Powered By Blogger

Translate

16 Νοεμβρίου 2024

Φαΐζ και Ασημάκης - σύντομο διήγημα

 

Κάπου στην Αθήνα



Πολλές φορές τυχαίνει να δω μια φωτογραφία, μπορεί και κακοτυπωμένη και κακοφωτισμένη, και να εμπνευστώ και να καθίσω να γράψω δύο λόγια σε ένα χαρτί – σ’ ένα word, τώρα πια. Αρκετά διηγήματα από αυτά που έχω γράψει έτσι βγήκαν, άλλα μικρότερα και άλλα μεγαλύτερα. Βλέπω κάπου στο internet τη συγκεκριμένη φωτογραφία και μου αρέσει. Ανοίγω ένα word και γράφω ένα σύντομο διήγημα που το ονόμασα «Φαΐζ και Ασημάκης». Το έστειλα στον ποιητή Ντίνο Σιώτη για το φθινοπωρινό τεύχος του περιοδικού του (δε)κατά, που είχε θέμα: «Ατενίζοντας το αύριο». Το δημοσίευσε και τον ευχαριστώ από καρδιάς.

                                          Φαΐζ και Ασημάκης 

 

 

Κάθε απόγευμα ο Φαΐζ από το Πακιστάν βοηθάει τον Ασημάκη από το χωριό Λεοντάρι της Βοιωτίας να ανέβει το πεζοδρόμιο με το αναπηρικό του καροτσάκι. Μένουν και οι δύο στην ίδια πολυκατοικία, κάπου στη Λιοσίων. Είναι η ώρα που ο Ασημάκης επιστρέφει από τη δουλειά του.

 «Θες τσιγάρα, Ασημάκη;», ο Πακιστανός. «Έχω, φίλε μου, ευχαριστώ», ο Έλληνας. «Όταν κλείσεις το μαγαζί σε περιμένω», του λέει ο Έλληνας. «Έχω φτιάξει κοτόσουπα» και μπαίνει με το αναπηρικό του καροτσάκι στην πολυκατοικία.

Ο Φαΐζ και ο Ασημάκης είναι χρόνια φίλοι. Ο ένας έχει το μαγαζί με τα ψιλικά στο ισόγειο της πολυκατοικίας, ο άλλος παίρνει ένα επίδομα αναπηρίας και συγχρόνως δουλεύει. Έτσι ζουν. Κανείς από τους δύο δεν έχει οικογένεια. Μοιράζονται το φαγητό και την παρέα. Βλέπουν μαζί ποδόσφαιρο στο διαμέρισμα του Φαΐζ που έχει μια τεράστια LG και στις χριστιανικές και μουσουλμανικές γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα και Κουρμπάν Μπαϊράμ, είναι μαζί.

Ο Ασημάκης έχει μάθει με το αναπηρικό καροτσάκι να κινείται σβέλτα στην κουζίνα του σπιτιού του. Μαγειρεύει ψητά στο φούρνο και λαχανικά στο γκριλ. Υπήρξε οικοδόμος στο χωριό του το Λεοντάρι, μέχρι που έπεσε από τη σκαλωσιά και χτύπησε στη μέση του. Άσχημο χτύπημα. Εγχειρήσεις, φυσιοθεραπείες, πόνοι, απογοήτευση. Δεν μπόρεσε να ξαναδουλέψει. Ήρθε στην Αθήνα και βρήκε δουλειά μέσω ΟΑΕΔ στο τηλεφωνικό κέντρο μιας εταιρείας• έχει και το επίδομα αναπηρίας και είναι ευχαριστημένος που στο χάος της πρωτεύουσας βρήκε έναν αδελφό, όπως αποκαλεί τον Φαΐζ, κι ένα δυάρι σ’ ένα ισόγειο χωρίς σκάλες. Στο υπόγειο μένει ο Φαΐζ. Πριν μερικά χρόνια ο Φαΐζ αρραβωνιάστηκε μια συμπατριώτισσά του, τη Ζάχρα. Ήταν ερωτευμένος μαζί της. Πήγαινε στον Ασημάκη και του έλεγε: «Αδελφέ μου, απόψε θα έρθει η Ζάχρα, τι να της μαγειρέψω; Τι λουλούδια να πάρω; Πες μου εσύ που ξέρεις, που είσαι μεγαλύτερός μου». Τρία χρόνια διαφορά έχουν αυτοί οι δύο, Ασημάκης και Φαΐζ, σχεδόν συνομήλικοι, αλλά ο Πακιστανός τον σέβεται πολύ τον Έλληνα. Τριάντα οκτώ χρονώ σήμερα ο Ασημάκης, τριάντα πέντε ο Φαΐζ, τριαντάρης τότε, στον αρραβώνα του.

 Εντέλει, ο Φαΐζ μαγείρευε στην καλή του το «ιερό κρέας» των μουσουλμάνων, το «Χαλάλ», που όπως είχε εξηγήσει στον Ασημάκη είναι το κρέας το επιτρεπτό από τον ισλαμικό νόμο καθώς προέρχεται από τελετουργική σφαγή ζώων κατά την οποία ο μουσουλμάνος σφαγέας επικαλείται τον Αλλάχ. Συνοδευτικό με το Χαλάλ έφτιαχνε σπανάκι με πατάτες, άσπρα ρεβίθια, γλυκό ρύζι, πίτα και προσέφερε στη Ζάχρα αναψυκτικό τριαντάφυλλο, που της άρεσε.

Λίγους μήνες μετά τους αρραβώνες η Ζάχρα άφησε ένα γράμμα στον Φαΐζ ότι χωρίζουν και επιστρέφει μόνιμα στο Ισλαμαμπάντ. Του εξηγούσε ότι οι γονείς της ήταν εξ αρχής αντίθετοι με αυτόν τον αρραβώνα, ότι είχαν άλλα όνειρα γι αυτήν, καθώς την προόριζαν για έναν πλούσιο μακρινό της ξάδελφο και ότι εκείνη δεν ήθελε να τους χαλάσει το χατίρι• εντέλει, είχε δεχτεί το προξενιό. Για μήνες ο Φαΐζ πήγαινε τα βράδια όταν έκλεινε το μαγαζί στο σπίτι του Ασημάκη και έκλαιγε. Ο Ασημάκης κάποιες φορές καλούσε στο διαμέρισμα δυο κορίτσια από ένα μπορντέλο στη Λιοσίων. Κάπως να περάσει καλά και να ξεχαστεί ο αδελφός του ο Πακιστανός, κάπως να περάσει καλά και να ξεχαστεί κι ο ίδιος…

Με τον καιρό ο Φαΐζ την ξεπέρασε τη Ζάχρα. Με τον αδελφό του τον Έλληνα συνέχισαν να βλέπουν ποδόσφαιρο στην τεράστια LG, να μαγειρεύει ο ένας για τον άλλον, πότε – πότε να καλούν κοπέλες για συντροφιά και κάπως έτσι να περνάει ο χρόνος, η ζωή, να περνούν οι μέρες και οι νύχτες στη Λιοσίων, τη γεμάτη υπόγεια και ισόγεια δυάρια με Πακιστανούς και Έλληνες.

 

 

ΥΓ. Τίποτα από όλα αυτά δεν είναι αλήθεια. Ή μπορεί και να είναι, να υπάρχουν αυτοί οι δύο τύποι, και να μην το ξέρω. Αλλά, μου συνέβη πάλι αυτό που μου συμβαίνει όταν βλέπω μια εικόνα που με εμπνέει να γράψω για αυτήν δυο λόγια σ’ ένα χαρτί – σ’ ένα word, εν προκειμένω. Τη συγκεκριμένη φωτογραφία τη βρήκα στο internet. Αμέσως φαντάστηκα ότι στο υπόγειο της πολυκατοικίας αυτής μένει κάποιος Φαΐζ από το Πακιστάν και στο ισόγειο κάποιος Ασημάκης από το Λεοντάρι της Βοιωτίας. Φαντάστηκα επίσης ότι, κάποια όμορφη Πακιστανή Ζάχρα, που κάποτε είχε έρθει στην Ελλάδα, επιστρέφει στο πατρικό της σπίτι στο Ισλαμαμπάντ, φοράει το ακριβό χρυσοκέντητο νυφικό που της έραψε η ράφτρα η μητέρα της και παντρεύεται τον πλούσιο μακρινό της ξάδελφο που της υπέδειξε ο πατέρας της. Και ότι, κάπως έτσι είναι η ζωή. Και τέλος φαντάστηκα ότι, μπορεί κάλλιστα αυτό το σύντομο διήγημα να σταθεί κάτω από τον τίτλο «Ατενίζοντας το Μέλλον» για παράδειγμα, καθώς σε κανέναν Φαΐζ από το Πακιστάν και σε κανέναν Ασημάκη από το Λεοντάρι Βοιωτίας δεν μπορείς να στερήσεις το δικαίωμα, ακόμα και μέσα σ’ ένα υγρό υπόγειο της Λιοσίων, να ατενίζει το μέλλον.

 



 

79ο τεύχος, Φθινόπωρο 2024, του περιοδικού (δε)κατα με θέμα 

«Ατενίζοντας το αύριο». Ευχαριστώ από καρδιάς τον ποιητή Ντίνο Σιώτη

για τη δημοσίευση.

 


22 Αυγούστου 2024

Σαν αγία του Αιγαίου - Διήγημα

 

Τίτλος έργου: Emerge
Τίτλος έργου: Emerge
Καλλιτέχνις: Donna Carter

 


Ήθελε, όταν πεθάνει, η ψυχή της να βρει τη γαλήνη τής ψυχής μιας αγίας. Τη μεγαλοσύνη που έχουν οι ψυχές αυτές. Και τη λατρεία τους για όλους. Ήθελε να γίνει θεία από ανθρώπινη, να αγκαλιάζει το πέλαγος η φροντίδα της, να πέφτουν μες στην αγάπη της τα μεγάλα άγρια κύματα και να γαληνεύουν, να μελετάνε το όνομά της τα καΐκια και να βγάζουν ψαριές πλούσιες... Εκείνο που βαθιά μέσα της ποθούσε ήταν, όταν με το καλό πεθάνει, να αναδυθεί από τα ναυάγια του βυθού η αθανασία της ύπαρξής της και να σταθεί σαν φάρος σε μια άκρη του Αιγαίου, με γύρω της όλα εκείνα τα λευκά θαλασσοπούλια... Για πάντα. Και οι παλιοί ερωμένοι της, οι ναυτικοί, να ξεχάσουν το όνομα Βεατρίκη, να μη θυμούνται τα κατακόκκινα χείλη της, το μοναχικό, τρομαγμένο - σαν αγριμιού - βλέμμα της. Να λένε για εκείνη μονάχα πως ήταν καλή, πολύ καλή, μία ψυχούλα άγια...

Κάποτε είχε ρωτήσει τη μάνα της για τον πατέρα της, μικρούλα, κοριτσάκι αδύνατο και ξυπόλητο πάνω στα χώματα της αυλής τους. Θυμάται πως η μάνα της μάτωσε τότε κατά λάθος το δάχτυλό της με το μαχαίρι που καθάριζε τα ψάρια. Ρούφηξε το αίμα που έτρεξε, την κοίταξε σκοτεινιασμένη και της απάντησε κοφτά, "πατέρα εσύ δεν έχεις!". Η Βεατρίκη θύμωσε. "Ψέματα μου λες!", της φώναξε. "Όλοι έχουνε πατέρα! Ψεύτρα!". Τα μάτια της από τότε ήταν μάτια αγριμιού. Η πάνινη κούκλα που έσφιγγε στα χέρια της είχε γίνει κουρέλια. Θυμάται πως η μάνα της είχε βάλει τα κλάματα. Μόνη της. Με τα χέρια της ακόμα να καθαρίζουν τα ψάρια. Και τα μάγουλά της γεμάτα λέπια και δάκρυα. Το μαχαίρι στη χούφτα της γυάλιζε. Η Βεατρίκη φοβήθηκε. Έτρεξε στη θάλασσα και πέταξε την κουρελιασμένη κούκλα στα κύματα. 

