|
Τοσκάνη, στα περίχωρα της Σιένας |
|
Empoli - Έμπολι Fontana delle Naiadi o Dei Leoni Συντριβάνι των Ναϊάδων ή των Λιονταριών |
Όταν επέστρεφα
το βράδυ από τη δουλειά έκανα ένα γρήγορο ντους, έτρωγα ένα σάντουιτς κι ένα
φρούτο και καθόμουν στον υπολογιστή μέχρι να νυστάξω. Από την υπερένταση της
δουλειάς δεν μπορούσα να κοιμηθώ αμέσως. Την Γκρέτα τη γνώρισα μια Παρασκευή
βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, μέσα από κάποια εφαρμογή κοινωνικής δικτύωσης. Στο
προφίλ της είχε μια φωτογραφία από τους λόφους της Τοσκάνης και τ’ όνομά της• Γκρέτα Ντε
Κάρλι. Τίποτ’ άλλο. Μπήκα στις πληροφορίες. Κατοικούσε στο Έμπολι έγραφε, μια
μικρή πόλη στα περίχωρα της Φλωρεντίας, περίπου είκοσι επτά χιλιόμετρα νοτιοδυτικά.
Δεν είχε καμία άλλη πληροφορία, ούτε με τι ασχολείται, αν είναι παντρεμένη, αν
έχει παιδιά, η ηλικία της, τίποτα. Η φωτογραφία από τους λόφους της Τοσκάνης,
το όνομα Γκρέτα και η πόλη Έμπολι, κυρίως η πόλη αυτή, με έκαναν να μείνω
αρκετά στο προφίλ της.
Συνειρμικά, γύρισα
αρκετά χρόνια πίσω. Φοιτητική ζωή στην Ιταλία. Νυχτερινές προβολές στο σινεμά
της πόλης με αφιερώματα σε Ιταλούς σκηνοθέτες. Με τους συμφοιτητές μου δεν
χάναμε καμία προβολή. Ένα βράδυ είχαν αφιέρωμα στον Φραντσέσκο Ρόζι και παιζόταν η βραβευμένη ταινία του «Ο
Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι», από το ομώνυμο βιβλίο του Κάρλο Λέβι, με τον Τζιάν
Μαρία Βολοντέ στο ρόλο του Κάρλο Λέβι, τη Λέα Μασάρι, την Ειρήνη Παπά και τον
Σταύρο Τορνέ που εκείνα τα χρόνια εργαζόταν στη Ρώμη και είχε παίξει σε αρκετές
ταινίες των αδελφών Ταβιάνι, του Ρομπέρτο Ροσελίνι, της Ανιές Βαρντά, του
Φελλίνι και άλλων. Η συγκεκριμένη ταινία του Φραντσέσκο Ρόζι , «Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι», για
κάποιους λόγους που δύσκολα μπορώ να εξηγήσω ακόμα και σήμερα, μαζί με την
ταινία του Κάρλος Σάουρα «Cria Cuervos», συγκαταλέγεται σε αυτές που θέλω πάντα
να υπάρχουν στην ταινιοθήκη μου και σε τακτά χρονικά διαστήματα να τις βάζω να
τις βλέπω, κατά προτίμηση μόνη μου, και να κλαίω με την ησυχία μου.
Η Γκρέτα από το
Έμπολι, λοιπόν. Με γοήτευσε. Με συγκίνησε. Και ας μην υπήρχε φωτογραφία της να
τη δω. Και μόνο που κατοικούσε στο Έμπολι, μου αρκούσε. Της έστειλα αίτημα
φιλίας και πήγα να κοιμηθώ. Ένοιωθα κούραση. Είχε πάει μία η ώρα. Αύριο, πρωινό
ξύπνημα και δουλειά στο φαρμακείο. Το πρωί πριν φύγω κοίταξα στον υπολογιστή. Η
Γκρέτα δεν είχε απαντήσει στο αίτημα φιλίας. Φαντάστηκα ότι ίσως δεν είχε
ξυπνήσει ακόμα. Έφαγα βιαστικά ένα τοστ, ήπια λίγο τσάι, έβαλα το αδιάβροχο κι
έφυγα. Έβρεχε. Ευτυχώς, βρήκα μια θέση στο λεωφορείο και κάθισα. Με κούραζε να
πηγαίνω όρθια από τον Κόκκινο Μύλο που ήταν το σπίτι μου μέχρι το Χαλάνδρι που
ήταν το φαρμακείο. Ο περισσότερος κόσμος στο λεωφορείο ήταν απορροφημένος στο
κινητό του. Ακόμα και οι όρθιοι. Το δικό μου το είχα στην τσάντα μου. Δεν ασχολιόμουν
και πολύ μαζί μου, παρά μόνο όταν χτυπούσε. Έκλεισα τα μάτια. Μπροστά μου ήρθε
η εικόνα από τους λόφους της Τοσκάνης.
Αν μου έλεγαν να
φύγω αυτή τη στιγμή, να αφήσω τη δουλειά στο φαρμακείο και το τριάρι στον Κόκκινο Μύλο,
να πάρω μόνο ένα πράγμα από τα υπάρχοντά μου και να πάω να ζήσω για πάντα κάπου
αλλού, θα έπαιρνα τις φωτογραφίες των πεθαμένων γονιών μου και θα έφευγα για
την Τοσκάνη. Θα μπορούσα κάλλιστα να ζω σε ένα δωμάτιο με κήπο σ’ ένα οποιοδήποτε
χωριό της Τοσκάνης, κατά προτίμηση σε κάποιον αμπελώνα της περιοχής Κιάντι,
εκεί όπου παράγονται τα φημισμένα ιταλικά κρασιά. Και να δουλεύω στους
αμπελώνες. Ακόμα και εργάτρια σε οινοποιείο θα μπορούσα να ήμουν. Και τις
Κυριακές να πήγαινα βόλτα στη Φλωρεντία, στη Σιένα, στην Πίζα.
Δέκα εννέα χρόνων
πήγα στην Ιταλία και σπούδασα φαρμακευτική στο Μιλάνο. Στην Ελλάδα όπου
επέστρεψα, δούλεψα αρχικά στο φαρμακείο ενός κρατικού Νοσοκομείου και μετά έπιασα
δουλειά σε ιδιωτικό φαρμακείο στο Χαλάνδρι, όπου εργάζομαι μέχρι και σήμερα.
Είχα έναν αποτυχημένο γάμο, δυο αποτυχημένες εγκυμοσύνες και κάποιες αποτυχημένες
ερωτικές σχέσεις. Έχασα τους γονείς μου, και τους δύο μαζί, μέσα σε ένα χρόνο.
Ολομόναχη πλέον, εγώ, οι ταινίες μου και τα βιβλία μου. Και δυο τρεις φίλες που
βρισκόμαστε κάθε τόσο και πάμε στο θέατρο ή σε μπαράκια με ροκ.
