Powered By Blogger

Translate

22 Αυγούστου 2024

Σαν αγία του Αιγαίου - Διήγημα

 

Τίτλος έργου: Emerge
Τίτλος έργου: Emerge
Καλλιτέχνις: Donna Carter

 


Ήθελε, όταν πεθάνει, η ψυχή της να βρει τη γαλήνη τής ψυχής μιας αγίας. Τη μεγαλοσύνη που έχουν οι ψυχές αυτές. Και τη λατρεία τους για όλους. Ήθελε να γίνει θεία από ανθρώπινη, να αγκαλιάζει το πέλαγος η φροντίδα της, να πέφτουν μες στην αγάπη της τα μεγάλα άγρια κύματα και να γαληνεύουν, να μελετάνε το όνομά της τα καΐκια και να βγάζουν ψαριές πλούσιες... Εκείνο που βαθιά μέσα της ποθούσε ήταν, όταν με το καλό πεθάνει, να αναδυθεί από τα ναυάγια του βυθού η αθανασία της ύπαρξής της και να σταθεί σαν φάρος σε μια άκρη του Αιγαίου, με γύρω της όλα εκείνα τα λευκά θαλασσοπούλια... Για πάντα. Και οι παλιοί ερωμένοι της, οι ναυτικοί, να ξεχάσουν το όνομα Βεατρίκη, να μη θυμούνται τα κατακόκκινα χείλη της, το μοναχικό, τρομαγμένο - σαν αγριμιού - βλέμμα της. Να λένε για εκείνη μονάχα πως ήταν καλή, πολύ καλή, μία ψυχούλα άγια...

Κάποτε είχε ρωτήσει τη μάνα της για τον πατέρα της, μικρούλα, κοριτσάκι αδύνατο και ξυπόλητο πάνω στα χώματα της αυλής τους. Θυμάται πως η μάνα της μάτωσε τότε κατά λάθος το δάχτυλό της με το μαχαίρι που καθάριζε τα ψάρια. Ρούφηξε το αίμα που έτρεξε, την κοίταξε σκοτεινιασμένη και της απάντησε κοφτά, "πατέρα εσύ δεν έχεις!". Η Βεατρίκη θύμωσε. "Ψέματα μου λες!", της φώναξε. "Όλοι έχουνε πατέρα! Ψεύτρα!". Τα μάτια της από τότε ήταν μάτια αγριμιού. Η πάνινη κούκλα που έσφιγγε στα χέρια της είχε γίνει κουρέλια. Θυμάται πως η μάνα της είχε βάλει τα κλάματα. Μόνη της. Με τα χέρια της ακόμα να καθαρίζουν τα ψάρια. Και τα μάγουλά της γεμάτα λέπια και δάκρυα. Το μαχαίρι στη χούφτα της γυάλιζε. Η Βεατρίκη φοβήθηκε. Έτρεξε στη θάλασσα και πέταξε την κουρελιασμένη κούκλα στα κύματα. 