Το σπίτι τους ήταν κτισμένο στην ακρογιαλιά, πλάι σ’ ένα τεράστιο πεύκο. Μακριά από τη χώρα του νησιού. Κανένα άλλο σπίτι κοντά του. Μονάχα πέλαγο έβλεπε. Ταβέρνα και σπίτι μαζί, για τους βαρκάρηδες, για κάνα τουρίστα, για κάνα απρόβλεπτο επισκέπτη. Γύρω από το σπίτι η μητέρα της ξερίζωνε τα καλάμια κι όλο προσπαθούσε να φυτέψει γλαδιόλες, να τις δει να ψηλώνουν. Τίποτα. Κάτι η αλμύρα του αέρα, κάτι οι βροχές, λουλούδι δεν στέριωνε. Ο ουρανός όμως!.. Η Βεατρίκη ρουφούσε τον ουρανό και είχε τον κόσμο όλο μέσα της... Έχωνε τα δάχτυλά της στην άμμο και τον αγκάλιαζε... Έφερνε τα βρεγμένα κοχύλια κοντά στο πρόσωπό της κι ανάσαινε την αλμύρα... Τα κύματα ήταν η μόνη μεγάλη αληθινή αγκαλιά που της έδωσε ποτέ κανείς... Βούταγε στη θάλασσα με το τσίτινο φόρεμα και ξάπλωνε ανάσκελα πάνω της. Κοίταζε τον ήλιο μέχρι που τυφλωνόταν. Ένοιωθε το ταξίδι μέσα της όλο να ξεκινάει κι όλο τελικά να μην γίνεται... Η μάνα της έβγαινε στην αυλή, ανάμεσα στα τραπέζια της ταβέρνας. "Γύρνα πίσω! Μη πας βαθιά!", της φώναζε. Την κοίταζε με αγωνία, απάντηση έτσι κι αλλιώς δεν έπαιρνε, σκούπιζε τα χέρια της στην ποδιά, καθόταν για λίγο και την πρόσεχε και ξαναπήγαινε μέσα κουρασμένη. Τότε η Βεατρίκη έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και βούταγε να βρει το βυθό. Πιανόταν η αναπνοή της, ξανάβγαινε πάνω, τα μάτια της έτσουζαν από το αλάτι, ανάσα βαθιά και ξαναχανόταν...

Σχολείο δεν ήθελε να πάει. "Λέει αηδίες η δασκάλα", έλεγε στη μάνα της. "Πως οι πεθαμένοι μάς σκέφτονται και μας αγαπάνε. Άμα είναι έτσι, γιατί ο μπαμπάς μου, από εκεί που είναι, δεν έρχεται στον ύπνο μου να τον δω, που του το ζητάω κάθε βράδυ στην προσευχή μου!". Η μητέρα της νευρίαζε πάντα μ’ αυτές τις κουβέντες. "Σου έχω πει, πατέρα εσύ δεν έχεις!  Όχι επειδή πέθανε, αλλά επειδή και τότε που ζούσε σημασία δεν μας έδινε! Τρία παιδία έχει, από τρεις διαφορετικές γυναίκες! Ένα εσένα, ένα στην πρωτεύουσα κι ένα στη Βραζιλία! Ε, και; Κανένα σας δεν κοίταξε! Καμιά μας δεν παντρεύτηκε! Έχεις αδέλφια, τα γνωρίζεις; Είχες πατέρα, τον είχες δει ποτέ σου; Εγώ σε μεγάλωσα! Μετά έμαθα πως τσακώθηκε στο πλοίο με κάτι Κινέζους και τον μαχαίρωσαν! Και χάρηκα! Ό,τι δεν μπόρεσα να κάνω εγώ το ‘κάναν άλλοι! Γι’ αυτό σου λέω. Πατέρα εσύ δεν έχεις!". "Και γω δεν ξαναπάω σχολείο!", φώναξε η Βεατρίκη. Και δεν ξαναπήγε. Μάταια προσπάθησε η μάνα της να την πείσει να πάει. Και τι δεν της έταζε, ότι θα χαρεί ο πατέρας της εκεί που είναι και θα ‘ρθει στον ύπνο της να τον δει, ότι θα ψάξει να βρει φωτογραφία του και θα της τη χαρίσει, ότι δεν θα ξαναμιλήσει άσχημα για αυτόν. Τίποτα η Βεατρίκη. Πείσμωσε. Εγκατέλειψε το σχολείο για πάντα. "Με κοροϊδεύουν για τον μπαμπά μου", έλεγε. "Μου λένε πως οι ναυτικοί είναι σαν τα ξωτικά. Εμφανίζονται και εξαφανίζονται απότομα... Και γω στενοχωριέμαι. Θα πηγαίνω στη θάλασσα. Εκεί που δούλευε ο μπαμπάς μου. Όχι στο σχολείο". Το ‘πε και το ‘κανε. Έπαιρνε ένα τσαμπί σταφύλι και πήγαινε στην αμμουδιά. Έτρωγε και κοίταζε το Αιγαίο. Τον πατέρα της. Έτσι όπως τον φανταζόταν η καρδιά της.

Τις Κυριακές ξυπνούσε από τα χαράματα. Από συνήθεια. Από την ημέρα που πέθανε η μάνα της. Καθάριζε όλη την ταβέρνα, μαγείρευε τρία τέσσερα φαγητά για το μεσημέρι, πότιζε τις γλαδιόλες μπας και πάρουν πάνω τους, κι έφευγε. Έπαιρνε την ακτή, πέρναγε από τα βράχια, ακολουθούσε κατά μήκος τη γραμμή της θάλασσας, πλάι στα κύματα τα πόδια της, κι έφτανε στην άλλη μεριά του νησιού. Στο νεκροταφείο. Έμενε με τις ώρες στα μάρμαρα... Καθόταν δίπλα στο σταυρό της μάνας της και κοίταζε το πέλαγο. Τον πατέρα της. Και τη μητέρα της. Στα μάτια της αντανακλούσε ένα βαθύ μπλε·  του ουρανού ήταν..., της θάλασσας ήταν.., της δύναμης που έβρισκε μέσα της ήταν.., άγνωστο. Το βλέμμα της, καθώς κοίταζε τη θάλασσα, είχε εκείνη τη σιωπηλή ποίηση της ερημιάς, εκείνη τη θλίψη που όμως είναι όμορφη όπως ένα καλό όνειρο. Η Βεατρίκη εκείνες τις στιγμές δεν ήθελε τίποτα άλλο. Ούτε σπίτι, ούτε κήπο, ούτε αγάπη, ούτε άντρες. Να κοιτάζει μόνο τα λευκά αστραφτερά μνήματα, εκεί, στη μεγάλη άκρη του νησιού, και να φαίνονται στα μάτια της σαν ατάραχα κύματα της στεριάς, θεϊκά, αγαλμάτινα... Και να ανασαίνει τη γαλήνη τους, τη σιωπή τους, τη μνήμη τους... Να ξαποσταίνει ήθελε, κοντά στους αγαπημένους της, τίποτα άλλο. Και κάπου κάπου να κοιμάται, πάνω στο μάρμαρο, μπας και τους δει στον ύπνο της... Ήταν αρκετές οι φορές που απέφευγε να επιστρέφει στο σπίτι αμέσως. Της άρεσε να κοιμάται για λίγο στο νεκροταφείο, παρέα με τις ψυχές και τη γαλήνη. Τα σώματα την είχαν κουράσει. Είχε μεγαλώσει πολύ. Είχε ζήσει πολλά και τα ‘χε ζήσει μόνη. Κι είχε κουραστεί. Ο κόσμος έξω από το νεκροταφείο έμοιαζε με τις εικόνες που έβλεπε στους εφιάλτες της,  σκοτεινός, άγνωστος, ανελέητος, γεμάτος φωνές, φωνές... κραυγές.., γεμάτος αφορμές για να νοιώθει δυστυχία. Στη γαλήνη του νεκροταφείου η ζωή είχε κάτι από αυτό που φανταζόταν στα άγνωστα μάτια του πατέρα της. Αγάπη. Και ηρεμία που δεν διακοπτόταν από τίποτα.

Στην ταβέρνα πια ζούσε μόνη. Η μάνα της πέθανε νέα, πάνε μερικά χρόνια. Η Βεατρίκη σερβίριζε σπιτικό φαγητό στους ναυτικούς, φρέσκες ντομάτες από τη χώρα και ψάρια από τη θάλασσά της. Είχε κρασί από τα αμπέλια του νησιού και ραβανί που μοσχοβόλαγε. Τα βραδάκια έκλεινε νωρίς την πόρτα της ταβέρνας. Όλο και κάποιος ναυτικός θα κοιμόταν πάντα κοντά της, όλο και κάποια χρήματα θα είχε το πρωί ν’ αγοράσει σιμιγδάλι για τα γλυκά της και κάνα άρωμα ακριβό, που της άρεσαν τόσο. Τη λάτρευαν οι ναυτικοί τη Βεατρίκη. Όταν πλησίαζαν τα πλοία στο νησί το βλέμμα τους σταματούσε πρώτα στην άκρη δεξιά, στο πεύκο με την ταβέρνα, και μετά στο ψηλό καμπαναριό, στα αμφιθεατρικά χτισμένα σπίτια της χώρας και πιο κει στ’ αμπέλια. Της έφερναν δώρα. Και χρήματα. Και υποσχέσεις. Αλλά εκείνη δεν πίστευε σε τίποτα. Το μόνο που ήξερε με σιγουριά ήταν πως, κάπου υπάρχει ο πατέρας της, με άγνωστο πρόσωπο, αλλά και ίσως με πρόσωπο σαν κι αυτό που έχουν όλοι, με τα μάτια αυτά που την κοιτάζουν όλοι, χρόνια τώρα, με τα  χείλη αυτά που τα γνωρίζει πολύ καλά και με αυτήν την αγκαλιά, τη γνωστή, των αντρών, που η Βεατρίκη δεν θέλει να ξεκολλήσει από πάνω της γιατί της αρέσει να φαντάζεται πως κάπως έτσι θα πρέπει να είναι και η αγκαλιά του πατέρα της.

Άλλες φορές, δεν ήθελε να βλέπει κανέναν. Κανέναν. Άφηνε την ταβέρνα ανοιχτή με φαγητό ζεστό σερβιρισμένο στα τραπέζια για όποιον έρθει, κι έφευγε. Κατέβαινε στις σπηλιές, κάτω από τους βράχους. Οι σπηλιές ήταν πανέμορφες. Μεγάλες, με θεόρατες τρύπες ψηλά όπου έμπαινε το φως, με το καταγάλανο νερό του Αιγαίου άλλοτε βαθύ κι άλλοτε ρηχό, κρυστάλλινο νερό, που έπαιρνε τα χρώματα των βράχων γύρω του, που έπαιρνε και το σώμα της Βεατρίκης και το γιάτρευε, από τα πάθη του. Η Βεατρίκη έπλεε στο κρύο νερό και κοίταζε γύρω της. Παντού σταλαχτίτες, παντού σιωπή, μοναξιά παντού, παντού σκέψεις... Έβαζε τα κλάματα. Μόνη της. Σαν τη μάνα της όταν καθάριζε ψάρια. Έκλαιγε. Είχε ανάγκη να έχει κάποιον. Μια μάνα, έναν πατέρα, έναν άντρα, ένα παιδί. Ένα παιδί. Έκλαιγε. Σκεφτόταν τα χρόνια που πέρασαν, τα παιδιά που δεν ήρθαν, τους άντρες που ήρθαν, που έφυγαν... Το νερό βάλσαμο πάνω της και η σπηλιά πανέμορφη, της έδινε διέξοδο. Να, γι’ αυτό ερχόταν εδώ. Με μουσκεμένο το πρόσωπο από τα κλάματα, έστρεφε τα μάτια ψηλά κι έβλεπε το άνοιγμα, πάνω, στην κορυφή. Έβλεπε φως. Ο ήλιος εκτυφλωτικός, ζεστός, γέμιζε τη μεγάλη σπηλιά. Σταμάταγε το κλάμα. Έπιανε σιγά σιγά τα απότομα βράχια των τοιχωμάτων της σπηλιάς και προσεχτικά ανέβαινε πάνω. Στο άνοιγμα. Στο φως. Αγκομαχούσε. Κουραζόταν. Έβαζε όμως τα πέλματά της στις προεξοχές του βράχου κι όλο ανέβαινε. Ξεχυνόταν στο άνοιγμα, έξω, στην κορυφή της σπηλιάς, σαν λάβα που έρχεται από βαθιά. Καυτή λάβα. Γιατί μέσα της έκαιγε. Είχε φωτιά που δεν έσβηνε. Ξάπλωνε για λίγο εκεί, πλάι στη μεγάλη τρύπα της οροφής, να φύγει το λαχάνιασμά της. Ο ήλιος τη ζέσταινε. Η γη στην πλάτη της ήταν αναπαυτική. Ήταν ό,τι είχε και δεν είχε αυτό το χώμα που την ξαπόσταινε, αυτή η γύμνια της μπροστά στον ουρανό, και η σπηλιά κάτω, με το κρυστάλλινο νερό της κάθαρσής της.