Επέστρεψα στο
σπίτι αργά το απόγευμα. Σάββατο. Γαλήνια ημέρα. Αύριο Κυριακή, και τη Δευτέρα είχα
ρεπό. Έβρεχε ακόμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις έκανα μικρά κοντινά σχέδια. Όνειρα,
ποτέ. Ότι θα ξυπνήσω αργά, θα μαγειρέψω με τη ησυχία μου, θα κάνω ένα ζεστό
μπάνιο και το βραδάκι θα βάλω να δω την αγαπημένη Άννα Μανιάνι στη «Μπελίσιμα»,
του Βισκόντι. Είχα ξεχάσει το αίτημα που είχα στείλει στη Γκρέτα και μπαίνοντας
στον υπολογιστή το θυμήθηκα. Είχε αποδεχτεί το αίτημα, πριν λίγες ώρες. Της
έστειλα μήνυμα, ένα γεια κι ένα ευχαριστώ για την αποδοχή. Στα ιταλικά το
έγραψα. Της είπα πως ξέρω τη γλώσσα. Μου απάντησε σε λίγο. «Είμαι παντρεμένη με
Έλληνα», μου έγραφε. «Αγαπώ τη χώρα σας». «Και εγώ την Τοσκάνη», της απάντησα.
Η Γκρέτα έγινε η
φίλη μου στην Ιταλία, στο Έμπολι, συγκεκριμένα. Ανταλλάσσαμε μηνύματα συνήθως
το βράδυ. Της είπα ότι δουλεύω σε φαρμακείο, ότι επιστρέφω αργά στο σπίτι και
αυτή μου είχε πει ότι ο άντρας της, ο Έλληνας, δούλευε μηχανοδηγός στον
σιδηροδρομική σταθμό της Φλωρεντίας και επέστρεφε στο σπίτι ανάλογα τη βάρδια που
είχε. Η ίδια δεν δούλευε. Παιδιά δεν είχαν. Μετά από μια σοβαρή ασθένεια τής
είχαν αφαιρέσει τις ωοθήκες. Με τον καιρό, επικοινωνούσαμε στο messenger πολύ συχνά. Μόνη στο σπίτι εκείνη, μόνη
κι εγώ, χαιρόμασταν να πιάνουμε κουβέντα. Της είχα ζητήσει να μου δείξει μια
φωτογραφία της, να τη δω, καθώς στο προφίλ της δεν είχε βάλει φωτογραφία. Εμένα
με έβλεπε, είχα αναρτήσει δυο φωτογραφίες μου: μια πρόσφατη και μια από τα
φοιτητικά μου χρόνια στην Ιταλία. Μου απάντησε πως είχε σημάδια στο πρόσωπο από
νεανική ακμή και ντρεπόταν να τη δω. «Γυναικεία φιλαρέσκεια», μου έγραψε. «Θα
το ξεπεράσω κάποια στιγμή και θα σου στείλω φωτογραφία μου…» Χαμογέλασα.
«Περίγραψέ μου
το Έμπολι», της είπα, «το έχω δει μόνο στο σινεμά. Πες μου πώς είναι οι δρόμοι,
τα σπίτια σας…»
«Η πόλη μου
είναι αγροτική περιοχή», μου απάντησε. «Βρίσκεται στην πεδιάδα του ποταμού
Άρνου. Το σπίτι μου είναι ακριβώς στην κεντρική πλατεία, στην Piazza dei
Leoni, την Πλατεία των Λεόντων - όπως την αποκαλούμε
εμείς οι Εμπολέζοι. Το παράθυρο του καθιστικού μου βλέπει τη Φοντάνα των Ναϊάδων,
ένα σιντριβάνι με ένα υπέροχο γλυπτό στο κέντρο που απεικονίζει τρεις νύμφες
του γλυκού νερού, τρεις Ναϊάδες, να κάθονται σ’ έναν βράχο στολισμένο με φυτά. Είναι
ένα έργο του 1826. Και οι τρεις νύμφες έχουν σηκωμένα τα χέρια στα μαλλιά, ότι μόλις
βγήκαν από την πηγή και στραγγίζουν τα μαλλιά τους από τα νερά. Είναι εντελώς
γυμνές και να φανταστείς ότι αυτό είχε ενοχλήσει τότε την πουριτανική κοινωνία
και είχε τεθεί θέμα να καλυφθούν τα γυμνά μέρη με πέπλο, κάτι που τελικά δεν
έγινε δεκτό. Στη βάση της Φοντάνας υπάρχουν τέσσερα λιοντάρια, που έδωσαν το όνομα
στην πλατεία, Piazza dei
Leoni.
»Εδώ βρίσκεται
και η εκκλησία του Αγίου Ανδρέα. Μάλιστα λέγεται ότι υπάρχει από τον 5ο
αιώνα. Στο εσωτερικό της είναι το Μουσείο Τέχνης. Είναι όμορφη η πόλη μου.
Περπατάς στα σοκάκια και βλέπεις χαρούμενα παιδιά και χαμογελαστούς ανθρώπους. Η
αγάπη των συμπολιτών μου για τις τέχνες και τον πολιτισμό είναι έκδηλη. Κάθε
χρόνο το καλοκαίρι διοργανώνεται η παραδοσιακή Fiera del Corpus Domini, ένα
φεστιβάλ διασκέδασης στο οποίο έρχονται όχι μόνο οι Εμπολέζοι αλλά και οι
κάτοικοι των γύρω περιοχών. Στήνεται ένα μεγάλο Λούνα Παρκ για δέκα περίπου
ημέρες, με ένα τεράστιο Καρουζέλ, με συγκρουόμενα αυτοκινητάκια, λαβυρίνθους, ροντέο,
τρενάκια σε τούνελ με φαντάσματα, βάρκες σε λίμνη, μέχρι και ελεύθερη πτώση σε
φουσκωτά στρώματα γίνεται και επίδειξη πυροτεχνημάτων. Και το Φθινόπωρο διοργανώνεται
το Πολιτιστικό Φεστιβάλ του Σεπτεμβρίου, όπου γιορτάζουμε τη μουσική μας, την
τέχνη και γενικά την πλούσια πολιτιστική μας παράδοση. Σε προσκαλώ να έρθεις,
να δεις την πόλη μου από κοντά και να γνωριστούμε…»
Όλο έλεγα να πάω
κάποια στιγμή στο Έμπολι να συναντήσω τη Γκρέτα
κι όλο το άφηνα για αργότερα. Την είχα προσκαλέσει και εκείνη να έρθει
όποτε θέλει στην Αθήνα να τη φιλοξενήσω, αλλά ήταν δύσκολο, μου απαντούσε.
