Powered By Blogger

Translate

6 Νοεμβρίου 2019

Καρότσι οικοδομών

 


Η μάνα μου έχει πεθάνει έξι χρόνια. Τρία χρόνια ήταν σε τάφο, τρία στα αδιάλυτα. Προχθές, πήγα μ’ ένα μπουκάλι κρασί κι ένα οινόπνευμα, γιατί είχε έρθει η ώρα να τη βγάλουν από τα αδιάλυτα, να καθαριστούν τα κόκκαλα με το κρασί και το οινόπνευμα, να μείνουν κάνα 10ήμερο στον ήλιο να στεγνώσουν, και μετά να τα βάλουν σε κασελάκι και κατόπιν στο οστεοφυλάκιο, κοντά στα οστά του πατέρα μου. Μια μέρα πριν πάω στο κοιμητήριο είχε ρίξει εκείνη τη δυνατή μπόρα. Τα μάρμαρα στα μνήματα ήταν μούσκεμα. Κάτι η υγρασία του καιρού, κάτι το ρίγος του νεκροταφείου, ένιωθα σαν χαμένη εκεί μέσα κι ας έχω πάει ένα σωρό φορές.

Βρήκα ένα μέρος με ήλιο και πήγα και στάθηκα. Παρόλα αυτά, αναριγούσα ολόκληρη. Εντωμεταξύ, οι δύο υπάλληλοι του κοιμητηρίου που κάνουν την άχαρη δουλειά της εκταφής, φορώντας γαλότσες και χοντρά πλαστικά γάντια, έφυγαν να πάνε στα αδιάλυτα, στη μάνα μου. Μάλιστα με ρώτησαν αν ήθελα να πάω μαζί τους. Δεν απάντησα, τους κοίταξα αμίλητη και χαμήλωσα το κεφάλι στον ήλιο. Πέρασα κάμποση ώρα ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε σ' εμένα. Εντωμεταξύ, χάζευα τα μνήματα.

Πάντα, όταν ερχόμουν στους τάφους των γονιών μου, είχα τη μακάβρια συνήθεια, βαδίζοντας στα μονοπάτια, να κοιτάω τα ονόματα και τις χρονολογίες στους σταυρούς. Στέγνωνε η ψυχή μου. Έβλεπα μικρά και νεαρά παιδιά και ο νους μου πήγαινε αμέσως στη μητέρα τους. Σε κάποιους τάφους παιδιών διάβαζα χαραγμένα σε πέτρινη πλάκα τα λόγια που έλεγε ο παππούς και η γιαγιά στο εγγόνι που ήταν θαμμένο. (Δεν υπάρχει αυτό με τα νεκροταφεία… Παράνοια σκέτη). Προχθές που πήγα για την εκταφή των οστών της μητέρας μου, κοιτώντας από δω κι από κει, η ματιά μου έπεσε στη φωτογραφία μιας νεαρής κοπέλας πάνω στο σταυρό του τάφου της και δίπλα στη φωτογραφία υπήρχε μια μαρμάρινη μικρή πλάκα με χαραγμένα τα τρυφερά λόγια που της έλεγαν τα δύο μικρά της παιδάκια. Τα διάβασα. Μ’ έπιασε ταχυκαρδία. Απομακρύνθηκα και από εκεί. Αλλά όπου και να πήγαινα μ’ έπιανε ρίγος. Απίστευτη η παγωνιά στα κοιμητήρια και σίγουρα όχι μόνο από την πάχνη…

