Paul César Helleu, Fleet of Sailboats |
Τι είναι η θάλασσα, μαμά;
Διήγημα
«Τι είναι, θάλασσα, μαμά;»
«Θάλασσα, κοριτσάκι μου, είναι αυτό το νερό, που είμαστε τώρα μέσα…»
«Και γιατί το λένε θάλασσα αυτό το νερό;»
«Είναι μια μεγάλη έκταση, πολύ μεγάλη, πιο μεγάλη από τη γη∙ ξεκινάει από την ακτή που τα νερά της είναι ρηχά και προχωρώντας γίνεται πολύ βαθιά. Στο βυθό της υπάρχει μια ολόκληρη ζωή∙ έχει φυτά, ψάρια, έχει ωκεανούς, πελάγη, το νερό της έχει αλάτι και ιώδιο, κάνει πολύ καλό στον άνθρωπο η επαφή με το θαλασσινό νερό. Και όλη αυτή η υδάτινη έκταση ονομάζεται θάλασσα».
«Και πού τελειώνει η θάλασσα, μαμά;»
«Πολύ μακριά. Δηλαδή, αν φύγει κάποιος από δω που είμαστε εμείς τώρα, πάρει ένα καράβι και ταξιδέψει, θα βγει στην άλλη άκρη του κόσμου. Μπορεί να φτάσει και μέχρι την Αφρική, την Αμερική, την Αλάσκα, κάπου πολύ μακριά».
«Περίγραψέ μου τη θάλασσα, μαμά… Είναι όμορφη;»
«Θάλασσα, κοριτσάκι μου, είναι αυτό το νερό, που είμαστε τώρα μέσα…»
«Και γιατί το λένε θάλασσα αυτό το νερό;»
«Είναι μια μεγάλη έκταση, πολύ μεγάλη, πιο μεγάλη από τη γη∙ ξεκινάει από την ακτή που τα νερά της είναι ρηχά και προχωρώντας γίνεται πολύ βαθιά. Στο βυθό της υπάρχει μια ολόκληρη ζωή∙ έχει φυτά, ψάρια, έχει ωκεανούς, πελάγη, το νερό της έχει αλάτι και ιώδιο, κάνει πολύ καλό στον άνθρωπο η επαφή με το θαλασσινό νερό. Και όλη αυτή η υδάτινη έκταση ονομάζεται θάλασσα».
«Και πού τελειώνει η θάλασσα, μαμά;»
«Πολύ μακριά. Δηλαδή, αν φύγει κάποιος από δω που είμαστε εμείς τώρα, πάρει ένα καράβι και ταξιδέψει, θα βγει στην άλλη άκρη του κόσμου. Μπορεί να φτάσει και μέχρι την Αφρική, την Αμερική, την Αλάσκα, κάπου πολύ μακριά».
«Περίγραψέ μου τη θάλασσα, μαμά… Είναι όμορφη;»
«Είναι πολύ όμορφη η θάλασσα, αγάπη μου. Στην επιφάνειά της
την ημέρα αντανακλάται ο ήλιος, είναι φωτεινή πολύ, και όταν σκοτεινιάζει
αντανακλάται η νύχτα, το χρώμα της σκουραίνει∙ από μπλε γίνεται σχεδόν μαύρη. Άλλοτε έχει κύματα,
άλλοτε είναι ήσυχη, τα καλοκαίρια είναι ζεστή, τους χειμώνες παγωμένη. Αν τη
βάλεις στο στόμα σου θα δεις ότι είναι αλμυρή».
«Θα δω ότι είναι αλμυρή, είπες… Θα δω, με το στόμα μου, δηλαδή; Θα καταλάβω με τη γεύση μου; Αυτό μου λες;»
«Αυτό σου λέω, μωρό μου…»
«Το σκούρο χρώμα που είπες πως έχει τη νύχτα και την αντανάκλαση του ήλιου που είπες πως έχει την ημέρα, αυτά πώς θα τα δω;»
«Αυτά θα τα φανταστείς όπως θέλεις εσύ, καλό μου∙ θα κάνεις μια σκέψη όμορφη πολύ, που σου αρέσει, και θα θεωρήσεις ότι αυτό το όμορφο που σκέφτεσαι είναι η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας…»
«Μαμά, να σε ρωτήσω κάτι;»
«Ναι».
«Όταν εσύ πεθάνεις, ποιος θα μου λέει τι είναι η θάλασσα και η νύχτα, η μέρα και ο ήλιος;»
«Μέχρι τότε, δεν θα έχεις πολλές ερωτήσεις, θα σου έχω απαντήσει στις περισσότερες. Έπειτα, έχεις και τη δασκάλα σου στο σχολείο. Ξέρεις πόσα πράγματα έχει ακόμα να σε μάθει η δασκάλα σου;»
«Θα δω ότι είναι αλμυρή, είπες… Θα δω, με το στόμα μου, δηλαδή; Θα καταλάβω με τη γεύση μου; Αυτό μου λες;»
«Αυτό σου λέω, μωρό μου…»
«Το σκούρο χρώμα που είπες πως έχει τη νύχτα και την αντανάκλαση του ήλιου που είπες πως έχει την ημέρα, αυτά πώς θα τα δω;»
«Αυτά θα τα φανταστείς όπως θέλεις εσύ, καλό μου∙ θα κάνεις μια σκέψη όμορφη πολύ, που σου αρέσει, και θα θεωρήσεις ότι αυτό το όμορφο που σκέφτεσαι είναι η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας…»
«Μαμά, να σε ρωτήσω κάτι;»
«Ναι».
«Όταν εσύ πεθάνεις, ποιος θα μου λέει τι είναι η θάλασσα και η νύχτα, η μέρα και ο ήλιος;»
«Μέχρι τότε, δεν θα έχεις πολλές ερωτήσεις, θα σου έχω απαντήσει στις περισσότερες. Έπειτα, έχεις και τη δασκάλα σου στο σχολείο. Ξέρεις πόσα πράγματα έχει ακόμα να σε μάθει η δασκάλα σου;»
«Πόσα;»
«Πολλά!»
«Πολλά!»
«Αλλά δεν θέλω να πεθάνεις κι ας μην με μάθεις τίποτα εσύ.
Ας μου τα μάθει όλα η δασκάλα μου, αρκεί εσύ να ζήσεις πολύ. Θα ζήσεις πολύ,
μαμά μου;»
«Αυτό, δεν μπορούμε να το ξέρουμε, αγάπη μου. Εύχομαι να ζήσω πολύ και να είμαστε πολλά χρόνια μαζί, αλλά κανείς δεν ξέρει πόσο θα ζήσει…»
«Ούτε οι μητέρες;»
«Ούτε».
«Μα, γιατί; Αφού είναι μητέρες και οι μητέρες τα ξέρουν όλα!»
«Μπα! Δεν νομίζω ότι οι μητέρες τα ξέρουν όλα».
«Να σε ρωτήσω κάτι; Γιατί εγώ είμαι τυφλή και εσύ όχι;»
«Γιατί εσύ γεννήθηκες με μια σπάνια ασθένεια των ματιών που δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να δει. Εγώ δεν γεννήθηκα με αυτή την ασθένεια».
«Αυτό, δεν μπορούμε να το ξέρουμε, αγάπη μου. Εύχομαι να ζήσω πολύ και να είμαστε πολλά χρόνια μαζί, αλλά κανείς δεν ξέρει πόσο θα ζήσει…»
«Ούτε οι μητέρες;»
«Ούτε».
«Μα, γιατί; Αφού είναι μητέρες και οι μητέρες τα ξέρουν όλα!»
«Μπα! Δεν νομίζω ότι οι μητέρες τα ξέρουν όλα».