Ήθελε, όταν πεθάνει, η κάθαρση ν’ αγγίξει και την ψυχή της, εκεί να φτάσει η αίσθηση του δροσερού νερού της φωτεινής σπηλιάς... Να αγγίξει τον πόνο της, την εσωτερική της ερημιά, τα λάθη της. Να γίνει αγία η ψυχή της. Να πιεί θάλασσα και η πίστη της να την μετατρέψει σε αγιασμό, να καταπίνει και τα σωθικά της να καίγονται, να γιατρεύονται, να λιώνουν οι πίκρες, να χάνονται σαν στάχτη τα φιλιά των ναυτικών, να μην έχει τίποτα πια, ούτε ταβέρνα, ούτε κρεβάτι, ούτε μνήματα να ακουμπάει το κεφάλι τις Κυριακές, μόνο φροντίδα απέραντη να έχει η καρδιά της και αγάπη, αστείρευτη αγάπη, για τη ζωή της θάλασσας και τους ανθρώπους της, που κάποιοι βυθίζονται χωρίς να βλέπουν το φως ψηλά, τη διέξοδο...

Κι όταν επέστρεφε από τις σπηλιές στο σπίτι, στην πόρτα της ταβέρνας συχνά έβρισκε πανέρια με φρούτα, ανθότυρο σπιτίσιο, λάδι και λευκό κρασί. Δεν τη νοιάζονταν μόνο οι ναυτικοί, αλλά ευτυχώς και οι μάνες της, όπως αποκαλούσε τις γερόντισσες της χώρας, που τη συμπαθούσαν και της έφερναν πράματα. Την Κυριακή το πρωί, πριν πάνε στην εκκλησία, πριν ακόμα η ήλιος ανατείλει καλά καλά κι όταν ο καιρός ήταν καλός, έπαιρναν το μονοπάτι της ακρογιαλιάς κι έρχονταν μέχρι την αυλή της. Η Βεατρίκη έλειπε, στο νεκροταφείο. Οι γερόντισσες κάθονταν στις καρέκλες της ταβέρνας να ξαποστάσουν λίγο κι έπειτα έφευγαν για την εκκλησία. Στο τραπέζι άφηναν το πανέρι τους, γεμάτο. Λάδι, τυρί, φρούτα, ζυμωτό ψωμί από τα χέρια τους. Τις αποκαλούσε μάνες της. Κάποιες φορές τις προλάβαινε πριν φύγουν. Σιωπηλές, ήσυχες, γλυκές, καθισμένες απέναντι από τη θάλασσα, απέναντι από την ανατολή, όμορφες σαν τη δική της μάνα. Έψηνε καφέ, έκοβε και δυο φέτες από το ζυμωτό ψωμί που είχαν φέρει και καθόταν κοντά τους. Κι αυτή αμίλητη. Κι αυτή ήσυχη. Αγαπημένη ώρα εκείνες οι στιγμές... Είχε παρέα τις μάνες, είχε χαρά ότι η μάνα της στέλνει αυτές τις γερόντισσες να τη φροντίσουν, είχε ζεστασιά... Κι ευτυχώς, ο χρόνος δεν κύλαγε γρήγορα. Αιώνας τής φαινόταν η συντροφιά εκείνη. Κι όταν το φως του ουρανού έδειχνε πως ξημερώνει για τα καλά, οι γερόντισσες σηκώνονταν να φύγουν για την εκκλησία. "Γεια σου, κόρη μου" της έλεγαν και πόσο της άρεσε αυτή η κουβέντα! Κόρη μου! Όλη η ευλογία της Κυριακής ήταν αυτή η κουβέντα...

Έλεγε η Βεατρίκη πως, τα δώρα που σου δίνει η ζωή πρέπει να της τα επιστρέφεις, να μην κρατάς για σένα τίποτα, και εκείνη ξέρει, θα σου στείλει άλλα, κι άλλα... Έπαιρνε τότε τα πανέρια που της έφερναν οι γερόντισσες και πήγαινε στα καΐκια και πιο πέρα, στις μαούνες. Έδινε στους ψαράδες και στους ναυτικούς κρασί και φρούτα, και κομμάτια κομμένα με τα χέρια της ζυμωτό ψωμί. "Θέλεις μια βόλτα;" τη ρώταγαν οι καπεταναίοι, και εκείνη πάντα ήθελε. Οι μαούνες την έπαιρναν μαζί τους, δίπλα στο τιμόνι η Βεατρίκη και το πρόσωπό της άλλαζε. Καθαρό το βλέμμα της από σκιές, τα χείλη της μοσχοβόλαγαν από την ανάσα της καρδιάς της, η θάλασσα στα πόδια της, γυάλιζαν τα κύματα στον ήλιο, δυνάμωναν οι μηχανές το θόρυβο και για τη Βεατρίκη οι μαούνες εκείνες κι άλλοτε οι ψαρόβαρκες ήταν όλα τα ταξίδια που δεν έκανε ποτέ. Ο ορίζοντας πάντα δυο βήματα από τα μάτια της και πάντα μακρινός και απλησίαστος. Οι γλάροι κατέβαιναν χαμηλά, όμορφοι σαν ψυχές που την ακολουθούσαν... Έφευγε το μεσημέρι, χαμήλωνε ο ήλιος, επέστρεφαν οι μαούνες, ξανάβλεπε τότε μακριά το καμπαναριό του νησιού κι έπειτα τη γωνιά της, το πεύκο με την ταβέρνα. Χαμογέλαγε στους ναυτικούς, τους έλεγε ευχαριστώ και με το που έδεναν στη στεριά άρχιζε κι έτρεχε. Έφτανε στο σπίτι και καταπιανόταν αμέσως να μαγειρέψει. Για το βράδυ. Για εκείνους που θα ‘ρθουν. Που θα φύγουν μετά.

Στη χώρα σπάνια πήγαινε. Κανά δυο φορές το χρόνο, τρεις το πολύ. Η μία ήταν στον Επιτάφιο. Ντυνόταν απλά εκείνο το απόγευμα, με το σκούρο καλό της φόρεμα. Στην πόρτα της το είχε βρει κι αυτό, από κάποια γερόντισσα, πριν λίγα χρόνια. Έπαιρνε κι ένα κερί και πλησίαζε στην εκκλησία δειλά, με το κεφάλι χάμω. Ντρεπόταν. Και φοβόταν τους ανθρώπους. Στο βλέμμα της υπήρχε το αγρίμι που δεν το χάιδεψαν γι’ αυτό και δεν ημέρεψε. Περίμενε στο προαύλιο να βγει ο Επιτάφιος κι ακολουθούσε την πομπή μέχρι την παραλία. Ήταν έθιμο στο νησί ο Επιτάφιος να μπαίνει στη θάλασσα, να μπαίνουν μέχρι τα γόνατα στο νερό οι παπάδες και να φωτίζεται το πέλαγος όλο από τη μαγεία της στιγμής, από τα κεριά, τις ψαλμωδίες, τους ήχους της καμπάνας, από τις πασχαλιές που στόλιζαν τον Ιησού. Κι όταν τέλειωνε το τελετουργικό κι επέστρεφε η πομπή στην εκκλησία, η Βεατρίκη έμενε εκεί, μόνη, στη θάλασσα, μέσα, με το καλό της φόρεμα. Βούταγε στα νερά κι αγκάλιαζε τα κύματα που αγιάστηκαν, την ευωδιά του Χριστού που πέρασε από εκεί, βούταγε στη λύτρωση, στην αγάπη. Δεν κρύωνε, δεν ένοιωθε ψύχρα, πόνο, μοναξιά, τίποτα. Ένοιωθε τη μάνα της κοντά, και τον πατέρα της, την οικογένειά της, ακόμα και μικρά παιδιά ένοιωθε πλάι της, το γέλιο τους, το παιχνίδι τους, τα μικρά τους χέρια να της αγκαλιάζουν το λαιμό...

 

Πέθανε νέα η Βεατρίκη, σαν τη μάνα της κι αυτή. Τη βρήκαν κάτι ψαράδες, μέσα στις σπηλιές, άψυχη. Την είχαν χάσει μέρες. Έρημη η ταβέρνα, ανοιγόκλεινε την πόρτα ο αέρας, δίχως σερβιρισμένο φαγητό τα τραπέζια... Κατάλαβαν. Κανά κακό θα της είχε συμβεί. Πήραν μια βάρκα, έκαναν το γύρω του νησιού, έφτασαν στο νεκροταφείο -, ήξεραν, πήγαινε κι έμενε με τις ώρες εκεί -, αλλά τίποτα. Πουθενά η Βεατρίκη. Ξαναμπήκαν στη βάρκα, πήγαν στην άλλη μεριά, στις σπηλιές. Εκεί ήταν. Αβοήθητη. Ξαπλωμένη πάνω στα βράχια, γεμάτη αίματα. Φαίνεται πως, καθώς ανέβαινε, προς το άνοιγμα, πάνω, γλίστρησε κι έπεσε. Ο ιατροδικαστής είπε πως πέθανε ακαριαία, από το χτύπημα στο κεφάλι. Τουλάχιστον δεν υπέφερε. Τη συνόδεψαν οι μάνες της στην κηδεία, οι ναυτικοί, οι ψαράδες.

Το καντήλι της δεν έμενε ποτέ σβηστό. Την αγαπούσαν οι εργάτες στις μαούνες, την αγαπούσαν όλοι. Πήγαιναν και το άναβαν. Και την ταβέρνα της την έκαναν ξενώνα για τους ταξιδιώτες της θάλασσας. Άφηναν προμήθειες, φαγητό, κρασί, να βρουν να φάνε όσοι πήγαιναν. Κι αυτοί με τη σειρά τους αγόραζαν νέες προμήθειες, για τους επόμενους. Το σπίτι της είχε πάντα κόσμο. Και παιδιά, μικρά, γεμάτα παιχνίδι και γέλια, τουρίστες που γύριζαν το νησί από άκρη σε άκρη κι έμεναν για μια νύχτα εκεί με την οικογένειά τους. Έλεγαν για τη Βεατρίκη αργότερα οι ναυτικοί στις διηγήσεις τους, για χρόνια έλεγαν, πως ένα παιδί ήταν, που δεν μπόρεσε ποτέ να παίξει με τον πόνο του, να τον διασκεδάσει. Κι όλο έκλαιγε, κι όλο πικραινόταν... "Δε βαριέσαι", κατέληγαν. "Καλή ήταν... Σ΄ αγκάλιαζε και γινόσουν άλλος άνθρωπος... Σα να σου ‘δινε όσα εκείνη θα ήθελε να έχει... Σου έδινε αγάπη..." Κι όταν πέρναγαν από τη μεριά του νεκροταφείου με τα καΐκια τους έστρεφαν τα μάτια προς τα λευκά μάρμαρα κι έκαναν το σταυρό τους. Σα να ερχόταν στο νου τους κάποια αγία...