Θυμάμαι κάποια φορά, νομίζω πριν τέσσερα χρόνια που είχα πάει ένα απόγευμα στον τάφο του πατέρα μου, άκουσα ξαφνικά, λίγο πιο πέρα, μια σπαρακτική γυναικεία φωνή, να μοιρολογάει δυνατά, κάτι που έμοιαζε με χορικό άσμα αρχαίας τραγωδίας. Σήκωσα το κεφάλι κι έψαξα με τα μάτια. Καμιά δεκαριά τάφους πιο κει διέκρινα μια γυναικεία φιγούρα γονατιστή πάνω σ’ ένα μνήμα. Το μοιρολόι της με ανατρίχιαζε. Κάθισα σκυφτή πάνω στον τάφο του πατέρα μου και την άκουγα. Έμοιαζε με ηθοποιό που παίζει στην Επίδαυρο. Μάλιστα, είχε σηκώσει το κεφάλι ψηλά και απευθυνόταν στον ουρανό. Δεν ξεχώριζα τα λόγια, αλλά άκουγα πεντακάθαρα τον σπαραγμό της. Δεν άντεχα.Μετά από λίγη ώρα σταμάτησε. Την είδα να φεύγει σχεδόν τρεκλίζοντας. Άναψα το καντηλάκι του πατέρα μου, του έβαλα και φρέσκα λουλούδια κι έφυγα. Λοξοδρόμησα για να περάσω επίτηδες από το σημείο που ήταν η γυναίκα, για να δω για ποιον μοιρολογούσε. Διάβασα τη χρονολογία. Ήταν ένα παλικάρι 30 χρονώ. Γεμάτο το μάρμαρο του τάφου του με λουλούδια και στην ατμόσφαιρα υπήρχε ακόμα η μυρωδιά από το λιβάνι που είχε ανάψει η γυναίκα που έφυγε τρεκλίζοντας...

Προχθές λοιπόν, (επανέρχομαι στο τώρα), σε κάνα τέταρτο αφότου είχαν πάει οι υπάλληλοι στα αδιάλυτα, τους βλέπω να επιστρέφουν από πέρα. Έρχονταν από τον κεντρικό διάδρομο και ο ένας από αυτούς τσούλαγε ένα καρότσι από αυτά των οικοδομών, σαν κι αυτά των φωτογραφιών που ανάρτησα. Αλλά όχι με παιδάκια μέσα, ούτε με λουλούδια. Εγώ, βέβαια στην αρχή, δεν είχα καταλάβει. Νόμιζα ότι είχαν πάει σε τίποτα οικοδομικές εργασίες του νεκροταφείου και στη μητέρα μου θα πήγαιναν μετά.

«Εντάξει!», ακούω τον έναν να μου φωνάζει από μακριά. «Δεν θα χρειαστεί να την ξαναθάψουμε, εντάξει είναι…»
«Δηλαδή, έλιωσε;» ρώτησα με αγωνία. Είχαν προηγηθεί δύο εκταφές και δύο εκ νέου ταφές, στα λεγόμενα «αδιάλυτα».
«Ναι! Ναι!» είπε εκείνος.
«Και πού είναι τώρα η μάνα μου;» ρώτησα σαν να βρισκόμουν εκεί από άλλον πλανήτη.
«Εδώ!» μου κάνει αυτός με το καρότσι και μου δείχνει με τα μάτια του κάτι σαν καφάσι που ήταν μέσα στο καρότσι, σκεπασμένο με χαρτόνι. Συνειδητοποιώ τότε ακαριαία ότι, μέσα σε εκείνο το καφάσι που ήταν στο καρότσι της οικοδομής, ήταν τα κόκκαλα της μητέρας μου, που ο υπάλληλος τα μετέφερε στο χώρο που βάζουν τα κόκκαλα για να στεγνώσουν. Έστρεψα απότομα το κεφάλι μου από την άλλη για να μη δω. Το έστρεψα δε τόσο απότομα, που παραλίγο να ζαλιστώ. «Μην κοιτάς!», τον ακούω να μου λέει. «Θα τα πάω να τα αφήσω εκεί για να στεγνώσουν κι εσύ έλα σε δέκα μέρες με το κασελάκι, να τα βάλουμε στο οστεοφυλάκιο, δίπλα στον πατέρα σου».