«Να σε ρωτήσω κάτι; Γιατί εγώ είμαι τυφλή και εσύ όχι;»
«Γιατί εσύ γεννήθηκες με μια σπάνια ασθένεια των ματιών που δεν επιτρέπει στον άνθρωπο να δει. Εγώ δεν γεννήθηκα με αυτή την ασθένεια».
«Είδες που μου απάντησες; Είδες που τα ξέρεις όλα;»
«Όλα δεν τα ξέρω, απαντάω μόνο σε ό,τι ξέρω».
«Θα πεθάνεις;»
«Όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν κάποτε».
«Και οι μητέρες;»
«Και οι μητέρες».
«Και τα τυφλά παιδάκια τους ποιος τα προσέχει;»
«Όλα δεν τα ξέρω, απαντάω μόνο σε ό,τι ξέρω».
«Θα πεθάνεις;»
«Όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν κάποτε».
«Και οι μητέρες;»
«Και οι μητέρες».
«Και τα τυφλά παιδάκια τους ποιος τα προσέχει;»
«Τα τυφλά παιδάκια, μαζί με τα γράμματα, μαθαίνουν και άλλα
πράγματα∙ μαθαίνουν
να φροντίζουν τον εαυτό τους και τα καταφέρουν μια χαρά».
«Σε θέλω κοντά μου, μαμά».
«Είμαι κοντά σου, μωρό μου».
«Σε θέλω και όταν θα έχω μάθει να φροντίζω μόνη μου τον εαυτό μου. Σε θέλω για συντροφιά».
«Θα βρεις όμως και άλλες παρέες. Θα έχεις φίλες, φίλους. Ήδη δεν κάνεις παρέα με τις συμμαθήτριές σου; Κι όταν μεγαλώσεις θα έχεις τη δική σου οικογένεια. Θα έχεις συντροφιά τον άντρα σου και τα παιδιά σου».
«Θα τα βλέπω τα παιδιά μου;»
«Όχι, καρδιά μου, αλλά θα τα αγκαλιάζεις, θα τα φιλάς… Ξέρεις πόσο πολύτιμο είναι αυτό; Η αγάπη που θα δίνεις και θα παίρνεις θα σε κάνει ευτυχισμένη. Αυτό δεν θες; Να είσαι ευτυχισμένη;»
«Θέλω να μην είμαι μόνη».
«Δεν θα είσαι μόνη».
«Πού το ξέρεις;»
«Σε θέλω κοντά μου, μαμά».
«Είμαι κοντά σου, μωρό μου».
«Σε θέλω και όταν θα έχω μάθει να φροντίζω μόνη μου τον εαυτό μου. Σε θέλω για συντροφιά».
«Θα βρεις όμως και άλλες παρέες. Θα έχεις φίλες, φίλους. Ήδη δεν κάνεις παρέα με τις συμμαθήτριές σου; Κι όταν μεγαλώσεις θα έχεις τη δική σου οικογένεια. Θα έχεις συντροφιά τον άντρα σου και τα παιδιά σου».
«Θα τα βλέπω τα παιδιά μου;»
«Όχι, καρδιά μου, αλλά θα τα αγκαλιάζεις, θα τα φιλάς… Ξέρεις πόσο πολύτιμο είναι αυτό; Η αγάπη που θα δίνεις και θα παίρνεις θα σε κάνει ευτυχισμένη. Αυτό δεν θες; Να είσαι ευτυχισμένη;»
«Θέλω να μην είμαι μόνη».
«Δεν θα είσαι μόνη».
«Πού το ξέρεις;»
«Δεν είπαμε ότι θα έχεις τη δική σου οικογένεια;»
«Πώς είσαι σίγουρη ότι θα έχω τη δική μου οικογένεια;»
«Όλοι οι άνθρωποι έχουν οικογένεια».
«Δεν έχουν όλοι».
«Οι περισσότεροι».
«Εγώ, θα είμαι στους περισσότερους;»
«Βεβαίως!»
«Πώς είσαι τόσο σίγουρη;»
«Είσαι ένα όμορφο καλό παιδί. Είσαι κοινωνικό. Αγαπάς τους ανθρώπους. Κορίτσια όπως εσύ, δεν δυσκολεύονται να δημιουργήσουν οικογένεια».
«Θα είναι τυφλός αυτός που θα παντρευτώ;»
«Δεν το ξέρουμε από τώρα αυτό…»
«Εάν δεν είναι τυφλός, θα θέλει να με παντρευτεί;»
Ήμουν δώδεκα χρονώ κοριτσάκι, μαμά, όταν κάναμε αυτή την
κουβέντα. Ήταν Αύγουστος, ο καιρός ζεστός. Είχαμε πάει στο σπίτι της θείας,
στον Πλαταμώνα∙
εσύ, ο μπαμπάς κι εγώ. Με έπαιρνες το πρωί και πηγαίναμε στη θάλασσα. Πόσο μου
άρεσε! Μου άρεσε κάτι που δεν μπορούσα να το δω. Και σου έκανα ένα σωρό
ερωτήσεις για τη θάλασσα και το χρώμα της. Δεν μπορούσα να κατανοήσω την
απεραντοσύνη της, τα όριά της… Είναι που, εμείς οι τυφλοί, ουσιαστικά, δεν
έχουμε όρια. Ίσως είναι μια μορφή ελευθερίας αυτό, μία μη δέσμευση του νου όταν
του ζητάμε να αναλογιστεί - για παράδειγμα - τι είναι αυτό που αποκαλείται
‘φύση’. Δεν είναι εύκολη η απάντηση. Εντέλει, τίποτα στη ζωή δεν είναι εύκολο,
μαμά…
«Πώς είσαι σίγουρη ότι θα έχω τη δική μου οικογένεια;»
«Όλοι οι άνθρωποι έχουν οικογένεια».
«Δεν έχουν όλοι».
«Οι περισσότεροι».
«Εγώ, θα είμαι στους περισσότερους;»
«Βεβαίως!»
«Πώς είσαι τόσο σίγουρη;»
«Είσαι ένα όμορφο καλό παιδί. Είσαι κοινωνικό. Αγαπάς τους ανθρώπους. Κορίτσια όπως εσύ, δεν δυσκολεύονται να δημιουργήσουν οικογένεια».
«Θα είναι τυφλός αυτός που θα παντρευτώ;»
«Δεν το ξέρουμε από τώρα αυτό…»
«Εάν δεν είναι τυφλός, θα θέλει να με παντρευτεί;»
«Γιατί να μη θέλει;»
«Είμαστε μπελάς εμείς οι τυφλοί, γι’ αυτό».¨
«Καθόλου μπελάς δεν είστε. Μην το λες αυτό. Είστε ιδιαίτεροι άνθρωποι εσείς οι τυφλοί αγάπη μου, αυτό είστε. Ιδιαίτεροι».
«Τι σημαίνει, ιδιαίτερος άνθρωπος, μαμά;»
«Σημαίνει ότι έχει το χάρισμα να αντιλαμβάνεται πολλά περισσότερα με τη νόησή του παρά με την όραση. Υπάρχουν άνθρωποι που ενώ βλέπουν με τα μάτια, με τη νόηση αντιλαμβάνονται ελάχιστα».
«Θες να πεις ότι εγώ βλέπω με το νου μου;»
«Αυτό θέλω να πω».
«Και τη θάλασσα γιατί δεν μπόρεσα να τη δω κι έβαλα εσένα να την περιγράψεις;»
«Είμαστε μπελάς εμείς οι τυφλοί, γι’ αυτό».¨
«Καθόλου μπελάς δεν είστε. Μην το λες αυτό. Είστε ιδιαίτεροι άνθρωποι εσείς οι τυφλοί αγάπη μου, αυτό είστε. Ιδιαίτεροι».
