Ιστορία πρώτη: Μπέμπα
Την Κυριακή το
βραδάκι η Λου και η Νίκη πήγαιναν στην πλατεία Κολωνακίου για καφέ. Έδιναν
ραντεβού στον Μπόκολα και όποια πήγαινε πρώτη έβρισκε τραπεζάκι, καθόταν και
περίμενε την άλλη – τότε ακόμα δεν είχε γίνει παπουτσάδικο, ούτε αργότερα
καφετέρια ξανά αλλά με άλλη ονομασία. Συνήθως, έφτανε πρώτη η Νίκη. Ήσαν
συμμαθήτριες οι δυο τους στο Μαράσλειο, στο Κολωνάκι έμεναν και οι δύο, αλλά σε
διαφορετικές γειτονιές. Κάποια φορά η
Λου καθυστερούσε να έρθει. Η Νίκη είχε βρει ένα τραπεζάκι στον Μπόκολα και
καθόταν. Στο διπλανό τραπεζάκι ήταν μια κυρία μόνη και κοίταζε τη Νίκη συνέχεια.
Η Νίκη δεν έδινε σημασία. Η κυρία φαινόταν αρχόντισσα, αυτές τις
Κολωνακιώτισσες με το ακριβό φινετσάτο ντύσιμο, τα ξανθά καλοχτενισμένα μαλλιά,
τα πολλά και χρυσά κοσμήματα, το ελαφρύ μακιγιάζ και τα ακριβά τσιγάρα με τον
χρυσό αναπτήρα Dupont. Μια ηλικιωμένη που έχει γεράσει όμορφα. Έμοιαζε με την
Τασώ Καββαδία στους ρόλους της, στητή πλάτη αγέρωχο βλέμμα, μορφωμένη, με έναν
αέρα ανθρώπου κοσμογυρισμένου και γι’ αυτό χορτάτου. Κάποια στιγμή η κυρία σηκώνεται
από το τραπεζάκι της και πλησιάζει τη Νίκη. Χαμογελάει. Της χαμογελάει και η Νίκη.
Και ακολουθεί ο εξής διάλογος. Μιλάει πρώτη η κυρία: «Καλησπέρα,
δεσποινίς μου!» «Καλησπέρα». «Βλέπω,
καπνίζετε. Μπορώ να δανειστώ τον αναπτήρα σας; Δεν ξέρω τι έπαθε ο δικός μου
και δεν ανάβει». Η Νίκη δίνει
ευγενικά τον αναπτήρα της στην κυρία – ένας αντιανεμικός Zippo που η κυρία δυσκολεύτηκε να τον ανάψει και όταν τον
άναψε μύρισε βενζίνη. Ανάβει το τσιγάρο η κυρία και επιστρέφει με χαμόγελο τον
αναπτήρα στη Νίκη. «Μόνη, είστε;»
τη ρωτάει συνέχεια χαμογελαστή. «Περιμένω μια
φίλη μου», της απαντάει η Νίκη. «Να σας κάνω
παρέα μέχρι να έρθει η φίλη σας;» «Ευχαρίστως»,
της λέει η Νίκη. Κάθεται η κυρία
ρίχνοντας και μια ματιά στο τραπεζάκι της όπου είχε αφήσει τα πράγματά της. «Δεν νομίζω να
με κλέψουν», λέει χαριτολογώντας, «άλλωστε δίπλα μου είναι το τραπεζάκι». Κοιτάζονται. Η Νίκη
έχει αμηχανία με την ξένη κυρία ξαφνικά στο τραπεζάκι της. «Με τι
ασχολείστε, δεσποινίς;» «Πάω στο
Γυμνάσιο (εξατάξιο τότε). Τελευταία τάξη. Τελειώνω φέτος». «Εδώ, στο
Μαράσλειό μας;» «Μάλιστα». «Ω! Τι μικρούλα
που είστε! Μπορώ να σας μιλάω στον ενικό;» «Βεβαίως». «Και μετά το
γυμνάσιο; Τι σκέφτεσαι να κάνεις, κορίτσι μου;» «Θα σπουδάσω. Θα
δώσω στο Πολυτεχνείο, αρχιτεκτονική». «Σπουδαία! Εργάζεσαι
τώρα; Θέλω να πω, εκτός από το σχολείο, ασχολείσαι και με κάτι άλλο;» «Πηγαίνω
φροντιστήριο για να προετοιμαστώ για τις εξετάσεις μου». Σιωπή για λίγο.