 


Το διήγημα αυτό το είχα γράψει πριν μερικά χρόνια και το είχα στείλει στον Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Δημοτικού Πνευματικού Κέντρου της Λέρου. Πήρε το Β' βραβείο.  

Πριν λίγες μέρες δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «δε|κατα», του ποιητή και συγγραφέα Ντίνου Σιώτη, στο καλοκαιρινό τεύχος Νο 78, που είχε θέμα: «Στα νησιά, στα νησιά». Ευχαριστώ από καρδιάς τον εκδότη του περιοδικού για τη δημοσίευση.    



                            

28 Απριλίου 2024

Η φίλη μου από την Τοσκάνη - Διήγημα




Τοσκάνη, στα περίχωρα της Σιένας

Empoli - Έμπολι
Fontana delle Naiadi o Dei Leoni
 Συντριβάνι των Ναϊάδων
ή των Λιονταριών


Όταν επέστρεφα το βράδυ από τη δουλειά έκανα ένα γρήγορο ντους, έτρωγα ένα σάντουιτς κι ένα φρούτο και καθόμουν στον υπολογιστή μέχρι να νυστάξω. Από την υπερένταση της δουλειάς δεν μπορούσα να κοιμηθώ αμέσως. Την Γκρέτα τη γνώρισα μια Παρασκευή βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, μέσα από κάποια εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης. Στο προφίλ της είχε μια φωτογραφία από τους λόφους της Τοσκάνης και τ’ όνομά της• Γκρέτα Ντε Κάρλι. Τίποτ’ άλλο. Μπήκα στις πληροφορίες. Κατοικούσε στο Έμπολι έγραφε, μια μικρή πόλη στα περίχωρα της Φλωρεντίας, περίπου είκοσι επτά χιλιόμετρα νοτιοδυτικά. Δεν είχε καμία άλλη πληροφορία, ούτε με τι ασχολείται, αν είναι παντρεμένη, αν έχει παιδιά, η ηλικία της, τίποτα. Η φωτογραφία από τους λόφους της Τοσκάνης, το όνομα Γκρέτα και η πόλη Έμπολι, κυρίως η πόλη αυτή, με έκαναν να μείνω αρκετά στο προφίλ της.

Συνειρμικά, γύρισα αρκετά χρόνια πίσω. Φοιτητική ζωή στην Ιταλία. Νυχτερινές προβολές στο σινεμά της πόλης με αφιερώματα σε Ιταλούς σκηνοθέτες. Με τους συμφοιτητές μου δεν χάναμε καμία προβολή. Ένα βράδυ είχαν αφιέρωμα στον Φραντσέσκο Ρόζι και παιζόταν η βραβευμένη ταινία του «Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι», από το ομώνυμο βιβλίο του Κάρλο Λέβι, με τον Τζιάν Μαρία Βολοντέ στο ρόλο του Κάρλο Λέβι, τη Λέα Μασάρι, την Ειρήνη Παπά και τον Σταύρο Τορνέ που εκείνα τα χρόνια εργαζόταν στη Ρώμη και είχε παίξει σε αρκετές ταινίες των αδελφών Ταβιάνι, του Ρομπέρτο Ροσελίνι, της Ανιές Βαρντά, του Φελλίνι και άλλων. Η συγκεκριμένη ταινία του Φραντσέσκο Ρόζι , «Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι», για κάποιους λόγους που δύσκολα μπορώ να εξηγήσω ακόμα και σήμερα, μαζί με την ταινία του Κάρλος Σάουρα «Cria Cuervos», συγκαταλέγεται σε αυτές που θέλω πάντα να υπάρχουν στην ταινιοθήκη μου και σε τακτά χρονικά διαστήματα να τις βάζω να τις βλέπω, κατά προτίμηση μόνη μου, και να κλαίω με την ησυχία μου.

Η Γκρέτα από το Έμπολι, λοιπόν. Με γοήτευσε. Με συγκίνησε. Και ας μην υπήρχε φωτογραφία της να τη δω. Και μόνο που κατοικούσε στο Έμπολι, μου αρκούσε. Της έστειλα αίτημα φιλίας και πήγα να κοιμηθώ. Ένοιωθα κούραση. Είχε πάει μία η ώρα. Αύριο, πρωινό ξύπνημα και δουλειά στο φαρμακείο. Το πρωί πριν φύγω κοίταξα στον υπολογιστή. Η Γκρέτα δεν είχε απαντήσει στο αίτημα φιλίας. Φαντάστηκα ότι ίσως δεν είχε ξυπνήσει ακόμα. Έφαγα βιαστικά ένα τοστ, ήπια λίγο τσάι, έβαλα το αδιάβροχο κι έφυγα. Έβρεχε. Ευτυχώς, βρήκα μια θέση στο λεωφορείο και κάθισα. Με κούραζε να πηγαίνω όρθια από τον Κόκκινο Μύλο που ήταν το σπίτι μου μέχρι το Χαλάνδρι που ήταν το φαρμακείο. Ο περισσότερος κόσμος στο λεωφορείο ήταν απορροφημένος στο κινητό του. Ακόμα και οι όρθιοι. Το δικό μου το είχα στην τσάντα μου. Δεν ασχολιόμουν και πολύ μαζί μου, παρά μόνο όταν χτυπούσε. Έκλεισα τα μάτια. Μπροστά μου ήρθε η εικόνα από τους λόφους της Τοσκάνης.

Αν μου έλεγαν να φύγω αυτή τη στιγμή, να αφήσω τη δουλειά  στο φαρμακείο και το τριάρι στον Κόκκινο Μύλο, να πάρω μόνο ένα πράγμα από τα υπάρχοντά μου και να πάω να ζήσω για πάντα κάπου αλλού, θα έπαιρνα τις φωτογραφίες των πεθαμένων γονιών μου και θα έφευγα για την Τοσκάνη. Θα μπορούσα κάλλιστα να ζω σε ένα δωμάτιο με κήπο σ’ ένα οποιοδήποτε χωριό της Τοσκάνης, κατά προτίμηση σε κάποιον αμπελώνα της περιοχής Κιάντι, εκεί όπου παράγονται τα φημισμένα ιταλικά κρασιά. Και να δουλεύω στους αμπελώνες. Ακόμα και εργάτρια σε οινοποιείο θα μπορούσα να ήμουν. Και τις Κυριακές να πήγαινα βόλτα στη Φλωρεντία, στη Σιένα, στην Πίζα.

Δέκα εννέα χρόνων πήγα στην Ιταλία και σπούδασα φαρμακευτική στο Μιλάνο. Στην Ελλάδα όπου επέστρεψα, δούλεψα αρχικά στο φαρμακείο ενός κρατικού Νοσοκομείου και μετά έπιασα δουλειά σε ιδιωτικό φαρμακείο στο Χαλάνδρι, όπου εργάζομαι μέχρι και σήμερα. Είχα έναν αποτυχημένο γάμο, δυο αποτυχημένες εγκυμοσύνες και κάποιες αποτυχημένες ερωτικές σχέσεις. Έχασα τους γονείς μου, και τους δύο μαζί, μέσα σε ένα χρόνο. Ολομόναχη πλέον, εγώ, οι ταινίες μου και τα βιβλία μου. Και δυο τρεις φίλες που βρισκόμαστε κάθε τόσο και πάμε στο θέατρο ή σε μπαράκια με ροκ.

Επέστρεψα στο σπίτι αργά το απόγευμα. Σάββατο. Γαλήνια ημέρα. Αύριο Κυριακή, και τη Δευτέρα είχα ρεπό. Έβρεχε ακόμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις έκανα μικρά κοντινά σχέδια. Όνειρα, ποτέ. Ότι θα ξυπνήσω αργά, θα μαγειρέψω με τη ησυχία μου, θα κάνω ένα ζεστό μπάνιο και το βραδάκι θα βάλω να δω την αγαπημένη Άννα Μανιάνι στη «Μπελίσιμα», του Βισκόντι. Είχα ξεχάσει το αίτημα που είχα στείλει στη Γκρέτα και μπαίνοντας στον υπολογιστή το θυμήθηκα. Είχε αποδεχτεί το αίτημα, πριν λίγες ώρες. Της έστειλα μήνυμα, ένα γεια κι ένα ευχαριστώ για την αποδοχή. Στα ιταλικά το έγραψα. Της είπα πως ξέρω τη γλώσσα. Μου απάντησε σε λίγο. «Είμαι παντρεμένη με Έλληνα», μου έγραφε. «Αγαπώ τη χώρα σας». «Και εγώ την Τοσκάνη», της απάντησα.

Η Γκρέτα έγινε η φίλη μου στην Ιταλία, στο Έμπολι, συγκεκριμένα. Ανταλλάσσαμε μηνύματα συνήθως το βράδυ. Της είπα ότι δουλεύω σε φαρμακείο, ότι επιστρέφω αργά στο σπίτι και αυτή μου είχε πει ότι ο άντρας της, ο Έλληνας, δούλευε μηχανοδηγός στον σιδηροδρομική σταθμό της Φλωρεντίας και επέστρεφε στο σπίτι ανάλογα τη βάρδια που είχε. Η ίδια δεν δούλευε. Παιδιά δεν είχαν. Μετά από μια σοβαρή ασθένεια τής είχαν αφαιρέσει τις ωοθήκες. Με τον καιρό, επικοινωνούσαμε στο messenger πολύ συχνά. Μόνη στο σπίτι εκείνη, μόνη κι εγώ, χαιρόμασταν να πιάνουμε κουβέντα. Της είχα ζητήσει να μου δείξει μια φωτογραφία της, να τη δω, καθώς στο προφίλ της δεν είχε βάλει φωτογραφία. Εμένα με έβλεπε, είχα αναρτήσει δυο φωτογραφίες μου: μια πρόσφατη και μια από τα φοιτητικά μου χρόνια στην Ιταλία. Μου απάντησε πως είχε σημάδια στο πρόσωπο από νεανική ακμή και ντρεπόταν να τη δω. «Γυναικεία φιλαρέσκεια», μου έγραψε. «Θα το ξεπεράσω κάποια στιγμή και θα σου στείλω φωτογραφία μου…» Χαμογέλασα.

«Περίγραψέ μου το Έμπολι», της είπα, «το έχω δει μόνο στο σινεμά. Πες μου πώς είναι οι δρόμοι, τα σπίτια σας…»

«Η πόλη μου είναι αγροτική περιοχή», μου απάντησε. «Βρίσκεται στην πεδιάδα του ποταμού Άρνου. Το σπίτι μου είναι ακριβώς στην κεντρική πλατεία, στην Piazza dei Leoni, την Πλατεία των Λεόντων - όπως την αποκαλούμε εμείς οι Εμπολέζοι. Το παράθυρο του καθιστικού μου βλέπει τη Φοντάνα των Ναϊάδων, ένα σιντριβάνι με ένα υπέροχο γλυπτό στο κέντρο που απεικονίζει τρεις νύμφες του γλυκού νερού, τρεις Ναϊάδες, να κάθονται σ’ έναν βράχο στολισμένο με φυτά. Είναι ένα έργο του 1826. Και οι τρεις νύμφες έχουν σηκωμένα τα χέρια στα μαλλιά, ότι μόλις βγήκαν από την πηγή και στραγγίζουν τα μαλλιά τους από τα νερά. Είναι εντελώς γυμνές και να φανταστείς ότι αυτό είχε ενοχλήσει τότε την πουριτανική κοινωνία και είχε τεθεί θέμα να καλυφθούν τα γυμνά μέρη με πέπλο, κάτι που τελικά δεν έγινε δεκτό. Στη βάση της Φοντάνας υπάρχουν τέσσερα λιοντάρια, που έδωσαν το όνομα στην πλατεία, Piazza dei Leoni.