Το σπίτι τους ήταν κτισμένο στην ακρογιαλιά, πλάι σ’ ένα τεράστιο πεύκο. Μακριά από τη χώρα του νησιού. Κανένα άλλο σπίτι κοντά του. Μονάχα πέλαγο έβλεπε. Ταβέρνα και σπίτι μαζί, για τους βαρκάρηδες, για κάνα τουρίστα, για κάνα απρόβλεπτο επισκέπτη. Γύρω από το σπίτι η μητέρα της ξερίζωνε τα καλάμια κι όλο προσπαθούσε να φυτέψει γλαδιόλες, να τις δει να ψηλώνουν. Τίποτα. Κάτι η αλμύρα του αέρα, κάτι οι βροχές, λουλούδι δεν στέριωνε. Ο ουρανός όμως!.. Η Βεατρίκη ρουφούσε τον ουρανό και είχε τον κόσμο όλο μέσα της... Έχωνε τα δάχτυλά της στην άμμο και τον αγκάλιαζε... Έφερνε τα βρεγμένα κοχύλια κοντά στο πρόσωπό της κι ανάσαινε την αλμύρα... Τα κύματα ήταν η μόνη μεγάλη αληθινή αγκαλιά που της έδωσε ποτέ κανείς... Βούταγε στη θάλασσα με το τσίτινο φόρεμα και ξάπλωνε ανάσκελα πάνω της. Κοίταζε τον ήλιο μέχρι που τυφλωνόταν. Ένοιωθε το ταξίδι μέσα της όλο να ξεκινάει κι όλο τελικά να μην γίνεται... Η μάνα της έβγαινε στην αυλή, ανάμεσα στα τραπέζια της ταβέρνας. "Γύρνα πίσω! Μη πας βαθιά!", της φώναζε. Την κοίταζε με αγωνία, απάντηση έτσι κι αλλιώς δεν έπαιρνε, σκούπιζε τα χέρια της στην ποδιά, καθόταν για λίγο και την πρόσεχε και ξαναπήγαινε μέσα κουρασμένη. Τότε η Βεατρίκη έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και βούταγε να βρει το βυθό. Πιανόταν η αναπνοή της, ξανάβγαινε πάνω, τα μάτια της έτσουζαν από το αλάτι, ανάσα βαθιά και ξαναχανόταν...

Σχολείο δεν ήθελε να πάει. "Λέει αηδίες η δασκάλα", έλεγε στη μάνα της. "Πως οι πεθαμένοι μάς σκέφτονται και μας αγαπάνε. Άμα είναι έτσι, γιατί ο μπαμπάς μου, από εκεί που είναι, δεν έρχεται στον ύπνο μου να τον δω, που του το ζητάω κάθε βράδυ στην προσευχή μου!". Η μητέρα της νευρίαζε πάντα μ’ αυτές τις κουβέντες. "Σου έχω πει, πατέρα εσύ δεν έχεις!  Όχι επειδή πέθανε, αλλά επειδή και τότε που ζούσε σημασία δεν μας έδινε! Τρία παιδία έχει, από τρεις διαφορετικές γυναίκες! Ένα εσένα, ένα στην πρωτεύουσα κι ένα στη Βραζιλία! Ε, και; Κανένα σας δεν κοίταξε! Καμιά μας δεν παντρεύτηκε! Έχεις αδέλφια, τα γνωρίζεις; Είχες πατέρα, τον είχες δει ποτέ σου; Εγώ σε μεγάλωσα! Μετά έμαθα πως τσακώθηκε στο πλοίο με κάτι Κινέζους και τον μαχαίρωσαν! Και χάρηκα! Ό,τι δεν μπόρεσα να κάνω εγώ το ‘κάναν άλλοι! Γι’ αυτό σου λέω. Πατέρα εσύ δεν έχεις!". "Και γω δεν ξαναπάω σχολείο!", φώναξε η Βεατρίκη. Και δεν ξαναπήγε. Μάταια προσπάθησε η μάνα της να την πείσει να πάει. Και τι δεν της έταζε, ότι θα χαρεί ο πατέρας της εκεί που είναι και θα ‘ρθει στον ύπνο της να τον δει, ότι θα ψάξει να βρει φωτογραφία του και θα της τη χαρίσει, ότι δεν θα ξαναμιλήσει άσχημα για αυτόν. Τίποτα η Βεατρίκη. Πείσμωσε. Εγκατέλειψε το σχολείο για πάντα. "Με κοροϊδεύουν για τον μπαμπά μου", έλεγε. "Μου λένε πως οι ναυτικοί είναι σαν τα ξωτικά. Εμφανίζονται και εξαφανίζονται απότομα... Και γω στενοχωριέμαι. Θα πηγαίνω στη θάλασσα. Εκεί που δούλευε ο μπαμπάς μου. Όχι στο σχολείο". Το ‘πε και το ‘κανε. Έπαιρνε ένα τσαμπί σταφύλι και πήγαινε στην αμμουδιά. Έτρωγε και κοίταζε το Αιγαίο. Τον πατέρα της. Έτσι όπως τον φανταζόταν η καρδιά της.