«Τι σημαίνει, ιδιαίτερος άνθρωπος, μαμά;»
«Σημαίνει ότι έχει το χάρισμα να αντιλαμβάνεται πολλά περισσότερα με τη νόησή του παρά με την όραση. Υπάρχουν άνθρωποι που ενώ βλέπουν με τα μάτια, με τη νόηση αντιλαμβάνονται ελάχιστα».
«Θες να πεις ότι εγώ βλέπω με το νου μου;»
«Αυτό θέλω να πω».
«Και τη θάλασσα γιατί δεν μπόρεσα να τη δω κι έβαλα εσένα να την περιγράψεις;»
«Δεν είναι απαραίτητο ότι δεν μπορείς να δεις τη θάλασσα.
Υπάρχουν έννοιες που εσύ τις αντιλαμβάνεσαι και τις βλέπεις καλύτερα από εμένα».
«Πες μου ένα παράδειγμα».
«Τι χρώμα έχει η θάλασσα, μωρό μου; Πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ την έννοια του χρώματος;»
«Μαμά, με δυσκολεύεις!»
«Αυτή είναι η απάντησή σου;»
«Πες μου ένα παράδειγμα».
«Τι χρώμα έχει η θάλασσα, μωρό μου; Πώς αντιλαμβάνεσαι εσύ την έννοια του χρώματος;»
«Μαμά, με δυσκολεύεις!»
«Αυτή είναι η απάντησή σου;»
«Όχι, περίμενε, θα σου απαντήσω».
«Περιμένω».
«Λοιπόν… Είπες, τι χρώμα έχει η θάλασσα… Και ρωτάς εμένα που δεν ξέρω τι είναι τα χρώματα… Αλλά θες να μάθεις, πώς αντιλαμβάνομαι τα χρώματα με το νου. Και μου έχεις πει ότι, η θάλασσα είναι φωτεινή την ημέρα και σκούρα το βράδυ».
«Περιμένω».
«Λοιπόν… Είπες, τι χρώμα έχει η θάλασσα… Και ρωτάς εμένα που δεν ξέρω τι είναι τα χρώματα… Αλλά θες να μάθεις, πώς αντιλαμβάνομαι τα χρώματα με το νου. Και μου έχεις πει ότι, η θάλασσα είναι φωτεινή την ημέρα και σκούρα το βράδυ».
«Ναι».
«Ακούω τους ανθρώπους, μαμά μου, να λένε: ‘τι ωραίο λουλούδι είναι αυτό, τι ωραίο χρώμα που έχει…’ ή ‘τι ωραίο φόρεμα που φοράς, τι ωραία χρώματα που έχει’. Άρα, χρώμα είναι κάτι που κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται θαυμασμό για κάτι, να αισθάνεται ευχαρίστηση. Εάν λοιπόν εγώ αισθανθώ ευχαρίστηση που κολυμπάω στη θάλασσα έστω και χωρίς να τη βλέπω, αυτή η ευχαρίστηση μέσα μου δεν είναι ένα ‘χρώμα’; Δεν είναι αυτό που νοιώθει εκείνος που βλέπει ένα κόκκινο λουλούδι, για παράδειγμα, και το θαυμάζει; Εγώ, δεν ξέρω τι είναι το κόκκινο, αλλά ξέρω τι θα πει ‘ευχαρίστηση’. Κάπως έτσι, μαμά μου, αντιλαμβάνομαι τα χρώματα, ως ένα ερέθισμα που σου αλλάζει τη διάθεση περνώντας μέσα από το οπτικό σου νεύρο. Σε μένα το ερέθισμα περνάει απ’ ευθείας μέσα μου, χωρίς μεσάζοντες…»
«Μιλάς σαν μεγάλη...»
«Είμαι μεγάλη, μαμά μου. Εσύ με βλέπεις μικρή, που με βλέπεις με το οπτικό σου νεύρο και όχι με το μέσα σου».
«Ακούω τους ανθρώπους, μαμά μου, να λένε: ‘τι ωραίο λουλούδι είναι αυτό, τι ωραίο χρώμα που έχει…’ ή ‘τι ωραίο φόρεμα που φοράς, τι ωραία χρώματα που έχει’. Άρα, χρώμα είναι κάτι που κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται θαυμασμό για κάτι, να αισθάνεται ευχαρίστηση. Εάν λοιπόν εγώ αισθανθώ ευχαρίστηση που κολυμπάω στη θάλασσα έστω και χωρίς να τη βλέπω, αυτή η ευχαρίστηση μέσα μου δεν είναι ένα ‘χρώμα’; Δεν είναι αυτό που νοιώθει εκείνος που βλέπει ένα κόκκινο λουλούδι, για παράδειγμα, και το θαυμάζει; Εγώ, δεν ξέρω τι είναι το κόκκινο, αλλά ξέρω τι θα πει ‘ευχαρίστηση’. Κάπως έτσι, μαμά μου, αντιλαμβάνομαι τα χρώματα, ως ένα ερέθισμα που σου αλλάζει τη διάθεση περνώντας μέσα από το οπτικό σου νεύρο. Σε μένα το ερέθισμα περνάει απ’ ευθείας μέσα μου, χωρίς μεσάζοντες…»
«Μιλάς σαν μεγάλη...»
«Είμαι μεγάλη, μαμά μου. Εσύ με βλέπεις μικρή, που με βλέπεις με το οπτικό σου νεύρο και όχι με το μέσα σου».
Ήμουν δώδεκα χρονώ κοριτσάκι, μαμά, όταν κάναμε αυτή την
κουβέντα. Ήταν Αύγουστος, ο καιρός ζεστός. Είχαμε πάει στο σπίτι της θείας,
στον Πλαταμώνα∙
εσύ, ο μπαμπάς κι εγώ. Με έπαιρνες το πρωί και πηγαίναμε στη θάλασσα. Πόσο μου
άρεσε! Μου άρεσε κάτι που δεν μπορούσα να το δω. Και σου έκανα ένα σωρό
ερωτήσεις για τη θάλασσα και το χρώμα της. Δεν μπορούσα να κατανοήσω την
απεραντοσύνη της, τα όριά της… Είναι που, εμείς οι τυφλοί, ουσιαστικά, δεν
έχουμε όρια. Ίσως είναι μια μορφή ελευθερίας αυτό, μία μη δέσμευση του νου όταν
του ζητάμε να αναλογιστεί - για παράδειγμα - τι είναι αυτό που αποκαλείται
‘φύση’. Δεν είναι εύκολη η απάντηση. Εντέλει, τίποτα στη ζωή δεν είναι εύκολο,
μαμά…
Κάποτε σε είχα ακούσει να κλαις. Ήμουν μικρή, πήγαινα στο
δημοτικό. Δεν ήξερα πώς είναι το κλάμα, πώς είναι τα δάκρυα που είχα χαϊδέψει στο πρόσωπό σου. Σε πλησίασα πιάνοντας τον τοίχο, σε βρήκα, σε αγκάλιασα. Μ’
έσφιξες πάνω σου. Ένοιωσα τα δάκρυά σου, τα αναφίλητά σου. «Γιατί, μαμά;» σε
είχα ρωτήσει στενοχωρημένη και μου είχε πει ότι, είναι που γεννήθηκα τυφλή, γι’
αυτό κλαις∙ ότι είναι
ένα πρόβλημα αυτό που παρουσιάζεται πολύ σπάνια και δυστυχώς δεν θεραπεύεται.