Και μετά η κυρία λέει: «Να σε ρωτήσω, θα
σε ενδιέφερε συγχρόνως με το σχολείο και
τις σπουδές σου να βγάζεις και κάποια χρήματα;» «Να δουλεύω,
λέτε; Μα, δεν έχω χρόνο, έχω διάβασμα». Τραβάει μια
τζούρα από το τσιγάρο της η κυρία και ρωτάει: «Οι γονείς σου;
Δουλεύουν;» «Μάλιστα, και οι
δύο. Μη φανταστείτε τίποτα πλούσιοι Κολωνακιώτες, υπάλληλοι είναι. Κανονικά, θα
έπρεπε να δουλεύω κι εγώ, αλλά εύχομαι να τους βοηθήσω μετά τις σπουδές μου». Η κυρία
πλησιάζει το κεφάλι της πιο κοντά στη Νίκη. Της λέει με σιγανή φωνή: «Σου έχω μια
πρόταση να βγάζεις πολλά λεφτά, με λίγες μόνο ώρες εργασίας». Ξαφνιάζεται η Νίκη. «Πώς;» «Άκου. Γνωρίζω
πολλούς κυρίους που είναι πλούσιοι. Τους αρέσουν τα νέα και όμορφα κορίτσια
όπως εσύ. Θα στους γνωρίσω. Θα πηγαίνεις μαζί τους σ’ ένα αριστοκρατικό διαμέρισμα
εδώ, στο Κολωνάκι, δικό μου είναι το διαμέρισμα. Θα παίρνεις πολλά χρήματα. Και
δώρα. Οι κύριοι που σου λέω είναι γενναιόδωροι. Μετά το σχολείο σου, δυο –
τρεις φορές τη βδομάδα, θα έρχεσαι να με βρίσκεις. Σε λίγο καιρό θα είσαι
πλούσια. Και άμα θέλεις, σπούδασε. Αλλά σε λίγο διάστημα θα έχεις τόσα λεφτά
που δεν θα έχεις ανάγκη το Πολυτεχνείο. Και σου μιλάω για καθαρή δουλειά. Με
γνωστούς μου θα πηγαίνεις, που τους γνωρίζω, του περιβάλλοντός μου. Γιατροί,
δικηγόροι, επιχειρηματίες, με ακριβά αυτοκίνητα και εχέμυθοι, έτσι; Παντρεμένοι
όλοι. Δεν θα μαθευτεί ποτέ τίποτα. Θα σου δώσω ωραία ρούχα να φοράς και
κοσμήματα. Σε λίγο καιρό τα κοσμήματα και τα ρούχα θα είναι δικά σου. Και
αυτοκίνητο θα αποκτήσεις. Θα στο κάνω δώρο εγώ. Έλα κοντά μου και θα σε κάνω
βασιλοπούλα. Μια κοπέλα που την είχα τρία χρόνια τώρα είναι παντρεμένη στο
Μόντε Κάρλο με ιδιοκτήτη πολυτελών γιοτ και έχει πάρει μαζί της και τους γονείς
της που εδώ στην Ελλάδα ήσαν μεροκαματιάρηδες οι άνθρωποι. Λοιπόν; Τι λες; Θα
βοηθήσεις και τους γονείς σου, που μου είπες ότι δουλεύουν και οι δύο…» Κατακόκκινη και
σοκαρισμένη η Νίκη. Ήθελε να ανοίξει η γη και να την καταπιεί. Και ξαφνικά
εκείνη τη στιγμή, για καλή της τύχη έρχεται και η Λου. «Α! Η φίλη μου!»