Μιλάγαμε στο messenger σχεδόν δύο χρόνια. Ένα μεγάλο μέρος της
γνωριμίας μας ήταν την περίοδο της καραντίνας λόγω Covid
και
αυτός ήταν ένας από τους λόγους που δυσκολευόμασταν να ταξιδέψουμε. Άλλωστε, τα
ταξίδια εκείνο το διάστημα, για τουριστικούς λόγους, είχαν απαγορευτεί κι έτσι
η επαφή μας είχε περιοριστεί στο διαδίκτυο. Όσο για τη φωτογραφία της, επειδή
κατά καιρούς δεν έπαυα να της το ζητάω διακριτικά, εντέλει μου έστειλε μία αλλά
ήταν από τα παιδικά της χρόνια. «Σε αυτή τη φωτογραφία δείχνω ένα όμορφο
κοριτσάκι», μου έγραφε. «Σήμερα δεν είμαι έτσι. Οι καταστάσεις και τα χρόνια με
έχουν αλλάξει…» Κοίταξα τη φωτογραφία• ήταν μια μαυρόασπρη, αρκετά ταλαιπωρημένη,
με σχισμές στο χαρτί. Είδα ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, κάπως σκυθρωπό. Ήταν πέντε χρόνων, όπως μου είπε. Σήμερα η
Γκρέτα ήταν πενήντα κι εγώ τέσσερα χρόνια μικρότερη. Εκείνη παντρεμένη με Έλληνα μηχανοδηγό στα τρένα, εγώ χωρισμένη.
Καμία από τις δύο δεν είχε παιδιά. Είχε ρωτήσει για τη ζωή μου, της είχα πει
πολλά. Ο πρώην άντρας μου έκανε χρήση μαριχουάνας πριν ακόμα γνωριστούμε και
χωρίς εγώ να το ξέρω. Δεν ξέκοψε ποτέ, ούτε όταν παντρευτήκαμε. Το έμαθα
απότομα, μετά τον γάμο, όταν κάποια μέρα, Κυριακή ήταν, δεν δούλευα, ήρθε ένας
φίλος του στο σπίτι και μου άφησε ένα δεματάκι να του δώσω. Ο άντρας μου
έλειπε, ξενοδούλευε κάπου κυριακάτικα, από αυτές τις δουλειές του ποδαριού που
έκανε, καθώς δεν είχε σταθερή δουλειά.
«Τι είναι αυτό;»
ρώτησα τον φίλο του.
«Αυτά, που πίνει»,
μου απάντησε.
«Τι πίνει;» του
είπα απορημένη.
«Έλα, κάνεις ότι
δεν ξέρεις; Τα μαύρα», είπε.
«Ποια μαύρα;»
«Να σου πω, έχω
κι άλλες δουλειές, δεν θα ασχολούμαι με σένα και τις απορίες που έχεις για τον
άντρα σου». Άφησε το δεματάκι στο τραπέζι της κουζίνας και έφυγε. Το άνοιξα.
Είδα κάτι χόρτα. Τα ‘πιασα στα χέρια μου. Τα μύρισα. Άργησα να καταλάβω…
«Μόλις σήμερα
ανακάλυψα ότι είμαι παντρεμένη με κάποιον που δεν γνωρίζω», του είπα το
απόγευμα που επέστρεψε στο σπίτι. «Έχεις μια δική σου, προσωπική ζωή, που την
κρατάς μυστική από μένα. Είμαι παντρεμένη μ’ έναν ξένο. Θα το διορθώσω όμως αυτό.
Θα βγεις από τη ζωή μου αυτή τη στιγμή που μιλάμε. Τα μαζεύεις και φεύγεις».
«Είσαι σκληρή», μου απάντησε. «Είσαι άγνωστος», του απάντησα. «Θα τα κόψω, στο
υπόσχομαι», είπε. «Ένας καλός λόγος να τα κόψεις είναι η πρόωρη εκσπερμάτωση
που έχεις και που, όπως λένε τα ιατρικά άρθρα, οφείλεται και στο χασίς. Άρα
τώρα υπάρχει μια καλή εξήγηση για το ένα λεπτό που τελειώνεις, με το που μπαίνεις
μέσα μου».
Έβαλε τα
κλάματα. Κλαψούριζε ότι με αγαπάει και με παρακαλούσε να του δώσω μια ευκαιρία
να το κόψει. Εκεί έκανα το λάθος που δεν έπρεπε να κάνω. Τον λυπήθηκα και του
έδωσα την ευκαιρία που μου ζήτησε. Πολύ σύντομα τα πράγματα χειροτέρεψαν. Έμαθα
ότι μάζευε κάτι γνωστούς του άφραγκους και πήγαιναν στο Λουτράκι, στο εξοχικό
κάποιας γυναίκας. Η γυναίκα αυτή, κάτοικος της Κηφισιάς ευκατάστατη και
εθισμένη στο σεξ, πλήρωνε διάφορους νεαρούς που έβρισκε σε πλατείες, και κατά
προτίμηση σε πλατείες της δυτικής Αττικής, έπαιρνε και φίλες της και πήγαιναν
όλοι μαζί στο σπίτι που είχε στο Λουτράκι. Έκαναν παρτούζες, πίνοντας συγχρόνως
χασίς και αλκοόλ. Και επειδή με το χασίς τα αγόρια γίνονταν λιώμα και δεν είχαν
καλή στύση, οι γυναίκες είχαν μαζί τους κάτι ενέσεις και τους έκαναν που
προκαλούσαν στύση για αρκετή ώρα. Στο τέλος, τους έδιναν ένα χαρτζιλίκι. Όλα
αυτά τα έμαθα από έναν φίλο του που με πλησίασε μια μέρα και μου είπε: «εσύ
είσαι καλό κορίτσι, μορφωμένο, τι θες με αυτόν; Ξέρεις πού πάει και τι κάνει;»
Και μου τα είπε όλα. Τον ρώτησα γιατί τον μαρτύρησε. «Με έριξε στα χρήματα»,
είπε. «Στην τελευταία παρτούζα ήμουν κι εγώ. Αυτός κοιμήθηκε μαστουρωμένος στο
μισάωρο πάνω κι εγώ συνέχισα για ώρα να πηδάω κάτι αλήτισσες που δεν χόρταιναν.
Μου έδωσε τα λιγότερα με τη δικαιολογία ότι οι αλήτισσες ήσαν δική του
γνωριμία».