Κι έκλαιγες… Ένοιωσα μητέρα σου για λίγο, μαμά μου. Σε χάιδευα, σε παρηγορούσα,
έπιανα τα δάκρυά σου, δεν μπορούσα να τα δω αλλά ήξερα πως είναι κάτι υγρό που
βγαίνει από τα μάτια σου και από πιο μέσα ακόμα, από την καρδιά σου… «Μη
στενοχωριέσαι, μαμά μου», σου έλεγα, «έχω εσένα κι έτσι μπορώ να δω τον κόσμο
όλο. Εσύ θα μου μιλάς για τα δένδρα κι εγώ θα τα βλέπω, θα μου μιλάς για τα
σπίτια και θα τα βλέπω, για τους ανθρώπους, τη θάλασσα, τον ουρανό, τη νύχτα
και τη μέρα… Αφού είσαι μαμά, είσαι τα μάτια μου, έτσι δεν είναι;» Άλλαξε η διάθεσή σου, μαμά! Με τα δάκρυα ακόμα στα μάγουλά
σου άρχισες να γελάς ευτυχισμένη, να με σφίγγεις πάνω σου και να με φιλάς. Δεν
την ξεχνώ αυτή τη στιγμή. Αλλά βέβαια, πέθανες∙ έγινε αυτό που πάντα φοβόμουν και στο έλεγα.
Πέθανες πριν προλάβεις να γεράσεις, πριν προλάβω να νοιώσω σιγουριά ότι δεν θα
πεθάνεις νωρίς. Έφυγες δυο χρόνια μετά τον μπαμπά. Ήμουν στη σχολή, στο τελευταίο
έτος στο Πανεπιστήμιο. Θυμάσαι, ήθελα πάντα να σπουδάσω Φυσική και στο έλεγα
από το γυμνάσιο ακόμα. Είχα πάει στο Πανεπιστήμιο να πάρω πληροφορίες και είχα
μάθει για τις κατευθύνσεις και τα εργαστήρια της σχολής αυτής. Πόσο
ενθουσιασμένη ήμουν! «Μαμά μου», σου έλεγα με χαρά, «στη σχολή αυτή θα μάθω τι
σημαίνει Ανιχνευτής ακτινοβολίας, τι είναι ο Ήρεμος Ήλιος, ο Ηλιακός άνεμος, ο
ενεργός Ήλιος, το Ηλιακό μαγνητικό πεδίο, οι Εσωτερικοί πλανήτες, το Εσωτερικό
του Ήλιου, η Φυσική των αστέρων, οι Γεωμαγνητικές καταιγίδες. Μαμά μου, θα δω!
Το καταλαβαίνεις; Θα μάθω με τα μαθήματα να βλέπω όσα δεν βλέπω με τα μάτια!»
Έτσι σου έλεγα. Όμως, έφυγες ξαφνικά, όπως και ο μπαμπάς. Δεν πρόλαβες να μου
κάνεις παρέα στο πτυχίο. Σήμερα είμαι καθηγήτρια
Φυσικής στο ίδιο Πανεπιστήμιο που σπούδασα. Έχω το πατρικό μας σπίτι, τους
φοιτητές μου, τα λουλούδια μου στην αυλή, έχω φορέματα με όμορφα χρώματα – όπως
μου λένε οι πωλήτριες που μου τα πουλάνε. Αλλά, πέρα από εμένα, δεν έχω κανέναν
άλλον στη ζωή. Είχες πει ότι κάποτε θα έχω οικογένεια. Να, που δεν έχω, όμως.
Ότι θα έχω παιδιά. Ούτε παιδιά έχω και κοντεύω τα σαράντα. Λίγους μήνες
νωρίτερα χώρισα από τον σύντροφό μου. Ήμασταν μαζί έξι χρόνια. Καθηγητής είναι και αυτός, στο ίδιο
Πανεπιστήμιο με εμένα. Μου είχε ζητήσει να τον παντρευτώ. Φοβήθηκα, μαμά. Σου
φαίνεται παράξενο; Και όμως, φοβήθηκα. Ότι, δεν θα κατάφερνα να δω ποιον
παντρεύομαι. Ότι, δεν είχα μπορέσει στα χρόνια που ήμασταν μαζί να αποκωδικοποιήσω
τον χαρακτήρα του. Δείλιασα. Είχε άγνωστες πτυχές που, εσείς που βλέπετε, τις
αποκαλείτε σκοτεινές κι εγώ τις λέω ανεξερεύνητες. «Τι αισθάνθηκες την πρώτη
φορά που σου είπαν ότι είσαι τυφλή;» με είχε ρωτήσει κάποτε. Μούδιασα, μαμά, μόλις μου έκανε αυτή την ερώτηση. Ένοιωσα ότι εκείνη τη
στιγμή είχα έναν άγνωστο άνθρωπο δίπλα μου, παρόλο που ήμασταν μαζί ήδη τρία
χρόνια. Σοκαρίστηκα γιατί δεν ήξερε, γιατί περίμενε από μένα την τυφλή να μάθει∙ γιατί δεν είχε μπει
ποτέ στον κόπο να έρθει στη θέση μου, στη θέση των ανθρώπων που αντιλαμβάνονται
τη ζωή με την ψυχή και όχι με τη λογική. Ένοιωσα μόνη. Ολομόναχη. Και είχα πλάι
μου τον σύντροφό μου. «Βρες ό,τι απάντηση θες» του είχα πει. «Αν θες να μου
δίνεις χαρά όμως, μη με ρωτάς. Καλύτερα να μου δίνεις απαντήσεις παρά
ερωτήσεις. Μην παίζεις με το μυαλό μου, είναι κουρασμένο. Έχει ανάγκη να χαλαρώνει.
Καλύτερα να με χαϊδεύεις, να παίζεις με το σώμα μου…» Μείναμε άλλα τρία χρόνια
μαζί, μαμά, μετά την πρόταση γάμου κι ύστερα χωρίσαμε. «Θέλω οικογένεια», μου είπε
στην τελευταία μας συζήτηση. «Κι εγώ», του είχα απαντήσει. «Τότε; Γιατί δεν λες
το ναι, να παντρευτούμε;» «Γιατί δεν μπόρεσα να σε δω». «Να δεις τι; Αφού είσαι
τυφλή…» «Χωρίς να ξέρω τι είναι το σκοτάδι», του είπα, « είσαι αυτό που εσείς
οι άλλοι αποκαλείτε ‘σκοτεινό’. Δεν μπόρεσα να σε δω χωρίς αυτό το ‘σκοτεινό’
που σε περιβάλλει. Μου είσαι άγνωστος, δεν ανοίχτηκες, δεν δόθηκες». «Είσαι
κλεισμένη στον εαυτό σου», μου είχε απαντήσει, «επειδή δεν βλέπεις. Δεν έχω να σου
δείξω τίποτα. Φοβάσαι να ανοιχτείς. Αυτό είναι όλο». «Ακόμα κι έτσι να είναι»,
του απάντησα, «γιατί δεν προσπάθησες ποτέ να με μάθεις να μη φοβάμαι;»
«Καθηγητής της Φυσικής είμαι», είπε ετοιμόλογα, «όχι ψυχίατρος». «Αυτό έπρεπε να μου το
πεις από την αρχή από πρώτη μέρα που με γνώρισες», του είπα, «και όχι μετά από
έξι χρόνια». Πήγα στην πόρτα, μαμά μου, την άνοιξα και του είπα να φύγει. Έφυγε
αμίλητος και δεν ξανασυναντηθήκαμε ποτέ. Αυτός σίγουρα θα με ξαναείδε στο
Πανεπιστήμιο aλλά δεν μου μίλησε. Λες να είμαι αυστηρή, μαμά, με τους ανθρώπους; Αλλά και
πάλι, δεν ξέρω τι σημαίνει αυστηρότητα. Η έννοια της αυστηρότητας είναι μία από
τις έννοιες που δεν έχουν αποσαφηνιστεί εντός μου. Τι θα πει δηλαδή
‘αυστηρότητα’ στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους… Τι θα πει ‘χαλαρότητα’... Επίσης, τι θα πει
‘συμβιβασμός’… Δεν πρόλαβες να μου απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, έφυγες… Ήμουν
τριάντα έξι χρόνων όταν χώρισα. Τώρα κοντεύω τα σαράντα. Έχω δυο φίλες, τρεις γειτόνισσες
που λέμε καλημέρα καλησπέρα, τη δουλειά μου στο Πανεπιστήμιο και τη θάλασσα
στον Πλαταμώνα. Αγόρασα ένα μικρό σπίτι λίγο πιο πέρα από το σπίτι της θείας.