Φωνάζει η Νίκη. Η κυρία γυρνάει,
κοιτάει τη Λου, σηκώνεται από τη θέση της και λέει στη Νίκη: «Τα απογεύματα
είμαι εδώ, ή μέσα ή έξω κάθομαι, θα με δεις. Έλα να με βρεις όποτε θέλεις;
Έτσι, χρυσό μου;» Πάει στο
τραπεζάκι της και καπνίζοντας κοιτάει τα κορίτσια. «Μην κάθεσαι,
Λου», λέει η Νίκη στη φίλη της. «Μας περιμένει η Γωγώ στην Καρνεάδου, πάμε». Απορημένη η Λου,
ακολουθεί τη Νίκη. Λίγο πιο πέρα της λέει: «Ποια είναι η
Γωγώ; Γιατί φύγαμε από τον Μπόκολα; Δεν είπαμε να καθίσουμε εκεί για καφέ;» «Ψέματα είπα,
για να φύγουμε. Την είδες αυτή που καθόταν μαζί μου, όταν ήρθες; Αυτή που
έμοιαζε με την Τασώ Καββαδία;» «Ναι, την είδα». «Ξέρεις τι ήρθε
και μου είπε;» «Τι;» «Να πηγαίνω με
άντρες και να βγάζω χρήματα. Τους άντρες τούς ξέρει αυτή. Θα πηγαίνω σ’ ένα
διαμέρισμα εδώ, στο Κολωνάκι, και θα βγάζω πολλά λεφτά». «Ασ’ στο
διάλο!!!!!» «Μάλιστα». «Και τι της
είπες;» «Δεν πρόλαβα να
της πω τίποτα, ήρθες εσύ». Γυρνάει η Λου το
κεφάλι της πίσω και κοιτάει προς τον Μπόκολα. «Μην κοιτάς Λου!
Τι κοιτάς;» «Ήθελα να ξαναδώ
αυτή που μου λες». «Την είδες;» «Όχι. Με
εμποδίζει αυτή η κίτρινη Lotus που παρκάρει
συνέχεια έξω από το περίπτερο. Λοιπόν, Νίκη, δεν θα ξαναπάμε στον Μπόκολα, θα
δίνουμε ραντεβού στη Λυκόβρυση». «Και στη
Λυκόβρυση που είχαμε πάει προ ημερών, θυμάσαι, τότε που δεν βρήκαμε τραπεζάκι
στον Μπόκολα, με κοίταζε μια ηλικιωμένη με χρυσά βραχιόλια. Έχω την εντύπωση
ότι η πλατεία μας έχει γεμίσει με ηλικιωμένες που μοιάζουν με την Τασώ
Καββαδία. Δεν θα ξανάρθουμε εδώ». «Και τι θα
κάνουμε;» «Θα δίνουμε
ραντεβού στο παρκάκι». «Στα παγκάκια;» «Γιατί, τι έχουν
τα παγκάκια; Είδες τι πάθαμε στον Μπόκολα». «Εντάξει». Νίκη και Λου,
εκείνο το βραδάκι ήπιαν καφέ στο κυλικείο του Ευαγγελισμού που εφημέρευε και
μετά κατηφόρισαν προς την Ντέμπεσι. Αφού, λοιπόν,
είπαν να μην ξαναδώσουν ραντεβού στον Μπόκολα, την επόμενη φορά κανόνισαν να
βρεθούν στο παρκάκι απέναντι από τον Μπόκολα, την πλατεία Φιλικής Εταιρείας.