Τις Κυριακές ξυπνούσε από τα χαράματα. Από συνήθεια. Από την ημέρα που πέθανε η μάνα της. Καθάριζε όλη την ταβέρνα, μαγείρευε τρία τέσσερα φαγητά για το μεσημέρι, πότιζε τις γλαδιόλες μπας και πάρουν πάνω τους, κι έφευγε. Έπαιρνε την ακτή, πέρναγε από τα βράχια, ακολουθούσε κατά μήκος τη γραμμή της θάλασσας, πλάι στα κύματα τα πόδια της, κι έφτανε στην άλλη μεριά του νησιού. Στο νεκροταφείο. Έμενε με τις ώρες στα μάρμαρα... Καθόταν δίπλα στο σταυρό της μάνας της και κοίταζε το πέλαγο. Τον πατέρα της. Και τη μητέρα της. Στα μάτια της αντανακλούσε ένα βαθύ μπλε·  του ουρανού ήταν..., της θάλασσας ήταν.., της δύναμης που έβρισκε μέσα της ήταν.., άγνωστο. Το βλέμμα της, καθώς κοίταζε τη θάλασσα, είχε εκείνη τη σιωπηλή ποίηση της ερημιάς, εκείνη τη θλίψη που όμως είναι όμορφη όπως ένα καλό όνειρο. Η Βεατρίκη εκείνες τις στιγμές δεν ήθελε τίποτα άλλο. Ούτε σπίτι, ούτε κήπο, ούτε αγάπη, ούτε άντρες. Να κοιτάζει μόνο τα λευκά αστραφτερά μνήματα, εκεί, στη μεγάλη άκρη του νησιού, και να φαίνονται στα μάτια της σαν ατάραχα κύματα της στεριάς, θεϊκά, αγαλμάτινα... Και να ανασαίνει τη γαλήνη τους, τη σιωπή τους, τη μνήμη τους... Να ξαποσταίνει ήθελε, κοντά στους αγαπημένους της, τίποτα άλλο. Και κάπου κάπου να κοιμάται, πάνω στο μάρμαρο, μπας και τους δει στον ύπνο της... Ήταν αρκετές οι φορές που απέφευγε να επιστρέφει στο σπίτι αμέσως. Της άρεσε να κοιμάται για λίγο στο νεκροταφείο, παρέα με τις ψυχές και τη γαλήνη. Τα σώματα την είχαν κουράσει. Είχε μεγαλώσει πολύ. Είχε ζήσει πολλά και τα ‘χε ζήσει μόνη. Κι είχε κουραστεί. Ο κόσμος έξω από το νεκροταφείο έμοιαζε με τις εικόνες που έβλεπε στους εφιάλτες της,  σκοτεινός, άγνωστος, ανελέητος, γεμάτος φωνές, φωνές... κραυγές.., γεμάτος αφορμές για να νοιώθει δυστυχία. Στη γαλήνη του νεκροταφείου η ζωή είχε κάτι από αυτό που φανταζόταν στα άγνωστα μάτια του πατέρα της. Αγάπη. Και ηρεμία που δεν διακοπτόταν από τίποτα.