»Εδώ βρίσκεται και η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα. Μάλιστα λέγεται ότι υπάρχει από τον 5ο αιώνα. Στο εσωτερικό της είναι το Μουσείο Τέχνης. Είναι όμορφη η πόλη μου. Περπατάς στα σοκάκια και βλέπεις χαρούμενα παιδιά και χαμογελαστούς ανθρώπους. Η αγάπη των συμπολιτών μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό είναι έκδηλη. Κάθε χρόνο το καλοκαίρι διοργανώνεται η παραδοσιακή Fiera del Corpus Domini, ένα φεστιβάλ διασκέδασης στο οποίο έρχονται όχι μόνο οι Εμπολέζοι αλλά και οι κάτοικοι των γύρω περιοχών. Στήνεται ένα μεγάλο Λούνα Παρκ για δέκα περίπου ημέρες, με ένα τεράστιο Καρουζέλ, με συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, λαβυρίνθους, ροντέο, τρενάκια σε τούνελ με φαντάσματα, βάρκες σε λίμνη, μέχρι και ελεύθερη πτώση σε φουσκωτά στρώματα γίνεται και επίδειξη πυροτεχνημάτων. Και το Φθινόπωρο διοργανώνεται το Πολιτιστικό Φεστιβάλ του Σεπτεμβρίου, όπου γιορτάζουμε τη μουσική μας, την τέχνη και γενικά την πλούσια πολιτιστική μας παράδοση. Σε προσκαλώ να έρθεις, να δεις την πόλη μου από κοντά και να γνωριστούμε…»

Όλο έλεγα να πάω κάποια στιγμή στο Έμπολι να συναντήσω τη Γκρέτα  κι όλο το άφηνα για αργότερα. Την είχα προσκαλέσει και εκείνη να έρθει όποτε θέλει στην Αθήνα να τη φιλοξενήσω, αλλά ήταν δύσκολο, μου απαντούσε. Μιλάγαμε στο messenger σχεδόν δύο χρόνια. Ένα μεγάλο μέρος της γνωριμίας μας ήταν την περίοδο της καραντίνας λόγω Covid και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δυσκολευόμασταν να ταξιδέψουμε. Άλλωστε, τα ταξίδια εκείνο το διάστημα, για τουριστικούς λόγους, είχαν απαγορευτεί κι έτσι η επαφή μας είχε περιοριστεί στο διαδίκτυο. Όσο για τη φωτογραφία της, επειδή κατά καιρούς δεν έπαυα να της το ζητάω διακριτικά, εντέλει μου έστειλε μία αλλά ήταν από τα παιδικά της χρόνια. «Σε αυτή τη φωτογραφία δείχνω ένα όμορφο κοριτσάκι», μου έγραφε. «Σήμερα δεν είμαι έτσι. Οι καταστάσεις και τα χρόνια με έχουν αλλάξει…» Κοίταξα τη φωτογραφία• ήταν μια μαυρόασπρη, αρκετά ταλαιπωρημένη, με σχισμές στο χαρτί. Είδα ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, κάπως σκυθρωπό.  Ήταν πέντε χρόνων, όπως μου είπε. Σήμερα η Γκρέτα ήταν πενήντα κι εγώ τέσσερα χρόνια μικρότερη. Εκείνη παντρεμένη με  Έλληνα μηχανοδηγό στα τρένα, εγώ χωρισμένη. Καμία από τις δύο δεν είχε παιδιά. Είχε ρωτήσει για τη ζωή μου, της είχα πει πολλά. Ο πρώην άντρας μου έκανε χρήση μαριχουάνας πριν ακόμα γνωριστούμε και χωρίς εγώ να το ξέρω. Δεν ξέκοψε ποτέ, ούτε όταν παντρευτήκαμε. Το έμαθα απότομα, μετά τον γάμο, όταν κάποια μέρα, Κυριακή ήταν, δεν δούλευα, ήρθε ένας φίλος του στο σπίτι και μου άφησε ένα δεματάκι να του δώσω. Ο άντρας μου έλειπε, ξενοδούλευε κάπου κυριακάτικα, από αυτές τις δουλειές του ποδαριού που έκανε, καθώς δεν είχε σταθερή δουλειά.

«Τι είναι αυτό;» ρώτησα τον φίλο του.

«Αυτά, που πίνει», μου απάντησε.

«Τι πίνει;» του είπα απορημένη.

«Έλα, κάνεις ότι δεν ξέρεις; Τα μαύρα», είπε.

«Ποια μαύρα;»

«Να σου πω, έχω κι άλλες δουλειές, δεν θα ασχολούμαι με σένα και τις απορίες που έχεις για τον άντρα σου». Άφησε το δεματάκι στο τραπέζι της κουζίνας και έφυγε. Το άνοιξα. Είδα κάτι χόρτα. Τα ‘πιασα στα χέρια μου. Τα μύρισα. Άργησα να καταλάβω…

«Μόλις σήμερα ανακάλυψα ότι είμαι παντρεμένη με κάποιον που δεν γνωρίζω», του είπα το απόγευμα που επέστρεψε στο σπίτι. «Έχεις μια δική σου, προσωπική ζωή, που την κρατάς μυστική από μένα. Είμαι παντρεμένη μ’ έναν ξένο. Θα το διορθώσω όμως αυτό. Θα βγεις από τη ζωή μου αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Τα μαζεύεις και φεύγεις». «Είσαι σκληρή», μου απάντησε. «Είσαι άγνωστος», του απάντησα. «Θα τα κόψω, στο υπόσχομαι», είπε. «Ένας καλός λόγος να τα κόψεις είναι η πρόωρη εκσπερμάτωση που έχεις και που, όπως λένε τα ιατρικά άρθρα, οφείλεται και στο χασίς. Άρα τώρα υπάρχει μια καλή εξήγηση για το ένα λεπτό που τελειώνεις, με το που μπαίνεις μέσα μου».

Έβαλε τα κλάματα. Κλαψούριζε ότι με αγαπάει και με παρακαλούσε να του δώσω μια ευκαιρία να το κόψει. Εκεί έκανα το λάθος που δεν έπρεπε να κάνω. Τον λυπήθηκα και του έδωσα την ευκαιρία που μου ζήτησε. Πολύ σύντομα τα πράγματα χειροτέρεψαν. Έμαθα ότι μάζευε κάτι γνωστούς του άφραγκους και πήγαιναν στο Λουτράκι, στο εξοχικό κάποιας γυναίκας. Η γυναίκα αυτή, κάτοικος της Κηφισιάς ευκατάστατη και εθισμένη στο σεξ, πλήρωνε διάφορους νεαρούς που έβρισκε σε πλατείες, και κατά προτίμηση σε πλατείες της δυτικής Αττικής, έπαιρνε και φίλες της και πήγαιναν όλοι μαζί στο σπίτι που είχε στο Λουτράκι. Έκαναν παρτούζες, πίνοντας συγχρόνως χασίς και αλκοόλ. Και επειδή με το χασίς τα αγόρια γίνονταν λιώμα και δεν είχαν καλή στύση, οι γυναίκες είχαν μαζί τους κάτι ενέσεις και τους έκαναν που προκαλούσαν στύση για αρκετή ώρα. Στο τέλος, τους έδιναν ένα χαρτζιλίκι. Όλα αυτά τα έμαθα από έναν φίλο του που με πλησίασε μια μέρα και μου είπε: «εσύ είσαι καλό κορίτσι, μορφωμένο, τι θες με αυτόν; Ξέρεις πού πάει και τι κάνει;» Και μου τα είπε όλα. Τον ρώτησα γιατί τον μαρτύρησε. «Με έριξε στα χρήματα», είπε. «Στην τελευταία παρτούζα ήμουν κι εγώ. Αυτός κοιμήθηκε μαστουρωμένος στο μισάωρο πάνω κι εγώ συνέχισα για ώρα να πηδάω κάτι αλήτισσες που δεν χόρταιναν. Μου έδωσε τα λιγότερα με τη δικαιολογία ότι οι αλήτισσες ήσαν δική του γνωριμία».

Κάθε φορά που ο άντρας μου επέστρεφε από το Λουτράκι, και που εγώ νόμιζα ότι πήγαινε σε μια αποθήκη χάρτου στον Πειραιά και έκανε μεροκάματα στη φορτοεκφόρτωση, έμοιαζε σαν να είχε δουλέψει σε εκείνες τις οικοδομές που τις βλέπαμε παλιά στις μαυρόασπρες ταινίες της Φίνος Φιλμ, τότε που οι εργάτες ανέβαιναν τους ορόφους στο γιαπί από την κεκλιμένη σανίδα, με τον τενεκέ με το τσιμέντο στον ώμο και το καρό μαντήλι δεμένο στο μέτωπο για τον ιδρώτα. «Μας κράτησε περισσότερο ο χαρτέμπορος», μου έλεγε. «Είχε έρθει ένα φορτηγό με χαρτόνια από τη Γερμανία και έπρεπε να τα τακτοποιήσουμε όλα στην αποθήκη. Μας πλήρωσε παραπάνω». Κι έβγαζε από την τσέπη και μου έδινε κάτι τσαλακωμένα χαρτονομίσματα που είχε πάρει από την παρτούζα. Έκανε μπάνιο, τον άκουγα να ρεύεται κι έπεφτε για ύπνο. Τον έδιωξα μια και καλή, όσα κλάματα κι αν έβαλε. Λίγα χρόνια αργότερα έμαθα πως πέθανε από καρκίνο. Δεν λυπήθηκα. Ούτε χάρηκα. Το άκουσα όπως θα άκουγα για τον θάνατο ενός άγνωστου, ενός περαστικού που θα πέρναγε τυχαία από μπροστά μου. «Όσο πεθαίνουν παιδάκια στον πλανήτη από πείνα και άποροι ασθενείς που δεν έχουν τη δυνατότητα να αγοράσουν φάρμακα και όσο πνίγονται παιδάκια στη Μεσόγειο πάνω στα σαπιοκάραβα των δουλεμπόρων», έλεγα μέσα μου, «δεν έχω την πολυτέλεια να λυπάμαι για τον θάνατο ενός επαγγελματία άεργου με έφεση στο μαστούρωμα». Οικονομικά, μετά τον χωρισμό, δεν δυσκολεύτηκα, γιατί έτσι κι αλλιώς το σταθερό εισόδημα στο σπίτι από μένα ερχόταν. Αυτός, πιο πολύ φύρα ήταν. Έβρισκε περιστασιακές δουλειές, ίσα για να λέει ότι κάτι κάνει κι αυτός, κι όλο λογάριαζε με τους φίλους του να ανοίξουν ένα all day bar με δάνεια από τις τράπεζες και να γίνουν επιχειρηματίες. Ο συχωρεμένος ο πατέρας μου έλεγε μια ατάκα που μου άρεσε πολύ και την υιοθέτησα κι εγώ: «καλά κρασά».

Τοσκάνη. Η αγαπημένη μου φυγή. Συνειδητή φυγή. Έλεγα, «ας μπω τώρα στο internet και να βάλω στην αναζήτηση Σιένα και περίχωρα». Και εμφανιζόταν  μια όαση ευτυχίας μπροστά στα μάτια μου: Μονταλτσίνο, Πιέντσα, η υπέροχη πεδιάδα Βαλ ντ’ Όρτσια, οι καταπράσινες εκτάσεις της, ο λόφοι με τα κυπαρίσσια, οι παπαρούνες την άνοιξη, οι διάσπαρτες αγροτικές κατοικίες από πέτρα και τα πατώματα από κεραμικά πλακάκια στο χρώμα της τερακότα.