Κάθισαν σ’ ένα παγκάκι, κάπνιζαν και συζητούσαν. Σάββατο βράδυ, άνοιξη ζεστή,
και αργότερα θα πήγαιναν και πάλι στη Ντέμπεσι. Παρατηρούσαν ότι, για αρκετή
ώρα, τις κοιτούσε μια κοπελίτσα που ήταν λίγο πιο πέρα, στο παρκάκι επίσης. «Τι κοιτάει, αυτή,
Λου;» «Δεν ξέρω, άστην,
μη δίνεις σημασία». «Λου, κάτι
θέλει, μας κοιτάει συνέχεια». «Φοβάσαι; Ένα
σωρό κόσμος είναι εδώ». «Λου, έρχεται
προς το μέρος μας». Πράγματι, η
κοπελίτσα πλησιάζει προς τα κορίτσια. Είναι κοντούλα και μαζεμένη. Μοιάζει με
κορίτσι της επαρχίας που δεν έχει ξεθαρρέψει στην Αθήνα. Έρχεται μπροστά τους,
κοιτάει τη Νίκη και της λέει: «Μπορώ να σου
πω;» Ξαφνιάζονται τα
κορίτσια. «Πες μου», λέει
η Νίκη. «Θέλω να είσαι
μόνη σου Πάμε πιο πέρα να σου πω». Κοιτάζονται τα
κορίτσια. «Νίκη, μην πας.
Φοβάμαι». «Μη φοβάσαι, Λου,
εδώ πιο πέρα θα είμαστε. Θα μας βλέπεις». Νίκη και κοπελίτσα
πάνε πιο πέρα, στο οπτικό πεδίο της Λου πάντα. Η Νίκη κοιτάει την κοπελίτσα
απορημένη. «Πες μου», της
λέει. Εκείνη,
χαμηλώνει το κεφάλι σα να ντρέπεται. «Έκανα πιάτσα
εδώ πιο κοντά και με πήρε αυτός ο κύριος με το αυτοκίνητό του». Δείχνει προς το
δρόμο, στο κάτω μέρος της πλατείας, όπου φαινόταν ένα αυτοκίνητο σταματημένο με
αναμμένα τα φλας, έξω ακριβώς από το Βρετανικό Συμβούλιο. Διακρινόταν ένας
κύριος στο τιμόνι που κοίταζε την κοπελίτσα και τη Νίκη. Η κοπελίτσα συνέχισε: «Με θέλει για τη
γυναίκα του, γι’ αυτό βγήκε, για να πάρει γυναίκα από το δρόμο. Στη γυναίκα του
αρέσουν οι γυναίκες και βγαίνει αυτός να της βρει. Αλλά εγώ είμαι εγχειρισμένη,
δεν μπορώ να πάω… Δεν θέλουν άντρα που εγχειρίστηκε, θέλουν κανονική γυναίκα,
όχι από εγχείρηση… Σε είδε να κάθεσαι στο παγκάκι με το άλλο κορίτσι, υπέθεσε
ότι για να κάθεστε εδώ ίσως κάνετε πιάτσα, και με έβαλε να έρθω να σε ρωτήσω αν
θες να πας εσύ στη θέση μου, που είσαι γυναίκα. Πληρώνει καλά. Θα πας με τη
γυναίκα του και αυτός θα κοιτάει». Η Νίκη κοίταζε
την κοπελίτσα μουδιασμένη. Χαμογέλασε αμήχανα. «Δεν κάνω
πιάτσα», της είπε, «κάθομαι εδώ με τη φίλη μου για λίγο, και μετά θα πάμε να
βρούμε τα αγόρια μας…» Απομακρύνθηκε η
κοπελίτσα, επέστρεψε στο παγκάκι η Νίκη και η Λου την περίμενε γεμάτη αγωνία. Η
Νίκη τής είπε τα καθέκαστα. Γελάσανε και φύγανε. Περπατούσαν αργά, συζητώντας
σε όλο το δρόμο, το δρώμενο με την εγχειρισμένη. Περασμένα
μεσάνυχτα έφτασαν στη Ντέμπεσι, το υπόγειο κλαμπ πίσω από το Χίλτον, που έπαιζε
ροκ μουσική. Εκείνη τη στιγμή έπαιζε Doors, το Roadhouse Blues. Στην πίστα
είχε ανέβει κάποιος και χόρευε μόνος του. Η Λου πήγε στο μπαρ και παρήγγειλε ποτά
και για τις δυο τους. Η Νίκη κατέβηκε στο υπόγειο, να πάει στην τουαλέτα. Κατεβαίνοντας,
είδε κόσμο στο χολ. Εφτά οχτώ αγόρια είχαν κάνει κύκλο και είχαν κατεβάσει τα
παντελόνια τους. Στη μέση του κύκλου ήσαν δυο κορίτσια που σύχναζαν στη Δεξαμενή..