Κάθε φορά που ο
άντρας μου επέστρεφε από το Λουτράκι, και που εγώ νόμιζα ότι πήγαινε σε μια
αποθήκη χάρτου στον Πειραιά και έκανε μεροκάματα στη φορτοεκφόρτωση, έμοιαζε σαν
να είχε δουλέψει σε εκείνες τις οικοδομές που τις βλέπαμε παλιά στις
μαυρόασπρες ταινίες της Φίνος Φιλμ, τότε που οι εργάτες ανέβαιναν τους ορόφους
στο γιαπί από την κεκλιμένη σανίδα, με τον τενεκέ με το τσιμέντο στον ώμο και
το καρό μαντήλι δεμένο στο μέτωπο για τον ιδρώτα. «Μας κράτησε περισσότερο ο
χαρτέμπορος», μου έλεγε. «Είχε έρθει ένα φορτηγό με χαρτόνια από τη Γερμανία και
έπρεπε να τα τακτοποιήσουμε όλα στην αποθήκη. Μας πλήρωσε παραπάνω». Κι έβγαζε
από την τσέπη και μου έδινε κάτι τσαλακωμένα χαρτονομίσματα που είχε πάρει από
την παρτούζα. Έκανε μπάνιο, τον άκουγα να ρεύεται κι έπεφτε για ύπνο. Τον
έδιωξα μια και καλή, όσα κλάματα κι αν έβαλε. Λίγα χρόνια αργότερα έμαθα πως
πέθανε από καρκίνο. Δεν λυπήθηκα. Ούτε χάρηκα. Το άκουσα όπως θα άκουγα για τον
θάνατο ενός άγνωστου, ενός περαστικού που θα πέρναγε τυχαία από μπροστά μου. «Όσο
πεθαίνουν παιδάκια στον πλανήτη από πείνα και άποροι ασθενείς που δεν έχουν τη
δυνατότητα να αγοράσουν φάρμακα και όσο πνίγονται παιδάκια στη Μεσόγειο πάνω
στα σαπιοκάραβα των δουλεμπόρων», έλεγα μέσα μου, «δεν έχω την πολυτέλεια να
λυπάμαι για τον θάνατο ενός επαγγελματία άεργου με έφεση στο μαστούρωμα». Οικονομικά,
μετά τον χωρισμό, δεν δυσκολεύτηκα, γιατί έτσι κι αλλιώς το σταθερό εισόδημα
στο σπίτι από μένα ερχόταν. Αυτός, πιο πολύ φύρα ήταν. Έβρισκε περιστασιακές δουλειές,
ίσα για να λέει ότι κάτι κάνει κι αυτός, κι όλο λογάριαζε με τους φίλους του να
ανοίξουν ένα all day
bar με δάνεια από τις τράπεζες και να γίνουν
επιχειρηματίες. Ο συχωρεμένος ο πατέρας μου έλεγε μια ατάκα που μου άρεσε πολύ
και την υιοθέτησα κι εγώ: «καλά κρασά».
Τοσκάνη. Η
αγαπημένη μου φυγή. Συνειδητή φυγή. Έλεγα, «ας μπω τώρα στο internet και να βάλω στην αναζήτηση Σιένα και
περίχωρα». Και εμφανιζόταν μια όαση
ευτυχίας μπροστά στα μάτια μου: Μονταλτσίνο, Πιέντσα, η υπέροχη πεδιάδα Βαλ ντ’
Όρτσια, οι καταπράσινες εκτάσεις της, ο λόφοι με τα κυπαρίσσια, οι παπαρούνες
την άνοιξη, οι διάσπαρτες αγροτικές κατοικίες από πέτρα και τα πατώματα από
κεραμικά πλακάκια στο χρώμα της τερακότα.
Όταν επιτέλους
χώρισα από τον άντρα μου και ένοιωσα να φεύγει ένα βάρος από την ψυχή μου για
κάποιο διάστημα βούρλιζε το μυαλό μου η σκέψη να πουλήσω το σπίτι στον Κόκκινο
Μύλο, - το πατρικό μου ήταν, κληρονομιά από τους γονείς μου -, να πάρω τα λεφτά
και να φύγω. Να μετακομίσω στην Τοσκάνη. Νέα αρχή, ένα σπιτάκι κάπου με
ενοίκιο, και να ψάξω για δουλειά. Κάπου θα έβρισκα. Τη γλώσσα την ήξερα.
Δυσκολίες δεν θα είχα. Το σκεφτόμουν, το ξανασκεφτόμουν, έμπαινα στο ίντερνετ,
κοίταζα την επαρχία της Τοσκάνης, τα χωριά, στεκόμουν στη Λούκα, στο Σαν
Τζιμινιάνο, στο Κιάντι, έψαχνα, διάβαζα τα ενοίκια στα επιπλωμένα δυάρια,
κάποια στιγμή ήμουν έτοιμη να δηλώσω παραίτηση στο φαρμακείο, να βάλω πωλητήριο
στο πατρικό μου, να κάνω κατ’ αρχάς ένα πρώτο ταξίδι στην Τοσκάνη για να βρω
σπίτι και μετά να επιστρέψω στην Αθήνα, να πάρω τα πράγματά μου και να φύγω. Κάπου
εκεί ερωτεύτηκα πάλι και ο έρωτας με μπλόκαρε. Μου ματαίωσε τα σχέδια. Πέρασα
καλά όμως μαζί του. Για όσο διάστημα κράτησε η σχέση μας ήμουν ευχαριστημένη.
Ευτυχισμένη, όχι. Την ευτυχία την είχα πάντα συνδεδεμένη μέσα μου με το ταξίδι
εκεί που θέλει η ψυχή να κάνει και την υπέρβαση να μπορέσεις να το κάνεις με
κάθε κόστος.
Τον έλεγαν Σάκη.
Βρωμόπαιδο. Δέκα χρόνια μικρότερός μου. Με ξεμυάλισε για τα καλά. Είχε ό,τι
ήθελε από μένα. Είχε έρθει στο σπίτι μου κι έμενε, του έπλενα τα ρούχα, του
μαγείρευα, σεξ όποτε και όσο ήθελε, και γέλιο άφθονο μαζί του. Γελούσαμε πολύ,
με το παραμικρό. Όταν σμίγαμε το βράδυ στο σπίτι, η ζωή μας ήταν μποέμικη. Από
το πρωί που θα πήγαινα εγώ στο φαρμακείο και εκείνος στο αεροδρόμιο που δούλευε
στην φορτοεκφόρτωση των αποσκευών στο αεροπλάνο, ήμασταν δυο κουρασμένοι
εργαζόμενοι άνθρωποι που δεν κατάφερναν ποτέ να συμβιβαστούν με τη ρουτίνα του
αστικού τρόπου ζωής της μεγαλούπολης. Συγκοινωνίες, βροχή, καύσωνας, αναμονή
στις στάσεις των λεωφορείων, μεσημεριανό τζανκ φουντ γεμάτο χοληστερίνη,
λιπαρά, ζάχαρη και αλάτι, νεύρα, βρισιές με το παραμικρό. Με το που μπαίναμε
στο σπίτι πετάγαμε τα ρούχα μας χάμω, κάναμε μπάνιο και έρωτα με έναν παθιασμένο
τρόπο σαν κάποιος ψυχίατρος να μας είχε συνταγογραφήσει το ιδανικό για την
περίπτωσή μας αγχολυτικό και εμείς να τηρούσαμε τη δοσολογία με απόλυτη
ευλάβεια.