Όταν επιτέλους χώρισα από τον άντρα μου και ένοιωσα να φεύγει ένα βάρος από την ψυχή μου για κάποιο διάστημα βούρλιζε το μυαλό μου η σκέψη να πουλήσω το σπίτι στον Κόκκινο Μύλο, - το πατρικό μου ήταν, κληρονομιά από τους γονείς μου -, να πάρω τα λεφτά και να φύγω. Να μετακομίσω στην Τοσκάνη. Νέα αρχή, ένα σπιτάκι κάπου με ενοίκιο, και να ψάξω για δουλειά. Κάπου θα έβρισκα. Τη γλώσσα την ήξερα. Δυσκολίες δεν θα είχα. Το σκεφτόμουν, το ξανασκεφτόμουν, έμπαινα στο ίντερνετ, κοίταζα την επαρχία της Τοσκάνης, τα χωριά, στεκόμουν στη Λούκα, στο Σαν Τζιμινιάνο, στο Κιάντι, έψαχνα, διάβαζα τα ενοίκια στα επιπλωμένα δυάρια, κάποια στιγμή ήμουν έτοιμη να δηλώσω παραίτηση στο φαρμακείο, να βάλω πωλητήριο στο πατρικό μου, να κάνω κατ’ αρχάς ένα πρώτο ταξίδι στην Τοσκάνη για να βρω σπίτι και μετά να επιστρέψω στην Αθήνα, να πάρω τα πράγματά μου και να φύγω. Κάπου εκεί ερωτεύτηκα πάλι και ο έρωτας με μπλόκαρε. Μου ματαίωσε τα σχέδια. Πέρασα καλά όμως μαζί του. Για όσο διάστημα κράτησε η σχέση μας ήμουν ευχαριστημένη. Ευτυχισμένη, όχι. Την ευτυχία την είχα πάντα συνδεδεμένη μέσα μου με το ταξίδι εκεί που θέλει η ψυχή να κάνει και την υπέρβαση να μπορέσεις να το κάνεις με κάθε κόστος.

Τον έλεγαν Σάκη. Βρωμόπαιδο. Δέκα χρόνια μικρότερός μου. Με ξεμυάλισε για τα καλά. Είχε ό,τι ήθελε από μένα. Είχε έρθει στο σπίτι μου κι έμενε, του έπλενα τα ρούχα, του μαγείρευα, σεξ όποτε και όσο ήθελε, και γέλιο άφθονο μαζί του. Γελούσαμε πολύ, με το παραμικρό. Όταν σμίγαμε το βράδυ στο σπίτι, η ζωή μας ήταν μποέμικη. Από το πρωί που θα πήγαινα εγώ στο φαρμακείο και εκείνος στο αεροδρόμιο που δούλευε στην φορτοεκφόρτωση των αποσκευών στο αεροπλάνο, ήμασταν δυο κουρασμένοι εργαζόμενοι άνθρωποι που δεν κατάφερναν ποτέ να συμβιβαστούν με τη ρουτίνα του αστικού τρόπου ζωής της μεγαλούπολης. Συγκοινωνίες, βροχή, καύσωνας, αναμονή στις στάσεις των λεωφορείων, μεσημεριανό τζανκ φουντ γεμάτο χοληστερίνη, λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι, νεύρα, βρισιές με το παραμικρό. Με το που μπαίναμε στο σπίτι πετάγαμε τα ρούχα μας χάμω, κάναμε μπάνιο και έρωτα με έναν παθιασμένο τρόπο σαν κάποιος ψυχίατρος να μας είχε συνταγογραφήσει το ιδανικό για την περίπτωσή μας αγχολυτικό και εμείς να τηρούσαμε τη δοσολογία με απόλυτη ευλάβεια.

Σχεδόν δυο χρόνια κράτησε η σχέση μας. Μέχρι που ένα βράδυ που επέστρεψα κουρασμένη από το φαρμακείο τον βρήκα γυμνό στο κρεβάτι με μια επίσης γυμνή κοπέλα. «Είπα να αλλάξουμε λίγο», μου είπε και η ανάσα του βρώμαγε κρασί, «και να το κάνουμε τρεις αντί για δύο…» Τον κοίταξα σαν να βλέπω έναν ξένο που ήρθε και έκανε κατάληψη στον προσωπικό μου χώρο και έπρεπε να τον πετάξω έξω όσο γίνεται πιο γρήγορα. «Έχω μια άλλη ιδέα», του είπα, «καλύτερη από τη δική σου: να τα μαζέψεις και να φύγεις». «Σε πειράζει να τη πηδήσω πρώτα πριν φύγω; Δεν το ‘χουμε κάνει ακόμα γιατί σε περιμέναμε», με ρωτάει. «Πάω να κάνω μπάνιο», του είπα. «Όταν βγω να έχετε ξεκουμπιστεί και οι δύο». Μπήκα στο μπάνιο, βγήκα, αυτοί δεν είχαν τελειώσει ακόμα. Πήγα στην κουζίνα και ζέστανα ένα κομμάτι παστίτσιο να φάω. Έπειτα ξάπλωσα στον καναπέ και από την κούραση με πήρε ο ύπνος αμέσως. Το πρωί που ξύπνησα ο Σάκης και το κορίτσι είχαν φύγει. Έλειπαν και όλα του τα ρούχα από την ντουλάπα. Έλειπαν και κάτι λίγα χρήματα από την τσάντα μου. Κλασικό κωλόπαιδο. Βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που μπήκε σφήνα στη ζωή μου ακριβώς τη στιγμή που σχεδίαζα να τα παρατήσω όλα και να μετακομίσω στην Τοσκάνη.

Λίγο μετά τον χωρισμό με τον Σάκη, γνώρισα τη διαδικτυακή μου φίλη Γκρέτα. Δυόμισι περίπου χρόνια αφότου μιλάγαμε μέσω μηνυμάτων, και αφού η επιδημία είχε υποχωρήσει και επιτρέπονταν ξανά τα ταξίδια, αποφάσισα να πάω στην Ιταλία να τη βρω, χωρίς να της πω τίποτα. Να της κάνω έκπληξη. Θα πήγαινα στη Φλωρεντία και από εκεί θα έπαιρνα το τρένο και σε σαράντα λεπτά θα ήμουν στο Έμπολι. Τις πληροφορίες τις πήρα από το internet. Από το φαρμακείο δικαιούμουν άδεια μια βδομάδα. Έβγαλα αεροπορικό εισιτήριο, ετοίμασα τα πράγματά μου, πήρα το laptop, ένα δώρο για την Γκρέτα κι έφυγα. Το πρόγραμμά μου ήταν το εξής: θα έφτανα στο Έμπολι και θα πήγαινα στην κεντρική πλατεία, στην Piazza dei Leoni. Η Γκρέτα μού είχε πει ότι το σπίτι της είναι ακριβώς εκεί. Το παράθυρο του καθιστικού της βλέπει στη Φοντάνα των Ναϊάδων. Θα πήγαινα στη Φοντάνα και θα καθόμουν σε ένα από τα περιμετρικά κολονάκια που είναι γύρω από τα λιοντάρια – φωτογραφία της πλατείας είχα δει στο διαδίκτυο. Θα έβγαζα το laptop. Θα της έστελνα μήνυμα: «βγες στο παράθυρο και κοίτα στη Φοντάνα• αυτή που βλέπεις είναι η φίλη σου από την Αθήνα».

Έφυγα πρωί με το αεροπλάνο για Φλωρεντία για να έχω την ημέρα μπροστά μου. Ένοιωθα έντονη συγκίνηση. Στο αεροδρόμιο της Φλωρεντίας ήπια καφέ όχι γιατί τον είχα ανάγκη, αλλά είχα ανάγκη να πιω έναν espresso που θα τον είχε φτιάξει Ιταλός ή Ιταλίδα στην Ιταλία. Πήρα μετά το τρένο και πολύ σύντομα ήμουν στο Έμπολι. Στην Piazza dei Leoni με πήγε ταξί. Με άφησε κοντά. Η Piazza ήταν στο ιστορικό κέντρο, που δεν μπαίνουν αυτοκίνητα. Κοίταζα γύρω μου σαν χαμένη. Νόμιζα ότι κάπου θα δω τον Σταύρο Τορνέ με την Ειρήνη Παπά και πιο κει θα διέκρινα τον Τζιάν Μαρία Βολοντέ.

Έσυρα τη βαλίτσα με τα ροδάκια ακριβώς στο κέντρο της πλατείας, εκεί που βρίσκεται η Φοντάνα των Ναϊάδων. Ήταν όπως ακριβώς την είχε περιγράψει η Γκρέτα. Τέσσερα μαρμάρινα λιοντάρια γύρω από το γλυπτό με τις τρεις γυμνές Ναϊάδες. Και γύρω από τη Φοντάνα, τα σπίτια της πόλης χτισμένα με τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική της μητροπολιτικής Φλωρεντίας, γενέτειρας της αναγέννησης. Ψηλές στοές, οι τοίχοι των σπιτιών γεμάτοι παράθυρα, κεραμοσκεπές και εκείνο το χρώμα που διακρίνει κάθε ιστορικό κέντρο των ιταλικών πόλεων• τερακότα και ώχρα. Στριφογύρισα γύρω από τον εαυτό μου και κοίταξα όλα τα κτίρια. Όποιο σπίτι κοίταζα θα μπορούσε να είναι το σπίτι της Γκρέτα. Πήγα σ’ ένα κολονάκι της Φοντάνα και κάθισα. Έβγαλα από την τσάντα μου το laptop. Ευτυχώς, υπήρχε internet. Άνοιξα το προφίλ της Γκρέτα. Πήγα στα μηνύματα. Της έγραψα: «Βγες στο παράθυρο και κοίτα στη Φοντάνα. Είμαι εκεί…» Με είχε πιάσει ταχυκαρδία. Χαρά που είχα! Επιτέλους, θα συναντούσα τη διαδικτυακή μου φίλη! Αμέσως είδα ότι το μήνυμα διαβάστηκε. Έστρεψα τα μάτια μου προς τα σπίτια. Κοίταξα τριγύρω. Περίμενα από κάποιο από όλα εκείνα τα παράθυρα να ξεπροβάλει μια γυναίκα, να κοιτάξει στη Φοντάνα και να χαμογελάσει.

Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και δεν έβλεπα καμία γυναίκα σε κανένα παράθυρο. Ξανακοίταξα το messenger. Εξακολουθούσα να έχω ένδειξη ότι το μήνυμα έχει διαβαστεί. Περίμενα. Κοίταζα τα παράθυρα. Τίποτα. Δεν έβλεπα κανέναν. Της ξανάγραψα: «Γκρέτα, είμαι κάτω, στη Φοντάνα. Βγες στο παράθυρο να με δεις…» Το έστειλα. Το μήνυμα διαβάστηκε και αυτό. Περίμενα. Ίσως είχα μεγαλύτερη ανυπομονησία από όσο θα έπρεπε και μου φαινόταν ότι ο χρόνος τρέχει. Έκανα πάλι κύκλο γύρω από τον εαυτό μου. Κοίταζα όλα τα σπίτια, όλα τα παράθυρα. Τίποτα. Καμία και κανείς δεν έβγαινε σε παράθυρο. Της ξανάστειλα μήνυμα. «Γκρέτα, στείλε μου ένα μήνυμα, τι κάνεις; Είσαι καλά; Έχω έρθει στην Ιταλία για να σου κάνω έκπληξη και είμαι κάτω από το σπίτι σου. Απάντησέ μου, βλέπω ότι τα μηνύματα τα διαβάζεις…»

Μισή ώρα ήμουν στη Φοντάνα, με τη βαλίτσα δίπλα μου και το laptop στα χέρια. Ήμουν προβληματισμένη. Δεν ήξερα τι συμβαίνει και η Γκρέτα, ενώ έβλεπα ότι διαβάζει τα μηνύματά μου, δεν μου απαντούσε. Κάποια στιγμή, επιτέλους βλέπω να μου έχει στείλει μήνυμα. Το διαβάζω με ανυπομονησία: «Κυρία, σας γράφω έναν αριθμό τηλεφώνου. Σας παρακαλώ τηλεφωνήστε μου όποτε μπορείτε και θα σας ενημερώσω για τη Γκρέτα. Είμαι νοσηλεύτρια». Ταράχτηκα. Κατά πάσα πιθανότητα η Γκρέτα ήταν άρρωστη και δεν το ήξερα. Κοίταξα τα κτίρια γύρω από την πλατεία. Κάτω από μία στοά είδα ένα καφέ. Πήγα με τη βαλίτσα. Κάθισα σε ένα τραπεζάκι. Δεν ένοιωθα πολύ καλά. Σκεφτόμουν ότι μπορεί να έκανα λάθος που σχεδίασα όλο αυτό το ταξίδι χωρίς να ενημερώσω πρώτα τη Γκρέτα, καθώς εντέλει έμαθα πως η Γκρέτα ήταν άρρωστη και δεν ήξερα τίποτα, μέχρι προχθές τουλάχιστον που ανταλλάξαμε το τελευταίο μας μήνυμα. Παρήγγειλα ένα πανίνι να φάω, ήμουν νηστική κι ένα ποτήρι μεταλλικό νερό. Πληρώνοντας, ρώτησα πού υπάρχει ξενοδοχείο. Μου είπαν στο σταθμό των τρένων. Έσυρα τη βαλίτσα με τα ροδάκια ξανά έξω από την πλατεία και από εκεί  ειδοποίησα ταξί που με πήγε σ’ ένα ξενοδοχείο απέναντι ακριβώς από τον σταθμό των τρένων. Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις μπήκα στο δωμάτιο ήταν να καθίσω στο κρεβάτι και να πάρω το κινητό μου.