Ήσαν γυμνές και οι δύο και η μία χάιδευε την άλλη. Τα αγόρια γύρω τους
τραβούσαν μαλακία κι έχυναν πάνω τους. Η Νίκη στάθηκε προς στιγμή και κοίταξε. Στον
κύκλο με τα αγόρια ήταν και ο Τάσος. Αυτός ανέβαινε με τους φίλους του στις
ταράτσες των πολυκατοικιών, στην Πατριάρχου Ιωακείμ, Λουκιανού και αλλού, και
κλέβανε ακριβά ρούχα που ήσαν απλωμένα, κυρίως τζιν παντελόνια Wrangler. Έκλεβαν και δαντελένια σουτιέν και τα
χάριζαν στις φίλες τους. Έπειτα η Νίκη μπήκε σε μια τουαλέτα. Ο Morrison μόλις τέλειωνε και ξεκινούσε το Smoke on
The Water με τους Deep Purple. Η Νίκη βγήκε από την τουαλέτα. Τα αγόρια και τα
γυμνά κορίτσια ήσαν ακόμα εκεί. Κάποια από τα αγόρια αυνανίζονταν ακόμα, κάποια
κούμπωναν το παντελόνι τους. Η Νίκη ανέβηκε πάνω και πήγε στη Λου. Ήπιε μια
γουλιά από το ποτό της και σκέφτηκε τον Γιάννη που είχε καιρό να τον δει.
Κοίταξε γύρω. Ιστορία τρίτη: Όταν το Datsun ήρθε στο Κολωνάκι Οδός Χάριτος. Το
πρώτο τοστάδικο Έβερεστ που άνοιξε στην Ελλάδα. Η Χάριτος τότε ήταν ακόμα δρόμος
αυτοκινήτων, δεν είχε γίνει πεζόδρομος. Χαμός στο Έβερεστ από παιδιά. Κορυφαία
τα τοστ και τα σάντουιτς που έφτιαχνε. Ήταν το μόνο μέρος που μπορούσε να
πηγαίνει η Κωνσταντίνα. Εκεί της επέτρεπε η θεία της η Κολωνακιώτισσα, πουθενά
αλλού. Η Κωνσταντίνα ήταν ένα φτωχό παιδί που η
μητέρα του το έδωσε σε μια πλούσια συγγενή να το μεγαλώσει, γιατί η ίδια δεν μπορούσε
οικονομικά. Την πήρε την Κωνσταντίνα η συγγενής στο Κολωνάκι, μια χήρα από νεαρή
ηλικία χωρίς δικά της παιδιά, οπότε η οικογένεια του κοριτσιού ευελπιστούσε ότι
η Κολωνακιώτισσα μακρινή συγγενής ίσως και να άφηνε κληρονομιά το διαμέρισμα
στο Κολωνάκι στην κόρη τους. Η θεία ήταν φανατική θεούσα. Το σπίτι μύριζε
μονίμως λιβάνι και το καντήλι δεν έσβηνε ποτέ. Έβαζε την μικρή Κωνσταντίνα,
δέκα τριών, δέκα τεσσάρων χρονώ κοριτσάκι, να πηγαίνει στη Μονή Πετράκη και να
εξομολογείται κάθε βδομάδα και κάθε Κυριακή να μεταλαμβάνει. Και βόλτες στο Κολωνάκι
όχι η Κωνσταντίνα, γιατί το Κολωνάκι ήταν πονηρό και θα διέφθειρε τη μικρή Κωνσταντίνα,
σύμφωνα με την πλούσια θεία. Μόνο στο Έβερεστ τής επέτρεπε να πηγαίνει και εκεί
όχι συχνά, μια φορά το μήνα. Τις υπόλοιπες ημέρες η Κωνσταντίνα ήταν στο σπίτι
και διάβαζε γιατί, συν τοις άλλοις, έπρεπε και να είναι και καλή μαθήτρια, στο