Σχεδόν δυο
χρόνια κράτησε η σχέση μας. Μέχρι που ένα βράδυ που επέστρεψα κουρασμένη από το
φαρμακείο τον βρήκα γυμνό στο κρεβάτι με μια επίσης γυμνή κοπέλα. «Είπα να
αλλάξουμε λίγο», μου είπε και η ανάσα του βρώμαγε κρασί, «και να το κάνουμε
τρεις αντί για δύο…» Τον κοίταξα σαν να βλέπω έναν ξένο που ήρθε και έκανε
κατάληψη στον προσωπικό μου χώρο και έπρεπε να τον πετάξω έξω όσο γίνεται πιο
γρήγορα. «Έχω μια άλλη ιδέα», του είπα, «καλύτερη από τη δική σου: να τα μαζέψεις
και να φύγεις». «Σε πειράζει να τη πηδήσω πρώτα πριν φύγω; Δεν το ‘χουμε κάνει
ακόμα γιατί σε περιμέναμε», με ρωτάει. «Πάω να κάνω μπάνιο», του είπα. «Όταν
βγω να έχετε ξεκουμπιστεί και οι δύο». Μπήκα στο μπάνιο, βγήκα, αυτοί δεν είχαν
τελειώσει ακόμα. Πήγα στην κουζίνα και ζέστανα ένα κομμάτι παστίτσιο να φάω.
Έπειτα ξάπλωσα στον καναπέ και από την κούραση με πήρε ο ύπνος αμέσως. Το πρωί
που ξύπνησα ο Σάκης και το κορίτσι είχαν φύγει. Έλειπαν και όλα του τα ρούχα από
την ντουλάπα. Έλειπαν και κάτι λίγα χρήματα από την τσάντα μου. Κλασικό κωλόπαιδο.
Βλαστήμησα την ώρα και τη στιγμή που μπήκε σφήνα στη ζωή μου ακριβώς τη στιγμή
που σχεδίαζα να τα παρατήσω όλα και να μετακομίσω στην Τοσκάνη.
Λίγο μετά τον
χωρισμό με τον Σάκη, γνώρισα τη διαδικτυακή μου φίλη Γκρέτα. Δυόμισι περίπου
χρόνια αφότου μιλάγαμε μέσω μηνυμάτων, και αφού η επιδημία είχε υποχωρήσει και επιτρέπονταν
ξανά τα ταξίδια, αποφάσισα να πάω στην Ιταλία να τη βρω, χωρίς να της πω τίποτα.
Να της κάνω έκπληξη. Θα πήγαινα στη Φλωρεντία και από εκεί θα έπαιρνα το τρένο
και σε σαράντα λεπτά θα ήμουν στο Έμπολι. Τις πληροφορίες τις πήρα από το internet. Από το φαρμακείο δικαιούμουν άδεια μια
βδομάδα. Έβγαλα αεροπορικό εισιτήριο, ετοίμασα τα πράγματά μου, πήρα το laptop, ένα δώρο για την Γκρέτα κι έφυγα. Το πρόγραμμά μου
ήταν το εξής: θα έφτανα στο Έμπολι και θα πήγαινα στην κεντρική πλατεία, στην Piazza dei
Leoni. Η Γκρέτα μού είχε πει ότι το σπίτι της είναι ακριβώς
εκεί. Το παράθυρο του καθιστικού της βλέπει στη Φοντάνα των Ναϊάδων. Θα πήγαινα
στη Φοντάνα και θα καθόμουν σε ένα από τα περιμετρικά κολονάκια που είναι γύρω
από τα λιοντάρια – φωτογραφία της πλατείας είχα δει στο διαδίκτυο. Θα έβγαζα το
laptop. Θα της έστελνα μήνυμα: «βγες στο παράθυρο και
κοίτα στη Φοντάνα• αυτή που βλέπεις
είναι η φίλη σου από την Αθήνα».
Έφυγα πρωί με το
αεροπλάνο για Φλωρεντία για να έχω την ημέρα μπροστά μου. Ένοιωθα έντονη
συγκίνηση. Στο αεροδρόμιο της Φλωρεντίας ήπια καφέ όχι γιατί τον είχα ανάγκη,
αλλά είχα ανάγκη να πιω έναν espresso που θα τον είχε
φτιάξει Ιταλός ή Ιταλίδα στην Ιταλία. Πήρα μετά το τρένο και πολύ σύντομα ήμουν
στο Έμπολι. Στην Piazza dei Leoni
με πήγε ταξί. Με άφησε κοντά. Η Piazza ήταν στο
ιστορικό κέντρο, που δεν μπαίνουν αυτοκίνητα. Κοίταζα γύρω μου σαν χαμένη.
Νόμιζα ότι κάπου θα δω τον Σταύρο Τορνέ με την Ειρήνη Παπά και πιο κει θα
διέκρινα τον Τζιάν Μαρία Βολοντέ.
Έσυρα τη βαλίτσα
με τα ροδάκια ακριβώς στο κέντρο της πλατείας, εκεί που βρίσκεται η Φοντάνα των
Ναϊάδων. Ήταν όπως ακριβώς την είχε περιγράψει η Γκρέτα. Τέσσερα μαρμάρινα
λιοντάρια γύρω από το γλυπτό με τις τρεις γυμνές Ναϊάδες. Και γύρω από τη
Φοντάνα, τα σπίτια της πόλης χτισμένα με τη χαρακτηριστική αρχιτεκτονική της
μητροπολιτικής Φλωρεντίας, γενέτειρας της αναγέννησης. Ψηλές στοές, οι τοίχοι των
σπιτιών γεμάτοι παράθυρα, κεραμοσκεπές και εκείνο το χρώμα που διακρίνει κάθε
ιστορικό κέντρο των ιταλικών πόλεων• τερακότα και ώχρα. Στριφογύρισα γύρω
από τον εαυτό μου και κοίταξα όλα τα κτίρια. Όποιο σπίτι κοίταζα θα μπορούσε να
είναι το σπίτι της Γκρέτα. Πήγα σ’ ένα κολονάκι της Φοντάνα και κάθισα. Έβγαλα
από την τσάντα μου το laptop. Ευτυχώς,
υπήρχε internet. Άνοιξα το προφίλ της Γκρέτα. Πήγα στα μηνύματα.
Της έγραψα: «Βγες στο παράθυρο και κοίτα στη Φοντάνα. Είμαι εκεί…» Με είχε
πιάσει ταχυκαρδία. Χαρά που είχα! Επιτέλους, θα συναντούσα τη διαδικτυακή μου
φίλη! Αμέσως είδα ότι το μήνυμα διαβάστηκε. Έστρεψα τα μάτια μου προς τα
σπίτια. Κοίταξα τριγύρω. Περίμενα από κάποιο από όλα εκείνα τα παράθυρα να
ξεπροβάλει μια γυναίκα, να κοιτάξει στη Φοντάνα και να χαμογελάσει.
Πέρασαν μερικά
δευτερόλεπτα και δεν έβλεπα καμία γυναίκα σε κανένα παράθυρο. Ξανακοίταξα το messenger. Εξακολουθούσα να έχω ένδειξη ότι το
μήνυμα έχει διαβαστεί. Περίμενα. Κοίταζα τα παράθυρα. Τίποτα. Δεν έβλεπα
κανέναν. Της ξανάγραψα: «Γκρέτα, είμαι κάτω, στη Φοντάνα. Βγες στο παράθυρο να
με δεις…» Το έστειλα. Το μήνυμα διαβάστηκε και αυτό. Περίμενα. Ίσως είχα
μεγαλύτερη ανυπομονησία από όσο θα έπρεπε και μου φαινόταν ότι ο χρόνος τρέχει.