Στην ταβέρνα πια ζούσε μόνη. Η μάνα της πέθανε νέα, πάνε μερικά χρόνια. Η Βεατρίκη σερβίριζε σπιτικό φαγητό στους ναυτικούς, φρέσκες ντομάτες από τη χώρα και ψάρια από τη θάλασσά της. Είχε κρασί από τα αμπέλια του νησιού και ραβανί που μοσχοβόλαγε. Τα βραδάκια έκλεινε νωρίς την πόρτα της ταβέρνας. Όλο και κάποιος ναυτικός θα κοιμόταν πάντα κοντά της, όλο και κάποια χρήματα θα είχε το πρωί ν’ αγοράσει σιμιγδάλι για τα γλυκά της και κάνα άρωμα ακριβό, που της άρεσαν τόσο. Τη λάτρευαν οι ναυτικοί τη Βεατρίκη. Όταν πλησίαζαν τα πλοία στο νησί το βλέμμα τους σταματούσε πρώτα στην άκρη δεξιά, στο πεύκο με την ταβέρνα, και μετά στο ψηλό καμπαναριό, στα αμφιθεατρικά χτισμένα σπίτια της χώρας και πιο κει στ’ αμπέλια. Της έφερναν δώρα. Και χρήματα. Και υποσχέσεις. Αλλά εκείνη δεν πίστευε σε τίποτα. Το μόνο που ήξερε με σιγουριά ήταν πως, κάπου υπάρχει ο πατέρας της, με άγνωστο πρόσωπο, αλλά και ίσως με πρόσωπο σαν κι αυτό που έχουν όλοι, με τα μάτια αυτά που την κοιτάζουν όλοι, χρόνια τώρα, με τα  χείλη αυτά που τα γνωρίζει πολύ καλά και με αυτήν την αγκαλιά, τη γνωστή, των αντρών, που η Βεατρίκη δεν θέλει να ξεκολλήσει από πάνω της γιατί της αρέσει να φαντάζεται πως κάπως έτσι θα πρέπει να είναι και η αγκαλιά του πατέρα της.

Άλλες φορές, δεν ήθελε να βλέπει κανέναν. Κανέναν. Άφηνε την ταβέρνα ανοιχτή με φαγητό ζεστό σερβιρισμένο στα τραπέζια για όποιον έρθει, κι έφευγε. Κατέβαινε στις σπηλιές, κάτω από τους βράχους. Οι σπηλιές ήταν πανέμορφες. Μεγάλες, με θεόρατες τρύπες ψηλά όπου έμπαινε το φως, με το καταγάλανο νερό του Αιγαίου άλλοτε βαθύ κι άλλοτε ρηχό, κρυστάλλινο νερό, που έπαιρνε τα χρώματα των βράχων γύρω του, που έπαιρνε και το σώμα της Βεατρίκης και το γιάτρευε, από τα πάθη του. Η Βεατρίκη έπλεε στο κρύο νερό και κοίταζε γύρω της. Παντού σταλαχτίτες, παντού σιωπή, μοναξιά παντού, παντού σκέψεις... Έβαζε τα κλάματα. Μόνη της. Σαν τη μάνα της όταν καθάριζε ψάρια. Έκλαιγε. Είχε ανάγκη να έχει κάποιον. Μια μάνα, έναν πατέρα, έναν άντρα, ένα παιδί. Ένα παιδί. Έκλαιγε. Σκεφτόταν τα χρόνια που πέρασαν, τα παιδιά που δεν ήρθαν, τους άντρες που ήρθαν, που έφυγαν... Το νερό βάλσαμο πάνω της και η σπηλιά πανέμορφη, της έδινε διέξοδο. Να, γι’ αυτό ερχόταν εδώ. Με μουσκεμένο το πρόσωπο από τα κλάματα, έστρεφε τα μάτια ψηλά κι έβλεπε το άνοιγμα, πάνω, στην κορυφή. Έβλεπε φως. Ο ήλιος εκτυφλωτικός, ζεστός, γέμιζε τη μεγάλη σπηλιά. Σταμάταγε το κλάμα. Έπιανε σιγά σιγά τα απότομα βράχια των τοιχωμάτων της σπηλιάς και προσεχτικά ανέβαινε πάνω. Στο άνοιγμα. Στο φως. Αγκομαχούσε. Κουραζόταν. Έβαζε όμως τα πέλματά της στις προεξοχές του βράχου κι όλο ανέβαινε. Ξεχυνόταν στο άνοιγμα, έξω, στην κορυφή της σπηλιάς, σαν λάβα που έρχεται από βαθιά. Καυτή λάβα. Γιατί μέσα της έκαιγε. Είχε φωτιά που δεν έσβηνε. Ξάπλωνε για λίγο εκεί, πλάι στη μεγάλη τρύπα της οροφής, να φύγει το λαχάνιασμά της. Ο ήλιος τη ζέσταινε. Η γη στην πλάτη της ήταν αναπαυτική. Ήταν ό,τι είχε και δεν είχε αυτό το χώμα που την ξαπόσταινε, αυτή η γύμνια της μπροστά στον ουρανό, και η σπηλιά κάτω, με το κρυστάλλινο νερό της κάθαρσής της.