Μαράσλειο. Η Κωνσταντίνα
δεν είχε πολλές παρέες στο σχολείο ούτε στη γειτονιά, δεν ήθελε η Κολωνακιώτισσα
θεία. Οι παρέες μπορεί να διέφθειραν τη μικρή προστατευόμενη και να μην της επέτρεπε
κατόπιν ο παπάς στη Μονή Πετράκη να κοινωνήσει. Κάνα δυο φίλες είχε μόνο και
αυτές με το στανιό. Μία από αυτές, η Μπία - από το Ευλαμπία. Η Μπία,
πλουσιοκόρη. Στην οδό Ραβινέ το σπίτι της, τεράστιο, όλος ο όροφος, μοντέρνοι
οι γονείς της, νέοι στην ηλικία, είχαν δύο μπουτίκ, μία στη Σκουφά και μία στην
Κηφισιά, ψήφιζαν ΚΚΕ εσωτερικού και τσακώνονταν με την υπηρέτριά τους που ψήφιζε
Καραμανλή επειδή ήταν ωραίος άντρας – όπως τους έλεγε. Η Κωνσταντίνα κάποιες
φορές τηλεφωνούσε στην Μπία κρυφά από τη θεία, όταν εκείνη κοιμόταν, και της
μιλούσε σιγά, γιατί είχε ανάγκη να μιλήσει με μια φίλη. «Μπία, είμαι
στενοχωρημένη». «Τι έγινε
Κωνσταντίνα μου;» «Θέλω να γυρίσω
στο πατρικό μου κι ας μην έχω να φάω». «Τι συμβαίνει,
θα μου πεις; Έχεις προβλήματα με τη θεία σου;» «Όχι ακριβώς με
τη θεία, αλλά με τους παπάδες στη Μονή Πετράκη που με στέλνει η θεία να
εξομολογηθώ». «Πάλι για
εξομολόγηση πήγες;» «Πάλι». «Μα, καλά, τι
αμαρτίες πρόλαβες να κάνεις από την τελευταία φορά;» «Καμία. Αλλά η
θεία λέει ότι για να κοινωνήσω πρέπει πρώτα να έχω εξομολογηθεί για να είμαι
καθαρή να λάβω τη θεία κοινωνία». «Κι άμα δεν πας
να εξομολογηθείς και της πεις ψέματα, ότι πήγες; Έλα στο σπίτι μου να καθίσεις και
της λες ότι πήγες στη Μονή Πετράκη». «Κι άμα το μάθει
και με διώξει από το σπίτι της; Οι δικοί μου δεν έχουν λεφτά να με πάρουν στο
σπίτι μας». «Πώς να το
μάθει;» «Τους γνωρίζει
τους παπάδες στη Μονή Πετράκη. Τους δίνει λεφτά για τους φτωχούς». «Και τώρα τι έγινε
και είσαι στενοχωρημένη;» «Ξέρεις τι με
ρώτησε ο παπάς; ‘Έχεις βγάλει τρίχες στο μουνάκι σου;’» «Τι σε ρώτησε;» «Δεν μπορώ να
φωνάξω, θα ξυπνήσει η θεία. Αν έχω βγάλει τρίχες στο μουνάκι μου». «Ο παπάς;» «Ναι». «Και εσύ, τι
έκανες; Τι του απάντησες;» «Κούνησα
καταφατικά το κεφάλι μου. Ντράπηκα. Κοίταξα το πάτωμα. Και ξέρεις τι μου είπε
μετά;» «Τι;» «Λες αλήθεια,
παιδί μου; Γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός αν λες ψέματα. Δείξε μου το μουνάκι σου
να δω αν λες αλήθεια». «Α, τον
παλιάνθρωπο! Εγώ θα το έλεγα στη μαμά μου! Το είπες στη θεία σου;» «Όχι. Σηκώθηκα