Κάποιες φορές πηγαίνω μόνη μου, όταν δεν έχω μάθημα στο Πανεπιστήμιο, κάποιες
άλλες με τις φίλες μου. Η μία είναι χωρισμένη και η άλλη παντρεμένη αλλά
παίρνει αντικαταθλιπτικά για να αντέχει τον δυστυχισμένο γάμο της για χάρη των
παιδιών της.
Η θάλασσα, μαμά! Πόσο μου αρέσει! Πόσο με γεμίζει! Βουτάω
μέσα της το σώμα μου και εκείνη βουτάει μέσα στην ψυχή μου! Μυρίζω ιώδιο και
αλμύρα! Μυρίζω ωκεανούς, έστω και αν δεν ξέρω καλά – καλά τι είναι ωκεανός!
Είπα ταξίδια και τι
θυμήθηκα, λες: είναι ένας γεράκος στον Πλαταμώνα, παλιός ψαράς. Δεν τον ξέρεις,
δεν τον είχαμε γνωρίσει τότε. Παρόλο που είναι αρκετά ηλικιωμένος ψαρεύει ακόμα,
πιο πολύ γιατί δεν μπορεί να αποχωριστεί τη θάλασσα. Έχει ένα καΐκι που το έχει
ονομάσει Σαρδέλλα. «Τους αγίους και την Παναγιά, που ονομάζουν οι άλλοι τις
βάρκες τους», μου έχει πει, «εγώ τους έχω στην προσευχή μου και στον σταυρό μου∙ εκεί είναι η θέση τους για μένα. Από την άλλη, αν έδινα το όνομα της
κυράς μου, θα μουρμούραγε η μάνα μου η συχωρεμένη γιατί ήθελε να βάλω το δικό
της. Κι αν έβαζα το όνομα της μάνας μου θα μουρμούραγε η κυρά μου. Πήρα κι εγώ
το πινέλο και ζωγράφισα μια ωραία σαρδέλλα στο καϊκάκι μου
και ησύχασα. Θες να σε πάω μια βόλτα με τη Σαρδέλλα;» Έτσι γνώρισα τον γεράκο
τον ψαρά, μαμά μου. Μπαίνω στη Σαρδέλλα του και πάω βόλτα στη θάλασσα. Τι
αίσθηση είναι αυτή, μαμά μου, της ακτινοβολίας της θάλασσας! Τη νοιώθω πάνω
μου, στα χέρια μου, στο σώμα μου, στο πρόσωπό μου, στα μάτια μου! ‘Βλέπω’ τη
θάλασσα, μαμά, από τη ζέστα που μου δίνει η αύρα της και η μυρωδιά της! Άσε που
έχω μάθει ένα σωρό καινούργιες λέξεις από τον γεράκο: το μαγειρικό σκεύος που
εμείς ονομάζουμε γάστρα στη γλώσσα των ναυτικών είναι το υποθαλάσσιο μέρος του
σκάφους∙ άρμη
λένε το νερό της θάλασσας και μαλάγρα το φαγητό που ρίχνουν οι ψαράδες
για να προσελκύουν τα ψάρια∙
για τους άνεμους έχουν δικές τους λέξεις∙ αποβόρι λένε τον ασθενή βόρειο άνεμο
και απόσπερο τον δυτικό, και τον δυνατό αέρα με βροχή τον λένε δρόλαπα∙ η
σαλαμούρα είναι το νερό που έχει μεγάλη ποσότητα αλατιού για να διατηρούνται να
ψάρια∙ ρεμέντζο λένε το χοντρό σχοινί για να δένουν τα σκάφη και άρμπουρο το κατάρτι του
πλοίου∙ όταν μπλέκουν οι άγκυρες μεταξύ τους το λένε μετζαβόλτα και όταν
κάποιος ρίχνει τα δίχτυα στη θάλασσα, καλάρει.
Με τον
γέρο ψαρά, μαμά, σχεδόν αρχίζω και μαθαίνω τι είναι η θάλασσα… Μπαίνω στη
Σαρδέλλα και καταλαβαίνω ότι κάτω από τα πόδια μου είναι ο βυθός, το βένθος – όπως
λένε οι ναυτικοί. Καταλαβαίνω τι σημαίνει το ρήμα ‘επιπλέω’. Αισθάνομαι ότι
αιωρούμαι μεταξύ γης και ουρανού, κάπου ανάμεσα στον κόσμο και στη απουσία του
κόσμου. Στη θάλασσα παύω να είμαι μόνη, μαμά. Η μοναξιά είναι ένα αίσθημα που
στο προσφέρει το πλήθος με την οχλαγωγία του. Όταν απουσιάζει το πλήθος, ο
κόσμος, είσαι πλήρης. Σχεδόν, ενώνεσαι με το σύμπαν. Πώς να νοιώσεις μοναξιά;
Ξέρεις,
ο φίλος μου ο γέρο ψαράς θέλει να μου γνωρίσει κάποιον, λέει∙ έναν αμπελουργό,
από την Πιερία. Έχει φιλικές σχέσεις με την οικογένειά του χρόνια. Είναι
περίπου στην ηλικία μου, χωρισμένος, χωρίς παιδιά. Καλό παιδί, είπε ο ψαράς,
μου μοιάζει∙ μοναχικός κι αυτός σαν κι εμένα. Έχει έναν αμπελώνα στην κωμόπολη
Κίτρος, λίγο πιο έξω από την Κατερίνη∙ παράγει ένα κρασί εξαιρετικής ποιότητας που
το εξάγει. Στο Κίτρος, είπε ο ψαράς, ανασαίνεις το οξυγόνο του Ολύμπου που
είναι στα νότια∙ αισθάνεται τον αέρα του Μύτικα, της κορυφής του. Δυτικά είναι
τα Πιέρια Όρη, το μέρος που κατοικούσαν οι Μούσες, οι κόρες του Δία και της
Μνημοσύνης. Και τρία χιλιόμετρα ανατολικά είναι ο Θερμαϊκός κόλπος. «Θα
οσφραίνεσαι τη θαλασσινή αύρα», είπε ο γέρο ψαράς, «και θα νοιώθεις ευτυχία…»
Θα σου πω μια μικρή
ιστορία, μαμά μου, που φτιάχνει ο νους μου, αυτό που εσείς οι άλλοι ονομάζεται
‘εικόνα’: βλέπω λοιπόν, ότι δέχομαι να συναντήσω τον αμπελουργό. Με συνοδεύει στον
αμπελώνα στο Κίτρος ο γέρο ψαράς μου. Ο αμπελουργός πλησιάζει κοντά μου και με
χαιρετάει, αλλά δεν τον βλέπω. Απλώνω το χέρι και σφίγγω το δικό του. Με το
άγγιγμα αρχίζω σιγά – σιγά και τον διακρίνω. Καθόμαστε στον κήπο του – διότι το
σενάριό μου τοποθετεί απαραίτητα έναν κήπο στη σκιά του Ολύμπου. Μου δίνει να
πιώ από το κρασί που παράγει. Πίνω και είναι σαν κάποιος να μου προσέφερε νάμα.