Έκανα πάλι κύκλο γύρω από τον εαυτό μου. Κοίταζα όλα τα σπίτια, όλα τα
παράθυρα. Τίποτα. Καμία και κανείς δεν έβγαινε σε παράθυρο. Της ξανάστειλα
μήνυμα. «Γκρέτα, στείλε μου ένα μήνυμα, τι κάνεις; Είσαι καλά; Έχω έρθει στην
Ιταλία για να σου κάνω έκπληξη και είμαι κάτω από το σπίτι σου. Απάντησέ μου,
βλέπω ότι τα μηνύματα τα διαβάζεις…»
Μισή ώρα ήμουν στη
Φοντάνα, με τη βαλίτσα δίπλα μου και το laptop
στα χέρια. Ήμουν προβληματισμένη. Δεν ήξερα τι συμβαίνει και η Γκρέτα, ενώ
έβλεπα ότι διαβάζει τα μηνύματά μου, δεν μου απαντούσε. Κάποια στιγμή, επιτέλους
βλέπω να μου έχει στείλει μήνυμα. Το διαβάζω με ανυπομονησία: «Κυρία, σας γράφω
έναν αριθμό τηλεφώνου. Σας παρακαλώ τηλεφωνήστε μου όποτε μπορείτε και θα σας
ενημερώσω για τη Γκρέτα. Είμαι νοσηλεύτρια». Ταράχτηκα. Κατά πάσα πιθανότητα η
Γκρέτα ήταν άρρωστη και δεν το ήξερα. Κοίταξα τα κτίρια γύρω από την πλατεία. Κάτω
από μία στοά είδα ένα καφέ. Πήγα με τη βαλίτσα. Κάθισα σε ένα τραπεζάκι. Δεν
ένοιωθα πολύ καλά. Σκεφτόμουν ότι μπορεί να έκανα λάθος που σχεδίασα όλο αυτό
το ταξίδι χωρίς να ενημερώσω πρώτα τη Γκρέτα, καθώς εντέλει έμαθα πως η Γκρέτα ήταν
άρρωστη και δεν ήξερα τίποτα, μέχρι προχθές τουλάχιστον που ανταλλάξαμε το τελευταίο
μας μήνυμα. Παρήγγειλα ένα πανίνι να φάω, ήμουν νηστική κι ένα ποτήρι μεταλλικό
νερό. Πληρώνοντας, ρώτησα πού υπάρχει ξενοδοχείο. Μου είπαν στο σταθμό των τρένων.
Έσυρα τη βαλίτσα με τα ροδάκια ξανά έξω από την πλατεία και από εκεί ειδοποίησα ταξί που με πήγε σ’ ένα ξενοδοχείο
απέναντι ακριβώς από τον σταθμό των τρένων. Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις
μπήκα στο δωμάτιο ήταν να καθίσω στο κρεβάτι και να πάρω το κινητό μου.
Τηλεφώνησα σ τον
αριθμό που μου έβλεπα στο messenger. Από τα πρώτα
λεπτά της συνομιλίας μου με τη νοσηλεύτρια το σώμα μου σχεδόν έπεσε μόνο του προς
τα πίσω, στο κρεβάτι, και κρατώντας το κινητό στο αφτί μου κοίταζα το ταβάνι
μουδιασμένη.
«Είστε η
νοσηλεύτρια που μου έστειλε το μήνυμα εκ μέρους της Γκρέτα;»
«Μάλιστα».
«Τι κάνει η
Γκρέτα; Είναι καλά; Δεν ήξερα ότι είναι άρρωστη».
«Πόσο καιρό
γνωρίζεστε, κυρία, με τη Γκρέτα;»
«Σχεδόν, τρία
χρόνια. Διαδικτυακά γνωριζόμαστε. Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στο Έμπολι.
Ήθελα να τη γνωρίσω από κοντά. Και
μάλιστα, δεν ξέρει τίποτα η Γκρέτα Ήρθα να της κάνω έκπληξη».
Σιωπή για λίγο
από την άλλη μεριά.
«Σας έχει
μιλήσει για τη ζωή της, κυρία;»
«Μάλιστα,
μιλάμε. Κι εγώ της έχω μιλήσει για τον εαυτό μου και εκείνη μου έχει ανοιχτεί.
Έχουμε πλέον φιλική σχέση, σαν να γνωριζόμαστε χρόνια. Έχουμε ταιριάξει. Δεν
μας εμποδίζει το γεγονός ότι μιλάμε μέσω του διαδικτύου, νοιώθουμε ότι είμαστε
φίλες από παιδιά. Δεν ξέρετε τι ανυπομονησία είχα να τη συναντήσω».
«Μου έχει πει
ότι έχετε σπουδάσει στην Ιταλία».
«Ναι, σπούδασα
φαρμακευτική στο Μιλάνο».
«Μάλιστα… Άρα,
κάποια πράγματα από την ιατρική θα τα καταλαβαίνετε».
«Βέβαια. Πέστε
μου, τι συμβαίνει;»
Σιωπή για λίγο.
Και μετά:
«Εδώ που
τηλεφωνήσατε, κυρία, είναι ψυχιατρείο. Βρίσκεται στη Φλωρεντία. Η Γκρέτα είναι
ασθενής μας αρκετά χρόνια. Θα σας μιλήσω με απλά λόγια για να καταλάβετε, όχι
με ιατρικούς όρους. Η Γκρέτα έχει επιλέξει να ζει μέσα από τις φαντασιώσεις της
τις οποίες έχει κάνει πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα για τη Γκρέτα είναι
ότι μένει στο Έμπολι, σ’ ένα σπίτι που τα παράθυρά του βλέπουν στη Φοντάνα των
Ναϊάδων και τα βράδια βλέπει τον άντρα της να επιστρέφει από τη δουλειά του,
από τον σταθμό τρένων. Αν επιχειρήσει κάποιος να την επαναφέρει στην
πραγματικότητα η Γκρέτα θα υποφέρει, είναι κάτι πολύ οδυνηρό για αυτήν• είναι μια βίαιη
κίνηση που την ταρακουνάει από την επίπλαστη γαλήνη και την ταράζει, όπως έγινε
με το μήνυμα που της στείλατε νωρίτερα, ότι είστε κάτω από το σπίτι της. Άκουσα
ξαφνικά ουρλιαχτά, ήμουν δίπλα, σε άλλο δωμάτιο ασθενούς και τρόμαξα. Έτρεξα
γρήγορα κοντά της. Την είδα να ουρλιάζει και να χτυπάει τα χέρια της στον
τοίχο. Της έδωσα αμέσως φάρμακο για να ηρεμήσει. Σε λίγο αποκοιμήθηκε.