Τηλεφώνησα σ τον αριθμό που μου έβλεπα στο messenger. Από τα πρώτα λεπτά της συνομιλίας μου με τη νοσηλεύτρια το σώμα μου σχεδόν έπεσε μόνο του προς τα πίσω, στο κρεβάτι, και κρατώντας το κινητό στο αφτί μου κοίταζα το ταβάνι μουδιασμένη.

«Είστε η νοσηλεύτρια που μου έστειλε το μήνυμα εκ μέρους της Γκρέτα;»

«Μάλιστα».

«Τι κάνει η Γκρέτα; Είναι καλά; Δεν ήξερα ότι είναι άρρωστη».

«Πόσο καιρό γνωρίζεστε, κυρία, με τη Γκρέτα;»

«Σχεδόν, τρία χρόνια. Διαδικτυακά γνωριζόμαστε. Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στο Έμπολι. Ήθελα  να τη γνωρίσω από κοντά. Και μάλιστα, δεν ξέρει τίποτα η Γκρέτα Ήρθα να της κάνω έκπληξη».

Σιωπή για λίγο από την άλλη μεριά.

«Σας έχει μιλήσει για τη ζωή της, κυρία;»

«Μάλιστα, μιλάμε. Κι εγώ της έχω μιλήσει για τον εαυτό μου και εκείνη μου έχει ανοιχτεί. Έχουμε πλέον φιλική σχέση, σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Έχουμε ταιριάξει. Δεν μας εμποδίζει το γεγονός ότι μιλάμε μέσω του διαδικτύου, νοιώθουμε ότι είμαστε φίλες από παιδιά. Δεν ξέρετε τι ανυπομονησία είχα να τη συναντήσω».

«Μου έχει πει ότι έχετε σπουδάσει στην Ιταλία».

«Ναι, σπούδασα φαρμακευτική στο Μιλάνο».

«Μάλιστα… Άρα, κάποια πράγματα από την ιατρική θα τα καταλαβαίνετε».

«Βέβαια. Πέστε μου, τι συμβαίνει;»

Σιωπή για λίγο. Και μετά:

«Εδώ που τηλεφωνήσατε, κυρία, είναι ψυχιατρείο. Βρίσκεται στη Φλωρεντία. Η Γκρέτα είναι ασθενής μας αρκετά χρόνια. Θα σας μιλήσω με απλά λόγια για να καταλάβετε, όχι με ιατρικούς όρους. Η Γκρέτα έχει επιλέξει να ζει μέσα από τις φαντασιώσεις της τις οποίες έχει κάνει πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα για τη Γκρέτα είναι ότι μένει στο Έμπολι, σ’ ένα σπίτι που τα παράθυρά του βλέπουν στη Φοντάνα των Ναϊάδων και τα βράδια βλέπει τον άντρα της να επιστρέφει από τη δουλειά του, από τον σταθμό τρένων. Αν επιχειρήσει κάποιος να την επαναφέρει στην πραγματικότητα η Γκρέτα θα υποφέρει, είναι κάτι πολύ οδυνηρό για αυτήν• είναι μια βίαιη κίνηση που την ταρακουνάει από την επίπλαστη γαλήνη και την ταράζει, όπως έγινε με το μήνυμα που της στείλατε νωρίτερα, ότι είστε κάτω από το σπίτι της. Άκουσα ξαφνικά ουρλιαχτά, ήμουν δίπλα, σε άλλο δωμάτιο ασθενούς και τρόμαξα. Έτρεξα γρήγορα κοντά της. Την είδα να ουρλιάζει και να χτυπάει τα χέρια της στον τοίχο. Της έδωσα αμέσως φάρμακο για να ηρεμήσει. Σε λίγο αποκοιμήθηκε.

»Κοίταξα το laptop. Είναι κάτι που έχουμε την άδεια να το κάνουμε, για την προστασία των ασθενών. Διάβασα το μήνυμα που της στείλατε ότι βρίσκεστε στο Έμπολι και είστε κάτω από το παράθυρό της. Δυστυχώς η πληροφορία αυτή στη Γκρέτα είχε αρνητικό αντίκτυπο. Βρέθηκε μπροστά στον κίνδυνο να απομακρυνθεί από τις φαντασιώσεις της και να έρθει αντιμέτωπη με την αληθινή ζωή που την αποφεύγει μετά μανίας. Είδε πως κινδυνεύει να μαθευτεί πως ζει σε ψυχιατρείο και όχι σε σπίτι με θέα τη Φοντάνα των Ναϊάδων και επίσης να αποκαλυφθεί το ψέμα της ότι είναι παντρεμένη• με λίγα λόγια είδε πως βρίσκεται πολύ κοντά στο να μάθει  η φίλη της από την Ελλάδα  πως τίποτα από όλα αυτά που της έχει διηγηθεί για τη ζωή της δεν είναι αλήθεια. Και την έπιασε κρίση. Βγήκε έξω από τα ασφαλή όρια που έχει θέσει η ίδια γύρω από τον εαυτό της για να την προστατεύουν, όπως νομίζει, από τον πόνο, και έπαθε πανικό. Είναι αυτό που λέμε στην καθημερινότητα, ‘βγήκε εκτός ορίων’, έξω από το σχεδιάγραμμα που έχει φτιάξει μόνη της στο μυαλό της και το οποίο απεικονίζει με ακρίβεια τα όρια που διαχωρίζουν τον κόσμο της από τον κόσμο των άλλων, ή τα σύνορα, σαν να λέμε, που χωρίζουν το ‘κράτος’ της  από το ‘κράτος’ της σκληρής πραγματικότητας που δεν την αποδέχεται. Άργησα να τη συνεφέρω. Μέχρι να την πιάσουν τα χάπια και να ησυχάσει, χτυπιόταν.

»Είναι αρκετά χρόνια, κυρία, που βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση.   Κάποιες φορές είχε καλυτέρευση και επέστρεφε στο πατρικό της σπίτι. Οι γονείς της ζούσαν ακόμα. Τώρα έχουν πεθάνει. Αδέλφια δεν έχει. Είχε μία σκληρή εμπειρία όταν ήταν κοπελίτσα και από τότε δεν συνήλθε ποτέ. Δέκα οκτώ χρόνων γνώρισε κάποιον και τον ερωτεύτηκε. Την αγάπησε και εκείνος και της έκανε πρόταση γάμου. Η Γκρέτα ήταν τρισευτυχισμένη. Έραψε νυφικό σε μια σπουδαία ράφτρα της Φλωρεντίας. Την ημέρα που έκανε την τελευταία πρόβα του νυφικού μπήκαν τρεις ληστές στο ατελιέ της ράφτρας και απείλησαν με όπλο να τους δώσουν λεφτά. Στο ατελιέ εκείνη την ώρα ήταν μόνο η ράφτρα και η Γκρέτα. Η ράφτρα είχε κάτι λίγα χρήματα, τους τα έδωσε. Εκείνοι θύμωσαν γιατί ήθελαν κι άλλα. Έδεσαν το στόμα και στις δύο και τις βίασαν. Η ράφτρα είχε την καρδιά της. Έπαθε έμφραγμα και πέθανε κατά τη διάρκεια του περιστατικού. Ο ιατροδικαστής αργότερα είπε πως η  γυναίκα βιάστηκε πεθαμένη. Σε λίγες μέρες τούς συνέλαβαν και τους τρεις καθώς επιχειρούσαν να ληστέψουν ένα υποκατάστημα τράπεζας. Τι να το κάνεις, όμως… Η Γκρέτα δεν συνήλθε ποτέ. Νοσηλεύτηκε για ένα μήνα σε ψυχιατρείο, βγήκε, και από τότε έπλασε μια φανταστική ιστορία μέσα στην οποία αποφάσισε να ζει και να απαρνηθεί την πραγματικότητα: ότι τελικά παντρεύτηκε τον καλό της, ότι παιδιά δεν μπόρεσε να κάνει γιατί είχε ένα πρόβλημα και ότι ο αγαπημένος της είναι Έλληνας που εργάζεται μηχανοδηγός στα τρένα. Ίσως να επέλεξε να φαντασιώνεται πως ο άντρας της είναι Έλληνας επειδή παλιά είχε γνωρίσει μια παρέα Ελλήνων φοιτητών που έμεναν στο Έμπολι και σπούδαζαν Καλές Τέχνες στη Φλωρεντία, και τους είχε συμπαθήσει.

»Ο αρραβωνιαστικός της ήταν λογιστής και ήταν Ιταλός. Ήταν καλό παιδί αλλά όταν η Γκρέτα μπήκε στο ψυχιατρείο την παράτησε γιατί δεν μπορούσε να διαχειριστεί το σοκ που δέχτηκε και ο ίδιος. Οι απανωτοί βιασμοί πού υπέστη από τους βιαστές τής προκάλεσαν ανεπανόρθωτα εσωτερικά τραύματα και της αφαιρέθηκαν οι ωοθήκες. Αυτός είναι ο λόγος που δεν θα μπορούσε έκτοτε να κάνει παιδιά. Το πατρικό της σπίτι ήταν σε ένα χωριό τριάντα χιλιόμετρα έξω από τη Φλωρεντία, αλλά με τον αρραβωνιαστικό της έκαναν σχέδια να μείνουν στο Έμπολι, γι’ αυτό και πάντα φαντασιώνεται ότι κατοικεί στο Έμπολι, στην κεντρική πλατεία. Εδώ και χρόνια δεν έχει κανέναν δικό της. Οι γονείς της έχουν πεθάνει. Η Γκρέτα χειροτέρευε. Με εισαγγελική εντολή την έφεραν στο ψυχιατρείο. Δεν μπορεί να φύγει από δω. Δεν έχει πού να πάει. Στην κλινική τής γίνεται θεραπεία και παρακολουθείται σε καθημερινή βάση.