Του το λέω. Χαμογελάει. Δεν βλέπω το χαμόγελό του, αλλά ξέρω πως χαμογελάει. Μιλάμε
αρκετή ώρα, λέμε διάφορα. Το απόγευμα περνάει χωρίς να το καταλάβουμε. Για όλους
εσάς αρχίζει
να σουρουπώνει∙ για μένα αρχίζει ο Όλυμπος να εκπέμπει ακόμα πιο δυνατά την ακτινοβολία της οντότητάς του. Τη νοιώθω. Εισπράττω γαλήνη και μόνο που πίνω ένα ποτήρι κρασί και φιλοξενούμαι σ’ έναν κήπο στη γειτονιά που κατοικούσαν κάποτε οι Μούσες. Κάπου εκεί, μαμά μου, η ιστορία που φτιάχνω λέει πως ίσως και να νοιώσω ότι δεν έχω πια ερωτήματα για το τι είναι θάλασσα, τι είναι μοναξιά, τι είναι ο κόσμος… Κάπου εκεί δεν θέλει ο νους μου να συνεχίσει άλλο να εξυφαίνει σενάρια. Μπορεί και να μην υπάρχει συνέχεια, ή μπορεί να μη θέλει να δώσει συνέχεια ο νους μου. Δεν ξέρω…
Λέω να πω στον γέρο φίλο μου ψαρά να με πάει να γνωρίσω τον
αμπελουργό. Δεν έχει σημασία αν τη ιστορία αυτή, την εικόνα για εσάς, τη ζήσω
και στην πραγματικότητα. Θέλω να αγαπήσω, μαμά, να ερωτευτώ. Αν δεν είναι ο
αμπελουργός θα είναι κάποιος άλλος. Θέλω να βουτήξω στον έρωτα όπως βουτάω στη
θάλασσα. Ίσως και να μην κατανοήσω ποτέ τι είναι η θάλασσα. Ίσως και να μην
κατανοήσω ποτέ τι είναι ο έρωτας. Αλλά θέλω να βουτήξω στα βαθιά…
Δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2021 στο τεύχος Νο 66 του περιοδικού «δε|κατα» με θέμα:
«Θάλασσα»
Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού, ποιητή και συγγραφέα, Ντίνο Σιώτη,
για τη δημοσίευση.
Μείναμε άλλα τρία χρόνια
μαζί, μαμά, μετά την πρόταση γάμου κι ύστερα χωρίσαμε. «Θέλω οικογένεια», μου είπε
στην τελευταία μας συζήτηση. «Κι εγώ», του είχα απαντήσει. «Τότε; Γιατί δεν λες
το ναι, να παντρευτούμε;» «Γιατί δεν μπόρεσα να σε δω». «Να δεις τι; Αφού είσαι
τυφλή…» «Χωρίς να ξέρω τι είναι το σκοτάδι», του είπα, « είσαι αυτό που εσείς
οι άλλοι αποκαλείτε ‘σκοτεινό’. Δεν μπόρεσα να σε δω χωρίς αυτό το ‘σκοτεινό’
που σε περιβάλλει. Μου είσαι άγνωστος, δεν ανοίχτηκες, δεν δόθηκες». «Είσαι
κλεισμένη στον εαυτό σου», μου είχε απαντήσει, «επειδή δεν βλέπεις. Δεν έχω να σου
δείξω τίποτα. Φοβάσαι να ανοιχτείς. Αυτό είναι όλο». «Ακόμα κι έτσι να είναι»,
του απάντησα, «γιατί δεν προσπάθησες ποτέ να με μάθεις να μη φοβάμαι;»
«Καθηγητής της Φυσικής είμαι», είπε ετοιμόλογα, «όχι ψυχίατρος». «Αυτό έπρεπε να μου το
πεις από την αρχή από πρώτη μέρα που με γνώρισες», του είπα, «και όχι μετά από
έξι χρόνια». Πήγα στην πόρτα, μαμά μου, την άνοιξα και του είπα να φύγει. Έφυγε
αμίλητος και δεν ξανασυναντηθήκαμε ποτέ. Αυτός σίγουρα θα με ξαναείδε στο
Πανεπιστήμιο aλλά δεν μου μίλησε.
Λες να είμαι αυστηρή, μαμά, με τους ανθρώπους; Αλλά και
πάλι, δεν ξέρω τι σημαίνει αυστηρότητα. Η έννοια της αυστηρότητας είναι μία από
τις έννοιες που δεν έχουν αποσαφηνιστεί εντός μου. Τι θα πει δηλαδή
‘αυστηρότητα’ στις σχέσεις μας με τους ανθρώπους… Τι θα πει ‘χαλαρότητα’... Επίσης, τι θα πει
‘συμβιβασμός’… Δεν πρόλαβες να μου απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, έφυγες… Ήμουν
τριάντα έξι χρόνων όταν χώρισα. Τώρα κοντεύω τα σαράντα. Έχω δυο φίλες, τρεις γειτόνισσες
που λέμε καλημέρα καλησπέρα, τη δουλειά μου στο Πανεπιστήμιο και τη θάλασσα
στον Πλαταμώνα. Αγόρασα ένα μικρό σπίτι λίγο πιο πέρα από το σπίτι της θείας.
Κάποιες φορές πηγαίνω μόνη μου, όταν δεν έχω μάθημα στο Πανεπιστήμιο, κάποιες
άλλες με τις φίλες μου. Η μία είναι χωρισμένη και η άλλη παντρεμένη αλλά
παίρνει αντικαταθλιπτικά για να αντέχει τον δυστυχισμένο γάμο της για χάρη των
παιδιών της.
Η θάλασσα, μαμά! Πόσο μου αρέσει! Πόσο με γεμίζει! Βουτάω μέσα της το σώμα μου και εκείνη βουτάει μέσα στην ψυχή μου! Μυρίζω ιώδιο και αλμύρα! Μυρίζω ωκεανούς, έστω και αν δεν ξέρω καλά – καλά τι είναι ωκεανός!
Είπα ταξίδια και τι θυμήθηκα, λες: είναι ένας γεράκος στον Πλαταμώνα, παλιός ψαράς. Δεν τον ξέρεις, δεν τον είχαμε γνωρίσει τότε. Παρόλο που είναι αρκετά ηλικιωμένος ψαρεύει ακόμα, πιο πολύ γιατί δεν μπορεί να αποχωριστεί τη θάλασσα. Έχει ένα καΐκι που το έχει ονομάσει Σαρδέλλα. «Τους αγίους και την Παναγιά, που ονομάζουν οι άλλοι τις βάρκες τους», μου έχει πει, «εγώ τους έχω στην προσευχή μου και στον σταυρό μου∙ εκεί είναι η θέση τους για μένα. Από την άλλη, αν έδινα το όνομα της κυράς μου, θα μουρμούραγε η μάνα μου η συχωρεμένη γιατί ήθελε να βάλω το δικό της. Κι αν έβαζα το όνομα της μάνας μου θα μουρμούραγε η κυρά μου. Πήρα κι εγώ το πινέλο και ζωγράφισα μια ωραία σαρδέλλα στο καϊκάκι μου και ησύχασα. Θες να σε πάω μια βόλτα με τη Σαρδέλλα;» Έτσι γνώρισα τον γεράκο τον ψαρά, μαμά μου. Μπαίνω στη Σαρδέλλα του και πάω βόλτα στη θάλασσα. Τι αίσθηση είναι αυτή, μαμά μου, της ακτινοβολίας της θάλασσας! Τη νοιώθω πάνω μου, στα χέρια μου, στο σώμα μου, στο πρόσωπό μου, στα μάτια μου! ‘Βλέπω’ τη θάλασσα, μαμά, από τη ζέστα που μου δίνει η αύρα της και η μυρωδιά της! Άσε που έχω μάθει ένα σωρό καινούργιες λέξεις από τον γεράκο: το μαγειρικό σκεύος που εμείς ονομάζουμε γάστρα στη γλώσσα των ναυτικών είναι το υποθαλάσσιο μέρος του σκάφους∙ άρμη λένε το νερό της θάλασσας και μαλάγρα το φαγητό που ρίχνουν οι ψαράδες για να προσελκύουν τα ψάρια∙ για τους άνεμους έχουν δικές τους λέξεις∙ αποβόρι λένε τον ασθενή βόρειο άνεμο και απόσπερο τον δυτικό, και τον δυνατό αέρα με βροχή τον λένε δρόλαπα∙ η σαλαμούρα είναι το νερό που έχει μεγάλη ποσότητα αλατιού για να διατηρούνται να ψάρια∙ ρεμέντζο λένε το χοντρό σχοινί για να δένουν τα σκάφη και άρμπουρο το κατάρτι του πλοίου∙ όταν μπλέκουν οι άγκυρες μεταξύ τους το λένε μετζαβόλτα και όταν κάποιος ρίχνει τα δίχτυα στη θάλασσα, καλάρει.