»Κοίταξα το laptop. Είναι κάτι που έχουμε την άδεια να το κάνουμε, για
την προστασία των ασθενών. Διάβασα το μήνυμα που της στείλατε ότι βρίσκεστε στο
Έμπολι και είστε κάτω από το παράθυρό της. Δυστυχώς η πληροφορία αυτή στη
Γκρέτα είχε αρνητικό αντίκτυπο. Βρέθηκε μπροστά στον κίνδυνο να απομακρυνθεί
από τις φαντασιώσεις της και να έρθει αντιμέτωπη με την αληθινή ζωή που την
αποφεύγει μετά μανίας. Είδε πως κινδυνεύει να μαθευτεί πως ζει σε ψυχιατρείο
και όχι σε σπίτι με θέα τη Φοντάνα των Ναϊάδων και επίσης να αποκαλυφθεί το
ψέμα της ότι είναι παντρεμένη•
με λίγα λόγια είδε πως βρίσκεται πολύ κοντά στο να μάθει η φίλη της από την Ελλάδα πως τίποτα από όλα αυτά που της έχει διηγηθεί
για τη ζωή της δεν είναι αλήθεια. Και την έπιασε κρίση. Βγήκε έξω από τα ασφαλή
όρια που έχει θέσει η ίδια γύρω από τον εαυτό της για να την προστατεύουν, όπως
νομίζει, από τον πόνο, και έπαθε πανικό. Είναι αυτό που λέμε στην
καθημερινότητα, ‘βγήκε εκτός ορίων’, έξω από το σχεδιάγραμμα που έχει φτιάξει μόνη
της στο μυαλό της και το οποίο απεικονίζει με ακρίβεια τα όρια που διαχωρίζουν
τον κόσμο της από τον κόσμο των άλλων, ή τα σύνορα, σαν να λέμε, που χωρίζουν
το ‘κράτος’ της από το ‘κράτος’ της
σκληρής πραγματικότητας που δεν την αποδέχεται. Άργησα να τη συνεφέρω. Μέχρι να
την πιάσουν τα χάπια και να ησυχάσει, χτυπιόταν.
»Είναι αρκετά
χρόνια, κυρία, που βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση. Κάποιες φορές είχε καλυτέρευση και επέστρεφε
στο πατρικό της σπίτι. Οι γονείς της ζούσαν ακόμα. Τώρα έχουν πεθάνει. Αδέλφια
δεν έχει. Είχε μία σκληρή εμπειρία όταν ήταν κοπελίτσα και από τότε δεν συνήλθε
ποτέ. Δέκα οκτώ χρόνων γνώρισε κάποιον και τον ερωτεύτηκε. Την αγάπησε και
εκείνος και της έκανε πρόταση γάμου. Η Γκρέτα ήταν τρισευτυχισμένη. Έραψε
νυφικό σε μια σπουδαία ράφτρα της Φλωρεντίας. Την ημέρα που έκανε την τελευταία
πρόβα του νυφικού μπήκαν τρεις ληστές στο ατελιέ της ράφτρας και απείλησαν με
όπλο να τους δώσουν λεφτά. Στο ατελιέ εκείνη την ώρα ήταν μόνο η ράφτρα και η
Γκρέτα. Η ράφτρα είχε κάτι λίγα χρήματα, τους τα έδωσε. Εκείνοι θύμωσαν γιατί
ήθελαν κι άλλα. Έδεσαν το στόμα και στις δύο και τις βίασαν. Η ράφτρα είχε την
καρδιά της. Έπαθε έμφραγμα και πέθανε κατά τη διάρκεια του περιστατικού. Ο
ιατροδικαστής αργότερα είπε πως η
γυναίκα βιάστηκε πεθαμένη. Σε λίγες μέρες τούς συνέλαβαν και τους τρεις
καθώς επιχειρούσαν να ληστέψουν ένα υποκατάστημα τράπεζας. Τι να το κάνεις,
όμως… Η Γκρέτα δεν συνήλθε ποτέ. Νοσηλεύτηκε για ένα μήνα σε ψυχιατρείο, βγήκε,
και από τότε έπλασε μια φανταστική ιστορία μέσα στην οποία αποφάσισε να ζει και
να απαρνηθεί την πραγματικότητα:
ότι τελικά παντρεύτηκε τον καλό της, ότι παιδιά δεν μπόρεσε να κάνει γιατί είχε
ένα πρόβλημα και ότι ο αγαπημένος της είναι Έλληνας που εργάζεται μηχανοδηγός
στα τρένα. Ίσως να επέλεξε να φαντασιώνεται πως ο άντρας της είναι Έλληνας
επειδή παλιά είχε γνωρίσει μια παρέα Ελλήνων φοιτητών που έμεναν στο Έμπολι και
σπούδαζαν Καλές Τέχνες στη Φλωρεντία, και τους είχε συμπαθήσει.
»Ο
αρραβωνιαστικός της ήταν λογιστής και ήταν Ιταλός. Ήταν καλό παιδί αλλά όταν η
Γκρέτα μπήκε στο ψυχιατρείο την παράτησε γιατί δεν μπορούσε να διαχειριστεί το
σοκ που δέχτηκε και ο ίδιος. Οι απανωτοί βιασμοί πού υπέστη από τους βιαστές τής
προκάλεσαν ανεπανόρθωτα εσωτερικά τραύματα και της αφαιρέθηκαν οι ωοθήκες.
Αυτός είναι ο λόγος που δεν θα μπορούσε έκτοτε να κάνει παιδιά. Το πατρικό της
σπίτι ήταν σε ένα χωριό τριάντα χιλιόμετρα έξω από τη Φλωρεντία, αλλά με τον
αρραβωνιαστικό της έκαναν σχέδια να μείνουν στο Έμπολι, γι’ αυτό και πάντα
φαντασιώνεται ότι κατοικεί στο Έμπολι, στην κεντρική πλατεία. Εδώ και χρόνια
δεν έχει κανέναν δικό της. Οι γονείς της έχουν πεθάνει. Η Γκρέτα χειροτέρευε.
Με εισαγγελική εντολή την έφεραν στο ψυχιατρείο. Δεν μπορεί να φύγει από δω.
Δεν έχει πού να πάει. Στην κλινική τής γίνεται θεραπεία και παρακολουθείται σε
καθημερινή βάση.