Ήθελε, όταν πεθάνει, η κάθαρση ν’ αγγίξει και την ψυχή της, εκεί να φτάσει η αίσθηση του δροσερού νερού της φωτεινής σπηλιάς... Να αγγίξει τον πόνο της, την εσωτερική της ερημιά, τα λάθη της. Να γίνει αγία η ψυχή της. Να πιεί θάλασσα και η πίστη της να την μετατρέψει σε αγιασμό, να καταπίνει και τα σωθικά της να καίγονται, να γιατρεύονται, να λιώνουν οι πίκρες, να χάνονται σαν στάχτη τα φιλιά των ναυτικών, να μην έχει τίποτα πια, ούτε ταβέρνα, ούτε κρεβάτι, ούτε μνήματα να ακουμπάει το κεφάλι τις Κυριακές, μόνο φροντίδα απέραντη να έχει η καρδιά της και αγάπη, αστείρευτη αγάπη, για τη ζωή της θάλασσας και τους ανθρώπους της, που κάποιοι βυθίζονται χωρίς να βλέπουν το φως ψηλά, τη διέξοδο...

Κι όταν επέστρεφε από τις σπηλιές στο σπίτι, στην πόρτα της ταβέρνας συχνά έβρισκε πανέρια με φρούτα, ανθότυρο σπιτίσιο, λάδι και λευκό κρασί. Δεν τη νοιάζονταν μόνο οι ναυτικοί, αλλά ευτυχώς και οι μάνες της, όπως αποκαλούσε τις γερόντισσες της χώρας, που τη συμπαθούσαν και της έφερναν πράματα. Την Κυριακή το πρωί, πριν πάνε στην εκκλησία, πριν ακόμα η ήλιος ανατείλει καλά καλά κι όταν ο καιρός ήταν καλός, έπαιρναν το μονοπάτι της ακρογιαλιάς κι έρχονταν μέχρι την αυλή της. Η Βεατρίκη έλειπε, στο νεκροταφείο. Οι γερόντισσες κάθονταν στις καρέκλες της ταβέρνας να ξαποστάσουν λίγο κι έπειτα έφευγαν για την εκκλησία. Στο τραπέζι άφηναν το πανέρι τους, γεμάτο. Λάδι, τυρί, φρούτα, ζυμωτό ψωμί από τα χέρια τους. Τις αποκαλούσε μάνες της. Κάποιες φορές τις προλάβαινε πριν φύγουν. Σιωπηλές, ήσυχες, γλυκές, καθισμένες απέναντι από τη θάλασσα, απέναντι από την ανατολή, όμορφες σαν τη δική της μάνα. Έψηνε καφέ, έκοβε και δυο φέτες από το ζυμωτό ψωμί που είχαν φέρει και καθόταν κοντά τους. Κι αυτή αμίλητη. Κι αυτή ήσυχη. Αγαπημένη ώρα εκείνες οι στιγμές... Είχε παρέα τις μάνες, είχε χαρά ότι η μάνα της στέλνει αυτές τις γερόντισσες να τη φροντίσουν, είχε ζεστασιά... Κι ευτυχώς, ο χρόνος δεν κύλαγε γρήγορα. Αιώνας τής φαινόταν η συντροφιά εκείνη. Κι όταν το φως του ουρανού έδειχνε πως ξημερώνει για τα καλά, οι γερόντισσες σηκώνονταν να φύγουν για την εκκλησία. "Γεια σου, κόρη μου" της έλεγαν και πόσο της άρεσε αυτή η κουβέντα! Κόρη μου! Όλη η ευλογία της Κυριακής ήταν αυτή η κουβέντα...