Με τον γέρο ψαρά, μαμά, σχεδόν αρχίζω και μαθαίνω τι είναι η θάλασσα… Μπαίνω στη Σαρδέλλα και καταλαβαίνω ότι κάτω από τα πόδια μου είναι ο βυθός, το βένθος – όπως λένε οι ναυτικοί. Καταλαβαίνω τι σημαίνει το ρήμα ‘επιπλέω’. Αισθάνομαι ότι αιωρούμαι μεταξύ γης και ουρανού, κάπου ανάμεσα στον κόσμο και στη απουσία του κόσμου. Στη θάλασσα παύω να είμαι μόνη, μαμά. Η μοναξιά είναι ένα αίσθημα που στο προσφέρει το πλήθος με την οχλαγωγία του. Όταν απουσιάζει το πλήθος, ο κόσμος, είσαι πλήρης. Σχεδόν, ενώνεσαι με το σύμπαν. Πώς να νοιώσεις μοναξιά;
Ξέρεις, ο φίλος μου ο γέρο ψαράς θέλει να μου γνωρίσει κάποιον, λέει∙ έναν αμπελουργό, από την Πιερία. Έχει φιλικές σχέσεις με την οικογένειά του χρόνια. Είναι περίπου στην ηλικία μου, χωρισμένος, χωρίς παιδιά. Καλό παιδί, είπε ο ψαράς, μου μοιάζει∙ μοναχικός κι αυτός σαν κι εμένα. Έχει έναν αμπελώνα στην κωμόπολη Κίτρος, λίγο πιο έξω από την Κατερίνη∙ παράγει ένα κρασί εξαιρετικής ποιότητας που το εξάγει. Στο Κίτρος, είπε ο ψαράς, ανασαίνεις το οξυγόνο του Ολύμπου που είναι στα νότια∙ αισθάνεται τον αέρα του Μύτικα, της κορυφής του. Δυτικά είναι τα Πιέρια Όρη, το μέρος που κατοικούσαν οι Μούσες, οι κόρες του Δία και της Μνημοσύνης. Και τρία χιλιόμετρα ανατολικά είναι ο Θερμαϊκός κόλπος. «Θα οσφραίνεσαι τη θαλασσινή αύρα», είπε ο γέρο ψαράς, «και θα νοιώθεις ευτυχία…»
Θα σου πω μια μικρή ιστορία, μαμά μου, που φτιάχνει ο νους μου, αυτό που εσείς οι άλλοι ονομάζεται ‘εικόνα’: βλέπω λοιπόν, ότι δέχομαι να συναντήσω τον αμπελουργό. Με συνοδεύει στον αμπελώνα στο Κίτρος ο γέρο ψαράς μου. Ο αμπελουργός πλησιάζει κοντά μου και με χαιρετάει, αλλά δεν τον βλέπω. Απλώνω το χέρι και σφίγγω το δικό του. Με το άγγιγμα αρχίζω σιγά – σιγά και τον διακρίνω. Καθόμαστε στον κήπο του – διότι το σενάριό μου τοποθετεί απαραίτητα έναν κήπο στη σκιά του Ολύμπου. Μου δίνει να πιώ από το κρασί που παράγει. Πίνω και είναι σαν κάποιος να μου προσέφερε νάμα. Του το λέω. Χαμογελάει. Δεν βλέπω το χαμόγελό του, αλλά ξέρω πως χαμογελάει. Μιλάμε αρκετή ώρα, λέμε διάφορα. Το απόγευμα περνάει χωρίς να το καταλάβουμε. Για όλους εσάς αρχίζει
να σουρουπώνει∙ για μένα αρχίζει ο Όλυμπος να εκπέμπει ακόμα πιο δυνατά την ακτινοβολία της οντότητάς του. Τη νοιώθω. Εισπράττω γαλήνη και μόνο που πίνω ένα ποτήρι κρασί και φιλοξενούμαι σ’ έναν κήπο στη γειτονιά που κατοικούσαν κάποτε οι Μούσες. Κάπου εκεί, μαμά μου, η ιστορία που φτιάχνω λέει πως ίσως και να νοιώσω ότι δεν έχω πια ερωτήματα για το τι είναι θάλασσα, τι είναι μοναξιά, τι είναι ο κόσμος… Κάπου εκεί δεν θέλει ο νους μου να συνεχίσει άλλο να εξυφαίνει σενάρια. Μπορεί και να μην υπάρχει συνέχεια, ή μπορεί να μη θέλει να δώσει συνέχεια ο νους μου. Δεν ξέρω…
Λέω να πω στον γέρο φίλο μου ψαρά να με πάει να γνωρίσω τον αμπελουργό. Δεν έχει σημασία αν τη ιστορία αυτή, την εικόνα για εσάς, τη ζήσω και στην πραγματικότητα. Θέλω να αγαπήσω, μαμά, να ερωτευτώ. Αν δεν είναι ο αμπελουργός θα είναι κάποιος άλλος. Θέλω να βουτήξω στον έρωτα όπως βουτάω στη θάλασσα. Ίσως και να μην κατανοήσω ποτέ τι είναι η θάλασσα. Ίσως και να μην κατανοήσω ποτέ τι είναι ο έρωτας. Αλλά θέλω να βουτήξω στα βαθιά…
Η θάλασσα, μαμά! Πόσο μου αρέσει! Πόσο με γεμίζει! Βουτάω μέσα της το σώμα μου και εκείνη βουτάει μέσα στην ψυχή μου! Μυρίζω ιώδιο και αλμύρα! Μυρίζω ωκεανούς, έστω και αν δεν ξέρω καλά – καλά τι είναι ωκεανός!