Δεν άντεξα. Με τη σκέψη ότι αυτό που απέμεινε από τη μάνα μου ήσαν μερικά κόκκαλα που χωράνε σ’ ένα καφάσι που το τσουλάει ένα καρότσι οικοδομής, με πιάσανε τα κλάματα. Επιπλέον, κρύωνα πολύ από την υγρασία κι ανατρίχιαζα. Πήγα πιο κει που είχε ήλιο, στάθηκα κι έκλαψα με την ησυχία μου. Όρθια. Και με σκυμμένη την πλάτη. Όσα χρόνια εντέλει κι αν περάσουν, ο πόνος της απώλειας των γονιών είναι πόνος. Καταλαγιάζει μεν με τον καιρό, αλλά δεν τον αποχωρίζεσαι ποτέ. Απλώς, συμφιλιώνεσαι μαζί του.

Αφού ησύχασα λίγο, σκούπισα τα μάτια μου και τα άνοιξα. Το πρώτο πράμα βέβαια που αντίκρισα, τι άλλο θα ήταν; Ένα πανέμορφο λουλουδιασμένο μνήμα. Το μάρμαρο δεν φαινόταν καθόλου. Ήταν γεμάτο με γλάστρες με υπέροχα λουλούδια. Κατά την προσφιλή μου, και πάλι, μακάβρια συνήθεια, πλησίασα κοντά να δω όνομα και χρονολογία. Ήταν μια μικρούλα τεσσάρων ετών. Είδα τη φωτογραφία της. Είχε κάτι τεράστια γελαστά ματάκια και φορούσε ένα ροζ ρουχαλάκι. Ένας αναστεναγμός που υπήρχε ακόμα στην ανάσα μου από το κλάμα, μου κόπηκε απότομα. Ήταν σαν να κάποιος να μου είπε δυνατά και αυστηρά: «Εδώ υπάρχει ένα νεκρό παιδί τεσσάρων χρόνων κι εσύ κλαις τη μάνα σου;»

Είχα την αίσθηση ότι, όσο πέρναγε η ώρα, η υγρασία μεγάλωνε κι άλλο. Ακολούθησα το ηλιόλουστο μονοπάτι, βγήκα στο δρόμο κι έφυγα.

Θα ξαναπάω με το κασελάκι σε δέκα ημέρες, για να τακτοποιήσω τα οστά της μητέρας μου, και μάλιστα θέλω εκεί που θα μπουν να είναι αναπαυτικά. Έτσι, θα της αγοράσω το κασελάκι που είχα πάρει και στον πατέρα μου, με βελούδινη επένδυση. Ήταν κουρασμένος άνθρωπος η μάνα μου. Και οι δύο γονείς μου ήταν κουρασμένοι. Δούλευαν από μικρά παιδιά με συνθήκες εργοστασίων άγριες, με ρουφιάνους που τριγυρνούσαν όλη μέρα από τμήμα σε τμήμα και παρακολουθούσαν τους εργάτες για να καρφώσουν στον προϊστάμενο όποιον μίλαγε με τον διπλανό του και χασομέραγε. Δεν ξέρανε τι θα πει παιχνίδι, τι θα πει εκδρομή. Έτσι, επέλεξα συνειδητά, τουλάχιστον τα κόκκαλά τους να τακτοποιηθούν κάπου αναπαυτικά, παρόλο που είμαι φανατική υποστηρίκτρια του δόγματος «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης…»

Αχ, βρε μάνα… Ό,τι απέμεινε από σένα το είδα να χωράει σ’ ένα καρότσι οικοδομής. Αυτό που έχει μείνει όμως στην ψυχή μου από σένα, δεν το χωράει ο κόσμος όλος. Είναι ένας ουρανός τεράστιος, είναι αυτό το απέραντο που βρίσκεσαι εσύ τώρα. Έχεις καιρό να έρθεις στον ύπνο μου. Σε περιμένω κάθε βράδυ…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Τα απρεπή, κακόβουλα και κακόγουστα σχόλια θα διαγράφονται. Επίσης στηρίζω τη θέση ότι η ελληνική γλώσσα είναι από μόνη της πολιτισμός, καθώς είναι η γλώσσα του Οδυσσέα Ελύτη και του Ομήρου. Τα greeeklish όχι.