» Μου δείχνει την
αλληλογραφία που έχει μαζί σας στο messenger και ξέρω πως
της έχετε ζητήσει να σας δείξει φωτογραφία της για να τη δείτε και ξέρω επίσης πως
σας έστειλε κάποια από τα παιδικά της χρόνια. Είδατε ένα κοριτσάκι όμορφο και
συγχρόνως κάπως θλιμμένο. Είχε πάντα μια μελαγχολία στο βλέμμα, έχουν πει οι
γονείς της, και πάντα ήταν ένα εσωστρεφές παιδί. Γι’ αυτό και αρρώστησε τόσο
βαριά μετά το περιστατικό. Ήταν ευαίσθητη, δεν άντεξε. Μπορώ να σας την
περιγράψω για να έχετε κάπως μια εικόνα. Γιατί, αν ζητήσετε να τη δείτε από
κοντά μόνο κακό θα της κάνετε. Είναι μια γυναίκα που έχει παρατήσει τον εαυτό
της, που μόνο στις φαντασιώσεις της ασχολείται μαζί του επειδή μόνο εκεί ο
εαυτός της είναι όμορφος και αξίζει να τον περιποιείται. Θεωρεί πως ο
πραγματικός της εαυτός είναι βιασμένος, γι’ αυτό και δεν τον θέλει. Έχει γκρίζα
μαλλιά εδώ και αρκετά χρόνια, αφυδατωμένη επιδερμίδα και πολλές ρυτίδες που δεν
δημιουργήθηκαν απαραίτητα από τα χρόνια αλλά πιο πολύ από τη διάθεσή της και
την εσωτερική κόπωση που νοιώθει. Τα μάτια της είναι μεγάλα, φωτεινά αλλά έχουν
αυτό το παράξενο φως που δεν μοιάζει φυσιολογικό… Δεν τρώει πολύ, είναι
λεπτούλα. Και ακούει πολλή κλασική μουσική. Αυτό αρέσει στους γιατρούς γιατί, ο
Μπαχ που προτιμά, δίνει ένα ροδαλό χρώμα στο πρόσωπό της, ένα χρώμα ευεξίας. Είστε
ελεύθερη, κυρία, να διαχειριστείτε όπως θέλετε από δω και πέρα τη σχέση σας μαζί
της. Ή να συνεχίσετε την αλληλογραφία που είχατε με μηνύματα και να
προσποιείστε ότι πιστεύετε αυτά που σας λέει ή να απομακρυνθείτε. Μην την
πιέσετε μόνο, σας παρακαλώ, να αποδεχτεί ή έστω να δει, την πραγματικότητα. Αυτό
είναι έργο των γιατρών. Η πραγματικότητα για τη Γκρέτα είναι ένα τέρας που
απειλεί να τη βιάσει για δεύτερη φορά. Δεν τη θέλει. Λυπάμαι που μάθατε αυτή τη
δυσάρεστη αλήθεια για τη φίλη σας…»
Πριν επιστρέψω
στην Ελλάδα πήγα στη Φλωρεντία και έκανα μια μεγάλη βόλτα. Στο χέρι μου κρατούσα
το δώρο που είχα φέρει να δώσω στη Γκρέτα. Ήταν μια χειροποίητη ασημένια
κορνίζα και είχα σκοπό να της ζητήσω να φωτογραφηθούμε μαζί στη Φοντάνα των
Ναϊάδων και να της αφήσω μετά τη φωτογραφία με την κορνίζα ως ανάμνηση της συνάντησής
μας. Περιπλανήθηκα στους λιθόστρωτους δρόμους της πανέμορφης αναγεννησιακής
πόλης. Παντού το κάλλος των γλυπτών, των ναών, των παλιών σπιτιών και κήπων.
Πέρασα έξω από τον καθεδρικό ναό, τη Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε, είδα το
Καμπανίλε – το Καμπαναριό, σε σχέδιο του φημισμένου αρχιτέκτονα Τζότο• πέρασα από την
Πιάτσα ντέλα Σινιορία – την πλατεία των ‘Αρχόντων’, αυτό το μεγάλο υπαίθριο
μουσείο. Έκανα βόλτα κατά μήκος του ποταμού Άρνου και πήγα στο Πόντε Βέκιο –
την Παλιά Γέφυρα. Κατέληξα στη συνοικία Όλτραρνο. Ήπια κρασί και έφαγα σπαγγέτι
με τυριά. Φεύγοντας, άφησα στην καρέκλα της τρατορίας το πακέτο με το δώρο της
Γκρέτα.
Σκεφτόμουν τι
έπρεπε να κάνω από δω και πέρα. Ήταν δύσκολο για μένα. Την είχα συνηθίσει τη
Γκρέτα. Είχα συνηθίσει την καλημέρα της το πρωί, την καληνύχτα της το βράδυ, τα
ζεστά της λόγια: «ανυπομονώ να έρθεις στην Ιταλία», μου έγραφε σε κάποιο της
μήνυμα, «να πάμε εκδρομή στην Τοσκάνη που τόσο σου αρέσει. Θα σε πάω στα χωριά
του Κιάντι να αγοράσουμε κρασί από τους αμπελώνες της Καστελίνα ιν Κιάντι και
στην Πιέντσα να πάρουμε το ωραιότερο τυρί πεκορίνο. Θα πάμε στη Φλωρεντία να
αγοράσουμε κεραμικά από το Μερκάτο Τσεντράλε. Και κάποιο βράδυ θα ‘θελα να με
βοηθήσεις να μαγειρέψουμε ένα ελληνικό φαγητό για τον άντρα μου. Ονειρεύομαι ότι
καθόμαστε οι τρεις μας γύρω από το τραπέζι, πίνουμε κρασί, συζητάμε και σχεδιάζουμε
μια εκδρομή το καλοκαίρι σε κάποιο νησί της Ελλάδας. Δεν θα είναι όμορφα;»
Κατ’ αρχάς
έπρεπε να βρω να της πω κάτι για το μήνυμα που της είχα στείλει από τη Φοντάνα.
Θα της έλεγα ότι τάχα δεν ήταν αλήθεια, δεν είχα έρθει ποτέ στο Έμπολι. Αστειευόμουν. Ήθελα απλώς να
γελάσουμε… Δεν ξέρω αν θα με πίστευε αλλά δεν έβρισκα κάτι άλλο να της πω. Και
πλέον δεν ξέρω αν θα ‘θελα να συνεχίσω να συμμετέχω, τώρα πια συνειδητά, στο
παιχνίδι του μυαλού της, να δέχομαι να είμαι μέρος της φαντασίωσής της. Θα
αραίωνα σιγά – σιγά την αλληλογραφία μαζί της. Η Γκρέτα ζούσε μέσα σε ένα
επικίνδυνο παραμύθι. Δεν υπήρχε λόγος να αποτελώ μέρος του. Τη συμπονούσα και
την εκτιμούσα βαθύτατα. Την κατανοούσα. Ίσως κάποιες φορές της έστελνα ευχές σε
γιορτές. Αλλά μέχρι εκεί. Τίποτα άλλο. Η πραγματικότητα για μένα ήταν η
μοναχική ζωή μου, η δουλειά μου, η πόλη με τη βουή και τον θόρυβό της, οι δυο
τρεις φίλες μου και οι βόλτες μαζί τους αραιά και πού σε κάνα μπαράκι με ροκ,
και πάντα βαθιά στη σκέψη μου ακολουθούσε και εκείνο το σχέδιο που έλεγε να φύγω,
να παραιτηθώ από το φαρμακείο, να πουλήσω το τριάρι στον Κόκκινο Μύλο, να πάρω
τα λεφτά και να πάω να ζήσω στην Τοσκάνη.
Δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2024 στο τεύχος Νο 77 του περιοδικού
«δε|κατα» με θέμα:
«Εκτός Ορίων».
Ευχαριστώ τον εκδότη του περιοδικού ποιητή και συγγραφέα Ντίνο Σιώτη, για τη δημοσίευση.