτοκίνητο που πέρασε από πάνω
της, αλλά η γάτα της είχε χαθεί και σε εκείνο το σημείο η γυναίκα έβαλε τα
κλάματα… Από τα πολλά, άρχισε τα βουρκώνει και ο καλλιτέχνης. Δεν άντεχε τη
δυστυχία της γυναίκας. Η γυναίκα είδε τα δάκρυά του, κι ενώ στην αρχή
ξαφνιάστηκε, μετά άρχισε να γελάει δυνατά, υστερικά. «Σαν τους άντρες είστε κι
εσείς τα αγάλματα, ρε σεις!», φώναζε, «ψεύτες!» Το παιδί έκλαιγε για τα καλά κι
αυτή γελούσε σαν τρελή, είχε ένα ανατριχιαστικό γέλιο. Ξαφνικά, σηκώνει το
μπουκάλι, πίνει την τελευταία γουλιά και το πετάει με δύναμη πάνω στο παιδί,
στο άγαλμα κατά τη γνώμη της. Το μπουκάλι βρήκε το παιδί στο στήθος. Πόνεσε
πολύ. Έκανε έναν μορφασμό πόνου κι ασυναίσθητα έβαλε το χέρι του στο σημείο του
πόνου. Καμπούριασε λίγο. Η γυναίκα, όταν είδε αυτή την κίνηση του ‘αγάλματος’
σάλεψε περισσότερο. Άρχισε να ουρλιάζει ότι το άγαλμα είναι μαγεμένο, ότι αυτή
του άνοιξε την ψυχή της κι αυτό την κοροϊδεύει για να την τρομάξει, και
συνεχίζοντας να γελάει υστερικά και να φωνάζει απομακρύνθηκε παραπατώντας και
χάθηκε στα στενά της Ρώμης. Κάποιοι περαστικοί είχαν σταθεί τα τελευταία λεπτά
και παρακολουθούσαν, έπειτα έφυγαν και αυτοί και το παιδί έμεινε μόνο. Είχε
λαχανιάσει, μου είπε, από την ένταση που είχε. Δεν ήξερε αν είχε κάνει καλά που
είχε αφήσει εκείνη τη δυστυχισμένη γυναίκα να πιστεύει ότι αυτό που βλέπει ήταν
άγαλμα, ή μήπως έπρεπε να σταματήσει αυτό που έκανε και να της εξηγήσει την
αλήθεια. Για μέρες δεν μπορούσε να δουλέψει. Νόμιζε ότι θα δει να έρχεται από
μακριά η μεθυσμένη με το παρανοϊκό βλέμμα κι αυτός δεν θα μπορεί να τη βοηθήσει
και θα ξαναβάλει τα κλάματα…
«Πόσο ακόμα θα αντέχω να
κοιτάω τον κόσμο σαν άγαλμα που δεν συμμετέχει σε αυτό που βλέπει», μου είπε
στο τέλος το παιδί, φιλενάδα. «Ξέρεις τι γύρισε και μου κοπάνησε η κοπέλα που
με εγκατέλειψε πριν λίγο καιρό; ‘Εσείς οι καλλιτέχνες είστε νάρκισσοι. Θέλετε
να σας κοιτάει ο κόσμος, αλλά όχι να κοιτάτε εσείς τον κόσμο. Μένετε απαθείς
στα δρώμενα γύρω σας, ενώ φροντίζεται με αριστοτεχνικό τρόπο να τραβάτε την
προσοχή με την απάθειά σας’. Γι’ αυτό βούρκωσαν τα μάτια μου με την
δυστυχισμένη που με πέρασε για αληθινό άγαλμα. Εκείνη ζούσε την κόλασή της κι
εγώ την παρακολουθούσα από απόσταση ασφαλείας…»
Φιλενάδα μου, αυτά μου
είπε ο καλλιτέχνης, ήπιε τον καπουτσίνο του και χάθηκε κι αυτός στα στενά της
Ρώμης. Θα την γράψω κάπου την ιστορία του, μ’ αρέσει. Φιλιά!!
(γράφτηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2019)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα απρεπή, κακόβουλα και κακόγουστα σχόλια θα διαγράφονται. Επίσης στηρίζω τη θέση ότι η ελληνική γλώσσα είναι από μόνη της πολιτισμός, καθώς είναι η γλώσσα του Οδυσσέα Ελύτη και του Ομήρου. Τα greeeklish όχι.