και έφυγα τρέχοντας και δεν είπα τίποτα στη θεία γιατί θα με έλεγε ψεύτρα. Τους
παπάδες τους πιστεύει πολύ. Αυτόν θα πίστευε, όχι εμένα». «Μην
στενοχωριέσαι Κωνσταντίνα μου, θες να το πούμε στη μητέρα μου και να μιλήσει
αυτή στη θεία σου;» «Όχι, όχι.
Ξέρεις τι θέλω; Να σου πω;» «Πες μου». «Να πάμε μια
βόλτα να ξεσκάσω λίγο. Όλο μέσα, μέσα, έχω σκάσει». «Πώς να πάμε
αφού η θεία σου δεν σε αφήνει να βγαίνεις;» «Άκου. Την άλλη
βδομάδα θα μπει στο ΝΙΜΙΤΣ για εξετάσεις, ίσως χρειαστεί να εγχειρήσει το πόδι
της, το κότσι. Οπότε, μπορούμε να βγούμε και να επιστρέψουμε όποτε θέλουμε. Όχι
πολύ αργά βέβαια, γιατί δεν θέλω να της λέω ψέματα». Πράγματι, την
άλλη βδομάδα η πλούσια θεία μπήκε στο ΝΙΜΙΤΣ για εξετάσεις. Η Κωνσταντίνα
έμεινε δυο βράδια μόνη. Το πρώτο από αυτά βγήκε με την Μπία βόλτα. Πήγαν στην
πλατεία Κολωνακίου να φάνε τοστ στο Έβερεστ. Η Κωνσταντίνα θα μπορούσε να
αργήσει κάπως να γυρίσει στο σπίτι. Ήταν ευτυχισμένη. Κοίταζε τα φώτα στη
Χάριτος, τα καταστήματα, τις μπουτίκ, τον κόσμο, σαν παιδάκι έκανε από τη χαρά
της. Γελούσε ολόκληρη. Κάποια στιγμή και ενώ βρίσκονταν ακόμα στη Χάριτος και
έτρωγαν παγωτό μετά το τοστ, άκουσαν φασαρία. Γυρνάνε προς το μέρος που
ακουγόταν η φασαρία. Απέναντί τους ακριβώς, εκεί, στη Χάριτος, ήταν ένα κλαμπ. Εκείνη
τη στιγμή βλέπουν να βγαίνει από το κλαμπ ένας άντρας μ’ έναν άλλον νεότερο
άντρα, και οι δυο τους να τραβάνε από τα μαλλιά μια γυναίκα. Που, όπως είδαν
μετά καλύτερα τα κορίτσια, ήταν μια τραβεστί με ξανθιά περούκα. Οι δύο άντρες
χτυπούσαν άγρια την τραβεστί και δεν έμπαινε κανείς ανάμεσά τους να τους
χωρίσει. Η ξανθιά περούκα κάποια στιγμή έμεινε στα χέρια του ενός άντρα και ο
άντρας αυτός την κοπανούσε στο κεφάλι της τραβεστί. Εκείνη έκλαιγε και φώναζε. Ήταν
ψηλόσωμη, με ψηλές γόβες, μίνι εφαρμοστό φόρεμα και έντονο βάψιμο. Οι δύο άντρες
την κλωτσούσαν και τη χτύπαγαν. Η τραβεστί έκλαιγε κι έπιανε το ξυρισμένο κεφάλι
της να το προστατεύσει από τα χτυπήματα. Οι άλλοι συνέχιζαν να την χτυπάνε και
να την κλωσάνε, δεν την άφηναν από τα χέρια τους, μέχρι που έφτασαν και οι
τρεις μαζί στην πλατεία. Μπία και Κωνσταντίνα ακολουθούσαν το δρώμενο όπως και
διάφοροι άλλοι. Έξω από τον Μπόκολα είχαν παρκάρει πρόχειρα, με αναμμένα τα
φλας, ένα Datsun, δίπλα στην κίτρινη Lotus.