Έλεγε η Βεατρίκη πως, τα δώρα που σου δίνει η ζωή πρέπει να της τα επιστρέφεις, να μην κρατάς για σένα τίποτα, και εκείνη ξέρει, θα σου στείλει άλλα, κι άλλα... Έπαιρνε τότε τα πανέρια που της έφερναν οι γερόντισσες και πήγαινε στα καΐκια και πιο πέρα, στις μαούνες. Έδινε στους ψαράδες και στους ναυτικούς κρασί και φρούτα, και κομμάτια κομμένα με τα χέρια της ζυμωτό ψωμί. "Θέλεις μια βόλτα;" τη ρώταγαν οι καπεταναίοι, και εκείνη πάντα ήθελε. Οι μαούνες την έπαιρναν μαζί τους, δίπλα στο τιμόνι η Βεατρίκη και το πρόσωπό της άλλαζε. Καθαρό το βλέμμα της από σκιές, τα χείλη της μοσχοβόλαγαν από την ανάσα της καρδιάς της, η θάλασσα στα πόδια της, γυάλιζαν τα κύματα στον ήλιο, δυνάμωναν οι μηχανές το θόρυβο και για τη Βεατρίκη οι μαούνες εκείνες κι άλλοτε οι ψαρόβαρκες ήταν όλα τα ταξίδια που δεν έκανε ποτέ. Ο ορίζοντας πάντα δυο βήματα από τα μάτια της και πάντα μακρινός και απλησίαστος. Οι γλάροι κατέβαιναν χαμηλά, όμορφοι σαν ψυχές που την ακολουθούσαν... Έφευγε το μεσημέρι, χαμήλωνε ο ήλιος, επέστρεφαν οι μαούνες, ξανάβλεπε τότε μακριά το καμπαναριό του νησιού κι έπειτα τη γωνιά της, το πεύκο με την ταβέρνα. Χαμογέλαγε στους ναυτικούς, τους έλεγε ευχαριστώ και με το που έδεναν στη στεριά άρχιζε κι έτρεχε. Έφτανε στο σπίτι και καταπιανόταν αμέσως να μαγειρέψει. Για το βράδυ. Για εκείνους που θα ‘ρθουν. Που θα φύγουν μετά.

Στη χώρα σπάνια πήγαινε. Κανά δυο φορές το χρόνο, τρεις το πολύ. Η μία ήταν στον Επιτάφιο. Ντυνόταν απλά εκείνο το απόγευμα, με το σκούρο καλό της φόρεμα. Στην πόρτα της το είχε βρει κι αυτό, από κάποια γερόντισσα, πριν λίγα χρόνια. Έπαιρνε κι ένα κερί και πλησίαζε στην εκκλησία δειλά, με το κεφάλι χάμω. Ντρεπόταν. Και φοβόταν τους ανθρώπους. Στο βλέμμα της υπήρχε το αγρίμι που δεν το χάιδεψαν γι’ αυτό και δεν ημέρεψε. Περίμενε στο προαύλιο να βγει ο Επιτάφιος κι ακολουθούσε την πομπή μέχρι την παραλία. Ήταν έθιμο στο νησί ο Επιτάφιος να μπαίνει στη θάλασσα, να μπαίνουν μέχρι τα γόνατα στο νερό οι παπάδες και να φωτίζεται το πέλαγος όλο από τη μαγεία της στιγμής, από τα κεριά, τις ψαλμωδίες, τους ήχους της καμπάνας, από τις πασχαλιές που στόλιζαν τον Ιησού. Κι όταν τέλειωνε το τελετουργικό κι επέστρεφε η πομπή στην εκκλησία, η Βεατρίκη έμενε εκεί, μόνη, στη θάλασσα, μέσα, με το καλό της φόρεμα. Βούταγε στα νερά κι αγκάλιαζε τα κύματα που αγιάστηκαν, την ευωδιά του Χριστού που πέρασε από εκεί, βούταγε στη λύτρωση, στην αγάπη. Δεν κρύωνε, δεν ένοιωθε ψύχρα, πόνο, μοναξιά, τίποτα. Ένοιωθε τη μάνα της κοντά, και τον πατέρα της, την οικογένειά της, ακόμα και μικρά παιδιά ένοιωθε πλάι της, το γέλιο τους, το παιχνίδι τους, τα μικρά τους χέρια να της αγκαλιάζουν το λαιμό...