Είπα ταξίδια και τι θυμήθηκα, λες: είναι ένας γεράκος στον Πλαταμώνα, παλιός ψαράς. Δεν τον ξέρεις, δεν τον είχαμε γνωρίσει τότε. Παρόλο που είναι αρκετά ηλικιωμένος ψαρεύει ακόμα, πιο πολύ γιατί δεν μπορεί να αποχωριστεί τη θάλασσα. Έχει ένα καΐκι που το έχει ονομάσει Σαρδέλλα. «Τους αγίους και την Παναγιά, που ονομάζουν οι άλλοι τις βάρκες τους», μου έχει πει, «εγώ τους έχω στην προσευχή μου και στον σταυρό μου∙ εκεί είναι η θέση τους για μένα. Από την άλλη, αν έδινα το όνομα της κυράς μου, θα μουρμούραγε η μάνα μου η συχωρεμένη γιατί ήθελε να βάλω το δικό της. Κι αν έβαζα το όνομα της μάνας μου θα μουρμούραγε η κυρά μου. Πήρα κι εγώ το πινέλο και ζωγράφισα μια ωραία σαρδέλλα στο καϊκάκι μου και ησύχασα. Θες να σε πάω μια βόλτα με τη Σαρδέλλα;» Έτσι γνώρισα τον γεράκο τον ψαρά, μαμά μου. Μπαίνω στη Σαρδέλλα του και πάω βόλτα στη θάλασσα. Τι αίσθηση είναι αυτή, μαμά μου, της ακτινοβολίας της θάλασσας! Τη νοιώθω πάνω μου, στα χέρια μου, στο σώμα μου, στο πρόσωπό μου, στα μάτια μου! ‘Βλέπω’ τη θάλασσα, μαμά, από τη ζέστα που μου δίνει η αύρα της και η μυρωδιά της! Άσε που έχω μάθει ένα σωρό καινούργιες λέξεις από τον γεράκο: το μαγειρικό σκεύος που εμείς ονομάζουμε γάστρα στη γλώσσα των ναυτικών είναι το υποθαλάσσιο μέρος του σκάφους∙ άρμη λένε το νερό της θάλασσας και μαλάγρα το φαγητό που ρίχνουν οι ψαράδες για να προσελκύουν τα ψάρια∙ για τους άνεμους έχουν δικές τους λέξεις∙ αποβόρι λένε τον ασθενή βόρειο άνεμο και απόσπερο τον δυτικό, και τον δυνατό αέρα με βροχή τον λένε δρόλαπα∙ η σαλαμούρα είναι το νερό που έχει μεγάλη ποσότητα αλατιού για να διατηρούνται να ψάρια∙ ρεμέντζο λένε το χοντρό σχοινί για να δένουν τα σκάφη και άρμπουρο το κατάρτι του πλοίου∙ όταν μπλέκουν οι άγκυρες μεταξύ τους το λένε μετζαβόλτα και όταν κάποιος ρίχνει τα δίχτυα στη θάλασσα, καλάρει.
Με τον γέρο ψαρά, μαμά, σχεδόν αρχίζω και μαθαίνω τι είναι η θάλασσα… Μπαίνω στη Σαρδέλλα και καταλαβαίνω ότι κάτω από τα πόδια μου είναι ο βυθός, το βένθος – όπως λένε οι ναυτικοί. Καταλαβαίνω τι σημαίνει το ρήμα ‘επιπλέω’. Αισθάνομαι ότι αιωρούμαι μεταξύ γης και ουρανού, κάπου ανάμεσα στον κόσμο και στη απουσία του κόσμου. Στη θάλασσα παύω να είμαι μόνη, μαμά. Η μοναξιά είναι ένα αίσθημα που στο προσφέρει το πλήθος με την οχλαγωγία του. Όταν απουσιάζει το πλήθος, ο κόσμος, είσαι πλήρης. Σχεδόν, ενώνεσαι με το σύμπαν. Πώς να νοιώσεις μοναξιά;
Ξέρεις, ο φίλος μου ο γέρο ψαράς θέλει να μου γνωρίσει κάποιον, λέει∙ έναν αμπελουργό, από την Πιερία. Έχει φιλικές σχέσεις με την οικογένειά του χρόνια. Είναι περίπου στην ηλικία μου, χωρισμένος, χωρίς παιδιά. Καλό παιδί, είπε ο ψαράς, μου μοιάζει∙ μοναχικός κι αυτός σαν κι εμένα. Έχει έναν αμπελώνα στην κωμόπολη Κίτρος, λίγο πιο έξω από την Κατερίνη∙ παράγει ένα κρασί εξαιρετικής ποιότητας που το εξάγει. Στο Κίτρος, είπε ο ψαράς, ανασαίνεις το οξυγόνο του Ολύμπου που είναι στα νότια∙ αισθάνεται τον αέρα του Μύτικα, της κορυφής του. Δυτικά είναι τα Πιέρια Όρη, το μέρος που κατοικούσαν οι Μούσες, οι κόρες του Δία και της Μνημοσύνης. Και τρία χιλιόμετρα ανατολικά είναι ο Θερμαϊκός κόλπος. «Θα οσφραίνεσαι τη θαλασσινή αύρα», είπε ο γέρο ψαράς, «και θα νοιώθεις ευτυχία…»
Θα σου πω μια μικρή ιστορία, μαμά μου, που φτιάχνει ο νους μου, αυτό που εσείς οι άλλοι ονομάζεται ‘εικόνα’: βλέπω λοιπόν, ότι δέχομαι να συναντήσω τον αμπελουργό. Με συνοδεύει στον αμπελώνα στο Κίτρος ο γέρο ψαράς μου. Ο αμπελουργός πλησιάζει κοντά μου και με χαιρετάει, αλλά δεν τον βλέπω. Απλώνω το χέρι και σφίγγω το δικό του. Με το άγγιγμα αρχίζω σιγά – σιγά και τον διακρίνω. Καθόμαστε στον κήπο του – διότι το σενάριό μου τοποθετεί απαραίτητα έναν κήπο στη σκιά του Ολύμπου. Μου δίνει να πιώ από το κρασί που παράγει. Πίνω και είναι σαν κάποιος να μου προσέφερε νάμα. Του το λέω. Χαμογελάει. Δεν βλέπω το χαμόγελό του, αλλά ξέρω πως χαμογελάει. Μιλάμε αρκετή ώρα, λέμε διάφορα. Το απόγευμα περνάει χωρίς να το καταλάβουμε. Για όλους εσάς αρχίζει
να σουρουπώνει∙ για μένα αρχίζει ο Όλυμπος να εκπέμπει ακόμα πιο δυνατά την ακτινοβολία της οντότητάς του. Τη νοιώθω. Εισπράττω γαλήνη και μόνο που πίνω ένα ποτήρι κρασί και φιλοξενούμαι σ’ έναν κήπο στη γειτονιά που κατοικούσαν κάποτε οι Μούσες. Κάπου εκεί, μαμά μου, η ιστορία που φτιάχνω λέει πως ίσως και να νοιώσω ότι δεν έχω πια ερωτήματα για το τι είναι θάλασσα, τι είναι μοναξιά, τι είναι ο κόσμος… Κάπου εκεί δεν θέλει ο νους μου να συνεχίσει άλλο να εξυφαίνει σενάρια. Μπορεί και να μην υπάρχει συνέχεια, ή μπορεί να μη θέλει να δώσει συνέχεια ο νους μου. Δεν ξέρω…
Λέω να πω στον γέρο φίλο μου ψαρά να με πάει να γνωρίσω τον αμπελουργό. Δεν έχει σημασία αν τη ιστορία αυτή, την εικόνα για εσάς, τη ζήσω και στην πραγματικότητα. Θέλω να αγαπήσω, μαμά, να ερωτευτώ. Αν δεν είναι ο αμπελουργός θα είναι κάποιος άλλος. Θέλω να βουτήξω στον έρωτα όπως βουτάω στη θάλασσα. Ίσως και να μην κατανοήσω ποτέ τι είναι η θάλασσα. Ίσως και να μην κατανοήσω ποτέ τι είναι ο έρωτας. Αλλά θέλω να βουτήξω στα βαθιά…
Δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2021 στο τεύχος Νο 66 του περιοδικού
«δε|κατα» με θέμα:
«Θάλασσα»
Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού, ποιητή και συγγραφέα, Ντίνο Σιώτη,
για τη δημοσίευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα απρεπή, κακόβουλα και κακόγουστα σχόλια θα διαγράφονται. Επίσης στηρίζω τη θέση ότι η ελληνική γλώσσα είναι από μόνη της πολιτισμός, καθώς είναι η γλώσσα του Οδυσσέα Ελύτη και του Ομήρου. Τα greeeklish όχι.