Πετάνε στα μούτρα της τραβεστί την ξανθιά περούκα, μπαίνουν στο Datsun και φεύγουν. Η τραβεστί κουλουριάστηκε
κάτω στο πεζοδρόμιο κι έκλαιγε. Κάποιοι άντρες από το κλαμπ της Χάριτος που
παρακολουθούσαν τη σκηνή από απόσταση, όταν απομακρύνθηκε το Datsun την πλησίασαν και προσπαθούσαν να τη συνεφέρουν. Πλησίασε και η
Κωνσταντίνα με τη Μπία, όπως και οι περαστικοί που παρακολουθούσαν. Ακούει η
Κωνσταντίνα την τραβεστί να λέει μέσα στο κλάμα της: «Ο πατέρας μου ήταν
και ο αδελφός μου… Κάποιοι τους είπαν ότι στην Αθήνα που ήρθα δεν σπουδάζω αλλά
δουλεύω ως τραβεστί και πήραν το Datsun και ήρθαν να με
βρουν…» Το θέμα είναι
ότι, η όλη σκηνή, μέσα στην τραγικότητά της, άρεσε πολύ στην Κωνσταντίνα.
Γυρνάει και λέει στη Μπία: «Μπία, αυτά
γίνονται εδώ στο Κολωνάκι; Έχει πάντα κόσμο που τσακώνεται και κάποιοι παρακολουθούν
τρώγοντας σάντουιτς και κορνάρουν τα αυτοκίνητα και άλλοι γελάνε και άλλοι
σφυρίζουν και γίνεται όλος αυτός ο χαμός; Να ξανάρθουμε Μπία μου! Ξεσκάω στην
πλατεία!» «Όχι Κωνσταντίνα
μου», της λέει η Μπία, «δεν συμβαίνουν πάντα αυτά. Έτυχες πάνω σε αυτό το
γεγονός και αυτό είναι όλο». «Όχι, Μπία μου!
Άκου που σου λέω», επέμενε η Κωνσταντίνα. «Κάτι ξέρει η θεία που δεν με αφήνει
να έρχομαι στη πλατεία. Φαίνεται, θα γίνονται συχνά αυτά τα πράγματα, Πόσο μου
άρεσε απόψε η βόλτα μας! Πόσο διασκέδασα! Να ξανάρθουμε στο Έβερεστ, έτσι; Σε
παρακαλώ! Τι ωραία πέρασα! Το φαντάζεσαι να ήμουν τώρα στο γεροντίστικο σπίτι της
θείας που μυρίζει λιβάνι; Ούτε που τον θυμάμαι τον γέρο τράγο που με ρώτησε για
το μουνάκι μου! Να ξανάρθουμε, Μπία μου στο Everest!»
Τα μάτια της
ήταν φωτεινά και έλαμπε ολόκληρη.
Δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 2023 στο τεύχος Νο 76 του περιοδικού «δε|κατα» με θέμα: «κατα - στροφές». Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού ποιητή και συγγραφέα, Ντίνο Σιώτη, για τη δημοσίευση.
|