 

Πέθανε νέα η Βεατρίκη, σαν τη μάνα της κι αυτή. Τη βρήκαν κάτι ψαράδες, μέσα στις σπηλιές, άψυχη. Την είχαν χάσει μέρες. Έρημη η ταβέρνα, ανοιγόκλεινε την πόρτα ο αέρας, δίχως σερβιρισμένο φαγητό τα τραπέζια... Κατάλαβαν. Κανά κακό θα της είχε συμβεί. Πήραν μια βάρκα, έκαναν το γύρω του νησιού, έφτασαν στο νεκροταφείο -, ήξεραν, πήγαινε κι έμενε με τις ώρες εκεί -, αλλά τίποτα. Πουθενά η Βεατρίκη. Ξαναμπήκαν στη βάρκα, πήγαν στην άλλη μεριά, στις σπηλιές. Εκεί ήταν. Αβοήθητη. Ξαπλωμένη πάνω στα βράχια, γεμάτη αίματα. Φαίνεται πως, καθώς ανέβαινε, προς το άνοιγμα, πάνω, γλίστρησε κι έπεσε. Ο ιατροδικαστής είπε πως πέθανε ακαριαία, από το χτύπημα στο κεφάλι. Τουλάχιστον δεν υπέφερε. Τη συνόδεψαν οι μάνες της στην κηδεία, οι ναυτικοί, οι ψαράδες.

Το καντήλι της δεν έμενε ποτέ σβηστό. Την αγαπούσαν οι εργάτες στις μαούνες, την αγαπούσαν όλοι. Πήγαιναν και το άναβαν. Και την ταβέρνα της την έκαναν ξενώνα για τους ταξιδιώτες της θάλασσας. Άφηναν προμήθειες, φαγητό, κρασί, να βρουν να φάνε όσοι πήγαιναν. Κι αυτοί με τη σειρά τους αγόραζαν νέες προμήθειες, για τους επόμενους. Το σπίτι της είχε πάντα κόσμο. Και παιδιά, μικρά, γεμάτα παιχνίδι και γέλια, τουρίστες που γύριζαν το νησί από άκρη σε άκρη κι έμεναν για μια νύχτα εκεί με την οικογένειά τους. Έλεγαν για τη Βεατρίκη αργότερα οι ναυτικοί στις διηγήσεις τους, για χρόνια έλεγαν, πως ένα παιδί ήταν, που δεν μπόρεσε ποτέ να παίξει με τον πόνο του, να τον διασκεδάσει. Κι όλο έκλαιγε, κι όλο πικραινόταν... "Δε βαριέσαι", κατέληγαν. "Καλή ήταν... Σ΄ αγκάλιαζε και γινόσουν άλλος άνθρωπος... Σα να σου ‘δινε όσα εκείνη θα ήθελε να έχει... Σου έδινε αγάπη..." Κι όταν πέρναγαν από τη μεριά του νεκροταφείου με τα καΐκια τους έστρεφαν τα μάτια προς τα λευκά μάρμαρα κι έκαναν το σταυρό τους. Σα να ερχόταν στο νου τους κάποια αγία...

 


Το διήγημα αυτό το είχα γράψει πριν μερικά χρόνια και το είχα στείλει στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Δημοτικού Πνευματικού Κέντρου της Λέρου. Πήρε το Β' βραβείο.  

Πριν λίγες μέρες δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «δε|κατα», του ποιητή και συγγραφέα Ντίνου Σιώτη, στο καλοκαιρινό τεύχος Νο 78, που είχε θέμα: «Στα νησιά, στα νησιά». Ευχαριστώ από καρδιάς τον εκδότη του περιοδικού για τη δημοσίευση.