» Μου δείχνει την αλληλογραφία που έχει μαζί σας στο messenger και ξέρω πως της έχετε ζητήσει να σας δείξει φωτογραφία της για να τη δείτε και ξέρω επίσης πως σας έστειλε κάποια από τα παιδικά της χρόνια. Είδατε ένα κοριτσάκι όμορφο και συγχρόνως κάπως θλιμμένο. Είχε πάντα μια μελαγχολία στο βλέμμα, έχουν πει οι γονείς της, και πάντα ήταν ένα εσωστρεφές παιδί. Γι’ αυτό και αρρώστησε τόσο βαριά μετά το περιστατικό. Ήταν ευαίσθητη, δεν άντεξε. Μπορώ να σας την περιγράψω για να έχετε κάπως μια εικόνα. Γιατί, αν ζητήσετε να τη δείτε από κοντά μόνο κακό θα της κάνετε. Είναι μια γυναίκα που έχει παρατήσει τον εαυτό της, που μόνο στις φαντασιώσεις της ασχολείται μαζί του επειδή μόνο εκεί ο εαυτός της είναι όμορφος και αξίζει να τον περιποιείται. Θεωρεί πως ο πραγματικός της εαυτός είναι βιασμένος, γι’ αυτό και δεν τον θέλει. Έχει γκρίζα μαλλιά εδώ και αρκετά χρόνια, αφυδατωμένη επιδερμίδα και πολλές ρυτίδες που δεν δημιουργήθηκαν απαραίτητα από τα χρόνια αλλά πιο πολύ από τη διάθεσή της και την εσωτερική κόπωση που νοιώθει. Τα μάτια της είναι μεγάλα, φωτεινά αλλά έχουν αυτό το παράξενο φως που δεν μοιάζει φυσιολογικό… Δεν τρώει πολύ, είναι λεπτούλα. Και ακούει πολλή κλασική μουσική. Αυτό αρέσει στους γιατρούς γιατί, ο Μπαχ που προτιμά, δίνει ένα ροδαλό χρώμα στο πρόσωπό της, ένα χρώμα ευεξίας. Είστε ελεύθερη, κυρία, να διαχειριστείτε όπως θέλετε από δω και πέρα τη σχέση σας μαζί της. Ή να συνεχίσετε την αλληλογραφία που είχατε με μηνύματα και να προσποιείστε ότι πιστεύετε αυτά που σας λέει ή να απομακρυνθείτε. Μην την πιέσετε μόνο, σας παρακαλώ, να αποδεχτεί ή έστω να δει, την πραγματικότητα. Αυτό είναι έργο των γιατρών. Η πραγματικότητα για τη Γκρέτα είναι ένα τέρας που απειλεί να τη βιάσει για δεύτερη φορά. Δεν τη θέλει. Λυπάμαι που μάθατε αυτή τη δυσάρεστη αλήθεια για τη φίλη σας…» 

Πριν επιστρέψω στην Ελλάδα πήγα στη Φλωρεντία και έκανα μια μεγάλη βόλτα. Στο χέρι μου κρατούσα το δώρο που είχα φέρει να δώσω στη Γκρέτα. Ήταν μια χειροποίητη ασημένια κορνίζα και είχα σκοπό να της ζητήσω να φωτογραφηθούμε μαζί στη Φοντάνα των Ναϊάδων και να της αφήσω μετά τη φωτογραφία με την κορνίζα ως ανάμνηση της συνάντησής μας. Περιπλανήθηκα στους λιθόστρωτους δρόμους της πανέμορφης αναγεννησιακής πόλης. Παντού το κάλλος των γλυπτών, των ναών, των παλιών σπιτιών και κήπων. Πέρασα έξω από τον καθεδρικό ναό, τη  Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε, είδα το Καμπανίλε – το Καμπαναριό, σε σχέδιο του φημισμένου αρχιτέκτονα Τζότο• πέρασα από την Πιάτσα ντέλα Σινιορία – την πλατεία των ‘Αρχόντων’, αυτό το μεγάλο υπαίθριο μουσείο. Έκανα βόλτα κατά μήκος του ποταμού Άρνου και πήγα στο Πόντε Βέκιο – την Παλιά Γέφυρα. Κατέληξα στη συνοικία Όλτραρνο. Ήπια κρασί και έφαγα σπαγγέτι με τυριά. Φεύγοντας, άφησα στην καρέκλα της τρατορίας το πακέτο με το δώρο της Γκρέτα.

Σκεφτόμουν τι έπρεπε να κάνω από δω και πέρα. Ήταν δύσκολο για μένα. Την είχα συνηθίσει τη Γκρέτα. Είχα συνηθίσει την καλημέρα της το πρωί, την καληνύχτα της το βράδυ, τα ζεστά της λόγια: «ανυπομονώ να έρθεις στην Ιταλία», μου έγραφε σε κάποιο της μήνυμα, «να πάμε εκδρομή στην Τοσκάνη που τόσο σου αρέσει. Θα σε πάω στα χωριά του Κιάντι να αγοράσουμε κρασί από τους αμπελώνες της Καστελίνα ιν Κιάντι και στην Πιέντσα να πάρουμε το ωραιότερο τυρί πεκορίνο. Θα πάμε στη Φλωρεντία να αγοράσουμε κεραμικά από το Μερκάτο Τσεντράλε. Και κάποιο βράδυ θα ‘θελα να με βοηθήσεις να μαγειρέψουμε ένα ελληνικό φαγητό για τον άντρα μου. Ονειρεύομαι ότι καθόμαστε οι τρεις μας γύρω από το τραπέζι, πίνουμε κρασί, συζητάμε και σχεδιάζουμε μια εκδρομή το καλοκαίρι σε κάποιο νησί της Ελλάδας. Δεν θα είναι όμορφα;»  

Κατ’ αρχάς έπρεπε να βρω να της πω κάτι για το μήνυμα που της είχα στείλει από τη Φοντάνα. Θα της έλεγα ότι τάχα δεν ήταν αλήθεια, δεν είχα έρθει ποτέ στο Έμπολι. Αστειευόμουν. Ήθελα απλώς να γελάσουμε… Δεν ξέρω αν θα με πίστευε αλλά δεν έβρισκα κάτι άλλο να της πω. Και πλέον δεν ξέρω αν θα ‘θελα να συνεχίσω να συμμετέχω, τώρα πια συνειδητά, στο παιχνίδι του μυαλού της, να δέχομαι να είμαι μέρος της φαντασίωσής της. Θα αραίωνα σιγά – σιγά την αλληλογραφία μαζί της. Η Γκρέτα ζούσε μέσα σε ένα επικίνδυνο παραμύθι. Δεν υπήρχε λόγος να αποτελώ μέρος του. Τη συμπονούσα και την εκτιμούσα βαθύτατα. Την κατανοούσα. Ίσως κάποιες φορές της έστελνα ευχές σε γιορτές. Αλλά μέχρι εκεί. Τίποτα άλλο. Η πραγματικότητα για μένα ήταν η μοναχική ζωή μου, η δουλειά μου, η πόλη με τη βουή και τον θόρυβό της, οι δυο τρεις φίλες μου και οι βόλτες μαζί τους αραιά και πού σε κάνα μπαράκι με ροκ, και πάντα βαθιά στη σκέψη μου ακολουθούσε και εκείνο το σχέδιο που έλεγε να φύγω, να παραιτηθώ από το φαρμακείο, να πουλήσω το τριάρι στον Κόκκινο Μύλο, να πάρω τα λεφτά και να πάω να ζήσω στην Τοσκάνη.






Δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2024 στο τεύχος  Νο 77  του περιοδικού  

«δε|κατα» με θέμα:

«Εκτός Ορίων». 


Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού ποιητή και συγγραφέα Ντίνο Σιώτη,  για τη δημοσίευση.   


           



3 Απριλίου 2024

Η Μαρία Κάλλας στο ατελιέ της Μαντάμ Μπίκι


Η Μαρία Κάλλας στο ατελιέ της Μαντάμ Μπίκι



 

Την σινιόρα Ελίζα την γνώρισα πριν χρόνια στο τρένο. Φεύγαμε και οι δύο από το Μιλάνο, εγώ για τη Νοβάρα, πήγαινα σε φίλους, εκείνη στο Τορίνο. Πιάσαμε αμέσως κουβέντα. Κλασική Ιταλίδα του νότου, μου χαμογέλασε ζεστά και μου προσέφερε σοκολατάκι. Της είπα ότι θυμίζει την Άννα Μανιάνι και τα μάτια της έλαμψαν. Είχε λεπτά δάχτυλα, περιποιημένα, αλλά παρατήρησα ότι στις άκρες είχαν μικρές κοκκινίλες.

«Από τη βελόνα είναι», μου είπε, όταν πρόσεξε ότι το πρόσεξα. «Είμαι μοδίστρα. Ράβω από κοριτσάκι». Φινετσάτη γυναίκα παρά την προχωρημένη ηλικία της, καλίγραμμο σώμα, όμορφο πρόσωπο, τα μαλλιά της πλούσια όπως της Άννα Μανιάνι, και μοσχοβολούσε ένα λεπτό άρωμα που το έφτιαχνε μόνη της, όπως είπε. Τρώγαμε σοκολατάκια και μου μίλαγε για την πιο σημαντική, όπως κατάλαβα, στιγμή της ζωής της: τη συνάντησή της στο Μιλάνο, στο ατελιέ της Μαντάμ Μπίκι, με τη Μαρία Κάλλας.

«Μπίκι (Bicchi) ήταν το χαϊδευτικό της», μου είπε. «Την έλεγαν Ελβίρα. Ήταν σπουδαία ράφτρα. Είχε πελάτες από όλη την Ευρώπη. Αρχές του ‘50 ήμουν μικρό κοριτσάκι. Η δασκάλα της ραπτικής μ’ έστειλε στο ατελιέ της Μαντάμ Μπίκι να δανειστώ παριζιάνικα πατρόν, για το μάθημα. Σαν να μπήκα σε ναό, αισθανόμουν. Η μυρωδιά από τα ακριβά υφάσματα, τα κρύσταλλα στους πολυελαίους, η εσάνς των γυναικών, μ’ έπιασε δέος. Είχα σταθεί σε μια γωνιά μουδιασμένη. Η Κάλλας πέρασε από μπροστά μου σαν αερικό, σαν dea (θεά) που χαμογέλασε στους θνητούς και οι θνητοί εκστασιάστηκαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή. Κανείς δεν μου είπε ότι εκείνη που βλέπω ήταν η Μαρία Κάλλας. Είδα μια οπτασία να εισβάλει στο χώρο και ο χώρος να γίνεται ολόκληρος η οπτασία εκείνη. Είπα αυθόρμητα, ‘αυτή είναι η Μαρία Κάλλας!’. Μου συστήθηκε μόνη της, με το φως της. Ντιβίνα! Μετά από αρκετή ώρα με πλησίασε η γραμματέας και με ρώτησε τι θέλω. Έφυγα με τα πατρόν στα χέρια. Τα έσφιγγα πάνω μου, τα μύριζα και νόμιζα ότι μοσχοβολούσαν Κάλλας!  

»Τέλειωσα τη σχολή, δούλεψα σε μοδίστρες, γνώρισα τον άντρα μου, ερωτευτήκαμε, παντρευτήκαμε. Άνοιξα δικό μου ατελιέ. Στον άντρα μου είχα μιλήσει για τη συνάντηση με την Κάλλας, πριν ακόμα παντρευτούμε. Την πρόταση γάμου μού την έκανε στη Σκάλα του Μιλάνου. ‘Σου έχω μια έκπληξη’, μου είπε. Είχε δυο εισιτήρια για την όπερα Poliuto, με σοπράνο τη Μαρία Κάλλας. Καθόμασταν στο φουαγιέ λίγο πριν την έναρξη και εκεί μου έκανε την πρόταση. Ζήσαμε ευτυχισμένοι. Τον έχασα πέρυσι. Έχουμε μια κόρη που συνεχίζει το ατελιέ μου, έχει σπουδάσει σχέδιο υψηλής ραπτικής. Στο Τορίνο, πάω σε έκθεση υφασμάτων».

Στη Νοβάρα κατέβηκα. Με αγκάλιασε σφιχτά.

Πέρασαν τα χρόνια και πρόσφατα στο internet, σ’ ένα αφιέρωμα στην Κάλλας, διάβασα κάτω από μια φωτογραφία: «Maria Callas in Madame Biki's atelier, a favorite designer, ‘50». Η σινιόρα Ελίζα εδώ και χρόνια θα έχει πεθάνει. Δεν είχαμε ανταλλάξει τηλέφωνα. Αυτές οι συναντήσεις έχουν τη γοητεία τους ακριβώς επειδή δεν υπόκεινται στη φθορά του χρόνου. Μια περιστασιακή γνωριμία μπορεί να σημαδέψει τη μνήμη χίλιες φορές πιο δυνατά από μια σχέση που φθείρεται στην καθημερινότητα. 



 (γράφτηκε στις 28 Ιουνίου 2020)